ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D612
(2015) 2 ΑΑΔ 611
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πoινική ΄Εφεση αρ. 192/2014)
16 Σεπτεμβρίου, 2015
Π.ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ.ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ. Δ/στες
ΧΑΡΗΣ ΦΩΤΙΟΥ
Εφεσείων
ν.
AΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
- - - - - - - - -
Aλ.Αλεξάνδρου, για τον Εφεσείοντα
Στ.Παπαλαζάρου (κα.), για την Εφεσίβλητη
- - - - - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Διιστάμενη)
ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, στην πρωτόδικη διαδικασία κρίθηκε ένοχος για αριθμό κατηγοριών που αφορούσαν επίθεση εναντίον 4 αστυνομικών της Τροχαίας Πάφου (οι δύο πρώτες με πρόκληση σωματικής βλάβης) και 3η και 4η για επίθεση εναντίον αστυνομικού κατά την εκτέλεση καθήκοντος, καθώς και πρόκληση ανησυχίας και δημόσια εξύβριση που συντελέστηκαν στις 11.4.2010 στις εγκαταστάσεις της Τροχαίας Πάφου (κατηγορίες 6 και 7). Επίσης κρίθηκε ένοχος για 3 τροχαία αδικήματα που σύμφωνα με την απόφαση έλαβαν χώρα την ίδια ημέρα στην οδό Ταλάτ Πασά στην Πάφο. (κατηγορίες 8, 9 και 10).
Κοινό έδαφος παρουσιάστηκαν ευθύς εξ αρχής να είναι τα ακόλουθα:
(1) Στις 11.04.10 και περί ώρα 03:35 ο ΜΚ1, ο οποίος βρισκόταν σε υπηρεσία και συγκεκριμένα σε περιπολία μαζί με άλλους συναδέλφους του, ζήτησε από τον κατηγορούμενο που εκείνη τη στιγμή οδηγούσε το όχημα με αριθμούς εγγραφής KKF 154 στην λεωφόρο Μακαρίου με κατεύθυνση την οδό Ταλάτ Πασά στον Μούτταλλο της επαρχίας Πάφου να του δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση.
(2) Παρόλο ότι ο κατηγορούμενος τον παρακάλεσε να τον αφήσει να μεταβεί στην οικία του που βρισκόταν λίγο πιο κάτω, ο ΜΚ1 επέμενε και έτσι ο κατηγορούμενος έδωσε δείγμα προκαταρκτικού ελέγχου.
(3) Μετά από παράκληση των ΜΚ1 και ΜΚ2 ο κατηγορούμενος έδωσε δείγμα εκπνοής σε προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης χρησιμοποιώντας τη συσκευή προκαταρκτικού ελέγχου υπ' αριθμό 017013 με ένδειξη 58mg αντίς 22mg εις 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής.
(4) Ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε να μεταβεί στο Τμήμα Τροχαίας όταν ο ΜΚ1 του το ζήτησε για παροχή δείγματος τελικής εξέτασης.
(5) Ο ΜΚ2 ήταν παρών όταν ο ΜΚ1 του ζήτησε να δώσει δείγμα εκπνοής για προκαταρκτικό έλεγχο.
(6) Κατά την μεταφορά του κατηγορουμένου στο Τμήμα Τροχαίας ο ΜΚ1 κάθισε στη θέση του οδηγού του οχήματος, ο δε κατηγορούμενος στη θέση του συνοδηγού και ο Λοΐζος Χατζηνεοφύτου (ΜΥ1) στο πίσω κάθισμα.
(7) Κατά την αναμονή λήψεως δείγματος τελικού ελέγχου από τον κατηγορούμενο παρών στο μέρος ήταν και ο (ΜΥ1).
Με ασυνήθιστα μακρά διαδικασία, η οποία αποτυπώνεται στη μακροσκελή επίσης απόφαση του Δικαστηρίου και αφού ακούστηκαν 7 μάρτυρες κατηγορίας αφενός, ο κατηγορούμενος και ο πιο πάνω μάρτυρας υπεράσπισης αφετέρου, το Δικαστήριο θεώρησε ότι η σύλληψη του εφεσείοντα που διενήργησε ο αστυνομικός ΜΚ1 δεν ήταν νόμιμη. Αυτό το εύρημα του Δικαστηρίου δεν τελεί υπό αμφισβήτηση οπότε δεν είναι δυνατό να εξεταστεί η ορθότητα και η βασιμότητα του. Σημασία έχει ότι ένα από τα θεμελιωτικά του κατηγορητηρίου στοιχεία (δηλαδή αντίσταση του εφεσείοντα στη νόμιμη σύλληψη) δεν είχε έρεισμα, γι΄αυτό και η σχετική πέμπτη κατηγορία που αφορούσε αντίσταση στη νόμιμη σύλληψη δεν μπορούσε να στοιχειοθετηθεί και απορρίφθηκε.
Παρά το γεγονός αυτό, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η παρανομία της σύλληψης δεν αλλοίωσε τα πράγματα ως προς τη διάπραξη των λοιπών αδικημάτων. Και αυτό βέβαια αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι η δοθείσα για την κατηγορούα αρχή μαρτυρία ήταν αξιόπιστη, ενώ η μαρτυρία του εφεσείοντα και του μάρτυρα υπεράσπισης αναξιόπιστη, ανεξάρτητα αν η πράξη του ΜΚ1 αστυφύλακα να τον συλλάβει στο δρόμο Ταλάτ Πασά και να του ζητήσει να τον ακολουθήσει δεν ήταν στα πλαίσια της έννοιας της νόμιμης σύλληψης.
Απότοκο του έργου της αξιολόγησης ήταν η διατύπωση των ευρημάτων του Δικαστηρίου τα οποία, παρά το εκτενές του περιεχομένου τους, είναι ανάγκη να παρατεθούν με υπογραμμίσεις κάποιων σημείων που θα απασχολήσουν στη συνέχεια.
«Στις 11.04.10 ο ΜΚ1 μαζί με τους συνάδελφους του ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΚ5 βρίσκονταν σε περιπολία στη λεωφόρο Μακαρίου με κατεύθυνση την οδό Ταλάτ Ππασά στο Μούτταλλο της επαρχίας Πάφου όταν περί ώρα 03:35 αντιλήφθηκαν το όχημα με αριθμούς εγγραφής KKF 154 που οδηγείτο από τον κατηγορούμενο και με συνοδηγό τον ΜΥ1 να κινείται πότε στη δεξιά και πότε στην αριστερή μεριά του δρόμου. Αμέσως ο ΜΚ2 με τη βοήθεια του αστυνομικού μεγαφώνου ειδοποίησε τον κατηγορούμενο να ακινητοποιήσει το όχημα του, πράγμα που αυτός έπραξε. Τότε ο ΜΚ1 προσέγγισε το όχημα του κατηγορουμένου και διαπίστωσε ότι ο κατηγορούμενος μύριζε έντονα αλκοόλ και η ομιλία του τραύλιζε. Ο ΜΚ1 στην παρουσία του ΜΚ2 πληροφόρησε τον κατηγορούμενο ότι θα του λάμβανε δείγμα εκπνοής στα πλαίσια προκαταρκτικής εξέτασης και ότι τυχόν άρνηση ή αποφυγή του να δώσει ικανοποιητικό τέτοιο δείγμα εκπνοής δυνατό να συνιστούσε ποινικό αδίκημα και θα υπόκειται σε σύλληψη. Ο κατηγορούμενος παραδέχτηκε ότι είχε καταναλώσει αλκοόλ και παρόλο ότι παρακάλεσε τον ΜΚ1 να τον αφήσει να μεταβεί στην οικία του που βρισκόταν λίγο πιο κάτω, ο ΜΚ1 επέμεινε και έτσι ο κατηγορούμενος έδωσε δείγμα εκπνοής σε προκαταρκτικό έλεγχο αλκοόλης χρησιμοποιώντας τη συσκευή προκαταρκτικού ελέγχου υπ' αριθμό 017013 με ένδειξη 58mg αντίς 22mg εις 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής. Ως αποτέλεσμα της εξέλιξης αυτής, ο ΜΚ1 συνέλαβε αυτόφωρα τον κατηγορούμενο και του είπε ότι θα έπρεπε να μεταβεί στο Τμήμα Τροχαίας για παροχή δείγματος τελικής εξέτασης, πράγμα που ο κατηγορούμενος δεν αρνήθηκε. Κατά την μεταφορά του κατηγορουμένου στο Τμήμα Τροχαίας ο ΜΚ1 κάθισε στη θέση του οδηγού του οχήματος, ο δε κατηγορούμενος στη θέση του συνοδηγού και ο ΜΥ1 συνεπιβάτης στο πίσω κάθισμα.
Ο κατηγορούμενος συνοδευόμενος από τον ΜΥ1 αλλά και από τους αστυνομικούς ΜΚ1, ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΚ5 μετέβηκαν στον πρώτο όροφο του κτιρίου της Τροχαίας Πάφου όπου εκεί θα παρέχονταν τα δείγματα τελικής εξέτασης. Όταν όμως ο ΜΚ1 ζήτησε από τον κατηγορούμενο να δώσει τέτοια δείγματα στην παρουσία των ΜΚ2, ΜΚ3, ΜΚ5 και του ΜΥ1 και αφού πρώτα τον ενημέρωσε ότι τυχόν άρνηση ή αποφυγή του να δώσει τέτοια δείγματα δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα, ο κατηγορούμενος αρνήθηκε. Τότε ο κατηγορούμενος πληροφορήθηκε ότι διέπραξε αδίκημα και θα μεταφερόταν στα κρατητήρια αλλά ο κατηγορούμενος αντέδρασε φωνάζοντας, διαμαρτυρόμενος σε έντονο και δυνατό τόνο και ύφος προκαλώντας ανησυχία, θόρυβο και ταραχή έξω από το γραφείο παραπόνων και εξέτασης τροχαίων δυστυχημάτων στην παρουσία άλλων ατόμων και συνέχιζε να επιδεικνύει τέτοια συμπεριφορά παρόλο ότι τόσο ο ΜΚ1 όσο και οι άλλοι συνάδελφοι του ζήτησαν από αυτόν να ηρεμήσει και να σταματήσει να φωνάζει και να διαμαρτύρεται. Ο κατηγορούμενος εκδήλωσε πρόθεση να αποχωρήσει από το μέρος κατεβαίνοντας τις σκάλες και κατευθυνόμενος προς την έξοδο του κτιρίου με αποτέλεσμα ο ΜΚ1 μαζί με τους ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΚ5 να τον παρεμποδίσουν φράσσοντας του το δρόμο, οι οποίοι μάταια προσπάθησαν να τον πείσουν να επιστρέψει για να λάβουν από αυτόν δείγματα τελικής εξέτασης. Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος έσπρωξε με τα χέρια του τους ΜΚ1 και ΜΚ2 με αποτέλεσμα όταν οι πιο πάνω αστυνομικοί επιχείρησαν να του περάσουν χειροπέδες ο κατηγορούμενος τους έσπρωχνε και τους κλωτσούσε. Χρησιμοποιήθηκε η ανάλογη υπό τις περιστάσεις βία έτσι ώστε ο ΜΚ1 να καταφέρει να τοποθετήσει στον κατηγορούμενο χειροπέδες. Επιπροσθέτως, μέσα από το θερμό επεισόδιο ο ΜΚ1 τραυματίστηκε όταν ο κατηγορούμενος τον χτύπησε στο αριστερό χέρι του με μία από τις δύο χειροπέδες καθώς επίσης τραυματίστηκε και ο ΜΚ5 όταν ο κατηγορούμενος κλώτσησε το δεξί του χέρι με το δεξί του πόδι.
Τόσο ο ΜΚ1 όσο και ο ΜΚ5 αμέσως μετά μετέβηκαν στο Τμήμα Ατυχημάτων και Επειγόντων Περιστατικών του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου όπου ο επί καθήκον ιατρός διαπίστωσε στον ΜΚ1 εκδορά και μικρού βαθμού απώλεια δέρματος ονυχοφόρου φάλαγγας στο αριστερό παράμεσο δάχτυλο. Σε σχέση με τον ΜΚ5 τοποθετήθηκε νάρθηκας υπό τη μορφή ενός ξυλάκι με επίδεσμο τυλιγμένο στο δεξί αντίχειρα έτσι ώστε να το κρατεί σταθερό και να μπορέσει να τύχει εξέτασης από ορθοπεδικό. Ακολούθως ο ΜΚ5 υπεβλήθηκε σε ακτινολογικό έλεγχο καθώς επίσης εξετάστηκε από τον Δρ. Μεταξά, ορθοπεδικό του Γενικού Νοσοκομείου Πάφου, ο οποίος διαπίστωσε εξάρθρωμα μετακαρποφαλαγγικής άρθρωσης αντίχειρα δεξιάς άκρας χείρας όπου και του έγινε ανάταξη από ορθοπεδική ακινητοποίηση με τη βοήθεια γύψινου επιδέσμου για 5 εβδομάδες. Σχετικές ιατρικές αναφορές ημερομηνίας 11.04.10 ετοιμάστηκαν από τον επί καθήκον ιατρό καθώς επίσης σχετική ενυπόγραφη ιατρική βεβαίωση ημερομηνίας 16.04.10 συντάχτηκε από τον Δρ. Μεταξά.
Στο μεταξύ ο ΜΚ2 μαζί με τον ΜΚ3 παρακαλούσαν για αρκετή ώρα ανεπιτυχώς τον κατηγορούμενο να εισέλθει στο αστυνομικό όχημα για να μεταφερθεί στα κρατητήρια του Κεντρικού Αστυνομικού Σταθμού στην παρουσία του ΜΥ1 και της αδελφή του, Σοφίας Χατζηνεοφύτου με αποτέλεσμα και αφού πρώτα ο κατηγορούμενος αποκάλεσε τρεις φορές τον ΜΚ2 'γαϊδούρι' να χρησιμοποιηθεί η ανάλογη υπό τις περιστάσεις βία προκειμένου να επιτευχθεί ο πιο πάνω σκοπός με τον κατηγορούμενο να αντιδρά και να αντιστέκεται σε κάτι τέτοιο. Ακόμη δέχομαι ότι κατά την μεταφορά του στον Κεντρικό Αστυνομικό Σταθμό Πάφου ο κατηγορούμενος εκστόμισε εναντίον του ΜΚ2 την φράση 'είσαι γαϊδούρι, γαμώ το κέρατο σου, θα ασκήσω βία και εν να σε πισκαλίσω.'».
Ως προς τη νομική πτυχή για τα πιο πάνω γεγονότα ο πρωτόδικος δικαστής, αφού εξηγεί τους λόγους που οδηγείται στο συμπέρασμα της παράνομης σύλληψης, αναφέρει τα εξής στη σελίδα 35:
«Αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο κατηγορούμενος συνελήφθηκε αυτόφωρα αμέσως μετά το αποτέλεσμα της προκαταρκτικής εξέτασης και προτού ακόμη μεταφερθεί στον κτίριο της Τροχαίας Πάφου για να δώσει δείγματα τελικής εξέτασης. Συνεπώς, από τα ενώπιον μου δεδομένα ο ΜΚ1 δεν είχε εξουσία τη δεδομένη εκείνη χρονική στιγμή να συλλάβει αυτόφωρα τον κατηγορούμενο επειδή τότε δεν είχε διαπραχτεί το αδίκημα του άρθρου 5 του Ν.174/86. Σχετική είναι η υπόθεση Τιμοθέου v. Αστυνομίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 24/2012, ημερομηνίας 23.10.12. Συνεπώς, ο ΜΚ1 δεν είχε δικαίωμα και συνάμα εξουσία να συλλάβει, όπως ενέργησε, τον κατηγορούμενο για τη διάπραξη του αδικήματος του άρθρου 5 του Ν.174/86 με αποτέλεσμα η σύλληψη του κατηγορουμένου να είναι, υπό τις περιστάσεις, παράνομη.
Η ενέργεια του ΜΚ1 να οδηγήσει το όχημα του κατηγορουμένου στο κτίριο της Τροχαίας Πάφου για να δώσει δείγματα τελικής εξέτασης με τον τελευταίο να κάθεται στη θέση του συνοδηγού συνοδεύεται από την προγενέστερη ενέργεια του εν λόγω μάρτυρα να τον θέσει αυτόφωρα υπό σύλληψη. Παρά τα πιο πάνω, ο κατηγορούμενος ήταν στο στάδιο εκείνο φιλικός, ευγενικός, συνεργάσιμος και με τη θέληση του έδωσε το όχημα του στον ΜΚ1 να το οδηγήσει. Ο κατηγορούμενος όχι μόνο δέχτηκε αδιαμαρτύρητα να ακολουθήσει τον εν λόγω μάρτυρα στην Τροχαία Πάφου για να δώσει δείγματα τελικής εξέτασης αλλά ο ίδιος έδειχνε ότι συμφωνούσε να ολοκληρωθεί η διαδικασία στο κτήριο της Τροχαίας Πάφου. Η πιο πάνω συμπεριφορά του κατηγορουμένου ήταν τέτοια που ο ΜΚ1 δεν αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει την αυτόφωρη σύλληψη του για να τον θέσει υπό περιορισμό. Ο κατηγορούμενος μετέβηκε στην Τροχαία Πάφου χωρίς να φέρει χειροπέδες. Το καθεστώς αυτό ίσχυε μέχρι τη στιγμή που ο κατηγορούμενος αρνήθηκε να δώσει δείγμα για τελική εξέταση. Μέχρι τη στιγμή της άρνησης του να δώσει δείγμα για τελική εξέταση, η συμπεριφορά της αστυνομίας, δεδομένης και της απόλυτης συνεργασίας του κατηγορουμένου, ήταν τέτοια που αντικειμενικά δεν μετέδωσε την εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος βρισκόταν υπό κράτηση ή περιορισμό."
Και παρακάτω στη σελίδα 36:
« ....η συμπεριφορά της αστυνομίας ήταν τέτοια που ο κατηγορούμενος δεν αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν υπό κράτηση ή περιορισμό αλλά ούτε και αισθάνθηκε κάτι τέτοιο μέχρι το σημείο που αποφάσισε να εγκαταλείψει το κτίριο της Τροχαίας Πάφου.
Η ενέργεια του κατηγορουμένου να κατευθυνθεί προς την έξοδο του κτιρίου της Τροχαίας Πάφου αποτελεί εκδήλωση πρόθεσης του να αποχωρήσει από το χώρο εκείνο που βρισκόταν και κατ' επέκταση επιλογή του να ασκήσει το δικαίωμα του για ελεύθερη διακίνηση. Παράλληλα, η αντίδραση του ΜΚ1 να τον πληροφορήσει ότι θα μεταφερθεί στα κρατητήρια σε συνδυασμό με την ενέργεια του να φράξει το δρόμο του κατηγορουμένου προς την έξοδο προκειμένου να παρεμποδίσει την αποχώρηση του από το κτίριο της Τροχαίας Πάφου χρησιμοποιώντας την βοήθεια των ΜΚ2, ΜΚ3 και ΜΚ5 για να τον ακινητοποιήσει συνιστά παράνομη κράτηση και ταυτόχρονα παράνομο περιορισμό των κινήσεων του κατηγορουμένου καθότι δεδομένης της παράνομης αυτόφωρης σύλληψης δεν είχαν δικαίωμα και ταυτόχρονα στερούνταν εξουσίας για κάτι τέτοιο. Η παράνομη κράτηση και ο περιορισμός του κατηγορουμένου συνεχίστηκαν με την τοποθέτηση του στο περιπολικό της αστυνομίας και μεταφορά του στα αστυνομικά κρατητήρια οπότε και τερματίστηκαν με την απόλυση του.»
Το πρωτόδικο δικαστήριο στη συνέχεια προσδιορίζει και το αποφασιστικό κριτήριο που πρέπει να εφαρμόσει το κατά πόσο τα γεγονότα που ακολούθησαν είναι φυσική απόρροια της σύλληψης, κράτησης και του περιορισμού του κατηγορούμενου ή η συμπεριφορά που ο κατηγορούμενος επέδειξε είναι κάτι το ανεξάρτητο και η σύνδεση με τη σύλληψη και κράτηση δεν δικαιολογείται.
Ο πρωτόδικος δικαστής απαντά στο πιο πάνω ερώτημα λέγοντας ότι το ζήτημα είναι πραγματικό. Καταλήγει δε στα πιο κάτω συμπεράσματα τα οποία απασχόλησαν και τους συνηγόρους κατά τις αγορεύσεις τους ενώπιον μας, στις σελ.36 και 37.
«Σαφώς η παράνομη σύλληψη, περιορισμός και κράτηση του κατηγορουμένου δεν του δίδει το δικαίωμα να διαπράξει αδικήματα άλλα από αυτό για το οποίο παράνομα συνελήφθηκε. Οποιαδήποτε περί του αντιθέτου θέση θα ήταν άτοπη και λανθασμένη. Κλασσικό παράδειγμα που ενισχύει την ορθότητα της θέσης αυτής είναι η περίπτωση όταν κατηγορούμενος αισθανόμενος αδικημένος για παράνομη σύλληψη του πυροβολεί και σκοτώνει αστυνομικό που τον συνέλαβε. Σε καμία περίπτωση η παράνομη σύλληψη του τον απαλλάσσει από το αδίκημα που ακολούθως διέπραξε καθότι ουδεμία σχέση ή σύνδεση υπάρχει μεταξύ τους. Συνεπώς, η άσκηση νομοθετικών και/ή συνταγματικών δικαιωμάτων δεν δίδει κάλυψη σε κάποιο για να διαπράττει ποινικά αδικήματα.
Η πληροφόρηση στον κατηγορούμενο ότι ένεκα της άρνησης του να δώσει δείγμα για τελική εξέταση θα μεταφερόταν στα κρατητήρια δικαιολογεί μια ειρηνική διαμαρτυρία από μέρους του. Η διεκδίκηση των νομίμων δικαιωμάτων του μπορούσε να γίνει από τον κατηγορούμενο ήρεμα και ήσυχα. Ο ίδιος, ως δικηγόρος που είναι, γνώριζε πολύ καλά τι ένδικα μέσα είχε στη διάθεση του καθώς και σε τι νομικά διαβήματα μπορούσε να είχε προβεί κατά τρόπο ήρεμο και ειρηνικό αλλά ταυτόχρονα αποτελεσματικό. Ωστόσο οτιδήποτε πέραν από τα πιο πάνω και συνάμα η επίδειξη εκφοβιστικής, ειρωνικής, μη ευπρεπούς και προσβλητικής στάσης από αυτόν έναντι μελών της αστυνομίας στην παρουσία άλλων ατόμων όχι μόνο δεν του παρέχει νέα ή επιπρόσθετα δικαιώματα αναφορικά με το ολίσθημα της αστυνομίας σε σχέση με την σύλληψη, κράτηση και περιορισμό του αλλά αντίθετα τον αφήνει νομικά ακάλυπτο.
Με το ίδιο σκεπτικό ο κατηγορούμενος δεν νομιμοποιείται να κτυπήσει οποιοδήποτε αστυνομικό που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν σε υπηρεσία στην προσπάθεια του έτσι να φύγει από το κτίριο της Τροχαίας Πάφου. Σπρωξίματα με τα χέρια και κλοτσήματα με τα πόδια σε 4 αστυνομικούς και παραπομπή δύο από αυτών στο νοσοκομείο είναι ενέργειες που αφήνουν τον κατηγορούμενο νομικά εκτεθειμένο.»
Στο θέμα θα επανέλθω αφού κατατάξω τους λόγους έφεσης και τους εξετάσω σύμφωνα με το προσδιοριστικό της αιτιολογίας τους.
Η έφεση επί της καταδίκης
Διατυπώνονται δύο λόγοι έφεσης που αφορούν νομικά συμπεράσματα του Δικαστηρίου ότι:
(α) εσφαλμένα και κατά παράβαση του αρθ.17 του Ποινικού Κώδικα (δικαίωμα άμυνας) έκρινε ότι οι πράξεις του κατηγορούμενου ήταν ανεξάρτητες της προηγούμενης παράνομης σύλληψης και κράτησης του και της παρεμπόδισης του με βία να ασκήσει το συνταγματικό δικαίωμα του εκ του άρθρ.11. Όπως εξηγεί η πλευρά του εφεσείοντα ο εφεσείων συνελήφθηκε παράνομα και κρατείτο παράνομα, όταν δε αποφάσισε να απομακρυνθεί από τον χώρο (ασκώντας το συνταγματικό δικαίωμα του άρθρου 11) παρεμποδίστηκε παράνομα από τους ΜΚ1, 2, 3 και 5 κλείνοντας του την έξοδο και τότε ασκήθηκε βία (ανάλογη όπως οι ίδιοι οι ΜΚ1, 2, 3 και 5 αναφέρουν) από τον εφεσείοντα με σκοπό να μην κρατηθεί παράνομα. Οι πράξεις του εφεσείοντα δεν είναι ανεξάρτητες της παράνομης σύλληψης του και κράτησής του αλλά αποτέλεσμα αυτών και ως εκ τούτου η ανάλογη βία που άσκησε για να ελευθερωθεί ήταν απολύτως δικαιολογημένη σύμφωνα με το άρθρο 17 του Ποινικού Κώδικα και ως εκ τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα (ακόμη και με ίδια του τα ευρήματα) τον έχει κρίνει ένοχο στις κατηγορίες 1, 2, 3, 4, 6 και 7.» (Λόγος έφεσης 1).
(β) Πλήττεται επίσης ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να θεωρήσει ότι στοιχειοθετούνται τα συστατικά στοιχεία όλων των τροχαίων αδικημάτων (κατηγορίες 8-10).
Είναι η θέση του εφεσείοντα ότι από τη μαρτυρία ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου, μαρτυρία την οποία τελικά αποδέκτηκε (μαρτυρία μαρτύρων κατηγορίας) δεν προκύπτουν τα συστατικά στοιχεία όλων των τροχαίων αδικημάτων (κατηγορίες 8,9 και 10) για τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο καταδίκασε τον εφεσείοντα (Λόγος έφεσης 2).
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά το έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας: Το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχτηκε την αντιφατική και αναξιόπιστη μαρτυρία των ΜΚ1, 2, 3 και 5 και στήριξε την καταδίκη του εφεσείοντα σε αυτή και κατέληξε σε ευρήματα αναξιοπιστίας του εφεσείοντα και του ΜΥ κατά παράδοξο και αντινομικό τρόπο. Η δοθείσα αιτιολογία επ΄αυτής της πτυχής αφορά τον τρόπο με τον οποίο απαντούσαν οι μάρτυρες κατηγορίας. Οι απαντήσεις που έδιναν, εισηγείται ο εφεσείων, δεν συνήδαν με την πραγματικότητα και την αστυνομική τους ιδιότητα. Ο τρόπος δε με τον οποίο χειρίστηκαν την υπόθεση (λήψη καταθέσεων κ.λπ.) δεν άφηνε κανένα περιθώριο στο πρωτόδικο δικαστήριο από το να τους κρίνει αναξιόπιστους.
Εισηγείται ακόμη ο εφεσείων ότι τα ευρήματα αναξιοπιστίας του βασίζονται σε «πρωτοφανές λάθος» αφού στηρίχθηκε από τον τρόπο που ο εφεσείων, (ο οποίος όντας δικηγόρος χειρίστηκε προσωπικά την υπόθεση του), αντεξέταζε τους μάρτυρες κατηγορίας και λανθασμένα θεώρησε αναξιόπιστο τον ΜΥ γιατί μετά 4 λεπτά δεν θυμόταν το περιστατικό (Λόγος έφεσης 3).
Εξέταση του 3ου λόγου έφεσης - το έργο της αξιολόγησης.
Είναι ορθό να ξεκινήσω από τον τρίτο λόγο έφεσης αφού ακριβώς το αν ορθά ή λανθασμένα διενεργήθηκε πρωτοδίκως το έργο της αξιολόγησης αφορά το ίδιο το βάθρο των ευρημάτων επί των γεγονότων της υπόθεσης και λογικά πρέπει να προηγείται όποιας άλλης εκτίμησης νομικών συμπερασμάτων.
Όπως είναι βαθιά εδραιωμένο στο σύστημα μας η αξιολόγηση μαρτυρίας αποτελεί καθήκον του πρωτόδικου Δικαστηρίου που είχε την ευκαιρία να δει και ακούσει τους μάρτυρες. Το Εφετείο επεμβαίνει όπου το πρωτόδικο Δικαστήριο (α) παρέλειψε να προβεί σε συγκεκριμένο εύρημα σχετικά με ένα ουσιώδες θέμα και (β) όπου ένα εύρημα ως προς την αξιοπιστία ενός μάρτυρα δεν ήταν εύλογα επιτρεπτό.(βλ. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 618). Ορθό επίσης είναι ότι ο ρόλος του εφετείου συνιστάται στον έλεγχο κατά πόσο η αξιολόγηση βρίσκεται εκτός λογικής και ακραίων ορίων ή αν κατά την αξιολόγηση εμφιλοχώρησε σφάλμα αρχής (βλ. Davis v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 198).
Πρέπει δε να υπομνηστεί ότι το Εφετείο δύναται να προβεί στις δικές του διαπιστώσεις και να καταλήξει σε διαφορετική κρίση ως προς τα πραγματικά γεγονότα, με θεμέλιο όμως πάντα την κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων (Αθηνής ν. Δημοκρατίας, (2008) 2 Α.Α.Δ. 256).
΄Ολα τα επιχειρήματα του εφεσείοντα και η σχετική μαρτυρία όπως επίσης και οι θέσεις της εφεσίβλητης εξετάστηκαν με προσοχή. Είναι ο εφεσείων βέβαια που πρέπει να ικανοποιήσει το Εφετείο για το εσφαλμένο των ευρημάτων (βλ. Ηρακλέους κ.ά. ν. Αστυνομίας (2010) 2 σελ.49).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με επιμέρους αναφορά κατά μάρτυρα, κατέγραψε λεπτομερώς και με περισσή ανάλυση το γιατί αποδέχτηκε τον καθένα από τους μάρτυρες κατηγορίας, επισημαίνοντας και τη συνολική, συμπαγή εικόνα που παρουσίασε η μαρτυρία που προσκόμισε η κατηγορούσα αρχή. Περαιτέρω αντιπαρέβαλε την προφορική δοθείσα μαρτυρία των μαρτύρων αστυνομικών που έλαβαν μέρος στα δρώμενα από την οδό Ταλάτ Πασά, στην τροχαία Πάφου ως την κράτηση του εφεσείοντα και τη συσχέτισε τόσο με την ιατρική μαρτυρία βρίσκοντας ότι συνήδε μ΄αυτή σχολιάζοντας επί μέρους, όπου χρειαζόταν, τις ειδικές θέσεις της υπεράσπισης τις οποίες απέρριψε πειστικά και εμπεριστατωμένα με αναφορά σ΄όλη την εμβέλεια των γεγονότων και στα μη αμφισβητούμενα θέματα. Από τις σελ.15-27 της εκκαλούμενης απόφασης με πυκνό και λεπτομερή τρόπο, το δικαστήριο έδωσε πλήρη δικανική αιτιολογία για το αξιόπιστο της εκδοχής των ΜΚ. Από τη σελίδα 27-29 δε εξηγεί με αριθμό λόγων γιατί δεν αποδέχθηκε, από την άλλη τη μαρτυρία του εφεσείοντα και του ΜΥ1. Δίδονται ακόμη παραδείγματα και παρατίθενται οι λόγοι της αρνητικής κατάταξης του εφεσείοντα ως μάρτυρα.
Θα δοθούν κάποια μόνο μέρη της αιτιολογίας αυτής.
Αναφέρεται το Δικαστήριο κατ΄αρχάς στην αρνητική εντύπωση που ο εφεσείων άφησε με τη μαρτυρία του με τη διαπίστωση ότι δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο.
Επισημαίνεται ότι παρά το ότι ήταν γραμμή της υπεράσπισης πως η καταχώρηση έγινε για εκδικητικούς λόγους, δεν παρουσιάστηκαν χειροπιαστά στοιχεία και το θέμα παρέμεινε σε γενικόλογους ισχυρισμούς.
Στη συνέχεια δίδονται συγκεκριμένα παραδείγματα με τα οποία υποδεικνύεται η ανικανότητα της μαρτυρίας του εφεσείοντα να πείσει ειδικά έναντι των εξηγήσεων που έδωσαν οι ΜΚ1 και 2. Σκόπιμο είναι να παρατεθεί αυτούσιο αυτό το μέρος της αιτιολογίας (σελ.28 και 29):
«Ο κατηγορούμενος πρόταξε ισχυρισμό περί καταχώρησης της παρούσας υπόθεσης για εκδικητικούς σκοπούς χωρίς όμως να παρουσιάσει συγκεκριμένα και χειροπιαστά στοιχεία που να τον αποδεικνύουν με αποτέλεσμα ο ισχυρισμός του αυτός να παραμείνει σε θεωρητικό επίπεδο και έτσι να απορρίπτεται ως αβάσιμος. Σύμφωνα με τον ίδιο, ενοχλήθηκε όταν ο ΜΚ2 τον πληροφόρησε ότι τυχόν άρνηση ή αποφυγή του να δώσει δείγμα τελικής εξέτασης δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα και θα συλλαμβανόταν αλλά δεν έδειξε να ενοχλείται σε παρόμοια ενημέρωση που έτυχε από τον ΜΚ1 σε σχέση με το δείγμα εκπνοής της προκαταρκτικής εξέτασης που του λήφθηκε. Ουδείς μπορεί να αντιληφθεί τι εμπόδιζε τον κατηγορούμενο να δώσει δείγματα τελικής εξέτασης, ανεξαρτήτως τι του είχε πει προηγουμένως ο ΜΚ2 στα πλαίσια μιας θεωρητικής, όπως ο ίδιος χαρακτήρισε την μεταξύ τους κατ' ισχυρισμό προγενέστερη συνομιλία και μετά να επιχειρήσει να εγκαταλείψει το κτίριο της Τροχαίας Πάφου. Η ακατανόητη ενέργεια του κατηγορουμένου να κατευθυνθεί προς την έξοδο του κτιρίου μόνο ως προσπάθεια του να αποφύγει την παροχή δείγματος τελικής εξέτασης δημιουργώντας τεχνητή ενόχληση από μέρους του και μέσα από αυτή να πετύχει κάλυψη ως προς την πρόθεση του αυτή, μπορεί να εκληφθεί. Παράλληλα, με την πιο πάνω συμπεριφορά του ο κατηγορούμενος φαίνεται να επιδίωκε να δημιουργήσει εικονικό-πλασματικό υπόβαθρο για απαλλαγή του από προδιαγραφόμενη ποινική υπόθεση που αντιλαμβανόταν ότι πιθανότατα να σχηματιζόταν εναντίον του σε περίπτωση που έδιδε δείγματα για τελικό έλεγχο. Επίσης, ο ισχυρισμός του κατηγορουμένου ότι συνελήφθηκε και επρόκειτο να μεταφερθεί στα κρατητήρια χωρίς να χρειαστεί να του ληφθούν δείγματα τελικού ελέγχου που ήταν η ουσία και ο σκοπός που αστυνομικοί και κατηγορούμενος βρέθηκαν στον πρώτο όροφο του κτιρίου της Τροχαίας Πάφου αντιστρατεύεται τη λογική. Δεν μπορεί να γίνει κατανοητό για ποιο λόγο, με βάση πάντοτε την εκδοχή του κατηγορουμένου, ο αστυνομικός που συμμετείχε στη διαδικασία λήψης δειγμάτων για τελική εξέταση να μην αναμένει πρώτα τον κατηγορούμενο να δώσει τέτοια δείγματα ή να αρνηθεί προτού τον συλλάβει και/ή τον μεταφέρει στα κρατητήρια. Η εκδοχή που παρουσίασε ο κατηγορούμενος στερείται λογικοφάνειας και κατά συνέπεια δεν κρίνεται πειστική στο Δικαστήριο.
Επιπλέον ο κατηγορούμενος ισχυρίζεται ότι του επιτέθηκαν άγρια 4 αστυνομικοί αλλά στην ουσία είναι αυτός που τραυμάτισε δύο από αυτούς, οι οποίοι κατέφυγαν στο Γενικό Νοσοκομείο Πάφου για περίθαλψη. Ο ίδιος είπε ότι έτυχε περίθαλψη σε νοσοκομείο αλλά κανένα ιατρικό πιστοποιητικό προσκομίστηκε και κανένας ιατρός ήλθε ενώπιον του Δικαστηρίου για να επαληθεύσει τον ισχυρισμό του αυτό. Η προσκόμιση ενός άσπρου επιδέσμου (Τεκμήριο 16) δεν προσθέτει οτιδήποτε το ουσιαστικό και δεν ανατρέπει την πιο πάνω πολύ φτωχή εικόνα που ως μάρτυρας δημιούργησε στο Δικαστήριο.
Με βάση τα προαναφερόμενα το Δικαστήριο δεν αποδέχεται την μαρτυρία του κατηγορουμένου ως αληθή και αξιόπιστη και ότι αυτή εκφράζει την αληθινή όψη των γεγονότων και να βασιστεί έτσι σ' αυτή για να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα και συμπεράσματα.»
Είναι γεγονός - και αυτό απασχόλησε τον ευπαίδευτο συνήγορο του εφεσείοντα στις αγορεύσεις του ενώπιον του Εφετείου ότι γίνονται κάποια σχόλια στα πλαίσια του έργου της αξιολόγησης αναφορικά με τον εφεσείοντα, σχόλια τα οποία, αν απομονωθούν από το σύνολο της αιτιολογίας, δείχνουν λανθασμένη αντίληψη του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η αναφορά ξεκινά γενικότερα με την «εμπάθεια» του εφεσείοντα προς το Αστυνομικό Σώμα. Η παρατήρηση αυτή από μόνη της δεν θα ήταν λάθος αφού, όπως αναλύθηκε από την ίδια την ένορκη μαρτυρία του εφεσείοντα, αναδύθηκε η θέση του για «εκδικητικότητα της Αστυνομίας εναντίον του».
Εκείνο που είναι λάθος είναι το αμέσως επόμενο σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου «για τα περιττά σχόλια στα οποία προέβαινε εναντίον των αστυνομικών μαρτύρων» ή «για την ειρωνική μέθοδο αντεξέτασης τους» προς τους μάρτυρες κατηγορίας.
Παρά το ότι οι ισχυρισμοί που υποβάλλονται ως θέσεις στην αντεξέταση δυνατόν να έχουν κάποια σημασία για την καθόλα αξιοπιστία (όπως π.χ. η υποβολή γεγονότων ως αληθών, ενώ η προσκομισθείσα μετά μαρτυρία δεν τα στηρίζει), ωστόσο σίγουρα δεν μπορεί να εξάγονται αρνητικά συμπεράσματα από τη συμπεριφορά ενός κατηγορουμένου όταν αντεξετάζει προσωπικά ένα μάρτυρα.
Είναι η συμπεριφορά ενός μάρτυρα στο εδώλιο που κρίνεται ως επανειλημμένα έχει λεχθεί και η εντύπωση που αυτή αφήνει.
΄Εχουν εξεταστεί με τη δέουσα προσοχή οι αντίστοιχες θέσεις επί του σημείου. Η αδιαμφισβήτητα λανθασμένη ως πιο πάνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν θα πρέπει να απομονωθεί αφού κατά τα λοιπά σε μεγάλο μέρος της απόφασης σε βάθος και σε έκταση γίνεται λεπτομερής ανάλυση της αξιοπιστίας με τρόπο που να δεικνύει ότι ο πρωτόδικος δικαστής δεν εγκλωβίστηκε στην έστω λανθασμένη πιο πάνω αναφορά του και δεν οδηγήθηκε σε τέτοιο σφάλμα αρχής ώστε να ανατρέπει το καθόλα συνολικά ορωμένο έργο του ως προς το καθήκον αξιολόγησης.
Στη Charitonos and others v. Republic (1971) 2 C.L.R. 40, τονίστηκε ότι το Εφετείο δεν θα πρέπει να εξετάζει τις πρωτόδικες αποφάσεις μικροσκοπικά, πρέπει να διαβάζει τις αποφάσεις στο σύνολο τους για να διαπιστώσει ποια είναι η σημασία τους. (βλ. Parris v. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 186).
Περαίνοντας επ΄αυτής της πτυχής κρίνεται ότι ο λόγος αυτός έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Αυτό αντανακλά και την απόφαση της πλειοψηφίας.
Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 - το παράνομο της σύλληψης του εφεσείοντα και τα λοιπά γεγονότα.
Η αφετηρία του ζητήματος είναι η υποβολή του πρώτου νομικά επιβεβλημένου ερωτήματος. Είχε ο εφεσείων δικαίωμα να αντισταθεί στη σύλληψη και κράτηση που θεωρήθηκε ως παράνομη.
Η απάντηση δίδεται από το Κοινοδίκαιο και παρατίθεται όπως ακριβώς αποτυπώνεται στο κλασσικό ποινικό σύγγραμμα Blackstone´s Criminal Practice 2009, στη σελ.1187 D1.11). Αναφέρονται τα εξής:
"A person has an unqualified right at common law to resist an unlawful arrest (Christie v. Leashinsky (1947) A.C. 573, but he must not use excessive force in doing so (Wilson (1955) 1 W.L.R. 493, Long (1836) 7 C & P p.314).»
Kαι σε ελεύθερη μετάφραση:
΄Ενα πρόσωπο έχει ένα ανεπιφύλακτο δικαίωμα στο Κοινοδίκαιο να αντισταθεί σε παράνομη σύλληψη, ωστόσο δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει υπερβολική δύναμη για να το πράξει.
Είναι σημαντικό να δούμε και τα παρακάτω:
«Whilst excessive force in a resist arrest may amount to an offence the person using excessive force would not be guilty of assaulting a constable in the execution of his duty (Kenlin v. Gardiner (1967) 2 Q.B. 510).»
Kαι σε ελεύθερη μετάφραση:
«Ενώ υπερβολική βία (δύναμη) στο να αντισταθείς στη (τέτοια) σύλληψη δύναται να στοιχειοθετήσει αδίκημα, το πρόσωπο που χρησιμοποιεί τέτοια υπερβολική βία δεν θα είναι ένοχος για αδίκημα για επίθεση εναντίον αστυνομικού κατά την εκτέλεση του καθήκοντος του.»
Το κατά πόσο έγινε χρήση υπερβολικής βίας είναι βέβαια θέμα των ειδικών περιστάσεων και σίγουρα η αρχή της αναλογικότητας μεταξύ των πράξεων των αστυνομικών και της αντίδρασης του αντισταμένου είναι εφαρμόσιμη. Αυτή την έννοια έχει προφανώς και η επίκληση του αρθ.17 του Ποινικού Κώδικα[1] εκ μέρους της πλευράς του εφεσείοντα.
΄Εχουν λοιπόν μελετηθεί τα σχετικά σημεία της εκκαλούμενης απόφασης για να κριθεί κατά πόσο ήταν λογικό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων. Είναι βέβαιο ότι είναι την αρχή της αναλογικότητας που είχε κατά νου το πρωτόδικο Δικαστήριο λέγοντας ότι ο παρανόμως συλληφθείς δεν έχει δικαίωμά να διαπράξει αδίκημα επειδή νιώθει αδικημένος και στα πλαίσια αυτά δίδει την περίπτωση κάποιου παράνομα συλληφθέντα που θα πυροβολούσε αστυνομικό ως αντίδραση ή στην προσπάθεια του να διαφύγει.
Εδώ το θέμα δεν είναι τόσο απλό αφού πρέπει να προσμετρηθούν οι επιμέρους ενέργειες σ΄όλο το πλέγμα γεγονότων που έλαβαν χώραν.
Προκύπτει ότι δεν υπήρξε οποιονδήποτε πρόβλημα στη σκηνή του τροχαίου ούτε στην αρχή της προσέλευσης του εφεσείοντα στην τροχαία Πάφου. Το πρόβλημα ξεκινά με την άρνηση του τελευταίου να δώσει δείγμα εκπνοής. Τότε μόνο τίθεται θέμα περιορισμού του από τους αστυνομικούς και τότε αυτός αντιδρά. Ακόμη και σ΄αυτό το στάδιο δεν υπήρξε σωματική προς αυτόν βία για να εξαναγκαστεί σε περιορισμό. Προκαλείται - όπως εξιστορούνται τα γεγονότα στα πιο πάνω ευρήματα - η αντίδραση του με φωνές, διαμαρτυρίες και ανησυχία στην παρουσία πολλών ατόμων. Οι αστυνομικοί προσπαθούν να τον ηρεμήσουν και τον παρεμποδίζουν να φύγει φράσσοντας του το δρόμο, μόνο όταν αυτός κατευθύνεται προς την έξοδο.
Αν η πράξη του εφεσείοντα περιοριζόταν στο σπρώξιμο των ΜΚ δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετηθεί αδίκημα ούτε απλής επίθεσης, όπως επισημαίνεται στο σύγγραμμα Blackstone´s (πιο πάνω). Όμως οι ενέργειες του εφεσείοντα - χωρίς αυτές να συναρτώνται άρρηκτα και άμεσα με την ανάγκη του να αντισταθεί στη σύλληψη - λαμβάνουν τη μορφή κτυπημάτων και κλωτσιών δύο αστυνομικών και δη του τραυματισμού τους, ως έχουν αναφερθεί πιο πάνω με βάση και την ιατρική μαρτυρία.
Ενώ οι ενέργειες των αστυνομικών ήσαν ήπιας μορφής και η βία περιοριζόταν στην ίδια την ανάγκη τοποθέτησης χειροπέδων, ο εφεσείων, τόσο έντονα αντέδρασε κτυπώντας δύο από τους αστυνομικούς με τα κτυπήματα που περιγράφηκαν πιο πάνω ως προκύπτουν από την ιατρική μαρτυρία και περιλαμβάνονταν στα διατυπωθέντα ευρήματα, ώστε υπήρξε ανάγκη περίθαλψης τους, ενώ ο ίδιος ο εφεσείων δεν έφερε οποιονδήποτε τραύμα, δείγμα της μη ύπαρξης βιαιότητας εναντίον του.
Δέον να σημειωθεί πάντως ότι δεν υπήρξε διατύπωση θέσης του προς τους αστυνομικούς για το μη νόμιμο της σύλληψης του το οποίο υπό τις περιστάσεις, θα είχε τη σημασία του αφού ήταν και δικηγόρος. Αντί όποιας δικαιολόγησης ή εξήγησης ο εφεσείων οδηγήθηκε άνευ ετέρου στις φωνές, βρισιές και στην πιο πάνω βία. Αυτή η συνολικά ορώμενη συμπεριφορά του δεν μπορεί να απομονωθεί σε επιμέρους ενέργειες αφού ακριβώς η κύρια αντίδραση του ήταν αυτή που περιγράφηκε πιο πάνω, με απουσία εντελώς από τα διαδραματισθέντα της όποιας καταγραφής θέσης - εξήγησης του για την αντίδραση του, που ενδεχομένως να τοποθετούσε την όλη αλυσίδα γεγονότων σε μια άλλη διάσταση και σίγουρα όχι στην εξέλιξη που είχε το περιστατικό.
Υπήρξε προβληματισμός αν η ενέργεια τοποθέτησης χειροπέδων θα έπρεπε να διαφοροποιήσει τα πράγματα ως προς το «επίπεδο» αντίδρασης του. Όμως, η εν γένει επιθετική συμπεριφορά του δεν διαχωρίζεται σε βαθμίδες ή στάδια, ούτε άλλωστε υπήρξε τέτοια θεώρηση από την Υπεράσπιση. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι κάθε υπόθεση κρίνεται από τις περιστάσεις της, και οι περιστάσεις της παρούσης, είναι ότι ο εφεσείων προσήλθε στον αστυνομικό σταθμό άνευ διαμαρτυριών γνωρίζοντας κατά πάντα χρόνο ότι επρόκειτο για αστυνομικά όργανα που τον οδηγούσαν εκεί, κατόπιν του γεγονότος της σύλληψης του, (ανεξάρτητα αν αυτή κρίθηκε μη νόμιμη εκ των υστέρων) και προσπαθούσαν να διερευνήσουν τα τροχαία αδικήματα στα οποία φαινόταν ο εφεσείων να είχε εμπλακεί, αμέσως προηγουμένως. (βλ. Kerr v. DPP (1995) Crim.L.R. 394, DC και Archbold Criminal Pleadings Evidence and Practice ed.2006 para 19-252 κ.ε.)
Είναι όμως και κάτι άλλο που έχει σημασία, ο εφεσείων ενεργώντας εκτός των ορίων πλέον, κτυπώντας και φωνάζοντας, έδιδε νομοποιητικό έρεισμα στους αστυνομικούς να δράσουν περαιτέρω για τον περιορισμό του. (βλ. Cumberbatch v. The Crown Prosecution Service and Ali v. The Department of Public Prosecutions (2009) EWHC 3353 (Admin), όπου αναφέρθηκε:
"I accept that the situation would be different if Mr Ali had used unreasonable force. He would then be acting unlawfully and the consequence of that would be that officers acting to restrain and arrest him would be acting, once again, in the execution of their duties."
Με βάση λοιπόν τα νομολογηθέντα, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, κατά την κρίση μου, δεν παρουσιάζονται λανθασμένα για τις πρώτες δύο κατηγορίες, όμως δεν ήσαν εύλογα επιτρεπτά για τις κατηγορίες 3 και 4 που αφορούν αδικήματα απλής επίθεσης κατά την εκτέλεση του καθήκοντος.
Σύμφωνα με το ίδιο Σύγγραμμα (Blackstone΄s) πιο πάνω δεν είναι δυνατή καταδίκη του κατηγορούμενου σε τέτοιας φύσεως αδικήματα ανεξάρτητα από τη μορφή βίας που επέδειξε. Συνεπώς θα παραμέριζα την καταδίκη του εφεσείοντα στις κατηγορίες 3 και 4 ενώ θα παρέμεινε η καταδίκη στις κατηγορίες 1 και 2. Για την καταδίκη στο αδίκημα της ανησυχίας και της δημόσιας εξύβρισης (κατηγορίες 6 και 7) δεν ετέθη ο,τιδήποτε ειδικό που να ανατρέπει το βάθρο της καταδίκης του εφεσείοντα και επίσης παραμένει ισχυρή, κατά την κρίση μου.
Τα τροχαία αδικήματα
Το πρωτόδικο Δικαστήριο με περισσή λεπτομέρεια και με αναφορά στο νόμο και τη νομολογία στη βάση των ευρημάτων, εξήγησε γιατί θεώρησε ότι ο εφεσείων ήταν ένοχος σε κατηγορίες για τροχαία αδικήματα. Τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου σε σχέση με τη στοιχειοθέτηση των αδικημάτων είναι αρκούντως ικανοποιητικά. Ειδικά για την 8η κατηγορία η διάπραξη του αδικήματος της αλόγιστης πράξης (αρθ.7 του Ν.86/72) στοιχειοθετείται με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι ο Εφεσείων εκείνο το πρωί οδηγούσε το προαναφερθέν όχημα με τον τρόπο που διαπίστωσαν οι αστυνομικοί-μάρτυρες, πότε να κινείται στη δεξιά και πότε στην αριστερή λωρίδα του δρόμου στην προαναφερθείσα οδό που είναι λεωφόρος και που εύλογα αναμένετο να έχει τροχαία κίνηση.
Ως προς την 9η κατηγορία, δηλαδή της οδήγησης μηχανοκινήτων οχημάτων υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών (αρθ.9 του Ν.86/72) εκρίθη με αναφορά στην υπόθεση Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115, ότι η επιστημονική μαρτυρία δεν ήταν αναγκαία για απόδειξη του επηρεασμού. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προβαίνει στις εξής διαπιστώσεις και συμπεράσματα:
«Στην υπόθεση Σάββα v. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115 λέχθηκε, μεταξύ άλλων, ότι για να αποδειχτεί ότι κάποιος οδηγούσε υπό την επήρεια οινοπνεύματος δεν απαιτείται η προσκόμιση επιστημονικής μαρτυρίας. Όπως υποδείχτηκε ο επηρεασμός αποδεικνύεται και με μαρτυρία για ασταθή οδήγηση ή δυστύχημα στο οποίο δεν θα εμπλεκόταν κανονικός οδηγός μαζί με μαρτυρία για κατανάλωση οινοπνεύματος και περαιτέρω με μαρτυρία για την κατάσταση του οδηγού και πως αυτή οφείλεται σε οινόπνευμα και όχι σε ασθένεια.
Στην παρούσα υπόθεση αποτελούν, ανάμεσα σ' άλλα, ευρήματα του Δικαστηρίου τα εξής:
(α) Στις 11.04.10 και περί ώρα 03:35 ο κατηγορούμενος οδηγούσε πότε δεξιά και πότε αριστερά το όχημα με αριθμούς εγγραφής KKF 154 στη λεωφόρο Μακαρίου με κατεύθυνση την οδό Ταλάτ Ππασά στο Μούτταλλο της επαρχίας Πάφου.
(β) Κατά τον πιο πάνω χρόνο ο κατηγορούμενος μύριζε έντονα αλκοόλ και η ομιλία του τραύλιζε, στοιχεία που εντόπισαν οι ΜΚ1 και ΜΚ2 που προσέγγισαν τον κατηγορούμενο όταν αυτός ακινητοποίησε το όχημα του κατόπιν έκκλησης από την αστυνομική μεγαφωνική.
(γ) Το δείγμα εκπνοής για προκαταρκτική εξέταση που ο ΜΚ1 έλαβε από τον κατηγορούμενο έφερε ένδειξη 58mg αλκοόλης εις 100 χιλιοστά του λίτρου εκπνοής.
Όλα τα πιο πάνω ευρήματα σε συνδυασμό με την παραδοχή του κατηγορουμένου ότι αμέσως προηγουμένως της ανακοπής του οχήματος του έχει καταναλώσει οινοπνευματώδη ποτά, φανερώνουν με ασφάλεια ότι ο κατηγορούμενος τη δεδομένη εκείνη χρονική στιγμή τελούσε υπό την επήρεια οινοπνευματωδών ποτών και ταυτόχρονα η ικανότητα του να οδηγεί δεόντως ήταν μειωμένη.
Συνεπώς, πληρούνται σωρευτικά όλα τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος αυτού".
Δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε πλημμέλεια ή λάθος στην πιο πάνω πρωτόδικη προσέγγιση.
Αναφορικά δε με την 10η κατηγορία, δηλαδή της άρνησης παροχής δείγματος εκπνοής για τελική εξέταση (αρθ.7(4) του Ν.174/86) ορθά παρατίθενται τα δύο ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος, δηλαδή (α) ο κατηγορούμενος χωρίς εύλογη αιτία αρνείται ή αποφεύγει να παρέχει δείγμα τελικής εξέτασης (β) να του ζητηθεί να το πράξει.
Και ορθά το Δικαστήριο στη συνέχεια διατυπώνει τα ευρήματα ότι δηλαδή ο κατηγορούμενος μόλις του ζητήθηκε από τον ΜΚ1 να δώσει δείγμα για τελική εξέταση αρνήθηκε. Αποτελεί ακόμη εύρημα του Δικαστηρίου ότι προτού ζητηθεί από τον κατηγορούμενο να δώσει δείγμα τελικής εξέτασης, πληροφορήθηκε ότι τυχόν άρνηση ή αποφυγή του να δώσει τέτοια δείγματα δυνατό να συνιστά ποινικό αδίκημα. Στη βάση αυτών έχει τόσο ικανοποιηθεί η υποχρεωτική νομοθετική προϋπόθεση του άρθρου 7(5) όσο και έχουν σωρευτικά στοιχειοθετηθεί τα ουσιαστικά στοιχεία του αδικήματος αυτού, όπως καθορίζονται μέσα από το άρθρο 7(4) του Ν.174/86.
Και πάλι είναι η κατάληξη μου ότι δεν παρατηρείται λάθος στην πιο πάνω προσέγγιση.
Η έφεση επ΄αυτής της πτυχής δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Συνεπώς με βάση τις πιο πάνω σκέψεις μου η έφεση επί της καταδίκης θα επετύγχανε μόνο σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 4 ενώ θα απορριπτόταν για όλες τις υπόλοιπες.
Έφεση επί της ποινής
Παρά το ότι η απόφαση της πλειοψηφίας καθιστά την ενασχόληση μου με την ποινή αχρείαστη, ωστόσο για σκοπούς ολοκλήρωσης της σκέψης μου θεωρώ σκόπιμο να αναφέρω ότι και στις δύο κατηγορίες (1 και 2) στις οποίες θεώρησα ότι η έφεση πρέπει να αποτύχει, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν θεωρώ ότι η επιβολή ποινή φυλάκισης από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο και δικαίως ο εφεσείων παραπονείται για έκδηλα υπερβολικές ποινές. Η επιβολή χρηματικής ποινής θα ήταν η αρμόζουσα ποινή υπό τας περιστάσεις τόσο της υπόθεσης αλλά και των συνθηκών του εφεσείοντα (δικηγόρος με λευκό ποινικό μητρώο) σε συνδυασμό με τον διαρρεύσαντα χρόνο των τεσσάρων και πλέον χρόνων από την ημερομηνία του αδικήματος. Όλα τα πιο πάνω δεν θα έπρεπε να οδηγήσουν το Δικαστήριο στην επιλογή ποινών φυλάκισης χωρίς να έχει βέβαια σημασία ότι τελικά τις ανέστειλε. Το ίδιο ισχύει βέβαια και για την κατηγορία της οχληρίας (κατηγορία 6).
΄Οσον αφορά το θέμα των ποινών επί των τροχαίων αδικημάτων και της εξύβρισης με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη η απόφαση της πλειοψηφίας.
Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ,
Δ.
[1] «17. Πράξη ή παράλειψη, που διαφορετικά θα συνιστούσε ποινικό αδίκη΅α, δυνατόν να ΅η καταλογιστεί σε αυτόν που διάπραξε, αν αυτός ΅πορέσει να αποδείξει ότι αυτή έγινε ή παραλείφθηκε ΅όνο για αποτροπή συνεπειών διαφορετικά αναπότρεπτων, οι οποίες, αν δεν αποτραπούν θα επιφέρουν σε αυτό ή σε πρόσωπα τα οποία αυτός έχει υποχρέωση να προστατεύσει, αναπότρεπτο και ανεπανόρθωτο κακό, ότι η πράξη δεν υπερέβει το εύλογα αναγκαίο ΅ε αυτό, επίσης ότι το κακό που προκλήθηκε από αυτόν δεν ήταν δυσανάλογο ΅ε εκείνο το οποίο αποτράπηκε. Εξαναγκασ΅ός συζύγου.»