ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ε. Παπαγαπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-05-11 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΤΥΧΙΑ ΖΑΡΗ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Εφεση Αρ. 193/2010, 11/5/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B325

(2015) 2 ΑΑΔ 292

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Εφεση Αρ. 193/2010)

 

11 Μαΐου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΕΥΤΥΧΙΑ ΖΑΡΗ,

Εφεσείουσα,

ν.

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

ΑΙΤΗΣΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΑΓΩΓΗ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΑΡΤΥΡΙΑΣ

_ _ _ _ _ _

 

Εφεσείουσα-αιτήτρια προσωπικά.

Ε. Παπαγαπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄ εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π:Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Η Εφεσείουσα αντιμετώπιζε πρωτόδικα κατηγορία φόνου εκ προμελέτης, κατά παράβαση των άρθρων 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Κατηγορείτο, συγκεκριμένα, ότι στις 15.8.2008 στον Αγιο Δομέτιο, στη Λευκωσία, εκ προμελέτης, με παράνομη πράξη, ήτοι με δύο πυροβολισμούς που έριξε  με κυνηγετικό όπλο, επέφερε το θάνατο στην αδελφή της.

 

Στην πρωτόδικη διαδικασία η Εφεσείουσα δεν αρνήθηκε ότι επέφερε το θάνατο στην αδελφή της με τη χρήση κυνηγετικού όπλου. Προώθησε όμως τη θέση ότι αυτό δεν έλαβε χώραν προμελετημένα. Μετά από ακροαματική διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας η Εφεσίβλητη-Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε 57 μάρτυρες προς στοιχειοθέτηση της κατηγορίας και η Εφεσείουσα-Κατηγορούμενη τη δική της ανώμοτη δήλωση από το εδώλιο του κατηγορούμενου και 14 μάρτυρες προς υπεράσπισή της, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι η εγκληματική πράξη διαπράχθηκε μετά από προμελέτη. Υπό τις συνθήκες αυτές η Εφεσείουσα βρέθηκε ένοχη ως το κατηγορητήριο και της επεβλήθη η ποινή της ισόβιας φυλάκισης κατ΄ ακολουθία των άρθρων 29 και 203(2) του Κεφ. 154.

 

Η Εφεσείουσα άσκησε έφεση. Αμφισβητεί την ορθότητα της καταδίκης της προβάλλοντας συνολικά 135 λόγους έφεσης. Ας σημειωθεί ότι εμφανίζεται ενώπιόν μας και χειρίζεται την υπόθεση η ίδια προσωπικά χωρίς νομική αντιπροσώπευση. Τούτο παρά τις επανειλημμένες προσπάθειες του Εφετείου να της δώσει κάθε ευκαιρία διορισμού δικηγόρου, έχοντας εκδώσει σε προηγούμενο χρόνο διάταγμα παροχής νομικής αρωγής. Αμέσως πριν την ακρόαση της έφεσης η Εφεσείουσα υπέβαλε την υπό εκδίκαση αίτηση, αναζητώντας άδεια του Δικαστηρίου για προσαγωγή πρόσθετης μαρτυρίας.

 

Το υπό εξέταση αίτημα δεν έλαβε τη συνηθισμένη μορφή αίτησης και υποστήριξής της με ανάλογη ένορκο δήλωση. Τέθηκε, ουσιαστικά, υπό τύπο γραπτής αγόρευσης. Εντοπίζεται ως νομική βάση στήριξης το άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60 και το άρθρο 146(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Αξιώνεται δε η παρουσίαση ως νέας μαρτυρίας 28 εγγράφων, τα οποία και παρατίθενται ως τεκμήρια στο γραπτό κείμενο της Εφεσείουσας.

 

Η Εφεσίβλητη ενίσταται. Προβάλλει αφενός προδικαστική ένσταση  και ισχυρίζεται ότι η αίτηση δεν μπορεί να προχωρήσει ως έχει καθότι δεν υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση. Εισηγείται αφετέρου πως δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την αποδοχή του αιτήματος, θέτοντας ότι η μαρτυρία  η οποία ζητείται να προσκομιστεί είτε μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας, είτε προέκυψε μετά τη δικαστική διαδικασία και εξ αντικειμένου δεν μπορούσε να επηρεάσει το αποτέλεσμά της.

 

Κρίνεται σκόπιμη η παρεμβολή της σταθερής νομολογίας που καλύπτει το υπό εξέταση ζήτημα της παροχής άδειας για παρουσίαση περαιτέρω μαρτυρίας. Θέμα που καλύπτεται εξαντλητικά στη δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση του συγγράμματος του Γεώργιου Μ. Πική «Ποινική Δικονομία στην Κύπρο», σελίδες 308-313:

 

Οι πρόνοιες του άρθρου 146(β) και (γ) του Κεφ. 155 συναρτώνται με τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 25(3) του Ν. 14/60. Το εν λόγω εδάφιο διεύρυνε τις εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ακούει μαρτυρία κατ΄ έφεση. Η ερμηνεία και εμβέλεια των προνοιών του άρθρου 25(3) εξετάστηκε σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, αρχής γενομένης από την Philippos Charalambous v. Sotiris Demetriou (1961) CLR 14.  Ηταν η προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι με το υπό αναφορά νομοθέτημα δεν διευρύνεται ριζικά η εξουσία επέμβασής του σε ευρήματα γεγονότων του πρωτόδικου Δικαστηρίου βασισμένα στην αξιοπιστία μαρτύρων, εκτός σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Στη μετέπειτα απόφαση Kkolis v. The Republic (1961) CLR 53, επιβεβαιώθηκε ότι το υπό εξέταση εδάφιο δεν παρέχει απεριόριστη εξουσία στο Ανώτατο Δικαστήριο να επεμβαίνει σε ευρήματα γεγονότων, εκτός κάτω από εξαιρετικές περιστάσεις. Ακολούθησαν οι αποφάσεις Simadiakos v. The Police (1961) CLR 64, Christodoulides v. The Police (1968) 2 CLR 226, Vrahimis v. The Police (1970) 2 CLR 120 και Varnava v. The Police (1973) 2 CLR 317, όπου επιβεβαιώθηκε η προηγούμενη νομολογιακή προσέγγιση και δεν έγινε αποδεκτή η θέση ότι με τη θεσμοθέτηση του άρθρου 25(3) επήλθε ουσιαστική αλλαγή ως προς την υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων σε αναφορά με τη θεώρηση ευρημάτων γεγονότων. Τονίστηκε ότι τα εν λόγω ευρήματα ανάγονται στη δικαιοδοσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου και ότι το άρθρο 25(3) δεν σκόπευε στη μεταβολή της θέσης αυτής.

 

Το βάρος απόδειξης ότι παρέχεται πεδίο για την εφαρμογή του άρθρου 25(3) παραμένει στο μέρος που προσβάλλει τα ευρήματα και εναπόκειται σε κάθε περίπτωση στο διάδικο ο οποίος προωθεί εισήγηση για προσαγωγή μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου να πείσει για την αναγκαιότητα αυτή (HadjiAntoni v. Vassiliadou (1961) CLR 103). Στην υπόθεση Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 294, επιβεβαιώθηκε προηγούμενη νομολογία σύμφωνα με την οποία αποκλείεται η προσαγωγή μαρτυρίας κατ΄ έφεση με αναφορά σε γεγονότα τα οποία έλαβαν χώραν μεταγενέστερα της δίκης. Ως προς τα κριτήρια που διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ΄ έφεση, καθοδηγητική είναι η απόφαση Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 ΑΑΔ 8, όπου, αφού γίνεται εκτεταμένη ανασκόπηση της σταθερής επί του θέματος νομολογίας, καθορίζεται ότι οι προϋποθέσεις είναι:

 

«(α)   Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

 

(β)     Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

(γ)     Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη.»

 

 

 

 

Προκύπτει ως κοινή συνισταμένη του δικαστικού λόγου που καλύπτει το σύνολο της νομολογίας αναφορικά με την ερμηνεία του άρθρου 25(3) ότι η εξουσία επανακρόασης μαρτύρων σπάνια χρησιμοποιείται, αφού, όπως ήδη λέχθηκε, η εισαγωγή και αξιολόγηση μαρτυρίας επαφίεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να δικαιολογηθεί η παρουσίαση μαρτυρίας κατ΄ έφεση και, κατά κανόνα, υπό την προϋπόθεση ότι παρέχεται επεξήγηση της παράλειψης προσαγωγής της ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Θα πρέπει δε, προκειμένου να γίνει δεκτή η παροχή τέτοιας μαρτυρίας, να φαίνεται ότι θα μπορούσε να είχε σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της δίκης.

 

Στην παρούσα περίπτωση επιζητείται η παρουσίαση περαιτέρω μαρτυρίας υπό μορφή εγγράφων. Αφορά, όπως ήδη λέχθηκε, 28 στοιχεία μαρτυρίας, τα οποία επισυνάπτονται ως τεκμήρια στην αγόρευση της Εφεσείουσας.

 

Κατ΄ αρχάς, εντοπίζεται ανυπέρβλητο πρόβλημα στην ικανοποίηση του αιτήματος της Εφεσείουσας ως απόρροια της απουσίας ένορκης δήλωσης προς τεκμηρίωση του υπόβαθρου των γεγονότων, προκειμένου να εξετασθεί η ικανοποίηση των κριτηρίων τα οποία διέπουν την αποδοχή μαρτυρίας κατ΄ έφεση. Είναι δηλαδή αδύνατο στην απουσία πραγματικού υπόβαθρου να θεμελιωθεί η ύπαρξη  αδυναμίας προς εξασφάλιση της μαρτυρίας κατά την πρωτόδικη διαδικασία και η τεκμηρίωση των λόγων που οδήγησαν στην παράλειψη προσαγωγής ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου της επιζητούμενης να κατατεθεί ως μαρτυρία.

 

Περαιτέρω, και σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, εξέταση των εγγράφων που επιδιώκεται να προσφερθούν κατ΄ έφεση, ως επιπρόσθετη μαρτυρία, επιβεβαιώνει ότι μέρος τους (τεκμήρια 1, 2, 3, 5, 6, 7, 11, 12, 13, 15, 18, 20, 21, 22, 23, 25, 27 και 28) θα μπορούσε όντως να εξασφαλισθεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία εάν η πλευρά της Εφεσείουσας επιδείκνυε εύλογη επιμέλεια. Είναι, στην ολότητά τους, έγγραφα τα οποία ήταν στην κατοχή της Εφεσείουσας και δεν έχει τεκμηριωθεί οποιοσδήποτε λόγος ότι η υπό αναφορά μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλισθεί και προσφερθεί στα πλαίσια της πρωτόδικης διαδικασίας.

 

Η Εφεσείουσα επικεντρώθηκε ιδιαίτερα στο τεκμήριο 1, έκθεση του δικανικού ψυχίατρου Δρος A.J. Wilkins. Ηταν ουσιαστικά η θέση της ότι μέσω της έκθεσης αυτής θα μπορούσε να τεκμηριωθεί η ψυχική διαταραχή από την οποία θέτει ότι πάσχει, στοιχείο που θα επιδρούσε στο βαθμό της ποινικής της ευθύνης και κατά προέκταση στο ουσιαστικό ζήτημα της απόδειξης προμελέτης. Ενώπιον όμως του Κακουργιοδικείου παρουσίασε σχετική μαρτυρία η πλευρά της Εφεσείουσας, του ΜΥ 14 Κυριάκου Βερεσιέ νευρολόγου-ψυχίατρου, η οποία αξιολογήθηκε και απερρίφθη. Η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου συνιστά και μέρος των λόγων έφεσης. Ο,τι όμως είναι σημαντικό για σκοπούς της υπό κρίση αίτησης είναι πως κατά την αντεξέταση αμφισβητήθηκε η δυνατότητα, με βάση την εμπειρογνωμοσύνη τους, των σχετικών μαρτύρων της Εφεσείουσας, για παροχή μαρτυρίας ως προς τη ψυχική της κατάσταση και σε συνάρτηση με την υπευθυνότητα των πράξεών της. Υπό τις συνθήκες αυτές η υπεράσπιση είχε τη γνώση αλλά και τη δυνατότητα παροχής επιπρόσθετης μαρτυρίας σε σχέση με το καίριο αυτό ζήτημα, συμπεριλαμβανομένης και αυτής του Δρα Wilkins, η έκθεση του οποίου ήταν σε γνώση της υπεράσπισης αφού στάληκε στο δικηγόρο της Εφεσείουσας από τις 19 Απριλίου 2000. Επιβεβαιώνεται δε από το τεκμήριο 23 που παρουσίασε ενώπιόν μας στα πλαίσια της υπό εξέταση αίτησης η Εφεσείουσα, ότι ο Δρ Wilkins ενημέρωσε το συνήγορο της Εφεσείουσας από τις 12 Μαρτίου 2010 για την προθυμία του να συναντήσει την Εφεσείουσα προς ετοιμασία έκθεσης και να παρουσιασθεί ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς αντεξέτασης. Η παράλειψη να ενεργήσει πρωτόδικα ως όφειλε και μπορούσε η πλευρά της Εφεσείουσας, δεν δικαιολογεί ούτε και επιτρέπει την παροχή άδειας προσκόμισης τέτοιας μαρτυρίας κατ΄ έφεση.

 

Όπως ήδη λέχθηκε το πιο πάνω μέρος των τεκμηρίων ήταν στη γνώση και διάθεση της Εφεσείουσας ενώ η πρωτόδικη διαδικασία λάμβανε χώραν. Πέραν τούτου αρκετά από αυτά δεν θα μπορούσαν να είχαν σημαντική επίδραση στην υπόθεση λαμβανομένης υπόψη της γραμμής υπεράσπισης, ήτοι της αμφισβήτησης του στοιχείου της προμελέτης. Αναλυτικότερα:

 

Το τεκμήριο 2 αφορά επιστολή της πλευράς του Δρα Wilkins προς την Εφεσείουσα σχετική με τα έξοδα της ετοιμασίας της δικανικής έκθεσης τεκμήριο 1. Το τεκμήριο 3 είναι αναλυτική κατάσταση κλήσεων της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου του μηνός Αυγούστου του 2008. Στοιχείο βεβαίως που θα μπορούσε να εξασφαλισθεί σε πολύ προηγούμενο χρόνο και να χρησιμοποιηθεί, για όση σημασία είχε, στην πρωτόδικη διαδικασία. Σχετικό με το τεκμήριο αυτό είναι και το τεκμήριο 16 που αφορά συγκατάθεση της μητέρας της Εφεσείουσας για χρησιμοποίηση του καταλόγου κλήσεων κατά την ακρόαση της υπόθεσης. Το τεκμήριο 4 αφορά αρχιτεκτονικά και τοπογραφικά σχέδια, καθώς επίσης και άδεια οικοδομής της οικίας όπου έλαβε χώραν η εγκληματική ενέργεια. Το δε τεκμήριο 17 είναι επίσης συγκατάθεση της μητέρας της Εφεσείουσας για χρησιμοποίηση των σχεδίων αυτών στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας. Το τεκμήριο 5 είναι έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως ημερομηνίας 23 Δεκεμβρίου 2009 αναφορικά με παράπονο της Εφεσείουσας όταν αυτή ήταν υπόδικος σε σχέση με τη μεταχείριση της κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας. Ανάλογου περιεχομένου, σχετικά δηλαδή με τη νοσηλεία της Εφεσείουσας κατά τον πιο πάνω χρόνο είναι και τα τεκμήρια 6 και 7. Τα τεκμήρια 11, 12 και 13 αφορούν δημοσιεύματα των μέσων μαζικής ενημέρωσης και πάλιν προγενέστερα της ακροαματικής διαδικασίας σε σχέση με την επίδικη υπόθεση. Το τεκμήριο 14 καλύπτει παράπονο του πατέρα της Εφεσείουσας αναφορικά με το συνήγορο που εκπροσωπούσε την Εφεσείουσα κατά την πρωτόδικη διαδικασία και το τεκμήριο 15 καλύπτει τη σχετική απάντηση της Ανεξάρτητης Αρχής Διερεύνησης Ισχυρισμών και Παραπόνων κατά της Αστυνομίας, ημερομηνίας 10 Νοεμβρίου 2009. Το τεκμήριο 18 είναι έκθεση της Επιτρόπου Διοίκησης ημερομηνίας 6 Νοεμβρίου 2008 σε σχέση με παράπονο της Εφεσείουσας, ως υποδίκου στις Κεντρικές Φυλακές, για τη συμπεριφορά του σωφρονιστικού προσωπικού. Το τεκμήριο 20 είναι επιστολή του πατέρα της Εφεσείουσας ημερομηνίας 6 Μαρτίου 2010 προς τον τότε Γενικό Εισαγγελέα, με την οποία ζητούσε διαφοροποίηση της κατηγορίας που αντιμετώπιζε η Εφεσείουσα, ήτοι μετατροπή της σε ανθρωποκτονία. Τα τεκμήρια 21 και 22 αφορούν αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 17 Απριλίου  και 23 Μαΐου 2000 αντίστοιχα, σχετικές κατά την Εφεσείουσα με τα επίδικα θέματα της υπόθεσής της. Το τεκμήριο 23 είναι επιστολή της πλευράς του Δρος Wilkins προς το συνήγορο της Εφεσείουσας ημερομηνίας 12 Μαρτίου 2010 με την οποία τον πληροφορούσε για τις μέρες που θα μπορούσε να επισκεφθεί την Εφεσείουσα και για την ετοιμότητά του να παρουσιαστεί για σκοπούς αντεξέτασης στην πρωτόδικη διαδικασία. Το τεκμήριο 25 αφορά διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 28 Μαρτίου 1988, σε διαδικασία με διάδικους τους γονείς της Εφεσείουσας και με το οποίο εμποδιζόταν ο πατέρας της να χρησιμοποιεί την ιδιόκτητη οικία της μητέρας της. Το τεκμήριο 27 συνιστά βιογραφικό του Δρος Wilkins και το τεκμήριο 28 είναι απόφαση Κακουργιοδικείου ημερομηνίας 17 Νοεμβρίου 2000, σχετική, κατά την Εφεσείουσα, με επίδικα θέματα της παρούσας.

 

Το υπόλοιπο μέρος των εγγράφων - τεκμηρίων των οποίων επιζητείται η παρουσίαση ως περαιτέρω μαρτυρίας κατ΄ έφεση (τεκμήρια 8, 9, 10, 14, 19, 24 και 26) είναι στοιχεία που αφορούν γεγονότα που έλαβαν χώραν μεταγενέστερα της πρωτόδικης διαδικασίας και, ως εκ τούτου, δεν είναι επιτρεπτή και γι΄ αυτό το λόγο η προσαγωγή τους ως μαρτυρίας κατ΄ έφεση. Αφορούν, ούτως ή άλλως, γεγονότα τα οποία καμία σημαντική επίδραση θα μπορούσαν να έχουν στο αποτέλεσμα της υπόθεσης.


 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους το υπό κρίση αίτημα δεν έχει περιθώρια επιτυχίας. Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                   Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                   Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                   Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο