ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παναγή, Περσεφόνη Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Α. Ιωάννου (κα), για τον εφεσείοντα. Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-04-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΜΑΡΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ. 140/2014, 8/4/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:B267

(2015) 2 ΑΑΔ 256

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 140/2014)

 

8 Απριλίου 2015

 

[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ Δικαστών]

 

ΜΑΡΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ

Εφεσείοντα

και

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητης

_________

Α. Ιωάννου (κα), για τον εφεσείοντα.

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την εφεσίβλητη.

_________________

 

ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:   Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

____________________

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μετά από παραδοχή του, βρέθηκε ένοχος για ανθρωποκτονία, τελεσθείσα την 21.1.2014, κατά παράβαση του άρθρου 205 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, όπως τροποποιήθηκε.  Θύμα ήταν ο πατέρας του, Παναγιώτης Ιωάννου, ηλικίας 58 ετών, νυμφευμένος και πατέρας δύο παιδιών, ήτοι του εφεσείοντος και ενός άλλου αγοριού, ηλικίας τότε 17 και 16 χρονών αντιστοίχως.  Ο πατέρας ήταν τυφλός και υπέφερε από σοβαρής μορφής κατάθλιψη. 

 

Ο εφεσείων γεννήθηκε στις 25.9.1996.   Παρουσιάζει διανοητική καθυστέρηση και από ηλικία 12 ετών φοιτά σε ειδικό σχολείο.  Η νοητική ή μαθησιακή[1] του ικανότητα ήταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, παιδιού ηλικίας 14 ετών.  Περαιτέρω, παρουσιάζει διαταραχές συμπεριφοράς, πάσχει δε από εγκεφαλοπάθεια.

 

Στις 21.1.2014 ο πατέρας του εφεσείοντα, ευρισκόμενος σε οικία γείτονά του, κατανάλωσε τόση ποσότητα αλκοόλ, ώστε να αποκοιμηθεί στον καναπέ του σαλονιού του γείτονα, σε κατάσταση αναισθησίας.  Ο γείτονας κάλεσε τον εφεσείοντα προς βοήθεια του, για να ξυπνήσουν τον πατέρα του.  Παρά τις επίμονές τους προσπάθειες - του γείτονα, του εφεσείοντα και ενός τρίτου προσώπου - και παρά το ότι ο εφεσείων περιέλουσε το πρόσωπο του με νερό, εκείνος δεν ξύπνησε.  Αποφάσισαν τότε, να τον αφήσουν κοιμώμενο εντός της οικίας του γείτονα, ο οποίος ανεχώρησε για την εργασία του, όπως ανεχώρησαν και οι άλλοι. 

 

Ο εφεσείων όμως, αφού παρέμεινε για λίγο χρόνο στο δρόμο έξω από την οικία του γείτονα, επέστρεψε και διαπίστωσε ότι το θύμα συνέχιζε να κοιμάται στον καναπέ.  Τότε, χρησιμοποιώντας αναπτήρα, έθεσε φωτιά στο ύφασμα του καναπέ. Η εξήγηση που προέβαλε η ευπαίδευτη δικηγόρος του στο Κακουργιοδικείο, η οποία δεν αμφισβητήθηκε, ήταν πως ο εφεσείων, με τη συγκεκριμένη νοητική του κατάσταση, σκέφθηκε πως το θύμα θα ξυπνούσε με «μια μικρή φωτιά»  στον καναπέ.  Όμως το υλικό ήταν εύφλεκτο και η φωτιά σε χρόνο 90 περίπου δευτερολέπτων εξελίχθηκε,  ενώ εντός περίπου τριών λεπτών από τη στιγμή που τέθηκε, έκαψε το σώμα του θύματος, κατά το 70%, προκαλώντας το θάνατό του. 

 

Ήταν η περαιτέρω θέση της υπεράσπισης, ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσείων, μόλις επεκτάθηκε η φωτιά, φέρνοντας νερό από την κουζίνα προσπάθησε να τη σβήσει ανεπιτυχώς, οπότε πανικοβλήθηκε και έτρεξε στο σπίτι του για να επιστρέψει λίγο αργότερα έξω από το σπίτι του γείτονα.  Ως προς αυτούς τους ισχυρισμούς, ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής εξέφρασε τη διαφωνία του. Το Κακουργιοδικείο όμως δεν έδωσε συνέχεια.  Εάν θεωρούσε ότι αυτά τα στοιχεία ήταν ευνοϊκά για τον εφεσείοντα και εάν δεν ήταν διατεθειμένο να επιμετρήσει την ποινή με βάση την ευνοϊκότερη για τον εφεσείοντα εκδοχή, θα ήταν καθήκον του να προκαλέσει την προσαγωγή μαρτυρίας ώστε να αποφασίσει επί της διαφωνίας.  Όπως εξελίχθηκε η διαδικασία, το συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε την εκδοχή που προέβαλε η υπεράσπιση (Θεοδόσης Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 213). 

 

Εν πάση περιπτώσει, όταν επέστρεψε ο εφεσείων έξω από το σπίτι του γείτονα, εκεί τον συνάντησε μια γειτόνισσα που είχε αντιληφθεί τη φωτιά, στην οποία ο εφεσείοντας ανέφερε ότι: «ο τζιύρης μου έβαλε φωθκιάν έσσω του Λάμπρου». 

 

Η φωτιά κατασβέστηκε από την πυροσβεστική υπηρεσία, όταν πλέον ήταν πολύ αργά.  Μετά την κατάσβεση ανευρέθηκε στον καναπέ το απανθρακωμένο πτώμα του θύματος.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε, κατά πλειοψηφία, ποινή φυλάκισης πέντε ετών.  Ο ευπαίδευτος Πρόεδρος μειοψήφισε, επιβάλλοντας ποινή φυλάκισης τριών ετών, την εκτέλεση της οποίας ακολούθως ανέστειλε.  Αναφερόμενοι εν τοις εφεξής στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, θα εννοούμε βεβαίως την απόφαση της πλειοψηφίας, εκτός όπου διευκρινίζεται ρητώς ότι πρόκειται για αναφορά στην απόφαση της μειοψηφίας.

 

Στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ελήφθη υπόψιν ότι το αδίκημα της ανθρωποκτονίας είναι ένα από τα πλέον σοβαρά του Ποινικού Κώδικα.  Ακολούθως το Κακουργιοδικείο, αναφέρθηκε σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σε σχέση με την δικαστηριακή πρακτική επιβολής ποινών σε «παρόμοιας φύσεως υποθέσεις», όπως ετέθη, καταγράφοντας παράλληλα την αρχή ότι οι προηγούμενες αποφάσεις δεν έχουν, σ΄αυτό τον τομέα του δικαίου, δεσμευτικό χαρακτήρα, αλλά είναι μόνο ενδεικτικές του τρόπου αντιμετώπισης των αδικοπραγούντων.  Σ΄αυτά τα πλαίσια το Κακουργιοδικείο αναφέρθηκε στις αποφάσεις Γεώργιος Νικολάου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 482, Σταύρος Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2005) 2 ΑΑΔ 692, Ανδρέας Λοΐζου ν. Δημοκρατίας (2012) 2 ΑΑΔ 751, Πουτζιουρής κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 2 ΑΑΔ 309, παραθέτοντας συνοπτικώς τα γεγονότα και καταγράφοντας τις ποινές που επιβλήθηκαν.  Ειδικά δε, σε ότι αφορά το έγκλημα της ανθρωποκτονίας όταν διαπράττεται από ψυχικά διαταραγμένους ανθρώπους, το Κακουργιοδικείο παρέπεμψε στην Νικολάου ν. Αστυνομίας (2006) 2 ΑΑΔ 309, η οποία παραπέμπει με τη σειρά της στην Α. Παναγή ν. Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 445 και στην Λεμής ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 340.

 

Παράλληλα το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν την παραδοχή, αλλά και την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής ως εκ της σοβαρότητας του αδικήματος.  Έλαβε περαιτέρω υπόψιν τις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντος και άλλους ελαφρυντικούς παράγοντες και κατέληξε ως ακολούθως:

 

«Οι προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του κατηγορούμενου, το λευκό του ποινικό μητρώο, η άμεση παραδοχή του ενώπιον του δικαστηρίου, η απολογία και η μεταμέλειά του, το νεαρό της ηλικίας του (βιολογικά ήταν 17 χρονών ενώ μαθησιακά 14 χρονών), τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει και ειδικότερα ότι πάσχει από εγκεφαλοπάθεια και διανοητική καθυστέρηση, το ότι παρουσιάζει επίσης διαταραχές συμπεριφοράς και υπερκινητικότητας, το γεγονός ότι δεν είναι επικίνδυνος, η έλλειψη πρόθεσης να επιφέρει το θάνατο στο θύμα - πατέρα του καθώς και τα άλλα ελαφρυντικά που τέθηκαν ενώπιον μας, θα επηρεάσουν την έκταση της ποινής φυλάκισης.

 

Κρίνουμε ως αρμόζουσα ποινή, την ποινή φυλάκισης 5 (πέντε) ετών την οποία και επιβάλλουμε στον κατηγορούμενο .»

 

Στην απόφαση της μειοψηφίας, χωρίς να παραβλέπεται η σοβαρότητα του αδικήματος, δίδεται σημασία τόσο στο ότι επρόκειτο για αθέλητη, όπως αποτέλεσε κοινό τόπο, ανθρωποκτονία, όσο και στις ιδιαίτερες προσωπικές περιστάσεις του θύματος, με αναφορά στη νομολογιακή αρχή ότι η ποινή που επιβάλλεται σε κάθε υπόθεση, είναι αλληλένδετη με τις ιδιαιτερότητες των γεγονότων που τη συνθέτουν και με τις ιδιαιτερότητες των συνθηκών του παραβάτη.  Κατέληξε ο ευπαίδευτος Πρόεδρος στο αναπόφευκτο της φυλάκισης, την οποία όμως περιόρισε, για τους λόγους που εξήγησε, στα τρία χρόνια.  Ακολούθως δε, λαμβάνοντας υπόψιν, μεταξύ άλλων, το πολύ νεαρό της ηλικίας του κατηγορούμενου και τα προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζει, ειδικότερα τη διανοητική καθυστέρηση και εγκεφαλοπάθεια και το γεγονός ότι η άμεση εκτέλεση της ποινής θα διακόψει τη φοίτησή του στο ειδικό σχολείο για μεγάλο χρονικό διάστημα, έκρινε πρόσφορο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της αναστολής εκτέλεσης της ποινής.

 

Η ευπαίδευτη δικηγόρος του εφεσείοντος μας κάλεσε να επέμβουμε ως προς το ύψος, ή ακόμα και ως προς το είδος της επιβληθείσας ποινής, υποδεικνύοντας ότι η δικαστηριακή πρακτική αποκαλύπτει ένα πολύ ευρύ φάσμα ποινών για το αδίκημα της ανθρωποκτονίας χωρίς πρόθεση.  Σε περίπτωση δε, που θα επικυρώναμε ποινή φυλάκισης για περίοδο που θα μπορούσε να ανασταλεί, μας κάλεσε να πράξουμε τούτο.

 

Παρέπεμψε η κα Ιωάννου στην αρχή ότι το δικαστήριο δεν δεσμεύεται από προηγούμενες ποινές, αλλά έχει ευρύ περιθώριο προσαρμογής στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης, κάτι που έχει μεγάλη σημασία εν προκειμένω ενόψει των πρωτοφανών, όπως το έθεσε, χαρακτηριστικών του εφεσείοντα.  Εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο αστόχησε ως προς τη στάθμιση των όλως ιδιαιτέρων αυτών χαρακτηριστικών και επικεντρώθηκε επίμονα στην φύση του αδικήματος, στοιχείο που οδήγησε σε σφάλμα αρχής και σε υπέρμετρα, υπό τις περιστάσεις, αυστηρή ποινή. 

 

Περαιτέρω, η ευπαίδευτη συνήγορος του εφεσείοντα σε συνδυασμό με την ιδιαίτερη διανοητική κατάσταση του, υπέδειξε το γεγονός ότι σε αντίθεση με όλες τις υποθέσεις στις οποίες παρέπεμψε η απόφαση του Κακουργιοδικείου, εν προκειμένω δεν επρόκειτο για συμπεριφορά που ενείχε το στοιχείο της επίθεσης εναντίον προσώπου.  Το μοιραίο αποτέλεσμα   προκλήθηκε, όχι απλώς χωρίς πρόθεση θανάτωσης, αλλά ως αποτέλεσμα της πράξης ενός παιδιού με νοητική στέρηση να θέσει φωτιά στον καναπέ όπου κοιμόταν ο μεθυσμένος πατέρας του, χωρίς να έχει αντίληψη, λόγω της νοητικής του αναπηρίας, των κινδύνων που θα μπορούσε να έχει η ενέργειά του εκείνη.

 

Εισηγήθηκε, τέλος, ότι διαφοροποιούνται και οι αναφερθείσες υποθέσεις σε σχέση με ψυχικώς διαταραγμένα άτομα, διότι, εν προκειμένω, είναι δεδομένο ότι ο κατηγορούμενος δεν είναι επικίνδυνος για την κοινωνία.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας υπέμνησε ότι το Εφετείο παρεμβαίνει, όχι όταν η ποινή είναι απλώς αυστηρή, αλλά όταν διαπιστώνεται εξ αντικειμένου το στοιχείο της υπερβολής.  Τόνισε ότι ο εφεσείων ηθελημένα έθεσε φωτιά στον καναπέ όπου κοιμόταν ο πατέρας του.  Επρόκειτο δε, για αξιόποινη συμπεριφορά ιδιαζόντως ειδεχθή, τόσο λόγω της σχέσης δράστη και θύματος, όσο και γιατί εγκατελείφθη ένας τυφλός άνθρωπος αβοήθητος να καεί σε κατάσταση ληθάργου. 

 

Αναφερόμενος στην χαμηλή νοημοσύνη του εφεσείοντα, ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας παρέπεμψε σε αγγλικές αποφάσεις στις οποίες, παρά το νεαρό της ηλικίας και τη νοητική στέρηση των δραστών, επιβλήθηκαν ουσιαστικές ποινές φυλάκισης (R. v. Daniel Walters (2005) 1 Cr. App. R. (S.) 100 και R. v. SP [2010] 1 Cr. App. R. (S.) 30) .  Εισηγήθηκε δε, ότι το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψιν όλες τις περιστάσεις του εφεσείοντα και εξατομίκευσε δεόντως την ποινή.

 

Κατ΄αρχάς, διαπιστώνουμε όλως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά,  τα οποία όχι απλώς δεν στοιχειοθετούν ηθελημένη ανθρωποκτονία, αλλά και δεν εμπεριέχουν το στοιχείο της επίθεσης ή της οργίλης συμπεριφοράς.  Όντως, η περίπτωση διαφοροποιείται από τις υποθέσεις στις οποίες η πλειοψηφία του Κακουργιοδικείου αναφέρθηκε, όπως η υπόθεση Νικολάου (πυροβολισμοί λαθροκυνηγού εναντίον θηροφύλακα προς εκφοβισμό), Μιχαήλ (εκπυρσοκρότηση κυνηγετικού κατά τη διάρκεια καυγά μεταξύ θύματος και δράστη), Λοΐζου (κτύπημα με σκεπάρνι κατά τη διάρκεια λογομαχίας), Πουτζιουρή (λάκτισμα στην περιοχή του αριστερού όρχεος του θύματος).   Διαφορά υπάρχει και από την υπόθεση Νικολάου στην οποία, όπως καταγράφει το Κακουργιοδικείο, ένα ψυχικά διαταραγμένο άτομο έπληξε με μαχαίρι πολλές φορές και εντελώς απρόκλητα ένα μικρό παιδί με αποτέλεσμα το θάνατό του.  Επρόκειτο για άμεση και φοβερή επίθεση από ένα άτομο που ήταν άκρως επικίνδυνο, εφόσον έπασχε από ενεργό ψυχοπαθολογία ψυχωσικού τύπου, είχε παραληρητικές ιδέες και ακουστικές ψευδαισθήσεις και έχρηζε άμεσης εισαγωγής στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας.  Εν προκειμένω, ως άνω, ο κατηγορούμενος χαρακτηρίσθηκε ως μη επικίνδυνος.

 

Ουσιαστικές διαφορές, παρά τις ομοιότητες στις οποίες παραπεμφθήκαμε (πολύ νεαρή ηλικία και πολύ χαμηλή νοημοσύνη), διαπιστώνονται και από τις αγγλικές υποθέσεις στις οποίες αναφέρθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας.  Παραθέτουμε τα γεγονότα της υπόθεσης R. v. Daniel Walters, όπως χαρακτηριστικά καταγράφηκαν στην ίδια την απόφαση, τα οποία καταδεικνύουν, τόσο την ιδιαιτερότητά τους, όσο και την ουσιώδη τους διαφορά από την παρούσα περίπτωση:

 

«The victim, 37-year-old Robert Owen, had for some time a serious problem with alcohol addiction and was prone to drinking very large quantities of cider.  The appellant's mother was a close friend of the victim's partner with whom he shared a home.  The victim was somewhat frail and pathetic and was treated as a punch bag by many of his supposed friends, including the appellant.  There were times when he was punched, his hair and clothes set alight or inflammable liquid put on his hands and feet and set alight.  He was often so drunk that he was incapable of looking after himself and was therefore an easy target.  At times he would sleep in a small brick outbuilding of a disused petrol station in Nottingham.  He had a mattress on the floor and it was a squalid place.  Nevertheless, the appellant and the victim had a reasonable close attachment.

 

On the evening in question, July 22, 2003, the victim was so drunk that his partner would not allow him to remain at her home.  During the afternoon he set off for a walk accompanied by the appellant and eventually they made their way to that outbuilding where the victim lay on the mattress in a drunken state.  During that early evening some horseplay took place, involving a lighted article of clothing, which landed on the mattress, causing it to catch fire.  The appellant ran off but did not raise the alarm.  He disappeared for a while before returning home to his mother where he remained until his arrest at 9.40 p.m.  Sadly, the victim died as a result of extensive burns.»

 

Περιπλέον, ο κατηγορούμενος είχε προηγούμενες καταδίκες, ιστορικό οργίλης συμπεριφοράς και επιθετικότητας, όπως και κατάχρησης αλκοόλ και ναρκωτικών, τα οποία ενίοτε συνδύαζε για πιο γρήγορο αποτέλεσμα.  Η εκτίμηση δε, ήταν ότι αποτελούσε υψηλό κίνδυνο για το κοινό λόγω του ιστορικού του, ιδιαίτερα λόγω της τάσης του να γίνεται ολοένα και πιο βίαιος υπό την επήρεια αλκοόλ.  Ιστορικό βίαιης και εκφοβιστικής συμπεριφοράς (bullying) είχε και έναντι του θύματος.

 

Στην υπόθεση R. v. SP ο εφεσείων, ηλικίας 13 ετών και ο αδελφός του ηλικίας 17 ετών, προχώρησαν σε εμπρησμό ενός εγκαταλελειμμένου εργοστασίου γνωρίζοντας ότι εκεί έβρισκαν καταφύγιο άστεγοι και ναρκομανείς, με αποτέλεσμα το θάνατο δύο ανθρώπων.  Ο εφεσείων ήταν εξαιρετικά χαμηλής νοητικής στάθμης.  Ο ευπαίδευτος δικηγόρος της Δημοκρατίας τόνισε από την απόφαση, την πτυχή εκείνη που αναφέρεται στην αναγκαιότητα επιβολής ποινών φυλάκισης ουσιαστικής περιόδου για τέτοια αδικήματα, ανεξάρτητα από την ηλικία του παραβάτη.  Όμως, η περίπτωση εκείνη, όχι μόνο αφορούσε ένα οργανωμένο εμπρησμό, αλλά και ελήφθη ιδιαιτέρως υπόψιν ότι ο κατηγορούμενος, παρά το τόσο νεαρό της ηλικίας του, ήταν ένα παιδί με επιθετικά ένστικτα που ζούσε ως ενήλικας και που χρειαζόταν δομή και πειθαρχία.  Ελέχθησαν συγκεκριμένα τα ακόλουθα από το αγγλικό Εφετείο:

 

«We do not forget that the appellant was only 13 and an immature 13 with many problems.  But, just as we do not underestimate his problems they must, in our view, be put into perspective.  This was a young man who was living the life of an adult and was well able to look after himself in the outside world.  He can, and does, function outside an institution.  What he now needs to do is to learn how to control his temper and his aggressive instincts, and how to relate to other people.  As the trial judge observed he needs structure and discipline and he will need it for a long time to come.  If he does not get the help he needs, his prospects are bleak and the prospects for society are bleak.  We would be doing the appellant and society no favours by reducing what would otherwise be a perfectly proper sentence as an act of mercy, so that he could be released back onto the streets ill-equipped to deal with life's problems.»

 

Oι διαφορές των δύο εκείνων περιπτώσεων με την παρούσα είναι ευδιάκριτες και ουσιαστικές.  Εν προκειμένω ο εφεσείων, χωρίς οποιοδήποτε ιστορικό επιθετικότητας ή επικινδυνότητας και χωρίς να χαρακτηρίζεται ως επικίνδυνος στον παρόντα χρόνο και για το μέλλον, ενήργησε ανόητα και επιπόλαια, όχι όμως στα πλαίσια επιθετικής, εκφοβιστικής ή προσβλητικής συμπεριφοράς έναντι του θύματος και χωρίς να έχει ιστορικό τέτοιας συμπεριφοράς έναντι του.  Η ενέργειά του δε ασφαλώς, διαφοροποιείται από τον οργανωμένο εμπρησμό ενός ολόκληρου κτηρίου-καταφυγίου ανθρώπων.

 

Δεν αμφισβητείται η εξαιρετική σοβαρότητα του αδικήματος, που οδήγησε στο θάνατο του ιδίου του πατέρα του, με φρικτό μάλιστα τρόπο.  Όμως θεωρούμε ότι όντως το Κακουργιοδικείο εστίασε υπέρμετρα σ΄αυτή τη πτυχή, μη δίδοντας τη δέουσα σημασία και προσοχή στη νοητική κατάσταση του εφεσείοντα.

 

Ως εκ της σημασίας του παράγοντα αυτού, πριν ασχοληθούμε περαιτέρω μαζί του, θεωρούμε αναγκαίο να διευκρινίσουμε πλήρως και να έχουμε με σαφήνεια τα σχετικά δεδομένα κατά νου.  'Οταν είχε δηλωθεί από την συνήγορο ότι ο εφεσείων έχει νοητικό επίπεδο παιδιού 14 χρονών, το Κακουργιοδικείο ρώτησε τον εκπρόσωπο της κατηγορούσας αρχής εάν δέχεται αυτή τη θέση και εκείνος απάντησε καταφατικά.  Στο τέλος της αγόρευσης για μετριασμό της ποινής, ο εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής δήλωσε ότι ο εφεσείων «είναι ηλικίας 14 ετών όσον αφορά τη μαθησιακή του ικανότητα» και η συνήγορος συμφώνησε.  Δεν έχει συζητηθεί ενώπιόν μας κατά πόσον υπάρχει διαφορά μεταξύ «νοητικού επιπέδου παιδιού 14 ετών» και «μαθησιακής ικανότητας παιδιού 14 ετών».  Εν πάση περιπτώσει, εκείνο που βρίσκουμε να έχει εν τέλει σημασία, είναι η τοποθέτηση της συνηγόρου ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ότι ο εφεσείων λόγω της νοητικής του αναπηρίας, έχει δυσκολία στο να αντιλαμβάνεται αν μια πράξη του εγκυμονεί κινδύνους ή όχι και τις επιπτώσεις που μπορεί να έχει τέτοια πράξη.  Αυτή η θέση που μεταφέρθηκε στην απόφαση του ευπαιδεύτου Προέδρου δεν αμφισβητήθηκε, όπως διαπιστώνουμε από τα πρακτικά, αλλά και όπως ο ευπαίδευτος εκπρόσωπος της κατηγορούσας αρχής μας επιβεβαίωσε. Εάν, άλλωστε, υπήρχε αμφισβήτηση για ένα τέτοιο ουσιώδες ζήτημα, θα αναμενόταν να είναι ρητή και σαφής, ώστε να επροκαλείτο η διερεύνηση με μαρτυρία και ο καθορισμός του ζητήματος από το Κακουργιοδικείο.

 

Είναι σ΄αυτά τα πλαίσια, που η υπεράσπιση προώθησε ως βασική της εκδοχή ότι ο εφεσείων, όχι μόνο δεν είχε πρόθεση να επιφέρει το θάνατο του θύματος, αλλ΄ούτε είχε επίγνωση των κινδύνων από την πράξη του.  Η κατηγορούσα αρχή όμως, εισηγήθηκε ενώπιον μας ότι, εκ του γεγονότος πως κατέφυγε στο ψεύδος (προς τη γειτόνισσα) προκύπτει ότι αντιλαμβανόταν τον κίνδυνο που προκάλεσε.  Έχει όντως αναγνωριστεί ότι, η προσφυγή ενός κατηγορούμενου στο ψεύδος οδηγεί σε συμπεράσματα ενοχής, σε συνάρτηση με τις συνθήκες υπό τις οποίες λέγονται και ιδιαίτερα με το κίνητρο που μπορεί να εντοπισθεί, υπό την έννοια ότι αποτελεί μαρτυρία η οποία επεξηγεί και ρίπτει φως στη συμπεριφορά του και δίδει εγκληματικό χαρακτήρα σε πράξεις για τις οποίες χωρεί και αθώα εξήγηση (Al-Hamad κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 2 ΑΑΔ 117).  Όμως, το επιχείρημα αυτό θα είχε τη θέση του στα πλαίσια διερεύνησης από το Κακουργιοδικείο της υποκειμενικής στάσης του εφεσείοντα κατά τον ουσιώδη χρόνο, την οποία αναμένεται ότι θα προκαλούσε η αμφισβήτηση της βασικής εκδοχής της υπεράσπισης.  Όπως, όμως, εξελίχθηκαν τα πράγματα, το επιχείρημα αυτό έρχεται σε αντίθεση με την παραπάνω θέση που δεν αμφισβητήθηκε.  Συνεπώς, δεν μπορεί να αποδοθεί στο ψεύδος προσπάθεια απόκρυψης ή συσκοτισμού της πραγματικής υποκειμενικής στάσης κατά το χρόνο του αδικήματος, αλλά θα πρέπει να δοθεί άλλη ερμηνεία, ευνοϊκή για τον κατηγορούμενο, όπως θα ήταν η προσπάθεια για συγκάλυψη της ευθύνης του την οποία είχε πλέον αντιληφθεί.

 

Παρά την εκδοχή της υπεράσπισης ότι ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον κίνδυνο, η ευπαίδευτη συνήγορος του τον συμβούλευσε, όπως εξήγησε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, να παραδεχθεί το αδίκημα της ανθρωποκτονίας, ενόψει αγγλικής νομολογίας σύμφωνα με την οποία το κριτήριο είναι αντικειμενικό.  Παρέπεμψε στην υπόθεση DPP v. Newbury [1976] 2 All E R 365, η οποία αφορούσε σε ανθρωποκτονία δια παράνομης και επικίνδυνης πράξης (unlawful act manslaughter/constructive manslaughter).

 

Πράγματι στην εν λόγω υπόθεση αποφασίστηκε ότι δεν απαιτείται επίγνωση του παρανόμου ή της επικινδυνότητας της πράξης, αλλ΄αρκεί η παράνομη πράξη να είναι τέτοιας επικινδυνότητας, ώστε ο μέσος νηφάλιος και λογικός άνθρωπος (all sober and reasonable people) να αναγνώριζε τον κίνδυνο.  Η αρχή αυτή επιβεβαιώθηκε πιο πρόσφατα στην υπόθεση Attorney-General's Reference (No. 3 of 1994) [1997] 3 All ER 936 (HL), από την οποία μεταφέρουμε το ακόλουθο περιεκτικό απόσπασμα:

 

«. Nor is it necessary, in order to constitute manslaughter, that the death resulted from an unlawful and dangerous act which was done with the intention to cause the victim to sustain harm.  This is because it is clear from the authorities that, although the defendant must be proved to have intended to do what he did, it is not necessary to prove that he knew that his act was  unlawful or dangerous.  So it must follow that it is unnecessary to prove that he knew that his act was likely to injure the person who died as a result of it.  All that need be proved is that he intentionally did what he did, that the death was caused by it and that, applying an objective test, all sober and reasonable people would recognise the risk that some harm would result.»

 

 

Στην Κύπρο, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά.  Ο Ποινικός Κώδικας ρυθμίζει τα αδικήματα κατά της ζωής κατά τρόπο σχηματικό, σε πυραμίδα, με βάση το βαθμό υπαιτιότητας, έχοντας στην κορυφή τον φόνο (203 ΠΚ), στο ενδιάμεσο την ανθρωποκτονία (205 ΠΚ) και στην κατώτερη βαθμίδα την πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης (210 ΠΚ) (βλ. Μαυρομάτης ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 69).  Στην Αγγλία, η ακούσια ανθρωποκτονία (involuntary manslaughter) δεν διαφοροποιείται με βάση το βαθμό υπαιτιότητας.  Είτε πρόκειται για ανθρωποκτονία από παράνομη πράξη, είτε για ανθρωποκτονία από βαρεία αμέλεια (gross negligence manslaughter) το κριτήριο είναι αντικειμενικό και αμφότερες οι περιπτώσεις εμπίπτουν στην ενιαία κατηγορία της ακούσιας ανθρωποκτονίας.  Ως προς το αντικειμενικό κριτήριο της πρώτης περίπτωσης, ήδη έγινε αναφορά στην Newbury. Ως προς τη δεύτερη περίπτωση παραπέμπουμε στην υπόθεση R. v. Adomako [1994] 3 All ER 79 (HL) και Attorney General's Reference (No. 2 of 1999) [2000] 3 All ER 182.  Είναι γνωστή και η έννοια της ανθρωποκτονίας από υποκειμενική αμέλεια (subjective recklessness) (βλ. R. v. Lidar [2000] 4 Archbold News 3), όμως δεν αποτελεί ξεχωριστό αδίκημα, όπως συμβαίνει στην Κύπρο με τον τρόπο που θα εξηγήσουμε αμέσως κατωτέρω.  Το αποτέλεσμα είναι ότι στην Αγγλία η έννοια της ανθρωποκτονίας, όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Walker (1992) 13 Cr App R (S) 474: «ranges in its gravity from the borders of murder right down to those of accidental death».  Συνεπακόλουθα, εξ ίσου ευρύ, ευρύτατο, είναι και το πλαίσιο ποινών.  Όπως ελέχθη στην R. v. George Kenneth Boyer (1981) 3 Cr. Arr. R. (s.) 35:

 

«The offence of manslaughter attracts the widest band of sentences for any offence known to this Court. The sentence can vary from life imprisonment to a conditional discharge. It depends on the precise circumstances of the case. It is impossible to subdivide the offence of manslaughter into different categories and say any particular sentence is appropriate to any particular category of offence.»

 

 

Εν ολίγοις, στην έννοια της ανθρωποκτονίας, κατά το αγγλικό δίκαιο, εντάσσεται τόσο η ανθρωποκτονία του άρθρου 205, όσο και η πρόκληση θανάτου του άρθρου 210.

 

Η διαφορά μεταξύ των περιπτώσεων του άρθρου 205 και του άρθρου 210 εξηγήθηκε απ΄όσα είχε αναφέρει ο Aρχιδικαστής Hallinan  στην υπόθεση Rayas v. the Police 19 CLR 308, εκ της οποίας παραθέτουμε το ακόλουθο περιεκτικό απόσπασμα: 

 

«. There are to-day  three categories of negligence in English Law:  The very high degree of negligence (sometimes designated as "recklessness") required in cases of man-slaughter;  the high degree of negligence required in other crimes which we shall refer to in the judgment as "criminal negligence of the second degree" . and lastly negligence at civil law.»

 

 

Ο όρος «recklessness» (ενσυνείδητη ή υποκειμενική αμέλεια ή αμέλεια πρώτου βαθμού), εξηγήθηκε στην υπόθεση Cunningham [1957] 2 All ER 412, ως η ενσυνείδητη ανάληψη κινδύνου (conscious risk taking) ως εξής:

 

«the accused has foreseen that the particular kind of harm might be done and yet has gone on to take the risk of it.»

 

Η αντίληψη ή η επίγνωση, αναφέρεται σε κίνδυνο πρόκλησης θανάτου ή σοβαρής σωματικής βλάβης (R. v. Lidar, ανωτ.).  

 

Πρόκειται για την αμέλεια που θεμελιώνει την ανθρωποκτονία του άρθρου 205 ΠΚ.

 

Ενώ για την περίπτωση της αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, του 210 ΠΚ, αρκεί η άνευ συνειδήσεως ή αντικειμενική αμέλεια ή αμέλεια δευτέρου βαθμού, δηλαδή η αντίληψη του κινδύνου ως μιας δυνατότητας, χωρίς να απαιτείται υποκειμενική επίγνωση και ενσυνείδητη ανάληψη συγκεκριμένου κινδύνου, όπως στην περίπτωση του 205ΠΚ. 

 

Στο ινδικό δίκαιο, όπου ο Ποινικός Κώδικας ακολουθεί επίσης σχηματική προσέγγιση[2] και όπου υπάρχουν αντίστοιχες, όχι ταυτόσημες, πρόνοιες, η αντιδιαστολή γίνεται επί των όρων «δυνατότητα» («possibility») και «πραγματική ή ουσιαστική πιθανότητα» («probability»). Όπως εξηγήθηκε στην αυστραλέζικη υπόθεση Faure [1999] VSCA 166 «"probable" as contrasted with "possible but not likely" means a substantial, or real and not a remote chance, whether or not it is more than 50%».  

 

Τα αγγλικά δικαστήρια δεν έχουν δει με συμπάθεια τη χρήση τέτοιων ή παρόμοιων όρων (Southern Portland Cement v. Cooper [1974] AC 623, 640).  Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι στην υπόθεση Lidar, όπου το Εφετείο προσδιόρισε την έννοια της ανθρωποκτονίας από υποκειμενική αμέλεια, κατέφυγε σε τέτοιου είδους διαβάθμιση, αναφερόμενο σε «high probability».

 

Στην Κύπρο, τέτοια ερμηνευτική μέθοδος είναι χρήσιμη, αν όχι αναγκαία, λόγω της διαβάθμισης που δημιουργεί ο δικός μας Κώδικας.  Υπ΄αυτή την έννοια, ο όρος «δυνατότητα» («possibility») παραπέμπει στο άρθρο 210 ΠΚ και ο όρος «πραγματική ή ουσιαστική πιθανότητα» («probability») στο άρθρο 205 ΠΚ. 

 

Εν προκειμένω, ενόψει της μη αμφισβητηθείσας τοποθέτησης ότι ο εφεσείων δεν ήταν σε θέση να αντιληφθεί τον κίνδυνο, ή, εν πάση περιπτώσει, λόγω της αμφιβολίας που αφέθηκε να αιωρείται ως προς την υποκειμενική πτυχή της επίδικης συμπεριφοράς, θα έπρεπε να τεθεί ζήτημα αναφορικά με την παραδοχή της ανθρωποκτονίας.  Δεν ετέθη.  Ούτε η παρούσα έφεση έχει στραφεί κατά της καταδίκης, παρά την παραδοχή, με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 135 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Στρέφεται μόνο κατά της ποινής.  Οι εξουσίες του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθορίζονται περιοριστικά από το νόμο.  Δύναται να αυξήσει, μειώσει ή μετατρέψει την ποινή (άρθρο 145(2) του Κεφ. 155). 

 

Συνεπώς, παρά το πρόβλημα που διαπιστώνεται, δεν έχουμε εξουσία να παρέμβουμε πέραν των ορίων που προδιέγραψε η έφεση.  Εκείνο όμως που μπορούμε και υπό τις περιστάσεις οφείλουμε να πράξουμε, είναι, έστω και στα πλαίσια αυτά, να δώσουμε τη δέουσα σημασία στην υποκειμενική διάσταση της περίπτωσης, όπως τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, θεωρώντας ότι την κατατάσσει στο μεταίχμιο με τις περιπτώσεις του 210 ΠΚ, παρά το τραγικό αποτέλεσμα.

 

Γι΄αυτούς τους λόγους θεωρούμε ότι, ενώ η αρμόζουσα, ως εκ της σοβαρότητας του αδικήματος, ποινή είναι εκείνη της φυλάκισης, θα πρέπει να μειωθεί σε φυλάκιση τριών χρόνων και μειώνουμε αναλόγως την ποινή που επέβαλε το Κακουργιοδικείο.  Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψιν τα ιδιαίτερα προβλήματα του κατηγορούμενου και ότι η άμεση εκτέλεση της ποινής θα έχει ως συνέπεια τη διακοπή για μεγάλο χρονικό διάστημα της φοίτησής του σε ειδικό σχολείο, ως επίσης και το γεγονός ότι ήδη έχει εκτίσει μέρος της ποινής από τις 3.7.2014 που του επιβλήθηκε, η εκτέλεση του υπολοίπου της ποινής αναστέλλεται για περίοδο τριών ετών από σήμερα.

 

Περαιτέρω, λόγω της ηλικίας και των προβλημάτων του εφεσείοντα, θεωρούμε ότι θα ήταν υποβοηθητική η έκδοση διατάγματος επιτηρήσεως δυνάμει του άρθρου 5 του περί της Υφ΄ Όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως Εις Ορισμένας Περιπτώσεις Νόμου, Ν. 95/1972, όπως τροποποιήθηκε.

 

 (α)    Εκδίδεται διάταγμα δια του οποίου ο εφεσείων τίθεται υπό την επιτήρηση επιτηρούντος λειτουργού για την περίοδο αναστολής της ποινής.  Ο επιτηρών λειτουργός να οριστεί από το Γραφείο Ευημερίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του εν λόγω Νόμου.

 

(β)     Ο εφεσείων να διαμένει στο Τραχώνι Λεμεσού και να επικοινωνεί με τον επιτηρούντα λειτουργό, σύμφωνα με τις οδηγίες του τελευταίου.  Σε περίπτωση αλλαγής του τόπου διαμονής του, να γνωστοποιεί τούτο εκ των προτέρων στον επιτηρούντα λειτουργό.

 

(γ)     Ο επιτηρών λειτουργός να ετοιμάζει και να υποβάλλει, ανά τρίμηνο, στο Κακουργιοδικείο Λεμεσού, Έκθεση για την κατάσταση του εφεσείοντα.

 

                                                                      Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

                                                                      Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.

 

                                                                      Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

/ΚΧ»Π



[1] Οι όροι χρησιμοποιήθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου αδιακρίτως.

[2] Συγκριτική μελέτη, με λεπτομερή ανάλυση, του δικαίου της ανθρωποκτονίας και ιδιαίτερα, σύγκριση της σχηματικής προσέγγισης με την σωρευτική που ακολουθείται στην Αγγλία, αποτελεί η μονογραφή του καθηγητή  Stanley Yeo, Fault in Homicide (Towards a Schematic Approach to the Fault Elements for Murder and Involuntary Manslaughter in England, Australia and India), The Federation Press 1997).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο