ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ν. Δαμιανού, για τον Εφεσείοντα. Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-12-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ν. ΣΑΒΒΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ, Ποινική Εφεση Αρ. 194/2013, 2/12/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B917

(2014) 2 ΑΑΔ 846

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Ποινική Εφεση Αρ. 194/2013)

 

2 Δεκεμβρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΣΑΒΒΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ,

Εφεσίβλητου.

_ _ _ _ _ _

Ν. Δαμιανού, για τον Εφεσείοντα.

Α. Δημητρίου για  Α. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσίβλητο.

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Ο Εφεσίβλητος - Κατηγορούμενος αντιμετώπιζε πρωτόδικα και στα πλαίσια ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης που καταχωρήθηκε από τον Εφεσείοντα - Κατήγορο δεκαοκτώ συνολικά κατηγορίες, όλες κατά παράβαση σχετικών διατάξεων του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96 (εφεξής «ο Νόμος»). Οι δύο πρώτες κατηγορίες αφορούσαν ανέγερση και επίτρεψη ανέγερσης οικοδομής χωρίς άδεια. Οι υπόλοιπες δεκαέξι κάλυπταν τα αδικήματα της κατοχής και χρήσης οικοδομής χωρίς πιστοποιητικό έγκρισης από την αρμόδια αρχή. Επίδικα είναι οκτώ υποστατικά τα οποία στεγάζουν μεγάλη κτηνοτροφική μονάδα και που βρίσκονται εντός των τεμαχίων 114,116 και 117 του Φ/Σχ. 50/37Ε2, στην περιοχή «Ασπρογιές» στο χωριό Τερσεφάνου της επαρχίας Λάρνακας. Η κτηνοτροφική μονάδα συνορεύει με το βόρειο και το ανατολικό μέρος του τεμαχίου 115, ιδιοκτησίας του Εφεσειοντα.

 

Ηταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος κατείχε και χρησιμοποιούσε τα εν λόγω υποστατικά για πολλά χρόνια και για όλο τον ουσιώδη για την υπόθεση χρόνο, χωρίς αυτά να καλύπτονται από άδεια οικοδομής και πιστοποιητικό έγκρισης της αρμοδίας αρχής, ήτοι της Επαρχιακής Διοίκησης Λάρνακας. Ηταν περαιτέρω εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο Εφεσίβλητος ανήγειρε την οικοδομή που αφορά η πρώτη κατηγορία χωρίς να έχει εξασφαλίσει οποιαδήποτε άδεια από την αρμόδια αρχή.

 

Με δεδομένα τα πιο πάνω ευρήματα το πρωτόδικο Δικαστήριο οδηγήθηκε στην αναπόδραστη κατάληξη ότι ο Εφεσείων απέδειξε πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων της πρώτης κατηγορίας και των κατηγοριών 3 έως 18. Σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία το Δικαστήριο αθώωσε και απάλλαξε τον Εφεσίβλητο, εφόσον δεν προέκυψε από την ενώπιόν του μαρτυρία ότι  ανέχθηκε ή επέτρεψε τις εργασίες ανέγερσης του σχετικού υποστατικού από οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο. Παρά την κατάληξη αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση περαιτέρω ζητήματος το οποίο και τελικά καθόρισε την τύχη της ποινικής δίωξης. Ηταν η απάντηση επί του θέματος της νομιμοποίησης του Εφεσείοντα να εγείρει την υπό κρίση ιδιωτική ποινική δίωξη. Μετά από ενδελεχή ανασκόπηση της νομολογίας επί του δικαιώματος ενός πολίτη να εγείρει ποινική δίωξη, με ιδιαίτερη αναφορά στην υπόθεση Ttofinis v. Theocharides and Another (1983) 2 CLR 363, η ευπαίδευτη πρωτόδικος Δικαστής έκρινε ότι η παρουσία και η λειτουργία της πολύ μεγάλης κτηνοτροφικής μονάδας του Εφεσίβλητου, η οποία στεγάζεται και λειτουργεί στα επίδικα υποστατικά και οι όποιες επιπτώσεις ενέχει στην ακίνητη περιουσία του Εφεσείοντα, δεν αποτελούν τέτοιας μορφής άμεση παρέμβαση ή επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματά του ώστε να νομιμοποιείται ο Εφεσείων να εγείρει ιδιωτική ποινική δίωξη. Ούτε θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι θα πρέπει να διαδραματίσει καθοριστικό παράγοντα στο ζήτημα της νομιμοποίησης του Εφεσείοντα να καταχωρήσει ποινική δίωξη το γεγονός ότι τα τεμάχια 114 και 116, στα οποία βρίσκονται οι επτά από τις οκτώ παράνομες οικοδομές, είναι όμορα του τεμαχίου 115, αφού περικλείουν το βόρειο και ανατολικό του σύνορο. Με τα πιο πάνω ως δεδομένα κατέληξε ότι ο Εφεσείοντας δεν νομιμοποιείτο στην καταχώρηση της υπό αναφορά ιδιωτικής ποινικής δίωξης και προχώρησε στην αθώωση και απαλλαγή του Εφεσίβλητου από όλες τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με δύο λόγους έφεσης, στην ουσία τους αλληλένδετους. Τίθεται, συγκεκριμένα, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και/ή σε αντίθεση με τη μαρτυρία και τη νομική πτυχή της υπόθεσης, ερμηνεύοντας λανθασμένα την επί του θέματος σχετική νομολογία, αποφάσισε ότι δεν νομιμοποιείται ο Εφεσείοντας, ως ιδιώτης Κατήγορος, στην καταχώρηση της ιδιωτικής ποινικής δίωξης και κατ΄ επέκταση, επίσης λανθασμένα, αποφάσισε να αθωώσει και απαλλάξει τον Εφεσίβλητο από όλες τις κατηγορίες.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα υιοθετώντας πλήρως την αιτιολογία των λόγων έφεσης έδωσε έμφαση στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπό κρίση περίπτωσης σημειώνοντας την πολύχρονη αδιαφορία της αρμοδίας αρχής να παρέμβει και τον επηρεασμό των δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, ως απόρροια των παράνομων οικοδομών οι οποίες στεγάζουν την επίδικη κτηνοτροφική μονάδα. Εισηγήθηκε, καταληκτικά, ότι το δικαίωμα καταχώρησης ιδιωτικής υπόθεσης δεν περιορίζεται σε όσους έχουν ιδιοκτησία επί της οποίας κτίζεται ή κατέχεται παράνομα οικοδομή, αλλά επεκτείνεται και καλύπτει και ιδιοκτήτες όμορου ακινήτου, του οποίου τα δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένης της αγοραστικής αξίας, επηρεάζονται σοβαρά ως αποτέλεσμα εκτεταμένης παρανομίας και αποδεδειγμένης απραξίας της αρμοδίας αρχής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσίβλητου εισηγήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε ορθά την επί του θέματος νομολογία. Πρόσθεσε περαιτέρω ότι το δικαίωμα φυσικού ή νομικού προσώπου να προχωρήσει σε ιδιωτική ποινική υπόθεση εναντίον άλλου υφίσταται κατ΄ εξαίρεση και μόνο όταν αποδεικνύεται ότι υπάρχει στην πράξη παράνομη επέμβαση στην ακίνητη περιουσία του παραπονούμενου. Προεκτείνοντας έθεσε ότι στην υπό κρίση περίπτωση δεν προβάλλεται ισχυρισμός ότι ο Εφεσίβλητος επενέβηκε παράνομα επί της περιουσίας του Εφεσείοντα και ως εκ τούτου δεν εντοπίζεται άμεση επέμβαση και καταπάτηση τέτοιας υφής που να νομιμοποιούσε τον Εφεσείοντα στην καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης.

 

Ο δικαστικός λόγος της υπόθεσης Ttofinis (ανωτέρω)  υιοθετήθηκε και αναλύθηκε στην πιο πρόσφατη επί του θέματος απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κλεάνθης Δημοσθένους ν. Τύχωνα Τύχωνος, Ποιν. Εφ. Αρ. 153/2011, ημερ. 16.1.2013. Κρίνεται επιβεβλημένη η παράθεση του σχετικού αποσπάσματος:

 

«Η ουσία του παραπόνου του (του εφεσείοντα) είναι ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων δεν είχε «έννομο συμφέρον» να εγείρει την επίδικη ιδιωτική ποινική υπόθεση, είναι εσφαλμένη.  Το δικαίωμα ενός πολίτη να εγείρει ποινική δίωξη, ξεκαθάρισε στην Ttofinis v. Theocharides κ.α., ανωτέρω, ότι πηγάζει από το αγγλικό κοινοδίκαιο το οποίο εφαρμόζεται στο δικό μας δικαιϊκό σύστημα, με βάση το άρθρο 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960.  Τονίστηκε ότι καμιά πρόνοια του Συντάγματος δεν έχει εξουδετερώσει τα ισχύοντα στο κοινοδίκαιο για το δικαίωμα του πολίτη να εγείρει ιδιωτική ποινική.  Όπως εξηγήθηκε από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, το δικαίωμα δεν το έχει κάθε πολίτης, αλλά μόνο όταν τα δικαιώματα του επηρεάζονται από μια παράνομη πράξη.  Στην απόφαση υιοθετούνται τα όσα ανέφερε ο Λόρδος Diplock στην υπόθεση Gourier v. Union of Post Office Workers and Others (1977) 3 All ER 70, 97 (HL), ότι η ποινική δίωξη αποτελεί «χρήσιμη συνταγματική εγγύηση εναντίον της αυθαίρετης διεφθαρμένης ή μεροληπτικής παράλειψης ή άρνησης των αρμοδίων αρχών να διώξουν αδικοπραγούντες». Στην υπόθεση Ttofinis το Δικαστήριο ανέφερε στη σελίδα 369 της απόφασης, τα πιο κάτω σε σχέση με το Κεφ. 96, στο οποίο αφορούσε η υπόθεση:-

 

«By allowing the appeal it must not be assumed that we decide that a citizen, however affected by the violations of the provisions of Cap. 96 or regulations made thereunder, has a right to pro­secute the offender. On the contrary, as explained in this judgment, the right to prosecute vests only in the victim of crime. Only where the rights of an individual are directly affected, as in this case where, allegedly, the illegal structure was erected upon his land, a right to prosecute accrues. In other words, there must be direct encroachment upon one's rights in order to sustain a private prosecution. In every other case the body entrusted by law for its enforcement, is the appropriate authority. In consequence, the owner of adjoining property does not have a right per se to move the machinery of the law whenever his neighbour builds on his own land in violation of the provisions of Cap. 96.» (H έμφαση είναι δική μας)

 

Το δικαίωμα του πολίτη, όπως διατυπώθηκε στη Gourier και στην Ttofinis, ανωτέρω, να προβεί σε ποινική δίωξη, επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια από την πλειοψηφία στην υπόθεση Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμος (2002) 2 ΑΑΔ 522, η οποία εκδικάστηκε από  διευρυμένη σύνθεση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και δεν χωρεί παρερμηνεία.  Όπως νομολογήθηκε, το δικαίωμα ενυπάρχει όπου διαπιστώνεται βλάβη στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη.  Όπως εξηγήθηκε με αναφορά στη Ttofinis, «ιδιωτικό δικαίωμα δίωξης συμβολίζει το κοινό συμφέρον των παθόντων να καταφύγουν στην ποινική διαδικασία για την αυτοπροστασία τους.».

 

Η χρήση των λέξεων «directly affected», η οποία έγινε σε σχέση με περιοίκους και το Κεφ. 96, φαίνεται να δημιούργησε στη συνέχεια κάποια σύγχυση.  Τα νομολογηθέντα στην Ttofinis v. Theocharides, ανωτέρω, επιβεβαιώθηκαν στην Αίπεια Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd, ανωτέρω.  Αυτή τη φορά επαναλήφθηκε, χωρίς αναφορά στους περιοίκους και στο Κεφ. 96, ότι το δικαίωμα άσκησης ιδιωτικής υπόθεσης ενυπάρχει μόνο όταν τα δικαιώματα του θύματος επηρεάζονται «άμεσα» από την παράνομη πράξη.  Το δικαστήριο δεν επεξηγεί τι εννοεί με τη λέξη «άμεσa», προφανώς, όμως, η αντίληψή του, συναρτά τον όρο προς το «directly affected».  Όμως η χρήση της λέξης, φαίνεται ότι συνέτεινε στη συνέχιση της ασάφειας, ιδιαίτερα σε πρωτόδικες αποφάσεις, όπως η υπό έφεση, όπου η αναφορά μετετράπη σε «άμεσο συμφέρον»»

 

 

Ο άμεσος επηρεασμός, ως προϋπόθεση για νομιμοποίηση στην καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής δίωξης, δεν ταυτίζεται με την πιθανολόγηση έννομου συμφέροντος μέσα στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146.2 του Συντάγματος. Θα πρέπει εννοιολογικά να αντικρισθεί υπό το φως των λόγων ύπαρξης του δικαιώματος άσκησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, του εντοπισμού δηλαδή βλάβης στα δικαιώματα του θύματος από ποινική πράξη. Υπό αυτές τις συνθήκες ο άμεσος επηρεασμός έχει την έννοια ότι με συγκεκριμένη παράνομη πράξη τα δικαιώματα κάποιου, του παρανομούντος, εκτείνονται εις βάρος τρίτων προσώπων κατά τρόπο που να παρατηρείται πλέον σφετερισμός και οικειοποίηση των νόμιμων δικαιωμάτων των τρίτων αυτών προσώπων.

 

Η νομική έννοια του όρου «encroachment» αποτυπώνεται ως εξής:

 

«The act of extending one's own rights at the expense of others, particularly by taking in adjoining land to make it appear part of one's own.»

 

A dictionary of Law» - 3rd Edition (Oxford Reference))

 

«An unlawful gaining on the possession of another.»

 

(Mozley & Whiteley's «Law Dictionary», Eleventh Edition)

 

«ENCROACH. To enter by gradual steps or stealth into the possessions or rights of another; to trespass; intrude.»

 

(«Black's Law Dictionary», Revised Fourth Edition)

 

 

 

 

«Where a person attempts to extend a right possessed by him, as where a tenant of land takes in or adds to it other land adjoining or near to it, so as to make the added land appear to be part of his original holding.»

 

(Jowitt's «Dictionary of English Law», Second Edition)

 

 

 

 

Είναι ακριβώς κάτω από αυτή την εννοιολογική διάσταση του όρου που το Ανώτατο Δικαστήριο σε σειρά αποφάσεών του έκρινε ότι εντοπιζόταν, υπό το φως των γεγονότων τους, άμεση επέμβαση στα περιουσιακά δικαιώματα των παραπονούμενων και που νομιμοποιούσε στην έγερση ιδιωτικής ποινικής δίωξης κατ΄ ακολουθία των λεχθέντων στην απόφαση Tfofinis (ανωτέρω). Ετσι, και μετά από την Tfofinis - όπου αφορούσε κατ΄ ισχυρισμό παράνομη ανέγερση οικοδομής στη γη του ιδιώτη κατήγορου - στην Kalia v. Lambrou and Another (1985) 2 CLR 217, καταχωρήθηκε ιδιωτική ποινική υπόθεση σε σχέση με ανέγερση οικοδομής - γκαράζ κατά παράβαση διατάξεων του Κεφ. 96, το οποίο επηρέαζε υφιστάμενο δικαίωμα διόδου της παραπονούμενης. Ακολούθως, στην υπόθεση  Hogg v. Παπαδοπούλου (1992) 2 ΑΑΔ 36, ο ιδιώτης κατήγορος ήταν συνιδιοκτήτης ακινήτου με την κατηγορούμενη, επί του οποίου βρισκόταν η οικοδομή, την οποία η κατηγορούμενη δεν κατεδάφιζε παρακούοντας διάταγμα του δικαστηρίου. Αποφασίστηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι η συνιδιοκτησία νομιμοποιεί οποιοδήποτε των συνιδιοκτητών να εγείρει υπόθεση εναντίον των υπολοίπων εφόσον εντοπίζεται παράβαση στα δικαιώματα των συνιδιοκτητών που απορρέουν από τη συνιδιοκτησία. Κρίθηκε ότι οι παράνομες πράξεις της συνιδιοκτήτριας επί της συνιδιόκτητης περιουσίας έθιγαν άμεσα τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα του ιδιώτη κατήγορου. Τέλος στην υπόθεση Αιπεία Λτδ ν. Sirocco Estates Co Ltd κ.ά. (1997) 2 AAΔ 434, ιδιώτης κατήγορος ήταν ο ιδιοκτήτης οικοδομής στην οροφή της οποίας οι ενοικιαστές - κατηγορούμενοι τοποθέτησαν μεγάλη φωτεινή πινακίδα χωρίς άδεια από την αρμόδια αρχή. Το Ανώτατο Δικαστήριο υιοθετώντας την Kalia (ανωτέρω), ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, διαπιστώνοντας ότι το μόνο σημαντικό γεγονός ήταν το δικαίωμα της κατηγορούσας εταιρείας επί του συγκεκριμένου ακινήτου. Ετσι, η επέμβαση που έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή της θεωρήθηκε επέμβαση στα περιουσιακά της δικαιώματα που της παρείχε κάθε δικαίωμα άσκησης ποινικής δίωξης.

 

Τα όσα με ικανή προσπάθεια επιχείρησε να θέσει ενώπιόν μας ο ευπαίδευτος συνήγορος του Εφεσείοντα προκειμένου να τεκμηριώσει νομιμοποίηση καταχώρησης ιδιωτικής ποινικής δίωξης, δεν είναι αρκετά για να καταδείξουν άμεσο επηρεασμό των περιουσιακών δικαιωμάτων του Εφεσείοντα, στην έκταση που αυτό είναι καθοριστικό για σκοπούς ενεργοποίησης του δικαιώματος ιδιωτικής ποινικής δίωξης. Δεν εντοπίζεται, δηλαδή, σφετερισμός των νόμιμων δικαιωμάτων του Εφεσείοντα ως αποτέλεσμα της παρανομίας που διαπράχθηκε σε σχέση με τις επίδικες οικοδομές.

 

Υπό τις πιο πάνω συνθήκες η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Δεν είναι όμως χωρίς σημασία να σημειώσουμε ότι μας προκαλεί αλγεινή εντύπωση το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η αρμοδία αρχή, η Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας, παραλείπει για πολλά τώρα χρόνια, και παρά τις συνεχείς οχλήσεις του Εφεσείοντα, να προχωρήσει σε ποινική δίωξη προκειμένου να αποκατασταθεί η νομιμότητα σε σχέση με τα συγκεκριμένα υποστατικά. Ιδίως μετά τη διαπιστωθείσα πλέον και δικαστικά παρανομία που τα καλύπτει.

 

Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                                  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                  Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο