ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B584
(2014) 2 ΑΑΔ 599
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.191/2010)
29 Ιουλίου, 2014
[EΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
EΔΟΥΑΡΔΟΣ ΧΑΤΖΗΧΑΝΝΑΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Μ. Πικής, για τον Εφεσείοντα
Δ. Παπαστεφάνου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
_______________
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα απαγγείλει η Δικαστής Μιχαηλίδου.
_______________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: O εφεσείων αντιμετώπισε πρωτοδίκως την κατηγορία της παράνομης επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης, κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, ΚΕΦ. 154.
Κατόπιν μακράς ακροαματικής διαδικασίας, κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής και τέσσερις μάρτυρες υπεράσπισης, το Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο στην κατηγορία και του επέβαλε ποινή φυλάκισης ενός μηνός, την οποία και ανέστειλε για περίοδο δύο χρόνων.
Εναντίον της καταδίκης καταχωρίστηκαν μετά από σχετική τροποποίηση του κατηγορητηρίου, δώδεκα λόγοι έφεσης. Ο 2ος που στρεφόταν εναντίον του λανθασμένου του ευρήματος της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης αποσύρθηκε κατά το στάδιο της ακρόασης. Άλλοι δεκατέσσερις λόγοι εναντίον της επιβολής ποινής αποσύρθηκαν στο σύνολο τους.
Οι προωθηθέντες λόγοι έφεσης 3 - 11 αφορούν άμεσα ή έμμεσα την αξιοπιστία των μαρτύρων, την αξιολόγηση της και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο 1ος λόγος στρέφεται εναντίον της προώθησης εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής δύο ποινικών υποθέσεων επί των ιδίων γεγονότων για επίθεση, δυνάμει του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, εναντίον του εδώ παραπονούμενου με την καταχώριση της Υπ. Αρ. 6232/09, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και της υπό κρίση, κατά τρόπο που συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Ενώ ο λόγος 3Α, τον οποίο θα εξετάσουμε στο κατάλληλο σημείο, μορφοποιεί το παράπονο του εφεσείοντος για τις παρεμβάσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η φύση και η έκταση των οποίων επηρέασαν το δικαίωμα του εφεσείοντος για δίκαιη δίκη.
Τα γεγονότα της υπόθεσης, αν και όχι ιδιαιτέρως σύνθετα, συμπλέκονται με την οδική συμπεριφορά του εφεσείοντος και του παραπονουμένου, τις απογευματινές ώρες της 1.10.2008, παρά τον αυτοκινητόδρομο Ριζοελιάς - Καλού Χωριού της επαρχίας Λάρνακας, η οποία και οδήγησε στο όλο επεισόδιο.
Ο παραπονούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο του, όπως παρατηρεί και το πρωτόδικο Δικαστήριο, στον αυτοκινητόδρομο Λευκωσίας-Λάρνακας με κατεύθυνση τη Λάρνακα. Πίσω του, με μεγάλη ταχύτητα ακολουθούσε, όπως αντιλήφθηκε εκ των υστέρων, το αυτοκίνητο του εφεσείοντος το οποίο άρχισε να του αναβοσβήνει τα φώτα για να τον αναγκάσει να μπει στην αριστερή λωρίδα και να τον προσπεράσει. Κάτι που δεν μπορούσε να γίνει εφόσον ο ίδιος είχε την πρόθεση να στρίψει δεξιά. Ο εφεσείων εξακολούθησε να τον παρενοχλεί ακολουθώντας τον, με τα μεγάλα του φώτα αναμμένα. Έτσι αναγκάστηκε να σταματήσει για να αφήσει το άγνωστο αυτοκίνητο να τον προσπεράσει. Τα πράγματα όμως δεν τέλειωσαν εκεί. Ο εφεσείων στάθμευσε και εκείνος πίσω από το δικό του αυτοκίνητο, κατέβηκε και κατευθύνθηκε προς το μέρος του. Αποφάσισε και ο ίδιος να κατεβεί από το αυτοκίνητο για να ζητήσει από τον εφεσείοντα να απομακρυνθεί. Αντ΄ αυτού ο εφεσείων τον χτύπησε με το δεξί του χέρι στο πρόσωπο. Προσπάθησε να εμποδίσει το χτύπημα, χωρίς να τα καταφέρει. Από το χτύπημα που δέχθηκε τα γυαλιά του έπεσαν στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου του εφεσείοντος. Ενώ ήταν σκυφτός δέχθηκε χτύπημα στο πρόσωπο και κλωτσιά στα πλευρά από τον εφεσείοντα, με αποτέλεσμα να βρεθεί στη μέση του δρόμου, με κίνδυνο να χτυπηθεί από διερχόμενο αυτοκίνητο. Τότε νιώθοντας ότι απειλείται η ζωή του αμύνθηκε, χτυπώντας τον κατηγορούμενο με το δεξί του χέρι στο πρόσωπο και καθηλώνοντας τον στο έδαφος. Ο κατηγορούμενος σηκώθηκε ξανά και του επιτέθηκε. Η επιθετική συμπεριφορά του εφεσείοντος συνεχίστηκε μέχρι που ο παραπονούμενος κατάφερε να μπει στο αυτοκίνητο του και να απομακρυνθεί.
Αντίθετη ήταν η εκδοχή του εφεσείοντος, ο οποίος επέρριψε στον παραπονούμενο επικίνδυνη οδική συμπεριφορά: σε κάποιο σημείο του απέκοψε την ελεύθερη κυκλοφορία και χειρονόμησε αισχρά εναντίον του βρίζοντας τον. Ακριβώς επειδή εκείνη τη στιγμή κατάλαβε ότι είχε να κάμει με επικίνδυνο άτομο, οδήγησε το αυτοκίνητο του στην αριστερή λωρίδα. Τότε ο παραπονούμενος έστριψε ξαφνικά το όχημα του κατά πάνω του, και αναπτύσσοντας ταχύτητα, τον προσπέρασε επικίνδυνα, μπήκε μπροστά του και σταμάτησε το αυτοκίνητο του απότομα στην αριστερή λωρίδα έκτακτης ανάγκης. Τότε σταμάτησε και ο ίδιος πίσω από το αυτοκίνητο του παραπονουμένου. Όταν είδε τον παραπονούμενο να κατευθύνεται προς το μέρος του κατέβηκε από το αυτοκίνητο του γιατί φοβήθηκε για την κόρη του και τη σύζυγο του. Τότε ο παραπονούμενος τον χτύπησε στο αριστερό μάτι. Άρχισε να αιμορραγεί. Στη συνέχεια ο παραπονούμενος τον έσπρωξε και ενώ έπεσε στο έδαφος, γονάτισε από πάνω του. Ο ίδιος προσπαθούσε να τον απωθήσει με τα χέρια.
Εφεσείων και παραπονούμενος κατήγγειλαν το επεισόδιο στον Αστυνομικό Σταθμό Ριζοελιάς, ενώ και οι δύο εξετάστηκαν για τα τραύματα τους στο Γενικό Νοσοκομείο Λάρνακας.
Για τους τραυματισμούς των ενεχομένων οδηγών μαρτυρία έδωσε ο Δρ. Παντελή (ΜΚ4) ο οποίος εξέτασε τόσο τον παραπονούμενο όσο και τον κατηγορούμενο στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών Γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας καθώς και οι Δρ. Διέτης (ΜΥ1), Δρ. Χατζηχάννας (ΜΥ2) και η σύζυγος του εφεσείοντα (ΜΥ3).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε στην ολότητα της τη μαρτυρία του γιατρού ΜΚ4 κρίνονταν τον ως αμερόληπτο: χωρίς προσπάθεια βοήθειας προς τη μια ή την άλλη πλευρά, ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του ΜΥ2 τον οποίο έκρινε ως υπερβολικό και καθοδηγούμενο. Στόχευε η μαρτυρία του, έκρινε, στο να βοηθήσει τον κατηγορούμενο θείο του, ενώ η μαρτυρία του ερχόταν σε αντίθεση με τη μαρτυρία των ΜΚ4 και ΜΥ1, των οποίων τη μαρτυρία έκανε αποδεκτή.
Απέρριψε επίσης τη μαρτυρία της ΜΥ3 συζύγου του κατηγορουμένου ως στοχεύουσα σε υποστήριξη των θέσεων του. Οι επιμέρους αντίθετες θέσεις της ΜΥ3, με τα όσα πρόβαλε ο σύζυγος της, σημειώθηκαν από το Δικαστήριο. Ιδιαιτέρως σημειώνουμε το ουσιαστικότερο: ότι ο σύζυγος της σταμάτησε πρώτος το αυτοκίνητο του και μετά στάθμευσε πίσω τους ο παραπονούμενος. Εμφανής, κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, προσπάθεια να δοθεί άλλη διάσταση στις ενέργειες των δύο οδηγών, ώστε να επιρρίψει την ευθύνη για το όλο επεισόδιο στον παραπονούμενο.
Στο πλέγμα της αμφισβήτησης της κατάληξης του Δικαστηρίου να απορρίψει τη μαρτυρία της υπεράσπισης, διασταυρώνονται τα αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα - κατά το συνήγορο του εφεσείοντος - ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου που κατατάσσονται:
(α) Στην απόρριψη της εκδοχής του κατηγορουμένου και της μαρτυρίας της συζύγου του.
(β) Στο λανθασμένο της αποδοχής της μαρτυρίας του Δρ. Παντελή (ΜΚ4) και απόρριψη της μαρτυρίας του Δρ. Χατζηχάννα (ΜΥ2). Στην ίδια παράμετρο λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΥ1 στην οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε αποσπασματικά και αυθαίρετα ώστε να δικαιολογήσει την αντινομική του κατάληξη.
(γ) Λανθασμένη καθοδήγηση του Δικαστηρίου σε σχέση με τον ΜΚ4 και ΜΥ1
Ουσιαστικά οι επιμέρους λόγοι που άπτονται της αξιολόγησης και εκτίμησης της ιατρικής μαρτυρίας, μπαίνουν κάτω από την ομπρέλα του 11ου λόγου έφεσης: «Εσφαλμένη αξιολόγηση και εκτίμηση της ιατρικής μαρτυρίας στο σύνολο της με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να αχθεί σε εσφαλμένα συμπεράσματα επί των γεγονότων.»
Είναι πάγια νομολογημένο ότι θέματα αξιοπιστίας μαρτύρων ανήκουν βασικά στο πρωτόδικο Δικαστήριο (Μohammed Jaber Akil v. Αστυνομίας (2009) 2 Α.Α.Δ. 148, Παπαδήμας ν. Δημοκρατίας (2007) 2 A.A.Δ. 251, Χρίστος Ιωσηφίδης ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση Αρ. 243/12, 2.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B289 και Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση 23/13, 22.5.2014, ECLI:CY:AD:2014:B344). Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις, όπως η πολύ πλούσια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου καθιέρωσε. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι εκείνο που έχει την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθεί τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Αν, όπως λέχθηκε στην Φ. Χατζηδημητρίου ν. Δημοκρατίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 104, 120, τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο ήταν εύλογα, το Εφετείο δεν επεμβαίνει για να τα ανατρέψει. Επεμβαίνει μόνο, στην περίπτωση που τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε αντιστρατεύονται την κοινή λογική ή δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολο της ή από τα ίδια τα ευρήματα του. Σε τέτοια περίπτωση, το Εφετείο έχει τη δυνατότητα να ανατρέψει τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου και να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα από τα πρωταρχικά γεγονότα (Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, Πέτρου κ.α. ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 76, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220, όπως υιοθετήθηκαν στην Akil (ανωτέρω)).
Εξετάσαμε με ιδιαίτερη προσοχή τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντος, με παραπομπή στα πρακτικά και στα όσα ο ίδιος κρίνει ως διάσταση στη μαρτυρία του παραπονουμένου, αλλά δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι ο εφεσείων και η ΜΥ3 σύζυγος του αλλά και ο γιατρός ΜΥ2 λανθασμένα κρίθηκαν αναξιόπιστοι ή αντιθέτως ότι εσφαλμένα ο παραπονούμενος, ο ΜΚ4 και ο ΜΥ1 κρίθηκαν αξιόπιστοι. Εφόσον ορθά κρίθηκε η μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας ως αξιόπιστη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποδείχθηκε η κατηγορία πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, είναι ορθή. Έχουμε ανατρέξει τόσο στα πρακτικά και στα επιμέρους επίμαχα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντος. Εξετάσαμε και εντάξαμε τις παρατηρήσεις στην πρωτόδικη απόφαση: δεν διαπιστώνουμε οποιοδήποτε σφάλμα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας ή στα επιμέρους ευρήματα. Το Δικαστήριο εξέτασε προσεκτικά κάθε στοιχείο της μαρτυρίας του παραπονουμένου αλλά και σφαιρικά τη μαρτυρία η οποία τέθηκε ενώπιον του πριν καταλήξει στα συμπεράσματα του.
Το Δικαστήριο επεξήγησε με λεπτομέρεια τους λόγους που το οδήγησαν στην απόρριψη της μαρτυρίας του εφεσείοντος και των ΜΥ2 και ΜΥ3 όπως έχουμε αναφέρει πιο πάνω. Όσον αφορά τον ίδιο τον κατηγορούμενο και γι΄ αυτόν δόθηκαν λεπτομερείς λόγοι από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι, εάν ο εφεσείων είχε σχηματίσει την εντύπωση ότι ο παραπονούμενος ήταν επικίνδυνος, γιατί σταμάτησε πίσω του; Η εξήγηση που έδωσε, ότι πίστευε ότι δεν θα γλύτωνε και ότι ο παραπονούμενος θα συνέχιζε να τον ακολουθεί με το αυτοκίνητο του και γι΄ αυτό σταμάτησε, για να μην θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του και των υπολοίπων, δεν ήταν πειστική, έκρινε. Η εξήγηση που έδωσε ο εφεσείων ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι όταν είδε τον παραπονούμενο να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο και να κατευθύνεται προς το μέρος του, ενώ οι δικές του διαθέσεις ήταν φιλικές, κατέβηκε και εκείνος για να μην κινδυνέψει η γυναίκα του και η κόρη του, συγκρούεται με τη λογική και εύλογα οδήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σχόλιο:
«Πώς θα μπορούσε να διασφαλίσει την ασφάλεια του καθώς και της οικογένειας του σταματώντας πίσω από ένα άτομο που θεωρούσε επικίνδυνο; Επίσης, αφού τον θεωρούσε επικίνδυνο, γιατί ήθελε να λάβει το λόγο για την οδήγηση του; Μάλλον το αντίθετο θα έπρεπε να πράξει σύμφωνα με τα όσα είχε αναφέρει.»
Διαπιστώσεις που τυγχάνουν εφαρμογής και σε ότι αφορούσε τον τραυματισμό του εφεσείοντος, όπου και εκεί το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε με αναφορά στο τραύμα στο μάτι του και με παραπομπή στη μαρτυρία των Δρ. Παντελή (ΜΚ4) και Δρ. Διέτη (ΜΥ1) τις υπερβολές και τα ψεύδη του εφεσείοντος. Είναι όλες αυτές οι αντιφάσεις, τα ψέματα και οι υπερβολές του εφεσείοντος τόσο γύρω από το όλο επεισόδιο όσο και από τα τραύματα του, που οδήγησαν το Δικαστήριο στο να απορρίψει τη μαρτυρία του ως αναξιόπιστη και όχι βεβαίως αδικαιολόγητα ή αυθαίρετα όπως υποστηρίζουν οι λόγοι έφεσης.
Ορθά κατά την κρίση μας απορρίφθηκε και η μαρτυρία του Δρ. Χατζηχάννα (ΜΥ2) ο οποίος κρίθηκε ως καθοδηγούμενος στη μαρτυρία του. Παρέθεσε το Δικαστήριο τα γεγονότα στα οποία στήριξε τα ευρήματα του: ενώ κατεγράφη το τραύμα κάτω από το μάτι του κατηγορούμενου ως ένα «απλό και σύνηθες θλαστικό τραύμα» - συμφωνούν επ αυτού ΜΚ4 και ΜΥ1 - που προκαλείται σε μια συμπλοκή, ο ΜΥ2 το χαρακτηρίζει ως αποτέλεσμα «υπέρμετρης, υπερσύγχρονης και μεγάλου βαθμού βίας», ώστε να το κατατάξει σε σοβαρότερο τραυματισμό.
Η προσπάθεια του ΜΥ2 ότι ο τραυματισμός στο μάτι έγινε με αιχμηρό αντικείμενο, δεν βρήκε υποστήριξη στην αποδεκτή μαρτυρία του ΜΚ4 Δρ. Παντελή - απέκλεισε το ενδεχόμενο το τραύμα αυτό να προκλήθηκε από αιχμηρό αντικείμενο - σε τέτοια περίπτωση θα υπήρχαν και άλλα ευρήματα, όπως οίδημα και μώλωπες, κάτι που δεν προέκυπτε από την εξέταση του. Ο Δρ. Διέτης αντιθέτως δεν απέκλεισε το ενδεχόμενο να έγινε είτε με χτύπημα με το χέρι είτε από αιχμηρό αντικείμενο.
Από την άλλη ο παραπονούμενος κρίθηκε από το Δικαστήριο αξιόπιστος. Η μαρτυρία του διακατέχετο από σταθερότητα και συνοχή λόγου, ενώ σχολιάστηκε και η απόλυτη ειλικρίνεια του: δεν δίστασε να παραδεχθεί ότι μετά από τις τρεις επιθέσεις που δέχθηκε από τον εφεσείοντα τον είχε χτυπήσει και αυτός στο πρόσωπο. Αλλά ούτε και απέκρυψε το γεγονός ότι ήταν γνώστης πολεμικών τεχνών, καράτε. Ως ουσιαστικό καταγράφουμε ότι τα τραύματα του εφεσείοντος δεν αμφισβητήθηκαν με οποιοδήποτε τρόπο από την Κατηγορούσα Αρχή. Η μαρτυρία του ΜΚ4 επιβεβαίωσε ότι από την έκταση και η φύση τους, αυτά θα μπορούσαν να προκληθούν από την επίθεση που δέχθηκε ο παραπονούμενος από τον κατηγορούμενο αλλά και vice versa, κατά το επεισόδιο όπως εξελίχθηκε όταν βρέθηκαν και οι δύο στο έδαφος.
Οι λόγοι έφεσης 3-11 απορρίπτονται.
Ο λόγος έφεσης 3Α στρέφεται εναντίον των εσφαλμένων - κατά τον συνήγορο του εφεσείοντος - παρεμβάσεων του Δικαστηρίου στο χειρισμό της υπόθεσης, με αποτέλεσμα τον επηρεασμό του δικαιώματος της δίκαιης δίκης. Αποτελούσε βασική γραμμή της υπεράσπισης του εφεσείοντος - υποστηρίζεται με την αιτιολογία του λόγου της έφεσης 3Α - και αναπόσπαστο μέρος της υπόθεσης του, ότι είναι ο παραπονούμενος που του επιτέθηκε, γεγονός το οποίο το Δικαστήριο έπρεπε να λάβει υπόψη ώστε να το αξιολογήσει, για να αχθεί στα ορθά συμπεράσματα. Επομένως, δεν ετίθετο θέμα προστασίας του μάρτυρα όπως λανθασμένα έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο παρεμβαίνοντας κατά τον χρόνο της αντεξέτασης του παραπονουμένου. Επρόκειτο για καθόλα νόμιμες και κατάλληλες ερωτήσεις σε σχέση με τα επίδικα γεγονότα, ώστε το Δικαστήριο δεν δικαιολογείτο να παρεμβαίνει.
Πότε ένα Δικαστήριο μπορεί να παρεμβαίνει και οι παράμετροι κάτω από τις οποίες ασκείται η εξουσία του Δικαστηρίου οριοθετήθηκαν με την Evangelou a.o. v. Ampizas a.o. (1982) 1 C.L.R. 41:
«Although a judge may intervene in order to ensure that the proceedings follow the course ordained by the rules of evidence and procedure, he must avoid interfering beyond the limits indicated above, and especially refrain from passing unnecessary comments that may create the impression of his descending into the arena of trial. A judge must invariably distance himself from the conflict that unfolds before him and maintain strictly his arbitral position throughout the proceedings (See Jones v. National Coal Board (1957) 2 All E.R. 155 and Yianni v. Yianni (1966) 1 All E.R. 231). Any departure from this stance of aloofness may compromise, in the eyes of the litigants, as well aw third parties, his impartiality. It is upon the unquestionable impartiality of the judiciary that the rule of law rests (See Duport Steels Ltd & Others v. Sirs and Others (1980) 1 All E.R. 529 (H.L.)).»
Διεξήλθαμε με προσοχή τα πρακτικά και τα σημεία στα οποία μας παρέπεμψε ο συνήγορος του εφεσείοντος προς υποστήριξη της εισήγησης του.
Κατά πρώτον, πρέπει να παρατηρήσουμε, ότι είναι ο παραπονούμενος που προέβαλε τον ισχυρισμό και την υπεράσπιση της αυτοάμυνας. Αντιθέτως ο εφεσείων ουδέποτε πρόβαλε ξεκάθαρα μια τέτοια εκδοχή. Αυτό διαπιστώνεται εξόφθαλμα και από τα πρακτικά της δίκης, αλλά από τους ίδιους τους λόγους έφεσης και την αιτιολογία που τους υποστηρίζει. Δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος αναφορικά με το λανθασμένο του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο εφεσείων ήρξατο χειρών αδίκων, ενώ ο παραπονούμενος χτύπησε τον εφεσείοντα αμυνόμενος.
Οι όποιες παρεμβάσεις του Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από τα πρακτικά, έγιναν κατά το στάδιο της αντεξέτασης. Εντοπίσαμε σε τρία σημεία τέτοιες παρεμβάσεις. Έγιναν στο στάδιο όπου, ο τότε συνήγορος του εφεσείοντος, προσπάθησε να υποβάλει στον παραπονούμενο ότι ο ίδιος επιτέθηκε και χτύπησε τον εφεσείοντα πρώτος, ενώ ήδη τον είχε αντεξετάσει επί μακρόν.
Η αξιοπιστία του παραπονουμένου ως του ουσιαστικού μάρτυρα κατηγορίας και η όλη συμπεριφορά του αποτελούσε κεντρικό θέμα της δίκης. Το Δικαστήριο εκαλείτο να αποφασίσει ποιος από τους δύο, παραπονούμενος ή εφεσείων, έλεγε την αλήθεια με έρεισμα ότι οποιαδήποτε αμφιβολία περί αξιοπιστίας του παραπονούμενου κατέρριπτε την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Από τις ερωτήσεις που είχαν τεθεί στον παραπονούμενο, κρίνουμε ότι αυτές είχαν ως στόχο αποκλειστικά την αξιοπιστία του μάρτυρα, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο συνήγορος του υποστηρίζει στην αιτιολογία του 3Α λόγου έφεσης. Ήδη ο παραπονούμενος είχε απαντήσει προηγουμένως σε ερωτήσεις του ιδίου περιεχομένου. Από τη στιγμή που η εκδοχή του εφεσείοντα δεν έγινε πιστευτή από το Δικαστήριο, δεν βλέπουμε πώς με οποιοδήποτε τρόπο οι παρεμβάσεις εμπόδισαν τον εφεσείοντα να προβάλει την υπεράσπιση του ή τον πυρήνα της υπεράσπισης του. Και αν ακόμα κρίνουμε, ότι η δεύτερη επέμβαση και η προειδοποίηση του Δικαστηρίου προς τον παραπονούμενο, ότι τυχόν απάντηση του δυνατόν να τον ενοχοποιούσε, ήταν αχρείαστη, και πάλι κρίνουμε ότι σε καμιά περίπτωση δεν επηρέασε την υπεράσπιση του εφεσείοντος.
Το Δικαστήριο, όπως επισημάνθηκε στην Chr. Zannetos Constructions Ltd ν. Phoenix Constructions Ltd (1998) 1 A.A.Δ. 923, έχει καθήκον να παράσχει κάθε λογική ευκαιρία στους διαδίκους να προβάλουν και να τεκμηριώσουν την υπόθεση τους, αλλά και υποχρέωση παράλληλη: να διασφαλίσει τη διεξαγωγή της δίκης σύμφωνα με τους επιτακτικούς διαδικαστικούς κανόνες. Η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προς διασφάλιση της απρόσκοπτης και εν ευταξία λειτουργίας της, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των εξουσιών του. Η επέμβαση του Δικαστηρίου, μπορεί να στοιχειοθετήσει βάσιμο λόγο έφεσης, μόνο εφόσον έχει ουσιώδεις επιπτώσεις στο αποτέλεσμα (Shacolas v. Universal Life (1984) 1 C.L.R. 47).
Υπό τας περιστάσεις και αυτός ο λόγος αυτός έφεσης δεν ευσταθεί.
Ο λόγος 1 και 1Α άπτονται, όπως ήδη αναφέραμε, της κατάχρησης της διαδικασίας με την καταχώριση δύο ποινικών υποθέσεων vice versa και ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν διέταξε την αναστολή και ή την αναβολή της εκδίκασης της υπό κρίση υπόθεσης μέχρι την εκδίκαση της ποινικής υπόθεσης 6232/09, με αποτέλεσμα να εκδοθούν δύο εντελώς αντίθετες αποφάσεις. Η πορεία που ακολούθησε το Δικαστήριο ήταν λανθασμένη με αποτέλεσμα να τραυματισθεί η ακεραιότητα της δικαιοσύνης. Ο συνήγορος του εφεσείοντος, εν τούτοις, ευθαρσώς αποδέχθηκε ότι το θέμα τέθηκε για πρώτη φορά κατά το στάδιο των αγορεύσεων για σκοπούς μετριασμού της ποινής, ενώ θα ήταν ορθότερο να τεθεί εξ υπαρχής. Το ζήτημα όμως, υποστήριξε ο συνήγορος του εφεσείοντος, είναι δυνατόν να εξεταστεί κατ΄ έφεση, παρόλο που δεν ηγέρθη πρωτοδίκως, αν η κατάχρηση της διαδικασίας δύναται αφ΄ εαυτής να καταστήσει τη δίκη ακροσφαλή (Conelly v. DPP (1964) 2 All E.R. 401, Re Barrings plc (No 2) (1999) 1 All E.R. 311, R. v. Invervision Ltd and Norris (1984) Crim.L.R. 359).
Ο συνήγορος για την εφεσίβλητη αντέτεινε, ότι η Αστυνομία εξέτασε όπως ήταν φανερό υπόθεση συμπλοκής. Τόσο η Αστυνομία όσο και οι υπεύθυνοι της Εισαγγελίας, εξέτασαν ως όφειλαν και τις δύο καταγγελίες και αποφάσισαν να καταχωρίσουν δύο ξεχωριστές υποθέσεις. Παρά την έρευνα που έγινε και τη μαρτυρία που αναζητήθηκε από περιοίκους που γειτνίαζαν με τον αυτοκινητόδρομο, δεν εντοπίστηκε ανεξάρτητη μαρτυρία που να ενισχύει τη μία ή την άλλη εκδοχή. Δεν ήταν έργο της Κατηγορούσας Αρχής να αποφασίσει επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων και να εκδώσει απόφαση επί της ενοχής ή αθωότητας των ενεχομένων προσώπων, αλλά έργο του Δικαστηρίου.
Η Κυπριακή νομολογία υιοθέτησε τις ίδιες αρχές της Αγγλικής σε σχέση με τη φύση και την έκταση των εξουσιών του Δικαστηρίου για παρεμπόδιση της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του (Constantinides v. Vima (1983) 1 C.L.R. 348, Διευθυντής των Φυλακών ν. Τζεράννο Περέλλα (1995) 1 Α.Α.Δ. 217, Αίτηση του Δώρου Γεωργιάδη (2002) 1 Α.Α.Δ. 604, Χαραλαμπίδης ν. Κωμοδρόμου (2002) 2 Α.Α.Δ. 522). Το ζήτημα εξετάζεται, όπως υποστηρίζεται από τη νομολογία, στην έναρξη της διαδικασίας, με σκοπό, αν καταδειχθούν τα παράπονα του κατηγορούμενου, την κατάργηση της δίκης. Η κάθε περίπτωση κρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά (Ανδρέας Χατζηξενοφώντος κ.α. ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση 20/09, 15.4.2013).
Εξετάσαμε με κάθε δυνατή προσοχή τη θέση του συνηγόρου του εφεσείοντος. Δεν διαπιστώνουμε κακή ή πλημμελή συμπεριφορά εκ μέρους της Κατηγορούσας Αρχής που να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Συμφωνούμε απολύτως με τη θέση του συνηγόρου της εφεσίβλητης ότι, αν υπήρχε ανεξάρτητη μαρτυρία ενδεχομένως να της παρείχετο η δυνατότητα καταχώρισης ποινικής υπόθεσης εναντίον και των δύο ενεχομένων στη βάση του άρθρου 89 του Π.Κ., συμπλοκή, και όχι δύο ξεχωριστών κατηγορητηρίων, vice versa (Μαραγκός ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 251, Taylor v. DPP (1973) A.C. 964). Κρίνουμε ακόμη ως ιδιαίτερα σημαντικό ότι το θέμα δεν ετέθη στο Δικαστήριο εξ υπαρχής από τον τότε συνήγορο του κατηγορουμένου, παρά μόνο κατά το στάδιο της αγόρευσης και για σκοπούς επιμέτρησης της ποινής. Το Δικαστήριο κατά το στάδιο εκείνο, έλαβε υπόψη το γεγονός αυτό και το προσμέτρησε ως ελαφρυντικό παράγοντα, αποδίδοντας του την ανάλογη βαρύτητα, εξ ου και η αναστολή για δύο χρόνια της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα. Κρίνουμε ότι δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας του λόγου έφεσης.
Οι λόγοι έφεσης απορρίπτονται.
Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΦΚ Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.