ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Παναγή, Περσεφόνη Λιάτσος, Αντώνης Χριστάκης Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα και στις δύο Εφέσεις. Νίνος Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-07-09 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ ν. ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 178/2012, 229/2012, 9/7/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:B496

(2014) 2 ΑΑΔ 541

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 178/2012

(ΣΧ. ΜΕ 229/2012)

 

9 Ιουλίου, 2014

 

[ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Π. ΠΑΝΑΓΗ, Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/Δ]

 

ΠΟΙΝΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 178/2012

ΜΕΤΑΞΥ:

ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

                                                 Εφεσείοντα,

 

-       ν  -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                       Εφεσίβλητης.

----------------------

ΠΟΙΝΙΚΗ  ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 229/2012

ΜΕΤΑΞΥ:

ΧΡΙΣΤΟΥ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

                                                 Εφεσείοντα,

 

-       ν  -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

                                                       Εφεσίβλητης.

----------------------

Χριστάκης Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα και στις δύο Εφέσεις.

Νίνος Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

 

----------------------

   ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Π. Παναγή, Δ.

----------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

   ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Ο εφεσείων αρχικά αντιμετώπιζε 19 κατηγορίες ενώπιον του Κακουργιοδικείου οι οποίες μειώθηκαν σε 11 μετά την αναστολή της δίωξης στις δύο και την αθώωση και απαλλαγή του από το δικαστήριο σε άλλες έξι κατά το στάδιο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης.  Από τις 11 κατηγορίες που παρέμειναν, πέντε αφορούσαν την εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, πέντε την απάτη και μία την νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.  Τα φερόμενα ως εξαπατηθέντα πρόσωπα ήταν πέντε, ήτοι οι Πέτρος Παπαπέτρου, Φοίβος Κυριάκου, Alvaro Bonilla, Μιχάλης Πέτσας και Μάριος Πέτσας. Μετά από ακροαματική διαδικασία το Κακουργιοδικείο έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και στις 11 κατηγορίες που αντιμετώπιζε και επέβαλε σ' αυτόν σωρευτική ποινή φυλάκισης δέκα ετών.  Με την έφεση, ο εφεσείων προσβάλλει την καταδίκη του και την ποινή.

Το Κακουργιοδικείο αποδέχτηκε στο σύνολο της τη μαρτυρία που παρουσίασε η κατηγορούσα αρχή,  προβαίνοντας σε ανάλογα ευρήματα.  Σύμφωνα με τη μαρτυρία αυτή, ο εφεσείων παρουσιάστηκε στους ΜΚ1, 3 και 8 ως διευθυντικό στέλεχος της εταιρείας Κ. Τρεππίδης & Σία (στο εξής «Τρεππίδης»), όπου εργαζόταν και στους ΜΚ5 και 6 ως διευθυντικό στέλεχος της υπεράκτιας τράπεζας Federal Bank of the Middle East (στο εξής «FBME»), πείθοντας τους ότι είχε τη δυνατότητα να επενδύσει χρήματα με απόδοση γύρω στο 10% μηνιαίως.  Για να είναι πιο πειστικός ο εφεσείων προσφερόταν να τους υπογράψει και υπέγραφε γραμμάτια, συγκεκριμένης διάρκειας,  που είχε ετοιμάσει δικηγόρος, ο ΜΚ8.  Στη βάση των διαβεβαιώσεων αυτών, οι ΜΚ1, 3, 5, 6 και 8 του εμπιστεύτηκαν διάφορα ποσά προς επένδυση.  Να σημειωθεί ότι ο εφεσείων δεν αντιμετώπισε κατηγορία σε σχέση με τα χρήματα που του εμπιστεύτηκε ο ΜΚ8, για λόγους που δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν.   Ο εφεσείων φρόντισε σε κάθε περίπτωση να πείσει ότι οι επενδύσεις έπρεπε να κρατηθούν μυστικές.  Για κάποιο μικρό χρονικό διάστημα, ο εφεσείων κατέβαλλε στους παραπονούμενους μηνιαίως την υποσχεθείσα απόδοση της επένδυσης τους.  Καμία όμως επένδυση δεν έγινε. Όταν δε σταμάτησε να τους καταβάλλει την απόδοση, ο εφεσείων τους έπειθε ότι η διακοπή ήταν προσωρινή και οφειλόταν σε έλεγχο που διενεργούσε η Κεντρική Τράπεζα. Κάτι που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.   Περαιτέρω, ο εφεσείων ουδέποτε υπήρξε εργοδοτούμενος της FBME, ενώ από τον Αύγουστο 2005 μέχρι τον Αύγουστο 2008 ανήκε στο χαμηλόμισθο προσωπικό της Τρεππίδης κατέχοντας τη θέση του αρχειοθέτη. Τον Αύγουστο του 2008 αποκαλύφθηκαν τα όσα ο εφεσείων διέπραξε σε βάρος των παραπονούμενων και τότε ο εφεσείων εγκατέλειψε την Κύπρο.  Επανήλθε μετά από ένα χρόνο και αφού στο μεταξύ είχε εκδοθεί εναντίον του ένταλμα σύλληψης.

 

 Συνολικά, ο εφεσείων απέσπασε το ποσό των €1.710.000,00 ως ακολούθως:  Στον Πέτρο Παπαπέτρου ΜΚ1, ο εφεσείων ανέφερε πως ήταν διευθυντής και υπεύθυνος των οικονομικών της Τρεππίδης και πως ασχολείται με επενδύσεις.   Τον Νοέμβριο του 2007 ο εφεσείων του ανέφερε ότι υπήρχε ευκαιρία επένδυσης από την οποία θα είχε όφελος 9% τόκο συν bonus μηνιαίως.  Τα χρήματα που θα επένδυε θα έμπαιναν στο λογαριασμό ξένων εταιρειών που χειριζόταν στο γραφείο του και για να μην έχει αμφιβολίες για τούτο, θα του υπέγραφε γραμμάτιο μέσω δικηγόρου.  Έτσι ο ΜΚ1 έδωσε στον εφεσείοντα σε πέντε περιπτώσεις το συνολικό ποσό των £60.000 και ο εφεσείων του υπέγραψε αντίστοιχα γραμμάτια.  Μέχρι τον Μάρτιο του 2008, ο ΜΚ1 λάμβανε 9% κέρδος μηνιαίως.  Βλέποντας ότι ο εφεσείων τηρούσε τις υποσχέσεις του, ο ΜΚ1 ανανέωσε τα γραμμάτια για ακόμη έξι μήνες και τον Φεβρουάριο του 2008 έδωσε στον εφεσείοντα ακόμη €102.000, ενώ στις 24.4.2008 του εμπιστεύτηκε ακόμη €20.000 μετά που ο τελευταίος του ανέφερε ότι υπήρχε νέα ευκαιρία επένδυσης δύο εβδομάδων.  Τα χρήματα κατάβαλε στον εφεσείοντα στο χώρο στάθμευσης του κτιρίου της Τρεππίδης επειδή τον έπεισε ο εφεσείων πως δεν έπρεπε να γνωρίζει ο διευθυντής της εταιρείας πως τα χρήματα προήλθαν από τρίτο πρόσωπο.  Από τον Μάρτη μέχρι το τέλος του 2008 ο εφεσείων δεν κατέβαλε στο ΜΚ1 οποιοδήποτε ποσό, ενώ από τις 2.8.2008 και μετά δεν είχε καμία επαφή μαζί του.  Σχετικές ήταν οι κατηγορίες 1 και 2.

 

Ο Alvaro Bοnilla ΜΚ3, γνώρισε τον εφεσείοντα μέσω κάποιου Petrosian.  Στη συνάντηση, περί τον Αύγουστο/Σεπτέμβριο 2006, ο εφεσείων ανέφερε στο ΜΚ3 ότι ήταν υπεύθυνος της Τρεππίδης για τις ξένες εταιρείες και μπορούσε να επενδύσει χρήματα σε ειδικό ταμείο ρωσικών εταιρειών αλλά κρυφά από την εταιρεία του.  Ακολούθως, μετά που τον πήρε τηλέφωνο ο εφεσείων, αναφέροντας του για κάποια καλή ευκαιρία επένδυσης, ο ΜΚ3 κατέβαλε στον εφεσείοντα το ποσό των £10.000, ο οποίος του υπέγραψε αντίστοιχο γραμμάτιο που ετοίμασε δικηγόρος με χρόνο αποπληρωμής τον Μάρτιο 2007.  Όταν τον Νοέμβριο 2006 τον πήρε ξανά τηλέφωνο ο εφεσείων σε σχέση με νέα ευκαιρία επένδυσης, ο τελευταίος  έδωσε στο ΜΚ3 £1.000 σε φάκελο και τον επόμενο μήνα άλλες £2.000, ως μέρος του κέρδους της πρώτης επένδυσης.  Ο ΜΚ3 δελεάστηκε και έδωσε στον εφεσείοντα ακόμη £20.000, ο οποίος του υπέγραψε γραμμάτιο.   Ο εφεσείων όμως, μέχρι τον Φεβρουάριο 2008, δεν αποπλήρωσε στον ΜΚ3 οποιοδήποτε ποσό από τα χρήματα που ο τελευταίος του είχε καταβάλει προβάλλοντας ως δικαιολογία ότι τα χρήματα των επενδύσεων παγοποιήθηκαν από την Κεντρική Τράπεζα.  Τον Φεβρουάριο του 2008, ο εφεσείων έδωσε στον ΜΚ3 €5.000 με την υπόσχεση ότι σύντομα θα του έδινε και τα υπόλοιπα.  Αυτό όμως δεν έγινε.  Έκτοτε αναμίχθηκε στην υπόθεση η σύζυγος του ΜΚ3, η ΜΚ2, στην οποία ο εφεσείων έδωσε κάποια ποσά, επιστρέφοντας συνολικά στο ζεύγος το ποσό των €25.000, ενώ για το υπόλοιπο ποσό, περίπου €26.000 πλέον τόκους, εκκρεμεί εναντίον του ανεκτέλεστη δικαστική απόφαση.  Για την περίπτωση αυτή ο εφεσείων αντιμετώπισε τις κατηγορίες 5 και 6.

 

Στον Φοίβο Κυριάκου ΜΚ5 ο εφεσείων ανέφερε ότι είναι υπεύθυνος του Banking Department της FBME και ότι μέσω της εργασίας του υπήρχαν καλές επενδυτικές ευκαιρίες.  Προσφέρθηκε να επενδύσει και γι' αυτόν χρήματα αφιλοκερδώς, διαβεβαιώνοντας τον ΜΚ5 ότι όχι μόνο δεν θα έχανε τα χρήματα του αλλά θα είχε σημαντική και άμεση απόδοση.  Δίδοντας πίστη στα λεγόμενα του εφεσείοντα και στη διαβεβαίωση κοινού τους φίλου ότι ο εφεσείων ήταν καλό παιδί, ο ΜΚ5 εκδήλωσε ενδιαφέρον.  Ένα μήνα αργότερα τον πήρε τηλέφωνο ο εφεσείων για κάποια επένδυση από την οποία σε δύο περίπου μήνες θα λάμβανε κέρδος 10%.  Ο εφεσείων ανέφερε στο ΜΚ5 ότι τα χρήματα που θα του έδινε θα έπρεπε να είναι σε μετρητά και η συμφωνία να παραμείνει κρυφή, διαφορετικά κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του και οι επενδυτές τα χρήματα τους.  Έτσι ο ΜΚ5 μεταξύ Ιουνίου του 2007 και Μαρτίου του 2008 κατέβαλε στον εφεσείοντα σε 29 περιπτώσεις πέραν των €2.000.000,00 και σε κάθε περίπτωση πλην της τελευταίας, που κατέβαλε στον εφεσείοντα το ποσό των €200.000, ο τελευταίος υπέγραφε στο όνομα του ΜΚ5 γραμμάτια. Κάποια από τα χρήματα ο ΜΚ3 κατέβαλε στον εφεσείοντα για λογαριασμό άλλων προσώπων, όλα όμως τα γραμμάτια φέρουν ως αποδέκτη τον ΜΚ5 γιατί ο εφεσείων δεν ήθελε να έρχεται σε άμεση επαφή με τους επενδυτές επειδή οι επενδύσεις ήταν δήθεν μυστικές.  Στην αρχή ο ΜΚ5 λάμβανε κάποιο κέρδος, αλλά από τον Νοέμβριο 2007 δεν πήρε οποιαδήποτε χρήματα, γεγονός που τον έκανε να υποψιάζεται ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.  Όταν ο ΜΚ5 ζήτησε από τον εφεσείοντα εξηγήσεις, ο τελευταίος προφασιζόταν ότι δήθεν γινόταν κάποιος έλεγχος από την Κεντρική Τράπεζα και τα χρήματα είχαν παγοποιηθεί.  Τελικά όμως ο ΜΚ5 αντιλήφθηκε πως είχε εξαπατηθεί από τον εφεσείοντα ο οποίος δεν εργαζόταν στην FBME αλλά ήταν αρχειοθέτης στο ελεγκτικό γραφείο Τρεππίδης.  Σχετικές ήταν οι κατηγορίες 3 και 4.

 

Για τον εφεσείοντα, μίλησε στον Μιχάλη Πέτσα ΜΚ6, ο συνάδελφος του, ο ΜΚ5.  Συγκεκριμένα, του ανέφερε πως ο εφεσείων εργαζόταν στην FBME ως υπεύθυνος του Τμήματος Επενδύσεων και πως μέσω του είχε ο ίδιος επενδύσει χρήματα με σταθερή απόδοση 10% ανά μήνα ή διμηνία.   Στη βάση των λεγόμενων του ΜΚ5 αποφάσισε και ο ΜΚ6 να επενδύσει χρήματα.  Προς τούτο, συνάντησε τον εφεσείοντα, στον οποίον κατέβαλε σε μετρητά, όπως ήταν η απαίτηση του τελευταίου, το ποσό των £5.000.  Δύο-τρεις μέρες αργότερα, ο εφεσείων απέστειλε στον ΜΚ6 αντίστοιχο γραμμάτιο, ενώ για 2-3 μήνες κατέβαλλε στον ΜΚ6 μέσω του ΜΚ5 κέρδος 10%, όπως είχε συμφωνηθεί.  Όταν τον Σεπτέμβρη 2007 ζήτησε από τον εφεσείοντα να του επιστρέψει το ποσό των €5.000, αυτός ανταποκρίθηκε θετικά.  Το γεγονός αυτό και η διαπίστωση του ότι οι επενδύσεις πήγαιναν καλά, ώθησαν τον ΜΚ6 να πάρει δάνειο από το οποίο κατέβαλε στον εφεσείοντα το ποσό των €85.000 με εξασφάλιση γραμμάτιο που υπέγραψε ο εφεσείων για το αντίστοιχο ποσό.  Ακολούθως, ο ΜΚ6 κατέβαλε στον εφεσείοντα άλλο ποσό ύψους €85.000, για το οποίο ο εφεσείων υπέγραψε νέο γραμμάτιο.  Κατά το τέλος Φεβρουαρίου, και σύμφωνα με τα συμφωνηθέντα, ο εφεσείων κατέβαλε στον ΜΚ6, μέσω του ΜΚ5, €17.000 που αντιπροσώπευε 10% επιτόκιο.  Ακολούθησε η καταβολή στον εφεσείοντα από τον ΜΚ6 ποσού €100.000 για το οποίο ο πρώτος υπέγραψε αντίστοιχο γραμμάτιο.  Από το ποσό αυτό, οι €50.000 προήλθαν από τον αδελφό του Μάριο Πέτσα. Το τέλος του Μάρτη 2007 όμως, ο εφεσείων δεν έδωσε στον ΜΚ6 το επιτόκιο του 10% με την πρόφαση ότι είχε δημιουργηθεί πρόβλημα με τις υπεράκτιες εταιρείες που ήθελαν να φύγουν από την Κύπρο.  Ωστόσο, ο ΜΚ6 στις 3.7.2008 κατέβαλε  στον εφεσείοντα άλλες €60.000 μετά που ο εφεσείων του ανέφερε ότι παρουσιάστηκαν νέες ευκαιρίες επένδυσης με Βουλγαρικές και Ρουμανικές εταιρείες και αφού ο εφεσείων έδωσε στο ΜΚ6 €10.000 ως μέρος του επιτοκίου για τα προηγούμενα χρήματα.   Αυτή ήταν και η τελευταία επαφή που ο ΜΚ6 είχε με τον εφεσείοντα.  Στα γεγονότα αυτά εδράζονταν οι κατηγορίες 15, 16, 17 και 18.

 

Καταθέτοντας ενόρκως ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων παραδέχτηκε ότι «πήρε τα λεφτά» από τους παραπονούμενους.  Ήταν η θέση του όμως ότι τα δανείστηκε με τη θέληση τους, παραδίδοντας τους για εξασφάλιση αντίστοιχα γραμμάτια συνήθους τύπου υπογεγραμμένα από τον ίδιο, με μόνη υποχρέωση την πληρωμή του κεφαλαίου και του επιτοκίου που αναγράφονται σ' αυτά.  Τα χρήματα αυτά τα δάνεισε με τη σειρά του σε τρίτους - τα ονόματα των οποίων δεν θυμόταν -  με υψηλότερο επιτόκιο, έναντι των οποίων δεν είχε καμία εξασφάλιση.  Οι «δανειστές» του ήταν, ως επί το πλείστον φίλοι του, ήξεραν πού δούλευε και οι περισσότεροι επισκέπτονταν το γραφείο του, για να παραδεχτεί όμως αντεξεταζόμενος ότι τα χρήματα του τα έδιναν στο χώρο στάθμευσης καθότι κανείς δεν μπορούσε να ανέβει επάνω.  Όλοι δε οι δανειστές ήταν ικανοποιημένοι με τον τόκο που θα έπαιρναν και από τα χρήματα που πήρε, επέστρεψε μεγάλο μέρος.  Δεν επεστράφησαν όμως όλα, καθότι σε κάποια φάση οι δανειστές του έγιναν ανυπόμονοι και τον πίεζαν να τους επιστρέψει τα χρήματα με αποτέλεσμα να εμπλακούν στην υπόθεση επικίνδυνοι άνθρωποι που τον απείλησαν.  Έτσι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κύπρο και να μεταβεί στον Καναδά.

 

Το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η μαρτυρία των μαρτύρων που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, αντικρούστηκε ενόρκως από τον εφεσείοντα σε τρία κυρίως σημεία.  Συγκεκριμένα, ήταν η θέση του εφεσείοντα ότι δεν παρουσιάστηκε σε οποιοδήποτε από τους παραπονούμενους ως στέλεχος της FBME, ότι η θέση του στην Τρεππίδης δεν ήταν αυτή του αρχειοθέτη, ως η μαρτυρία του Γαβριήλ (ΜΚ7),  υπευθύνου του Banking Administration στην Τρεππίδης,  και πως ουδέποτε εξαπάτησε τους παραπονούμενους, αφού τα ποσά που αυτοί του κατέβαλαν ήταν υπό μορφή έντοκου δανείου. 

 

Ότι ο εφεσείων δεν υπήρξε ποτέ εργοδοτούμενος της FBME επιβεβαίωσε η αδιαμφισβήτητη μαρτυρία του στελέχους της τελευταίας, Παναγίδης (ΜΚ4) αλλά έγινε παραδεκτό και από τον εφεσείοντα.  Ούτε η μαρτυρία του Γαβριήλ (ΜΚ7), η οποία κρίθηκε καθόλα αξιόπιστη, ότι ο εφεσείων ήταν απλός αρχειοθέτης, αμφισβητήθηκε άμεσα και ουσιαστικά.  Ως προς τις παραστάσεις που οι ΜΚ1, 3, 5, 6 και 8 ισχυρίστηκαν ότι τους έκανε ο εφεσείων σε σχέση με το επάγγελμα του και τις δυνατότητες για επενδύσεις και τη σχετική επί του προκειμένου θέση του εφεσείοντα ότι «.οι δανειστές του ήταν ως επί το πλείστον φίλοι του και ήξεραν πού δούλευε», το Κακουργιοδικείο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των μαρτύρων κατηγορίας, σημείωσε παράλληλα πως δεν είχε ίχνος αμφιβολίας ότι αν δεν πείθονταν από τον εφεσείοντα ότι όντως ήταν διευθυντικό στέλεχος του οίκου Τρεππίδης                                                                                                                                                                                                                      ή της FBME και ότι όντως είχε τις επενδυτικές δυνατότητες που τους ανέφερε, οι παραπονούμενοι δεν θα του κατέβαλλαν τόσα μεγάλα ποσά υπό μορφή δανείου και με μόνη εξασφάλιση την υπογραφή γραμματίων.  Απέρριψε δε τη θέση του εφεσείοντα πως τα καταβληθέντα ποσά ήταν δάνεια. 

 

Εφαρμόζοντας το Νόμο στα περιστατικά της υπόθεσης, το Κακουργιοδικείο κατέληξε ότι στοιχειοθετούνταν τα αδικήματα στα οποία έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο.

 

Διατυπώθηκε αριθμός λόγων έφεσης σε σχέση με το κατηγορητήριο, τη «γενική» κατά τον εφεσείοντα ετυμηγορία του Κακουργιοδικείου και το αναιτιολόγητο της απόφασης του, την κρίση ότι η μαρτυρία στοιχειοθετούσε τα αδικήματα, το δίκαιο της δίκης και την ποινή.  Κάποιοι λόγοι έφεσης αποσύρθηκαν με το διάγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα.  Ο 14ος λόγος έφεσης με τον οποίο αμφισβητήθηκε ως εσφαλμένη η κρίση του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την αξιοπιστία των ΜΚ1, ΜΚ2, ΜΚ3, ΜΚ5, ΜΚ6, ΜΚ7 και  ΜΚ8, αποσύρθηκε με κάποιες επιφυλάξεις ή/και επισημάνσεις σε σχέση με άλλους λόγους έφεσης και θέσεις του εφεσείοντα.

 

Αποτελεί βασικό παράπονο του εφεσείοντα ότι το Κακουργιοδικείο εξέτασε τις κατηγορίες που ο εφεσείων αντιμετώπιζε καθώς και τη μαρτυρία που προσκομίστηκε για την απόδειξη κάθε μίας εξ αυτών, σωρευτικά και όχι μία προς μία, ενώ γενική ήταν και η ετυμηγορία του και όχι κεχωρισμένα για κάθε μια από τις κατηγορίες, όπως όφειλε να πράξει (λόγοι έφεσης 4 και 5).  Αναφέρει  ενδεικτικά ότι άλλη είναι η φερόμενη ως ψευδής παράσταση προς τους ΜΚ1 και ΜΚ3 ως προς την εργασία του εφεσείοντα στην Τρεππίδης και άλλη προς τους ΜΚ5 και ΜΚ6 αναφορικά με την εργασία του στην FBME.

 

Κατ' αρχήν, παρατηρούμε ότι ο τρόπος καταγραφής μιας απόφασης εναπόκειται στο ίδιο το Δικαστήριο και είναι συνυφασμένος με τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης (Σ. & Γ. Κολοκασίδης Λτδ ν. Κιμωνή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 132 και Καννάουρου ν. Σταδιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35).   Μια απόφαση πρέπει να αντικρίζεται σφαιρικά και μακροσκοπικά και όχι αποσπασματικά και υπό το φακό του μικροσκοπίου, για να εντοπισθούν αδιόρατες στο γυμνό μάτι νομικές κηλίδες  (βλ Ανδρονίκου κ.ά ν. (2008) 2 A.A.Δ 486).   Στην προκείμενη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο προσδιόρισε τα επίδικα θέματα.  Ο δε πυρήνας της μαρτυρίας των παραπονούμενων ως προς τα ουσιώδη σημεία της ήταν κοινός, ενώ κάποια γεγονότα, όπως έχει ήδη επισημανθεί πιο πάνω, ήταν παραδεκτά από τον εφεσείοντα ή αδιαμφισβήτητα.  Η μαρτυρία αυτή, την οποία έχουμε συνοψίσει ανωτέρω, παρατίθεται από το Κακουργιοδικείο στην απόφαση του, το οποίο με σαφή αναφορά στην νομολογιακή αρχή, σύμφωνα με την οποία η αξιολόγηση δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά να συσχετίζεται και να αντιπαραβάλλεται με το σύνολο της μαρτυρίας, προχώρησε στην αξιολόγηση της, έχοντας παράλληλα υπόψη τα σημεία διαφωνίας, καταλήγοντας σε σαφή ευρήματα τα οποία συνέδεσε με τα επίδικα θέματα.  Μπορεί η δομή της απόφασης να μην είναι η πλέον ορθόδοξη ή και επιθυμητή αφού η μαρτυρία πράγματι δεν αναλύεται ξεχωριστά για κάθε κατηγορία ούτε καταγράφονται τα ευρήματα με αναφορά σε κάθε κατηγορία και κάθε παραπονούμενο.  Ωστόσο, οι συγκεκριμένες διαπιστώσεις που εξειδικεύει το Κακουργιοδικείο στη βάση της αξιολόγησης και των παραδεκτών από τον εφεσείοντα ή των μη αμφισβητουμένων γεγονότων, αντιστοιχούν προς τις λεπτομέρειες της κάθε κατηγορίας που αυτός αντιμετώπιζε.   Δεν βρίσκουμε εν τέλει οτιδήποτε το ουσιαστικά μεμπτό στην απόφαση, η οποία έχει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ορθής αιτιολόγησης.   Δεν παραγνωρίζουμε ότι εντοπίζονται όντως διαφορές στις λεπτομέρειες των γεγονότων που αφορούν στην περίπτωση του κάθε παραπονούμενου.  Το παράδειγμα στο οποίο παραπέμπει ο εφεσείων είναι χαρακτηριστικό.  Δεν πρόκειται όμως για ουσιώδεις διαφορές.   Η ουσία του πράγματος είναι η ίδια, ότι δηλαδή o εφεσείων,  χρησιμοποιώντας άλλοτε τη μία ιδιότητα και άλλοτε την άλλη, παρουσιαζόταν ως άτομο που κατείχε σημαντική θέση σε οργανισμό από την οποία μπορούσε να προβαίνει σε επενδύσεις. Για να είναι πιο πειστικός μάλιστα, υπέγραφε μέσω του δικηγόρου (ΜΚ8) γραμμάτια, διαβεβαιώνοντας με αυτό το τέχνασμα ότι οι παραπονούμενοι θα ήταν εξασφαλισμένοι.

 

Παραπονείται ακόμη ο εφεσείων ότι εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι αποδείχθηκαν τα συστατικά στοιχεία των αδικημάτων των 11 κατηγοριών στις οποίες κρίθηκε ένοχος, ενώ αντινομικά και αντιφατικά κρίθηκε ένοχος στις κατηγορίες 3, 4, 17 και 18 του κατηγορητηρίου (λόγοι 6, 8 και 9).  Ειδικότερα για τις κατηγορίες 3 και 4, ο εφεσείων υποστηρίζει στο διάγραμμα αγόρευσης του πως η προσκομισθείσα μαρτυρία, ήτοι τα γραμμάτια 13(1) μέχρι και 13(18), δεν αποδεικνύουν  τα ποσά που αναγράφονται στις εν λόγω κατηγορίες.  Αποδίδει δε  το γεγονός ότι στο κατηγορητήριο αναγράφεται ποσό κατά €200.000 μεγαλύτερο από το άθροισμα των γραμματίων, στην «παραπλανητική, αναληθή και αναπόδεικτη αναφορά» του ΜΚ5, στη σελ.5 της κατάθεσης που έδωσε στην Αστυνομία, ότι τον Μάρτιο 2008 είχε καταβάλει στον εφεσείοντα ποσό €200.000 χωρίς να πάρει γραμμάτιο.   Ισχυρίζεται περαιτέρω ο εφεσείων ότι άλλο ποσό ύψους €170.000 εσφαλμένα συμπεριλήφθηκε στο ποσό των €1.104,700 που αναφέρεται στις κατηγορίες 3 και 4  ως το αποσπασθέν από τον εφεσείοντα ποσό, «συνεπεία των αναληθών ισχυρισμών και ενεργειών του ΜΚ5».  Με την απόσυρση του 14ου λόγου έφεσης, στην έκταση που αφορά στην αξιοπιστία του ΜΚ5, η θέση του εφεσείοντα ότι η μαρτυρία του ΜΚ5 στη μέγιστη δυνατή ισχύ της δεν αποδεικνύει τις κατηγορίες 3 και 4, ουσιαστικά στερείται ερείσματος.  Παρατηρούμε συναφώς ότι παρόλο που η επί του προκειμένου επιχειρηματολογία του εφεσείοντα συναρτά το ζήτημα των €200.000 με τη «λογική» του πράγματος, δεδομένης της πρακτικής που ο εφεσείων εφάρμοσε σε σχέση με τα άλλα ποσά που εισέπραξε από τον ΜΚ5, δίνοντας για κάθε εισπραχθέν ποσό αντίστοιχο γραμμάτιο, αυτή έχει ουσιαστικά στο επίκεντρο την αξιοπιστία του εν λόγω μάρτυρα.  Εν πάση περιπτώσει, έχοντας εξετάσει τη μαρτυρία που παρουσίασε η Κατηγορούσα Αρχή, δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη βάσιμου λόγου που θα δικαιολογούσε επέμβαση μας προς ανατροπή διαπιστώσεων που αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Ούτε βέβαια μπορεί το Δικαστήριο να εξαγάγει το συμπέρασμα που εισηγείται ο εφεσείων, αντιπαραβάλλοντας τα τεκμήρια, ότι γραμμάτιο για ποσό €170.000 χρησιμοποιήθηκε δύο φορές με αποτέλεσμα το ποσό που αναγράφεται στις υπό συζήτηση κατηγορίες να είναι ανάλογα μικρότερο.  Υπενθυμίζουμε άλλωστε ότι ο εφεσείων παραδέχτηκε ενώπιον του δικαστηρίου ότι «τα λεφτά τα οφείλω».  Ούτε η θέση του εφεσείοντα ότι αδιευκρίνιστο μέρος του ποσού που ο ΜΚ5 του παρέδωσε προήλθε από τρίτα πρόσωπα, επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την στοιχειοθέτηση των κατηγοριών. Σημασία έχει ότι, σύμφωνα με τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου, το ποσό που αναφέρεται στις εν λόγω κατηγορίες καταβλήθηκε στον εφεσείοντα από τον ΜΚ5, είτε εξ ιδίων του, είτε για λογαριασμό τρίτων που του εμπιστεύτηκαν χρήματα για να τα «επενδύσει» μέσω του εφεσείοντα, ως αποτέλεσμα των ψευδών παραστάσεων του εφεσείοντα προς τον ΜΚ5.   Θεωρούμε σκόπιμο εδώ να σημειώσουμε ότι όταν κάποιος προβαίνει σε παραστάσεις σε αντιπρόσωπο πριν ακόμη αρχίσει η αντιπροσωπεία του τελευταίου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι παραστάσεις αυτές επαναλαμβάνονται ή συνεχίζονται με αποτέλεσμα αυτός που προβαίνει στις παραστάσεις να υπέχει καθήκον και έναντι του αντιπροσωπευόμενου ως προς την ακρίβεια των παραστάσεων του (βλ. Cramaso LLP v Ogilvie-Grant [2014] UKSC 9 και Briess v. Woolley [1954] AC 333).  

 

Το παράπονο του εφεσείοντα ότι η προσκομισθείσα από την Κατηγορούσα Αρχή μαρτυρία δεν απέδειξε τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών 17 και 18, εδράζεται στη θέση ότι δεν υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ισχυριζόμενων παραστάσεων του εφεσείοντα προς τον παραπονούμενο Μιχάλη Πέτσα (ΜΚ6) και της ισχυριζόμενης καταβολής ποσού €50.000 από τον Μάριο Πέτσα προς τον τελευταίο για σκοπούς επένδυσης των χρημάτων αυτών από τον εφεσείοντα.  Τα όσα αναφέραμε ανωτέρω σε σχέση με τις κατηγορίες 3 και 4 ισχύουν και στην περίπτωση των κατηγοριών 17 και 18. 

 

Η στοιχειοθέτηση των αδικημάτων και η καταδίκη του εφεσείοντα ερείδονται στην ορθή υπαγωγή των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου που έχουμε παραθέσει πιο πάνω στο Νόμο.  Θεωρούμε ότι τα παράπονα του εφεσείοντα είναι αβάσιμα.

 

Ο εφεσείων υποστηρίζει ακόμη ότι η καταδίκη του πρέπει να ακυρωθεί λόγω των χειρισμών των προηγούμενων δικηγόρων του, οι οποίοι, κατά την άποψή του, αποκαλύπτουν έκδηλα ανίκανη δικηγορία που καθιστά τη δίκη άδικη και την καταδίκη του ακροσφαλή (1ος λόγος έφεσης).  Η θέση του εφεσείοντα προωθείται στο διάγραμμα αγόρευσης του δικηγόρου του με αναφορά σε μεγάλο αριθμό επί μέρους ζητημάτων, με ιδιαίτερη αναφορά στη μη ένσταση στο κατηγορητήριο, τη μη προώθηση ορθώς και επαρκώς της υπεράσπισης του εφεσείοντα ενώπιον του δικαστηρίου, την έλλειψη συμβουλής/ συνεργασίας του εφεσείοντα με το δικηγόρο του, την μη ένσταση επί διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας και την παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων κατηγορίας, ιδιαίτερα του ΜΚ8.

 

Η συμπερίληψη διαφόρων κατηγοριών στο ίδιο κατηγορητήριο επιτρέπεται από το άρθρο 40(1) του Κεφ. 155.  Παρόλο που ο εφεσείων δεν αμφισβητεί την ορθότητα της συμπερίληψης όλων των κατηγοριών που αντιμετώπισε ενώπιον του Κακουργιοδικείου στο ίδιο κατηγορητήριο, θεωρεί ότι ο τότε δικηγόρος του έπρεπε να είχε αιτηθεί το διαχωρισμό των κατηγοριών και την ξεχωριστή εκδίκασή τους.  Εισηγείται, περαιτέρω, ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα, κατά παράβαση του άρθρου 40(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου Κεφ.155,  του άρθρου 30 του Συντάγματος και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δεν εξέτασε και δεν διέταξε όπως ο εφεσείων δικαστεί χωριστά για κάθε κατηγορία (2ος λόγος έφεσης).  Η εκδίκαση όλων των κατηγοριών μαζί, κατά την εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου του εφεσείοντα, ήταν επιζήμια για τον τελευταίο.

 

Ως γενική αρχή είναι επιθυμητό να μη συμπεριλαμβάνεται μεγάλος αριθμός κατηγοριών στο ίδιο κατηγορητήριο.  Δεν πρόκειται όμως για ανελαστικό κανόνα και η κάθε περίπτωση εξετάζεται στη βάση των δικών της δεδομένων.   Υπάρχουν μάλιστα περιπτώσεις που η συνένωση δεν είναι μόνο επιτρεπτή αλλά και επιθυμητή όπως, για παράδειγμα, οποτεδήποτε οι κατηγορίες πηγάζουν από το ίδιο επεισόδιο ή γενικότερα από αλληλουχία γεγονότων που δεν μπορεί εύλογα να διαχωριστούν (βλ. Χρυσάνθου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 397).  Επισημαίνεται δε στο σύγγραμμα Criminal Procedure in Cyprus των Πική και Λοϊζου (στη σελ.55) ότι:

 «.our law allows a wider latitude to join offences in the same charge against the same person; it is not subject to the limitations of the English enactment requiring the existence of a nexus between the charges joined to the extent of forming a series».

 

Εξετάσαμε προσεκτικά τα ενώπιον μας δεδομένα. Στην προκείμενη περίπτωση το κατηγορητήριο συμπεριλάμβανε 19 κατηγορίες από τις οποίες οι πλείστες αφορούν αδικήματα που διαπράχθηκαν μεταξύ  Μαρτίου 2007 και Ιουλίου 2008, με πέντε διαφορετικούς παραπονούμενους.  Ωστόσο, η φύση των αδικημάτων είναι η ίδια, ενώ ίδιος είναι και ο πυρήνας των γεγονότων που τα συνθέτουν.   Μπορεί μάλιστα να λεχθεί ότι υπάρχουν τέτοια στοιχεία ομοιότητας που προκειται για σειρά αδικημάτων παρόμοιας φύσεως.  Περαιτέρω, δεν θεωρούμε ότι το κατηγορητήριο ήταν υπερφορτωμένο και περίπλοκο. Ούτε έχουμε ικανοποιηθεί ότι το κατηγορητήριο ως είχε προκάλεσε οποιαδήποτε δυσχέρεια στο έργο της υπεράσπισης ή αδικία ή ζημιά στον εφεσείοντα.   Μάλλον καταπιεστικό θα ήταν για τον εφεσείοντα αν διεξάγονταν ξεχωριστές δίκες τη στιγμή που μία δίκη ήταν υπό τις περιστάσεις αρκούντως ικανοποιητική.

 

Δεν έχουμε ικανοποιηθεί επίσης ότι οι δύο συνήγοροι που διαδοχικά εκπροσώπησαν τον εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου δεν προώθησαν δεόντως, ορθώς και επαρκώς την υπεράσπιση του, η οποία δεν ήταν άλλη, όπως δηλώθηκε από τον ίδιο ενόρκως και μέσω της εναρκτήριας δήλωσης του δικηγόρου του, από το ότι η υπόθεση αφορούσε καθαρά μια οικονομική διαφορά επί δανείων που λάμβανε ο εφεσείων, αστικής και όχι ποινικής φύσεως. Να σημειωθεί ότι δεν έχουμε ενώπιον μας οποιοδήποτε υλικό αναφορικά με τις διαβουλεύσεις ή των διαμειφθέντων μεταξύ του εφεσείοντα και των δικηγόρων του.  Οι δε αιτιάσεις του εφεσείοντα αναφορικά με την έλλειψη συνεργασίας με τον πρώην δικηγόρο του για σκοπούς προετοιμασίας της υπόθεσης της υπεράσπισης και συμβουλής ως προς τις διαθέσιμες υπερασπίσεις και για αντεξέταση μαρτύρων κατηγορίας αντίθετα στις οδηγίες του ιδίου,  δεν μπορούν να διαπιστωθούν αντικειμενικά από το ενώπιον μας υλικό.  Αντιστρατεύονται μάλιστα τη δήλωση του εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου ερωτηθείς, μετά από αίτημα του δικηγόρου του για άδεια να αποσυρθεί από την υπόθεση,  αν ήθελε να αλλάξει δικηγόρο, πως «δεν είχε κάποιο πρόβλημα» με τον εν λόγω δικηγόρο του.   Βέβαια, αν οποιοσδήποτε από τους δύο δικηγόρους που εκπροσώπησαν τον εφεσείοντα ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ενεργούσε σε αντίθεση με τις οδηγίες του ή ο εφεσείων είχε οποιοδήποτε άλλο παράπονο για το δικηγόρο του, θα μπορούσε να τον παύσει. 

Στο πλαίσιο αυτό, της ανίκανης δικηγορίας, εντάσσει και τη θέση του ο εφεσείων ότι ο δικηγόρος υπεράσπισης έπρεπε να είχε φέρει ένσταση κατά της μαρτυρίας του ΜΚ8, αφένος γιατί η μαρτυρία αυτή ήταν άσχετη με τα επίδικα θέματα και αφετέρου η όποια αποδεικτική της αξία ήταν ελάχιστη σε σχέση με την ζημιογόνο επίδραση την οποία είχε επί της δίκαιης δίκης του εφεσείοντα (σχετικός με το ζήτημα αυτό είναι και ο 12ος λόγος έφεσης).  Αιφνιδιαστικά δε, κατά τον εφεσείοντα,  κλήθηκε ο ΜΚ8 από την Κατηγορούσα Αρχή να καταθέσει ενώπιον του Κακουργιοδικείου.   Ούτε αυτές οι θέσεις μας βρίσκουν σύμφωνους.  Κατ' αρχάς, ο ΜΚ8 βρισκόταν στον κατάλογο μαρτύρων επί του κατηγορητηρίου.  Πληροφοριακά δε, πριν από την έναρξη προσαγωγής μαρτυρίας από την Κατηγορούσα Αρχή, ο εκπρόσωπος της τελευταίας δήλωσε ότι θα κατάθεταν μόνο οι παραπονούμενοι αφού οι υπόλοιποι μάρτυρες «θα γίνουν παραδεκτοί», πράγμα που στη συνέχεια δεν έγινε στην περίπτωση του ΜΚ8, αφήνοντας έτσι ανοικτή τη δυνατότητα να κλητευθεί για να καταθέσει.  Ως προς το άλλο σκέλος της εισήγησης, παρατηρούμε ότι  η μαρτυρία του ΜΚ8 ήταν σχετική με την υπόθεση αφού ήταν ο δικηγόρος που ετοίμασε τα γραμμάτια που ο εφεσείων έδωσε στους παραπονούμενους και ως εξ αυτής της ιδιότητας του ήταν σε θέση να φωτίσει το Κακουργιοδικείο με τη μαρτυρία του για κάποιες πτυχές της υπόθεσης.  Η μαρτυρία του επεκτάθηκε και στη δική του ευρύτερη εμπλοκή ως εκ του γεγονότος ότι είχε και ο ίδιος εμπιστευτεί χρήματα στον εφεσείοντα, παρόλο που δεν ήταν παραπονούμενος στην υπόθεση για τους λόγους που εξήγησε - γεγονός που το Κακουργιοδικείο επισήμανε στην Κατηγορούσα Αρχή ενώ ο εφεσείων κατάθετε ενώπιον του δικαστηρίου.  Παρόλο που αυτή η μαρτυρία του δεν ήταν άμεσα σχετική με τις συγκεκριμένες κατηγορίες που ο εφεσείων αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργιοδικείου, εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της υπόθεσης.  Η δε αποδοχή της δεν είχε, κατά την κρίση μας, οποιαδήποτε επιζήμια επίπτωση για τον εφεσείοντα.   Εν πάση περιπτώσει, η μαρτυρία των ΜΚ1, ΜΚ3, ΜΚ5 και ΜΚ6, ήταν αρκετή από μόνη της να οδηγήσει και οδήγησε στην καταδίκη του εφεσείοντα.  Η αγγλική νομολογία στην οποία παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα σύμφωνα με την οποία η αποδοχή μη αποδεκτής μαρτυρίας, η οποία αφήνεται στους ενόρκους, πρέπει να οδηγήσει στην ακύρωση της καταδίκης, έστω και αν υπάρχει άλλη αποδεκτή μαρτυρία ικανή να την στηρίξει (την καταδίκη)[1], δεν έχει ευθέως εφαρμογή στην Κύπρο όπου όλες οι πτυχές της υπόθεσης κρίνονται από έμπειρους δικαστές και όχι από ενόρκους.  

 

Έχοντας μελετήσει τα δεδομένα υπό το φως των εισηγήσεων του εφεσείοντα,  δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι αποκαλύπτεται έκδηλα ανίκανη δικηγορία - που είναι το κριτήριο σε τέτοιες περιπτώσεις (βλ. Κυριάκος Ιωάννη Χρίστου ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 57/10, ημερομηνίας 16.5.2012) - ή έστω αμφιβολίες για το όλο θέμα.  Θεωρούμε δε πως ο χειρισμός της υπεράσπισης του εφεσείοντα, κρινόμενος στο σύνολο του από τα πρακτικά της διαδικασίας, ήταν ικανοποιητικός.

 

Συνακόλουθα των πιο πάνω δεν υπάρχουν περιθώρια επέμβασης προς ανατροπή της απόφασης του Κακουργιοδικείου που αφορά στην καταδίκη. 

 

Οι λόγοι 15 και 16 της έφεσης αφορούν στην ποινή.  Με τον 15ο λόγο προσβάλλεται ως εσφαλμένη η επιλογή του Κακουργιοδικείου να επιβάλει διαδοχικές αντί συντρέχουσες ποινές, αγνοώντας, κατά τον εφεσεόντα, την επί του θέματος νομολογία, καθοδηγούμενο από αλλότριους λόγους. Με το 16ο λόγο, ο εφεσείων παραπονείται βασικά ότι οι ποινές είναι έκδηλα υπερβολικές και/ή αντινομικές καθότι δεν υπάρχει αναλογία  μεταξύ της επιβληθείσας ποινής και του ποσού που εξασφαλίστηκε συνεπεία των ψευδών παραστάσεων ή απάτης στην κάθε κατηγορία.

 

Το Κακουργιοδικείο επέβαλε διαφορετικές ποινές φυλάκισης σε κάθε περίπτωση ψευδών παραστάσεων και απάτης.  Έτσι, επέβαλε ποινές φυλάκισης 2½ χρόνια στις κατηγορίες 1 και 2,  4 χρόνια στις κατηγορίες 3 και 4, 1 χρόνο στις κατηγορίες 5 και 6, 1 χρόνο στις κατηγορίες 15 και 16,  και 2½ χρόνια στις κατηγορίες 17 και 18.  Στη συνέχεια το απασχόλησε το ερώτημα κατά πόσο οι ποινές ή κάποιες από αυτές θα έπρεπε να είναι συντρέχουσες ή διαδοχικές.  Αφού ανέτρεξε σε σχετική επί του θέματος νομολογία, κατέληξε όπως οι ποινές για το κάθε ζεύγος των αδικημάτων που αφορούν τον κάθε παραπονούμενο συντρέχουν και όπως για τα δύο ζεύγη των αδικημάτων των κατηγοριών 15, 16, 17 και 18 επίσης συντρέχουν.  Ακολούθως, διέταξε όπως οι συντρέχουσες ποινές  είναι διαδοχικές.  Έτσι, η σωρευτική ποινή φυλάκισης που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα  ήταν 10 χρόνια.

 

Η επιβολή της ποινής, όπως έχει επανειλημμένα τονιστεί, είναι καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου.  Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι αυτή είναι αποτέλεσμα σφάλματος αρχής, ή έκδηλα υπερβολική, ή ανεπαρκής και δεν ικανοποιεί τους σκοπούς του νόμου (Δέστε, μεταξύ άλλων, Κερκής ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433). 

 

Το θέμα της επιβολής διαδοχικών ποινών απασχόλησε κατ' επανάληψη το Ανώτατο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων στην υπόθεση Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2003) 2 A.A.Δ. 123, όπου με αναφορά σε αγγλική νομολογία παρέχονται οι κατευθυντήριες γραμμές. Αποτελεί βασική αρχή ότι δεν πρέπει να επιβάλλονται διαδοχικές ποινές για κατηγορίες που ουσιαστικά συνιστούν μια ενιαία συμπεριφορά, για το λόγο ότι αυτό θα καθιστούσε τη συνολική ποινή υπερβολική. Παράλληλα, το σύνολο των διαδοχικών ποινών που ενδεχομένως να επιβληθούν πρέπει να είναι ανάλογο με τη σοβαρότητα των επί μέρους κατηγοριών.  Ο Δικαστής, όπως λέγεται, πρέπει να δει την υπόθεση από απόσταση και να αναρωτηθεί κατά πόσο η συνολική ποινή είναι αρμόζουσα προς τα δεδομένα της.

 

Αναφέρεται δε στο «Definitive Guideline» του Sentencing Guidelines Council «Οffences Taken into Consideration and Totality» (του 2012), ότι αδικήματα του ιδίου ή παρόμοιου χαρακτήρα μπορεί να προσελκύσουν διαδοχικές ποινές εάν η συνολική εγκληματικότητα που αποκαλύπτεται δεν αντικατοπτρίζεται διαφορετικά επαρκώς στην ποινή, ιδιαίτερα όπου υπάρχουν διάφορα θύματα ή αδικήματα τα οποία έχουν διαπραχθεί σε ξεχωριστές περιπτώσεις εναντίον του ίδιου ατόμου.

 

Περαιτέρω, προκύπτει από την υπόθεση George Blake [1961] 45 Cr. App. Rep. 292, αναφορά στην οποία γίνεται στην Μιχαήλ (ανωτέρω), ότι δεν αποτελεί εμπόδιο στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου το γεγονός ότι το αποτέλεσμα των διαδοχικών ποινών που θα επιβληθούν είναι  η σωρευτική ποινή να υπερβαίνει το ανώτατο όριο που επιτρέπεται να επιβληθεί για οποιοδήποτε από τα αδικήματα. 

 

Στην προκείμενη περίπτωση το Κακουργιοδικείο έκρινε ότι οι έκνομες πράξεις του εφεσείοντα δεν εντάσσονταν στο πλαίσιο μιας ενέργειας ή ενεργειών που είχαν χρονικά στενή αλληλουχία, για τους λόγους που εξηγεί, ήτοι τα αδικήματα διαπράχθηκαν συστηματικά βάσει σχεδίου μέσα σε μια μεγάλη περίοδο διάρκειας δύο ετών περίπου και στρέφονταν εναντίον πέντε διαφορετικών ανθρώπων, παράγοντες που θεώρησε βαρύνουσας σημασίας ώστε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ της επιβολής διαδοχικών ποινών. Δεν βρίσκουμε οτιδήποτε μεμπτό στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, η οποία είναι σύμφωνη με τη νομολογία επί του θέματος, ούτε στον τρόπο που άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια.

 

Δεν διαλανθάνει της προσοχής μας ότι στην καταληκτική παράγραφο της απόφασης του για την ποινή το Κακουργιοδικείο αναφέρει τα ακόλουθα, τα οποία, εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα, υποδηλώνουν ότι με την επιλογή επιβολής διαδοχικών ποινών, το Κακουργιοδικείο  είχε αλλότρια σκέψη, ήθελε δηλαδή να υπερβεί τον περιορισμό που έθεσε ο νομοθέτης ως προς το ανώτατο όριο της ποινής για τα αδικήματα που καταδικάστηκε ο εφεσείων:

«Τέλος, δεν θα ήταν χωρίς σημασία να εκφράσουμε την υποψία ότι όταν το 2006 ο Νομοθέτης "αναβάθμισε" τα αδικήματα των άρ. 298 και 300 του Π.Κ. σε κακουργήματα (Ν.18(1/2006) - με αύξηση του ανώτατου ορίου ποινής από τα 3 στα 5 χρόνια φυλάκισης - δεν φαντάστηκε ότι ήταν δυνατό να διαπραχθούν στην Κύπρο απάτες της φύσης και της έκτασης όπως η παρούσα. Διαφορετικά, κατά την άποψη μας, θα φρόντιζε να προβλέψει ποινή που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους επίδοξους εκμεταλλευτές ανυποψίαστων συνανθρώπων μας, με όλες τις αρνητικές συνέπειες για τους ιδίους, τις οικογένειες τους και την κοινωνία γενικότερα.»

 

Είναι γεγονός ότι οι διαδοχικές ποινές δεν πρέπει να αποτελούν μέσο έκφρασης της απαρέσκειας του δικαστηρίου για την ανώτατη προβλεπόμενη από το Νόμο ποινή [Δέστε Re Attorney General's Reference (Nos 7 and 8 of 2013) [2014] 1 Cr. App. R (S.) 26, με αναφορά στο «Definitive Guideline» (ανωτέρω)]. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, το πιο πάνω απόσπασμα, το οποίο θα ήταν καλύτερα να  αποφεύγετο από το Κακουργιοδικείο, δεν εξομοιώνεται, ούτε αποδεικνύει άνευ ετέρου, αλλότριο σκοπό.  Υπό αυτές τις συνθήκες, δεν διαπιστώνουμε σφάλμα αρχής, που να δικαιολογεί επέμβαση μας στη βάση που θέτει ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα.

 

Με την ευκαιρία, θα ήταν χρήσιμο να υπομνησθεί ότι ένα ποινικό δικαστήριο θα πρέπει πρώτιστα να αναλογίζεται το ορθό ποινικό μέτρο σε κάθε κατηγορία και μετά να εξετάζει το ενδεχόμενο της επιβολής διαδοχικότητας των ποινών.  Έχοντας πάντοτε υπόψη, όπως αναφέρθηκε και στη Μιχαήλ (ανωτέρω), με αναφορά στην Prime (1983) 5 Cr. App. R. (S) 127, ότι η αθροιστική ποινή δεν θα πρέπει να είναι υπερβολική.  (Σχετικό είναι και το «Definitive Guideline» (ανωτέρω), ιδιαίτερα η σελ. 6.)

  

Όσον αφορά τον 16ο λόγο έφεσης, ο εφεσείων υποδεικνύει ότι ενώ στις κατηγορίες 15 και 16 που αφορούν απάτη και εξασφάλιση ποσού €288.550 δια ψευδών παραστάσεων επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ποινή ενός έτους, στις κατηγορίες 17 και 18 που αφορούν την εξασφάλιση ποσού €50.000 και στις κατηγορίες 1 και 2 που αφορούν την εξασφάλιση ποσού €224.000 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2½ ετών.  Περαιτέρω, στις κατηγορίες 5 και 6 που αφορούν εξασφάλιση ποσού €51.300 επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης ενός έτους.

 

Διαπιστώνουμε όντως δυσαναλογία μεταξύ της ποινής που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 17 και 18 και αυτής που επιβλήθηκε αφενός στις κατηγορίες 5 και 6, στις οποίες το ποσό που ο εφεσείων απέσπασε είναι περίπου το ίδιο και αφετέρου στις κατηγορίες 1 και 2, στις οποίες το ποσό που αποσπάστηκε είναι κατά πολύ μεγαλύτερο.  Δεν παρέχεται οποιαδήποτε εξήγηση ή δικαιολογία από το Κακουργιοδικείο για αυτή τη διαφοροποίηση.  Κρίνουμε συνεπώς ότι υπάρχει αντινομία στην προσέγγιση του, η οποία επιβάλλει την επέμβαση μας προς μείωση της ποινής που επιβλήθηκε στις κατηγορίες 17 και 18, ούτως ώστε να υπάρχει αναλογία μεταξύ του ποσού που αποσπάστηκε και της ποινής. 

 

Η έφεση λοιπόν αποτυγχάνει ως προς την καταδίκη και επιτυγχάνει μερικώς ως προς την ποινή.  Η ποινή στις κατηγορίες 17 και 18 μειώνεται από 2½ χρόνια σε ένα χρόνο.   Συνακόλουθα η σωρευτική ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα μειώνεται από 10 σε 8½ χρόνια.

 

                                                                                    ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.

 

 

                                                                                    Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.

 

 

                                                                                    Α. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.



[1] The Queen v. Gibson (1887) 18 Q.B.D.537


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο