ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B423
(2014) 2 ΑΑΔ 445
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 218/2012)
24 Ιουνίου 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΟΝΤΕΑΣ,
Εφεσείοντες
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΟΒΕΦΑΣ ΛΟΥΚΑ-ΞΙΑΡΗ,
Εφεσίβλητης
------------------------------------
Α. Ποιητής, γι΄ αυτόν Γ. Στυλιανού.
Η Εφεσίβλητη παρουσιάζεται προσωπικά.
-----------------------------------------
ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ: Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί και ο Παραπαρίνος, Δ., θα δοθεί από τον Ναθαναήλ, Δ. Απόφαση μειοψηφίας θα εκδοθεί από
τον Γιασεμή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Εγείρεται ως μοναδικό θέμα προς συζήτηση στην έφεση, η τυχόν απόδοση αναδρομικότητας στις πρόνοιες του περί Καταδολίευσης των εκ Δικαστικής Απόφασης Πιστωτών Νόμου αρ. 60(Ι)/2008, (εφεξής «ο Νόμος»). Πρόκειται για παρόμοια υπόθεση όπως την απόφαση στην Lion Auto Parts Ltd v. Γεωργίου, Ποιν. Έφ. αρ. 207/2012, το σκεπτικό της οποίας εκδόθηκε προ ολίγου και ακολουθείται και εδώ.
Στις 14.2.2012 καταχωρήθηκε ιδιωτική ποινική δίωξη με αριθμό 3264/2012 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Αντικείμενο της ήταν η απαγγελία επτά κατηγοριών εναντίον της κατηγορούμενης Γενοφέβας Λουκά-Ξιαρή επί το ότι παρέλειψε να καταβάλει προς τους εφεσείοντες Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας, τις εξ αποφάσεως δόσεις που αφορούσαν τις περιόδους που ακολούθησαν την έκδοση εκ συμφώνου διατάγματος ημερ. 9.10.2007, με το οποίο η κατηγορούμενη απεδέχθη την εξόφληση του εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους της στην αγωγή υπ΄ αρ. 1559/2006, ύψους €50.251,22 πλέον έξοδα και τόκους, με μηνιαίες δόσεις ύψους €170.86 από 1.1.2008.
Το κατηγορητήριο αφορούσε σε μη πληρωθείσες δόσεις που ενέπιπταν σε χρονική περίοδο μετά τη θέσπιση του Νόμου στις 18.7.2008. Κατά την εμφάνιση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, τέθηκε αυτεπαγγέλτως ζήτημα κατά πόσο το Δικαστήριο μπορούσε να προχωρήσει στη διαπίστωση ποινικής ευθύνης όταν το διάταγμα μηνιαίων δόσεων εκδόθηκε στις 19.10.2007 με την πρώτη δόση να άρχεται την 1.8.2010. Ουσιαστικά τέθηκε θέμα αναδρομικότητας της εφαρμογής των νομοθετικών διατάξεων. Το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Νόμος δεν είχε αναδρομική ισχύ και δεν μπορούσε να τύχει εφαρμογής ούτε σε διατάγματα που εκδόθηκαν πριν τη δημοσίευση του, αλλά ούτε και σε διατάγματα μεταγενέστερα αυτού έστω και εάν τα δεδομένα προϋπήρχαν, όταν το βασικό διάταγμα είχε εκδοθεί πριν τη θέσπιση του. Ο Νόμος είναι ποινικής υφής και επομένως πρέπει να ερμηνεύεται ανάλογα και δεν είναι δυνατό να γίνεται από τον κατήγορο-παραπονούμενο επιλογή ως προς το πόσες δόσεις θα αποτελούν αντικείμενο κατηγορητηρίου ώστε να στοχεύει μόνο στην είσπραξη τους και όχι στην τιμωρία του παρανομούντος που είναι ο πρωταρχικός σκοπός του Νόμου. Ως εκ τούτου απέρριψε την υπόθεση και απάλλαξε τον κατηγορούμενο.
Ασκήθηκε έφεση. Η βασική θέση του δικηγόρου των εφεσειόντων είναι ότι λανθασμένα το Δικαστήριο αποφάσισε να απαλλάξει τον κατηγορούμενο. Όλα τα συστατικά στοιχεία των κατηγοριών στοιχειοθετούνταν: (i) υπήρχε δικαστικό χρέος, (ii) υπήρχε εξ αποφάσεως οφειλέτης, (iii) υπήρχε διάταγμα πληρωμής του εξ αποφάσεως ποσού με δόσεις και (iv) υπήρχαν καθυστερημένες δόσεις. Εφόσον όλες οι κατηγορίες αφορούσαν δόσεις που προέκυψαν μετά το 2008, δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου δεδομένου ότι οι εφεσείοντες δεν ζητούσαν την καταδίκη του κατηγορούμενου αναδρομικά για οποιοδήποτε αδίκημα που αυτός διέπραξε πριν τη θέσπιση του Νόμου. Όλα τα αδικήματα προέκυψαν εκ των υστέρων. Εκείνο που έχει σημασία είναι η πράξη του κατηγορούμενου να μην καταβάλει τις δόσεις του μεταγενέστερα της εφαρμογής του Νόμου και αυτό είναι που δημιουργεί το αδίκημα και όχι αυτή καθ΄ αυτή η έκδοση του διατάγματος μηνιαίων δόσεων που προηγήθηκε.
Είναι γνωστό και νομολογιακά καθιερωμένο ότι ένας νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εκτός και αν ρητά προβλέπεται στις διατάξεις του ίδιου του νόμου ή αφορά μόνο σε θέματα διαδικασίας. Το γενικό τεκμήριο που υφίσταται είναι εναντίον της αναδρομικότητας νόμου εκτός εάν ρητώς ο νομοθέτης καθορίσει διαφορετικά, (δέστε Halsbury´s Laws of England 4η Έκδ. Τόμος 44 παρ. 921 και 922, Σάντης ν. Interfund Investments Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 252/2007, ημερ. 19.7.2012 και Δημοκρατία ν. Χατζηϊωάννου (1994) 3 Α.Α.Δ. 401).
Ουσιαστικής σημασίας για την πρόσδοση ή μη αναδρομικής ισχύος σε νόμο έχει το ίδιο το λεκτικό αυτού και η ερμηνεία που θα πρέπει να αποδοθεί είτε στο νόμο εξ ολοκλήρου, είτε σε συγκεκριμένες πρόνοιες αυτού. Η επίμαχη εδώ διάταξη έχει ως εξής:
«3.(1) Οποιοσδήποτε εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης χρέους:
.......................
(γ) παραλείψει να καταβάλει προς τον εκ δικαστικής αποφάσεως πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης κατά την ημερομηνία πληρωμής που είχε διαταχθεί από το Δικαστήριο κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής εκ δικαστικής αποφάσεως χρέους με δόσεις, για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία•
είναι ένοχος ποινικού αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται στις ποινές που προβλέπονται στο άρθρο 4.»
Είναι πρόδηλο ότι οι πιο πάνω πρόνοιες δημιούργησαν για πρώτη φορά μετά τη θέσπιση και εφαρμογή του Νόμου αυτού, ένα νέο ποινικό αδίκημα που συντελείται εφόσον εκ δικαστικής αποφάσεως οφειλέτης παραλείπει να καταβάλει στον πιστωτή το ποσό οποιασδήποτε δόσης για λόγο άλλο από οικονομική ή φυσική αδυναμία. Το ιδιώνυμο αυτό ποινικό αδίκημα δεν υφίστατο στα νομοθετικά κείμενα της Δημοκρατίας κατά την ημερομηνία που η εφεσίβλητη ως εξ αποφάσεως οφειλέτης συμφώνησε στις 19.10.2007 να αποπληρώσει το χρέος του με μηνιαίες δόσεις.
Δίνοντας στο εν λόγω άρθρο 3(1)(γ) τη γραμματική έννοια που πρωτίστως επιβάλλουν οι κανόνες ερμηνείας, παρατηρείται ότι η παράλειψη καταβολής δόσεως δεν έχει αναφορά μόνο στο γεγονός ότι «είχε διαταχθεί η πληρωμή αυτή από το Δικαστήριο», αλλά συναρτάται και με το χρονικό σημείο του διατάγματος καταβολής δόσης, δηλαδή, «κατά την έκδοση διατάγματος πληρωμής». Ο παρελθόντας χρόνος που χρησιμοποιείται δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκη ότι αφορά δεδομένα που προϋπήρχαν του Νόμου εφόσον δεν υπάρχει ρητή πρόνοια για αναδρομική ισχύ, αλλά για διατάγματα που είχαν διαταχθεί από το Δικαστήριο ως αποτέλεσμα έκδοσης διατάγματος πληρωμής των δόσεων μεταγενέστερα της ισχύος του.
Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes 11η έκδ. σελ. 204 κ.ε., είναι δεδομένο το τεκμήριο ότι ο νομοθέτης δεν έχει πρόθεση να επιφέρει άδικα αποτελέσματα και επομένως αυτό το τεκμήριο οδηγεί στην αποφυγή πρόσδοσης αναδρομικότητας σε νομοθέτημα. Όπως αναγράφεται στη σελ. 204:
«Nova constitutio futuris forman imponere debet, non praeteritis. They are construed as operating only in cases or on facts which come into existence after the statutes were passed unless a retrospective effect be clearly intended. It is a fundamental rule of English law that no statute shall be construed to have retrospective operation unless such a construction appears very clearly in the terms of the Act, or arises by necessary and distinct implication.»
Μετέπειτα, ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι δεν θα αποδοθεί αναδρομική ισχύς σε νομοθέτημα έτσι ώστε να επηρεάσει υφιστάμενο δικαίωμα ή ευθύνη, ούτε και ένα νομοθέτημα θα πρέπει να ερμηνεύεται να έχει περισσότερη αναδρομικότητα από ό,τι το ίδιο το λεκτικό του το καθιστά αναγκαίο. Όπως αναφέρεται στο πιο πάνω σύγγραμμα, σελ. 206:
«It is chiefly where the enactment would prejudicially affect vested rights, or the legality of past transactions, or impair contracts, that the rule in question prevails. Every statute, it has been said, which takes away or impairs vested rights acquired under existing laws, or creates a new obligation, or imposes a new duty, or attaches a new disability in respect of transactions or considerations already past, must be presumed, out of respect to the legislature, to be intended not to have a retrospective operation.»
Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χαράλαμπου Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254, κρίθηκε ότι ο Νόμος αρ. 54(Ι)/98, που δημοσιεύθηκε στις 2.7.1998 μεταγενέστερα της καταχώρησης στο Κακουργιοδικείο της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου στις 17.7.1997, κατάργησε ένα βασικό δικαίωμα και πλεονέκτημα που κατηγορούμενος ενώπιον Κακουργιοδικείου είχε, αυτό της μη δυνατότητας έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης ή της ποινής που επιβαλλόταν. Το Εφετείο αποφάσισε ότι η καταχώρηση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της επιβληθείσας ποινής έγινε χωρίς νομικό δικαίωμα και απορρίφθηκε με αναφορά και στις διατάξεις του άρθρου 10(2)(γ) και (ε) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ότι αλλαγές στη νομοθεσία δεν πρέπει να επηρεάζουν δικαιώματα, προνόμια, υποχρεώσεις ή ευθύνες.
Ούτε και ένα νομοθέτημα θεωρείται ως έχον αναδρομική ισχύ επειδή ορισμένα δεδομένα έχουν αναγωγή σε χρόνο πριν τη θέσπιση του. Αναφέρεται και πάλι στη σελ. 211 του πιο πάνω συγγράμματος ότι:
«Nor is a statue retrospective, in the sense under consideration, because a part of the requisites for its action is drawn from a time antecedent to its passing.»
Στην υπόθεση Χριστοδούλου και άλλων ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 1, η τροποποίηση νόμου που κατήργησε εκ των υστέρων αδίκημα που ήταν αντικείμενο του κατηγορητηρίου, δεν αλλοίωσε την προηγηθείσα ποινική ευθύνη για τη διάπραξη του αδικήματος, εφόσον η ευθύνη δεν έπαυσε να υφίστατο λόγω της μεταγενέστερης κατάργησης του ποινικού νομοθετήματος, εκτός και αν ρητά διατυπώνετο περί του αντιθέτου πρόθεση.
Στην υπό κρίση υπόθεση ακριβώς τα γεγονότα δεν είναι βοηθητικά ως προς την απόδοση αναδρομικότητας. Όταν η εφεσίβλητη είχε αποδεχθεί την καταβολή του εξ αποφάσεως χρέους της με μηνιαίες δόσεις, δεν υφίστατο νομοθετική πρόνοια που να καθιστούσε επιπρόσθετα την παράλειψη πληρωμής δόσεως, ως ποινικό αδίκημα. Και αυτή είναι επακριβώς η πρόνοια του άρθρου 3(1)(γ) που καθιστά τον οφειλέτη «ένοχο ποινικού αδικήματος» με αποτέλεσμα να επισύρεται η προνοούμενη από το άρθρο 4 του Νόμου, ποινή. Όπως αποφασίστηκε στην Ερμογένους ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 387, εφόσον η τροποποίηση αφορά σε ποινική διάταξη, αυτή ερμηνεύεται περιοριστικά. Πρόκειτο εκεί για την τροποποίηση που επέφερε στον Ποινικό Κώδικα, Κεφ. 154, η εισαγωγή του άρθρου 305Α. Κρίθηκε ότι η «έκδοση» επιταγής, αφορούσε μόνο την εξαρχής έκδοση επιταγής και όχι τη μεταχρονολογημένη επιταγή.
Έχοντας λοιπόν υπόψη όλα τα ανωτέρω, αλλά και το άρθρο 7 του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1, ως προς το πότε τίθεται σε ισχύ νομοθεσία, η έφεση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Λ. Παρπαρίνος,
Δ.
/ΕΘ