ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B271
(2014) 2 ΑΑΔ 276
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 197/2011)
16 Απριλίου, 2014
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
HARIS MEMIC,
Εφεσείων,
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
________________________
Χριστάκης Χριστάκη, για τον Εφεσείοντα.
΄Αθως Κανναουρίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
Εφεσείων παρών.
________________________
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Μετά που ο εφεσείων παραδέχτηκε ενοχή και στις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε, για παράνομη κατοχή και παράνομη κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο, αντίστοιχα, ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως Α, του επιβλήθηκε από το Κακουργιοδικείο ποινή φυλάκισης οκτώ ετών στη δεύτερη κατηγορία. Προφανώς, τα γεγονότα της πρώτης κατηγορίας συνέπιπταν με τα γεγονότα της κατηγορίας αυτής. Τα δε γεγονότα της δεύτερης κατηγορίας προκύπτουν από τις λεπτομέρειες του αδικήματος και έχουν, επί λέξει, ως εξής:-
«Ο κατηγορούμενος κατ' άγνωστη ημερομηνία μεταξύ 13.9.2008 και 19.9.2008 στη Λεμεσό, της επαρχίας Λεμεσού, παράνομα είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Α, δηλαδή, 915,27 γραμμάρια κοκαΐνης, με σκοπό να προμηθεύσει τούτο σε άλλο πρόσωπο.»
Οι περιστάσεις, υπό τις οποίες είχαν διαπραχθεί τα προαναφερθέντα αδικήματα, αναφέρθηκαν από το δημόσιο κατήγορο με λεπτομέρεια και έγιναν, επίσης, παραδεκτές από τον εφεσείοντα, ο οποίος, κατ' εκείνο το στάδιο, θα πρέπει να λεχθεί, εκπροσωπείτο από άλλο δικηγόρο.
Σύμφωνα με ό,τι έχει λεχθεί, στις 17.9.2008, μετά από πληροφορία, η οποία λήφθηκε στα γραφεία της Υ.Κ.Α.Ν., ότι πιθανόν να παραλαμβανόταν από το νέο λιμάνι Λεμεσού μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών, εντοπίστηκε, κατά η ώρα 14:00 της ημέρας εκείνης, και τέθηκε υπό παρακολούθηση το αυτοκίνητο υπ' αρ. εγγραφής KKF 623, το οποίο οδηγείτο από τον εφεσείοντα. ΄Οπως διαπιστώθηκε, αυτός μετέβη σε χώρο πλησίον του λιμανιού, απ' όπου παρέλαβε δύο άντρες και συνέχισε την πορεία του. Κατέληξε σε συγκεκριμένο τόπο εκτός του οπτικού πεδίου των αστυνομικών, για να επανεμφανιστεί μετά από μερικά λεπτά και να συνεχίσει, έτσι, η παρακολούθησή του. Από το σημείο, όμως, αυτό και μετά στο αυτοκίνητο επέβαινε μόνο ο εφεσείων, ο οποίος, αφού το οδήγησε για κάποια απόσταση, έφτασε στο χώρο στάθμευσης μεγάλου καταστήματος, όπου το εγκατέλειψε, αφού προηγουμένως το κλείδωσε. Στη συνέχεια, αποχώρησε από τη σκηνή, επιβαίνοντας άλλου αυτοκινήτου, το οποίο τον παρέλαβε.
Την επομένη ημέρα, 18.9.2008, το πιο πάνω εγκαταλελειμμένο αυτοκίνητο ερευνήθηκε από την αστυνομία, δυνάμει εντάλματος έρευνας και, κάτω από τη θέση του οδηγού, βρέθηκε η ποσότητα κοκαΐνης, στην οποία αφορούσαν οι κατηγορίες που αντιμετώπισε ο εφεσείων. Ακολούθως, εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης του εφεσείοντα και τα στοιχεία του τοποθετήθηκαν στο stop list. Αφού δεν κατέστη δυνατό αυτός να εντοπιστεί στην Κύπρο, στις 23.11.2010, εκδόθηκε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Εντοπίστηκε στις 12.5.2011 στη Γερμανία και, αφού συνελήφθη, στις 9.6.2011 μεταφέρθηκε στην Κύπρο. Ανακρινόμενος από την αστυνομία σε σχέση με τα αδικήματα τα οποία, στη συνέχεια, αυτός αντιμετώπισε, απάντησε: "I know what I did and I really regret."
Ο τότε συνήγορος του εφεσείοντα, κατά την αγόρευσή του προς μετριασμό της ποινής, δήλωσε ευθαρσώς ότι συμφωνούσε με τα πιο πάνω γεγονότα. Σημείωσε, όμως, συγχρόνως, ότι, στην πραγματικότητα, ο πελάτης του ενεργούσε ως «βαποράκι», κατά την έκφρασή του, χωρίς να γνωρίζει, αρχικά, τι έπραττε. Ο ίδιος, όπως δήλωσε ανακρινόμενος από την αστυνομία, το αντιλήφθηκε κατά τη διαδρομή, με δεδομένη και την αμοιβή των €1.000,00 που θα λάμβανε. Τότε, σταμάτησε το αυτοκίνητό του στον προαναφερθέντα χώρο στάθμευσης, τον οποίο ο συνήγορος περιέγραψε ως το «χώρο παράδοσης», και αποχώρησε από εκεί, επιβαίνοντας άλλου αυτοκινήτου. ΄Οπως ο συνήγορος, περαιτέρω, ανέφερε, στο στάδιο εκείνο, τον εφεσείοντα κυρίευσε φόβος για τις συνέπειες των πράξεών του, οπότε αυτός εγκατέλειψε την Κύπρο, χωρίς να ειδοποιήσει την οικογένειά του, δηλαδή τη μητέρα και τον αδελφό του, οι οποίοι ήταν μόνιμα εγκατεστημένοι εδώ. ΄Οπως έχει, επίσης, αναφερθεί, ο εφεσείων έχει σύζυγο και δύο παιδιά, οι οποίοι βρίσκονται μόνιμα εγκατεστημένοι στη χώρα καταγωγής τους.
Ο νυν συνήγορος του εφεσείοντα, κατά την αγόρευσή του, εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο παρερμήνευσε τα πιο πάνω γεγονότα, με αποτέλεσμα να μην τους αποδώσει τη δέουσα βαρύτητα, η οποία θα επενεργούσε μετριαστικά σε σχέση με την ποινή που θα του επέβαλλε. Με βάση δε την ορθή, κατά τον ίδιο, ερμηνεία, τα πιο πάνω γεγονότα καταδεικνύουν ότι ο εφεσείων, μόλις αντιλήφθηκε ποια ήταν η πραγματικότητα, αποστασιοποιήθηκε και, ενεργώντας υπό το κράτος του φόβου για τις συνέπειες, εγκατέλειψε το αυτοκίνητο και τα ναρκωτικά και έφυγε αμέσως για τη χώρα του. Ο συνήγορος, όμως, προβαίνοντας στην πιο πάνω εισήγηση, δεν παρέλειψε να επαναλάβει πως δεν αμφισβητούνται τα γεγονότα, όπως ο δημόσιος κατήγορος τα έχει παραθέσει και αναφέρονται πιο πάνω.
Με δεδομένη τη δήλωση, ανωτέρω, του συνηγόρου, παρατηρείται, συναφώς, πως ακόμα και τα παραδεκτά γεγονότα δυνατό να επιδέχονται ερμηνείας· οπότε, κατηγορούμενο πρόσωπο, εκμεταλλευόμενο μια τέτοια δυνατότητα, μπορεί να επιχειρήσει να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου μια πιο ευνοϊκή γι' αυτό εκδοχή, (βλ. Μιχαήλ ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 97). Το εγχείρημα αυτό θα πρέπει, βέβαια, να αποσκοπεί στο να οδηγηθεί το δικαστήριο σε ό,τι αποτελεί την καθ' αυτό πραγματική αλήθεια, η οποία θα πρέπει, οπωσδήποτε, να συνάγεται και ως η πλέον εύλογη εκδοχή, υπό τις περιστάσεις.
Στην προκειμένη περίπτωση, δε χωρεί αμφιβολία ότι τα πραγματικά γεγονότα είναι αυτά τα οποία το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε και έλαβε υπόψη του κατά την επιμέτρηση της ποινής. Σύμφωνα δε με αυτά, είναι φανερό ότι ο εφεσείων, ενεργώντας ως ο μεταφορέας των ναρκωτικών, για σκοπούς παράδοσής τους σε τρίτο πρόσωπο, ουσιαστικά, έφερε σε πέρας την αποστολή του και δεν παρέμεινε οτιδήποτε άλλο να πράξει σχετικά. Τα ναρκωτικά, στη συνέχεια, θα παραλαμβάνονταν από κάποιο άλλο πρόσωπο από το χώρο στάθμευσης όπου ο ίδιος τα είχε αφήσει, χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω παρέμβασή του. Αυτός φυγαδεύτηκε από το χώρο εκείνο, ενώ, προκειμένου να είναι ακόμα πιο ασφαλής, έφυγε και από την Κύπρο.
Η λογική των γεγονότων, τα οποία διαπιστώνονται πιο πάνω και δεν είναι υπό αμφισβήτηση, καμία μεταμέλεια ή φόβο δεν αποκαλύπτει, παρά μόνο μια καλά προσχεδιασμένη συλλογική προσπάθεια για διοχέτευση σημαντικής ποσότητας σκληρών ναρκωτικών στην «κυπριακή αγορά». Η διοχέτευση αποφεύχθηκε, αφού ο εφεσείων εκτέλεσε το δικό του μέρος σε αυτή, ευτυχώς μετά από έγκαιρη παρέμβαση της αστυνομίας. Η εκτίμηση του Κακουργιοδικείου σε σχέση με τα πιο πάνω γεγονότα, με την οποία συμφωνούμε, εντοπίζεται στο απόσπασμα από την απόφασή του που ακολουθεί:-
«Σημασία, κατά την κρίση μας, έχει, ότι ο κατηγορούμενος ενήργησε μεταφέροντας επ' αμοιβή μεγάλη ποσότητα σκληρών ναρκωτικών και είτε με την μεσολάβηση και άλλου προσώπου είτε όχι, η ποσότητα αυτή θα διατίθετο στην αγορά, σκορπώντας τον όλεθρο σε ευάλωτα δυστυχώς άτομα. Εξάλλου, αυτό είναι που σκοπείται να προστατευθεί διά της επιβολής ποινής τέτοιας ώστε να αποθαρρύνονται πρόσωπα να διαθέτουν, είτε πρωτογενώς είτε δευτερογενώς, ναρκωτικά και δη σκληρά με ευτελές κίνητρο την αμοιβή, όπως εν προκειμένω. Παραμένει αναμφισβήτητο γεγονός ότι εάν δεν εμποδίζετο από την Αστυνομία, ποσότητα σχεδόν ενός κιλού κοκαΐνης θα διοχετεύετο στην αγορά σκορπώντας τον λευκό θάνατο.»
Αναζητώντας στοιχεία μεταμέλειας στη μετέπειτα συμπεριφορά και στάση του εφεσείοντα, οπωσδήποτε αυτά δεν ανευρίσκονται στην παράλειψή του να ενημερώσει την αστυνομία της Κύπρου για την ύπαρξη των ναρκωτικών στο χώρο όπου ο ίδιος τα είχε αφήσει, έστω και όταν αυτός βρέθηκε, πλέον, όπως νόμιζε, εκτός της εμβέλειάς της. Ούτε και η πάροδος των τριών χρόνων, που χρειάστηκε μέχρι να γίνει κατορθωτό αυτός να προσαχθεί ενώπιον της κυπριακής Δικαιοσύνης, είναι δυνατό να αποτελέσει ιδιαίτερα σοβαρό μετριαστικό παράγοντα, όπως εισηγήθηκε ο συνήγορός του ενώπιόν μας. Ο λόγος για την πιο πάνω καθυστέρηση ήταν διότι δεν ανευρισκόταν ο εφεσείων, ο οποίος, ακριβώς, για να μην καταστεί δυνατός ο εντοπισμός του εγκατέλειψε την Κύπρο, εντοπίστηκε δε και συνελήφθη, τελικά, στη Γερμανία, που δεν είναι, προφανώς, η χώρα διαμονής του.
Εντούτοις, όπως διαπιστώνεται, το Κακουργιοδικείο προσέδωσε στην καθυστέρηση η οποία υπήρξε από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής σχετική σημασία, αναγνωρίζοντας ότι αυτή αφορούσε, ούτως ή άλλως, σε «ένα αντικειμενικό δεδομένο», όπως ορθά την χαρακτήρισε. Κατ' αυτόν τον τρόπο, το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη την πάγια, πλέον, θέση της νομολογίας ότι, κατά την εξέταση του υπό αναφορά παράγοντα, συνεκτιμάται ο χρόνος που παρέρχεται από τη διάπραξη του αδικήματος μέχρι την επιβολή της ποινής, ώστε το ύψος της επιβληθησομένης ποινής να αντανακλά την ωφελιμότητα της τιμωρίας, ως μέτρου αποτροπής ή/και αναμόρφωσης του παραβάτη, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Αβρααμίδη (1993) 2 Α.Α.Δ. 355 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Παύλου Αραμπίδη, Ποινική ΄Εφεση Αρ. 110/2011, 5.12.2013). Συγχρόνως, όπου υπάρχει καθυστέρηση, όπως εδώ, δεν πρέπει να παραβλέπεται και η υποκειμενική πτυχή, η οποία αφορά σε τυχόν αλλαγές που μπορεί να έχουν επέλθει, στο μεταξύ, στις προσωπικές συνθήκες ενός κατηγορουμένου και πιθανόν να δικαιολογούν την επιβολή μιας πιο επιεικούς ποινής, (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Πεγειώτη κ.ά. (2001) 2 Α.Α.Δ. 617 και Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 104). Σε σχέση με την τελευταία αυτήν πτυχή, δεν τέθηκε θέμα.
Κατά τα άλλα, με δεδομένη τη σοβαρότητα των αδικημάτων τα οποία διέπραξε ο εφεσείων, το Κακουργιοδικείο έλαβε, περαιτέρω, υπόψη και ό,τι άλλο τέθηκε ενώπιόν του προς μετριασμό της ποινής, προβαίνοντας, συγχρόνως, στην παράθεση σχετικής νομολογίας προς καθοδήγησή του, ώστε να καταλήξει σε όσο το δυνατό πιο ισορροπημένη και δίκαιη, συγκριτικά, ποινή. Στα πλαίσια δε αυτά, ορθά προσέδωσε σημασία στο γεγονός της άμεσης παραδοχής του εφεσείοντα στις αστυνομικές αρχές της Κύπρου, όπως, επίσης, και στην ενώπιόν του παραδοχή των κατηγοριών τις οποίες αυτός αντιμετώπιζε. Ασφαλώς, η υιοθέτηση μιας τέτοιας στάσης από έναν κατηγορούμενο εκλαμβάνεται εν είδει έμπρακτης μεταμέλειάς του, την οποία το δικαστήριο εκτιμά και ως ιδιαίτερα υποβοηθητική στην ταχεία και αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης, (βλ. Χαρτούπαλλος ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 28, στην οποία έγινε ιδιαίτερη μνεία από το Κακουργιοδικείο).
Τέλος, στο βαθμό που ήταν επιθυμητό, δεδομένης, ιδιαίτερα, της σοβαρότητας του αδικήματος της παράνομης κατοχής με σκοπό την προμήθεια, το οποίο τιμωρείται από το σχετικό νόμο με ποινή φυλάκισης μέχρι και διά βίου, το Κακουργιοδικείο έλαβε, επίσης, υπόψη, ως μετριαστικό παράγοντα, τις οικογενειακές περιστάσεις του εφεσείοντα, ο οποίος, όντας οικογενειάρχης και ηλικίας 35 χρονών, έχει δύο ανήλικα παιδιά και σύζυγο, η οποία είναι άρρωστη. Δέχτηκε, βασικά, ότι αυτός είναι προστάτης οικογενείας και απέδωσε στον εν λόγω παράγοντα την ανάλογη σημασία, επισημαίνοντας, συγχρόνως, την πάγια θέση της νομολογίας ότι, στις προσωπικές περιστάσεις ενός κατηγορουμένου, οι οποίες πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προς μετριασμό της ποινής, δεν πρέπει να αποδίδεται σημασία τέτοια, που να καθιστά αναποτελεσματική την εφαρμογή του νόμου, στις περιπτώσεις όπου προέχει η ανάγκη αποτροπής, όπως είναι η παρούσα υπόθεση. Βέβαια, δεν παρέλειψε να λάβει υπόψη και το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα, προσδίδοντας και στον παράγοντα αυτό την ανάλογη σημασία.
΄Ενα τελευταίο θέμα, το οποίο ηγέρθη από το συνήγορο του εφεσείοντα κατά το στάδιο της ακρόασης της έφεσης, ομολογουμένως, προκάλεσε τον προβληματισμό μας. Πρόβαλε τη θέση ότι, κατά την επιμέτρηση της ποινής, το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε υπόψη τον παράγοντα ο οποίος αφορά στην καθαρότητα της κοκαΐνης την οποία διακίνησε ο εφεσείων. Η παρατήρηση είναι ορθή και η εξήγηση είναι ότι το θέμα αυτό ουδέποτε ηγέρθη ενώπιόν του.
Σύμφωνα με την αγγλική νομολογία, στην οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος μας παρέπεμψε για να υποστηρίξει τη θέση του, η καθαρότητα των ναρκωτικών στα οποία αφορούν οι κατηγορίες, όπως αυτές που αντιμετώπισε ο εφεσείων, αποτελεί πράγματι σχετικό παράγοντα, ο οποίος λαμβάνεται υπόψη, (βλ. R. v. Aranguren and Others (1994) 99 Cr. App. R. 347, R. v. Patel (1995) 16 Cr. App. R.(S.) 267, R. v. Morris (2001) 1 Cr. App. R. 4, R. v. Mashaollahi (2001) Cr. App. R. 6, R. v. Xherahi, (2003) EWCA Crim 1614 και R. v. Stephens (2012) EWCA Crim 829).
Περαιτέρω μελέτη της πιο πάνω νομολογίας αποκαλύπτει ότι η διερεύνηση του παράγοντα αυτού διενεργείται από το δικαστήριο στη βάση μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων. Υπαρχούσης τέτοιας μαρτυρίας, το πρώτο στοιχείο για το οποίο το δικαστήριο πρέπει να ικανοποιηθεί είναι κατά πόσο η ναρκωτική ουσία που αναφέρεται στο κατηγορητήριο επιδέχεται νοθείας και, άρα, η σύνθεσή της δυνατό να έχει, σε κάποιο στάδιο, μεταβληθεί. Στη συνέχεια, αν αυτό, όντως, έχει συμβεί, θα πρέπει να ικανοποιηθεί τι ποσότητα ή ποσοστό της όλης ανευρεθείσας ουσίας αποτελεί το ανόθευτο ναρκωτικό που αναφέρεται στην κατηγορία. Στην υπόθεση R. v. Morris, ανωτέρω, τονίζεται ότι δεν πρέπει να ενθαρρύνεται ο έλεγχος που αναφέρεται πιο πάνω, όταν το βάρος της όλης ανευρεθείσας ναρκωτικής ουσίας είναι κάτω των 500 γρ.
Τέλος, ανεξάρτητα από το θέμα της καθαρότητας των ναρκωτικών, σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να δίδεται, επίσης, σημασία στο ρόλο του κατηγορουμένου και, προπαντός, στην ένοχη πρόθεσή του όσον αφορά την ποσότητα των ναρκωτικών που έχει διακινήσει. Αν αυτός συνειδητά προέβαινε στη διακίνηση της ποσότητας του ναρκωτικού που αναφέρεται στην κατηγορία, το στοιχείο αυτό λαμβάνεται υπόψη ως επιβαρυντικός παράγοντας στον καθορισμό της ποινής που θα του επιβληθεί, (βλ. R. v. Patel, ανωτέρω).
Βέβαια, επαναλαμβάνουμε ότι, στην παρούσα υπόθεση, δεν τέθηκε ενώπιον του Κακουργιοδικείου οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με το θέμα της καθαρότητας της κοκαΐνης που αναφέρεται στις κατηγορίες· ενώ υπήρχε η παραδοχή του κατηγορουμένου ότι αυτός κατείχε παράνομα, με σκοπό την προμήθεια, 915,27 γρ. κοκαΐνης. Η ίδια ακριβώς μαρτυρία υπάρχει και ενώπιον του Εφετείου, γεγονός που καθιστά την εξέταση της εν λόγω εισήγησης του συνηγόρου, ουσιαστικά, θεωρητική άσκηση.
Καταλήγοντας, διαπιστώνουμε ότι κανένας από τους λόγους που ανέπτυξε ο συνήγορος του εφεσείοντα στα πλαίσια της έφεσης δεν είναι δυνατό να αλλάξει τη θεώρηση των γεγονότων όπως τα εκτίμησε το Κακουργιοδικείο, ώστε να οδηγηθούμε στην άποψη ότι θα έπρεπε να είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα χαμηλότερη ποινή. Μόνο ως εκ της δικής μας εκτίμησης των γεγονότων θεωρούμε ότι θα μπορούσε να είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα πρωτοδίκως οριακά χαμηλότερη ποινή, που, όμως, ακριβώς για το λόγο αυτό, δε δικαιολογείται η παρέμβασή μας.
Η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ, Δ.
Λ. Παρπαρίνος, Δ.
Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.
/ΜΠ