ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2014:B93
(2014) 2 ΑΑΔ 70
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 243/13)
6 Φεβρουαρίου, 2014
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ., ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ., ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.]
Μεταξύ:
ΧΡΙΣΤΟΥ ΤΟΥΜΑΖΟΥ
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
--------
Για Εφεσείοντα: Σ. Αργυρού
Για Εφεσίβλητο: Π. Ευθυβούλου-Ευθυμίου (κα)
-------
Α Π Ο Φ Α Σ Η (ΜΕΙΟΨΗΦΙΑΣ)
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων αντιμετωπίζει ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας κατηγορίες εισαγωγής, κατοχής και κατοχής με σκοπό την προμήθεια 5 κιλών κάνναβης, αδικήματα που σύμφωνα με το κατηγορητήριο διέπραξε ο εφεσείοντας μαζί με άλλα πρόσωπα στις 10.9.2012.
Οι κατηγορίες απαγγέλθηκαν στον εφεσείοντα στις 11.12.2013 και το Κακουργιοδικείο, αφού όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 10.2.2014, ικανοποίησε αίτημα της Κατηγορούσας Αρχής για κράτηση του μέχρι τη δίκη ώστε να διασφαλιστεί η παρουσία του σ΄ αυτή.
Ο εφεσείων θεωρεί ότι η απόφαση κράτησης του είναι λανθασμένη για δύο λόγους, τους οποίους θα εξετάσω αφού πρώτα σκιαγραφήσω το ιστορικό της υπόθεσης. Και αυτό, με αναφορά στην απόφαση του Κακουργιοδικείου ημερ. 26.3.2013 στην υπόθεση 23583/12 - η οποία τέθηκε υπόψη του Κακουργιοδικείου για σκοπούς εξέτασης του αιτήματος κράτησης - με την οποία επεβλήθη, για την ίδια υπόθεση, ποινή φυλακίσεως 7 χρόνων στην αδελφή του εφεσείοντα Μυροφόρα Τουμάζου και στον συγκατηγορούμενο της Αγαθοκλή Αγαθοκλέους. Έχει ως ακολούθως:-
Στις 3.9.2012 κατασχέθηκε από τις Αστυνομικές Αρχές της Σλοβακίας δέμα που περιείχε 5.217,66 γρ. κάνναβης με προορισμό την Κύπρο.
Με τον εντοπισμό των ναρκωτικών ενημερώθηκε η Κυπριακή Αστυνομία, η οποία ενεργοποίησε τον μηχανισμό της ελεγχόμενης παράδοσης και ακολούθως το δέμα μεταφέρθηκε στις 10.9.12 στα γραφεία της μεταφορικής εταιρείας στη Λευκωσία, απ΄ όπου παραλήφθηκε μαζί με άλλα δέματα από την αδελφή του εφεσείοντα Τουμάζου, η οποία εργαζόταν ως διανομέας της Εταιρείας.
Όπως γίνεται αντιληπτό, η Τουμάζου τέθηκε υπό παρακολούθηση και όταν άφησε το δέμα στο σπίτι της, στην οδό Ευαγόρου αρ. 4 στη Λευκωσία, επέμβηκε η αστυνομία η οποία την ίδια ημέρα συνέλαβε τόσο αυτή όσο και 4 άλλα πρόσωπα που παραπέμφθηκαν σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου στην υπόθεση 23583/12.
Με την σύλληψη της η Τουμάζου ενέπλεξε στην υπόθεση και τον εφεσείοντα - αδελφό της, εναντίον του οποίου εκδόθηκε αυθημερόν ένταλμα σύλληψης που παρέμεινε ανεκτέλεστο μέχρι 6.11.2013. Στο μεταξύ, όμως, η Τουμάζου και ο συγκατηγορούμενος της Αγαθοκλέους παραδέχτηκαν ενοχή και στις 26.3.13, τους επεβλήθη ποινή φυλάκισης 7 χρόνων.
Όλα τα πιο πάνω αποτέλεσαν το υπόβαθρο για προώθηση από την Κατηγορούσα Αρχή της θέσης ότι ο κίνδυνος φυγοδικίας του εφεσείοντα είναι όντως υπαρκτός. Αφενός λόγω του ότι ικανοποιούνταν οι τρεις αντικειμενικοί παράγοντες - σοβαρότητα αδικήματος, πιθανολόγηση καταδίκης και ποινή που δυνατό να επιβληθεί - στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας και, αφετέρου, ενώ ο εφεσείων γνώριζε ότι τον αναζητούσε η αστυνομία και πως για την ίδια υπόθεση είχε καταδικασθεί η αδελφή του και ο Αγαθοκλέους σε 7 χρόνια φυλάκισης, εντούτοις κατόρθωσε για 14 μήνες να διαφύγει την σύλληψη.
Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι γνώριζε πως τον αναζητούσε η αστυνομία ούτε αμφισβήτησε πως γνώριζε τόσο για την πορεία όσο και για την κατάληξη της υπόθεσης εναντίον της αδελφής του και του Αγαθοκλέους. Πρόβαλε, όμως, ότι το αίτημα κράτησης του θα έπρεπε να απορριφθεί, καθότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το Κακουργιοδικείο δεν πιθανολογούσε καταδίκη λόγω του ότι η αδελφή του είχε αναιρέσει την σε βάρος του κατάθεσή της και, περαιτέρω, η αποτυχία της αστυνομίας να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης για 14 μήνες δεν εξυπακούει ότι προσπάθησε να αποφύγει τη σύλληψη ή να διαφύγει στο εξωτερικό και, επομένως, ο κίνδυνος φυγοδικίας δεν έχει τεκμηριωθεί. Συναφώς, όπως αναφέρθηκε από τη συνήγορο του, καθόλο αυτό το διάστημα ο εφεσείων διέμενε στους Αγίους Ομολογητές και η Αστυνομία απλώς τον αναζήτησε στο σπίτι της μητέρας του και της συμβίας του, οι οποίες αρνήθηκαν να δώσουν πληροφορίες για το πού διέμενε.
Το Κακουργιοδικείο αφού συνεκτίμησε - όπως αναφέρει στην απόφαση του - όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, κατέληξε ότι στη βάση των καταθέσεων της αδελφής του εφεσείοντα, του Αγαθοκλέους και του αστυνομικού 1752, υπήρχε πιθανότητα καταδίκης και σ΄ ότι αφορά την θέση ότι δεν θα έπρεπε να του χρεωθεί η αποτυχία της αστυνομίας να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του για 14 μήνες, παρατήρησε τα ακόλουθα:
«Η κα Νεοφύτου αναφέρθηκε στο γεγονός ότι ο Κατηγορούμενος δεν είχεν προσπαθήσει σε όλο αυτό το διάστημα να διαφύγει και ουσιαστικά απέδωσε την καθυστέρηση που μεσολάβησε στη σύλληψη του Κατηγορούμενου στην αποτυχία της Αστυνομίας να τον εντοπίσει ενωρίτερα.
Δεν μπορεί, όμως, να μας διαφύγει της προσοχής το γεγονός ότι ήταν μια υπόθεση στην οποίαν εμπλέκετο η αδελφή του Κατηγορούμενου, η οποία μάλιστα είχεν δώσει στο αρχικό στάδιο την κατάθεση την οποίαν μας έχει θέσει η κυρία Ευθυβούλου, εμπλέκοντας, δηλαδή, τον αδελφό της σε αυτή την υπόθεση. Η υπόθεση αυτή προχώρησε σε εκδίκαση και ολοκλήρωση με την έκδοση της ποινής στις 26/3/13 και το ένταλμα σύλληψης εναντίον του Κατηγορούμενου εξακολουθούσε να παραμένει ανεκτέλεστο και, παρόλα αυτά, δεν θεώρησε ο Κατηγορούμενος καν σκόπιμο να παρουσιαστεί ο ίδιος στην Αστυνομία σε σχέση· με υπόθεση η οποία τον αφορούσε»
Ό,τι προωθήθηκε πρωτοδίκως για σκοπούς αντίκρουσης του αιτήματος κράτησης, επαναλήφθηκε και ενώπιον του Εφετείου για προώθηση της θέσης ότι το Κακουργιοδικείο (α) λανθασμένα έκρινε πως το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του τεκμηρίωνε πιθανότητα καταδίκης και (β) λανθασμένα εκτίμησε πως διαφαίνεται κίνδυνος φυγοδικίας απλώς και μόνο διότι η αστυνομία απέτυχε να εκτελέσει το ένταλμα σύλληψης για 14 μήνες.
Αντίθετη, βεβαίως, είναι η θέση της συνηγόρου της Δημοκρατίας, η οποία υποστήριξε ότι το Κακουργιοδικείο, στη βάση των όσων τέθηκαν ενώπιον του, άσκησε ορθά τη διακριτική του εξουσία και διέταξε την κράτηση του εφεσείοντα καθότι όντως υπάρχει κίνδυνος φυγοδικίας.
Εξέτασα την πρωτόδικη απόφαση και τις θέσεις που προωθήθηκαν ενώπιον μας εκατέρωθεν. Κατ΄ αρχάς να υπενθυμίσω ότι κατά πάγια νομολογία το θέμα κράτησης ανάγεται στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου το οποίο, ως πρώτη επιλογή, πρέπει να αφήνει τον υπόδικο ελεύθερο υπό όρους, εκτός κι αν στην περίπτωση του διαφαίνεται κίνδυνος φυγοδικίας. Όπως δε τονίστηκε κατ΄ επανάληψη, οι παράμετροι στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας είναι (α) η σοβαρότητα του αδικήματος, (β) η πιθανότητα καταδίκης και (γ) το ενδεχόμενο αυστηρής τιμωρίας. Παραπέμπω ενδεικτικά στις υποθέσεις Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Θεοχάρους κ.α. ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 48, Παρασκευά ν. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 607 και Δημητρίου ν. Αστυνομίας, (2011) 2 Α.Α.Δ. 130.
Στην υπό εξέταση περίπτωση δεν αμφισβητείται - ούτε θα μπορούσε να αμφισβητηθεί - ότι τα αδικήματα που καταλογίζονται στον κατηγορούμενο είναι πολύ σοβαρά και σε περίπτωση καταδίκης αυστηρή θα είναι και η τιμωρία του. Εξάλλου για την ίδια υπόθεση η αδελφή του και ο Αγαθοκλέους καταδικάστηκαν σε 7 χρόνια φυλάκιση και αυτό μετά από παραδοχή. Για τους δύο, επομένως, από τους τρεις αντικειμενικούς παράγοντες δεν μπορούσε να γίνει εισήγηση ότι δεν ικανοποιούνται και σ΄ ότι αφορά τον τρίτο - την πιθανότητα καταδίκης - είναι νομολογημένο ότι για σκοπούς κράτησης το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται σε αξιολόγηση μαρτυρίας, η οποία ανάγεται σε μεταγενέστερο στάδιο, αλλά περιορίζεται σε εξέταση της δύναμης του αποδεικτικού υλικού που έχει ενώπιον του με σκοπό να διαπιστώσει κατά πόσο πιθανολογείται καταδίκη (Ευριπίδου ν. Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ. 337, Μαλά ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 135). Κατ΄ εξοχή δε σε θέση να εξετάσει τη δύναμη του αποδεικτικού υλικού είναι το πρωτόδικο Δικαστήριο και το Εφετείο επεμβαίνει εκεί και όπου καταδεικνύεται ότι το μαρτυρικό υλικό που είχε ενώπιον του το πρωτόδικο Δικαστήριο στερείται αποδεικτικής δύναμης, ή η δύναμη του είναι έκδηλα πτωχή.
Στην προκειμένη περίπτωση, το Κακουργιοδικείο, αφού εξέτασε στην όψη τους - όπως αναφέρει - τις καταθέσεις της αδελφής του εφεσείοντα, του Αγαθοκλέους και του αστυνομικού 1752, θεώρησε ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης, και αυτό παρά το γεγονός ότι στο μεταξύ η αδελφή του εφεσείοντα αναίρεσε την κατάθεση της με την οποία τον ενοχοποιούσε. Το ότι η αδελφή του αναίρεσε την κατάθεση της ήταν ενέργεια που, αφ΄ εαυτής, έπληττε τη δύναμη της μαρτυρίας της. Ενώπιον, όμως, του Κακουργιοδικείου υπήρχαν και οι καταθέσεις του Αγαθοκλέους και του αστυνομικού 1752 και η συνολική θεώρηση του μαρτυρικού υλικού ικανοποίησε το Κακουργιοδικείο ότι υπήρχε πιθανότητα καταδίκης και η αναίρεση μόνο της κατάθεσης από την αδελφή του εφεσείοντα δεν μας υπεδείχθη πώς εξάλειψε αυτή την πιθανότητα. Έπεται ότι ο σχετικός λόγος έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Υπήρξε λοιπόν ικανοποίηση των τριών αντικειμενικών παραγόντων στη βάση των οποίων σταθμίζεται ο κίνδυνος φυγοδικίας, αλλά το Κακουργιοδικείο δεν άσκησε την διακριτική του εξουσία στηριζόμενο μόνο σ΄ αυτούς. Έχοντας προφανώς γνώση της νομολογίας σύμφωνα με την οποία πρέπει να λαμβάνονται υπόψη και άλλοι σχετικοί παράγοντες, οι οποίοι συνδέονται με τον χαρακτήρα ενός υποδίκου ως και τους δεσμούς του με την χώρα στην οποία διώκεται (Κωνσταντινίδης, ανωτέρω), συνεκτίμησε και το γεγονός ότι ο εφεσείων - ουσιαστικά - κατόρθωσε να διαφύγει τη σύλληψη για 14 μήνες, εν γνώσει του ότι καθόλο αυτό το διάστημα τον αναζητούσε η αστυνομία για πολύ σοβαρή υπόθεση. Αυτό, κατά την άποψή μου, προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου και αυτό αναδύεται από το απόσπασμα της απόφασης του που αυτούσιο παρατίθεται ανωτέρω. Τούτου δοθέντος, έχω την άποψη ότι η όλη στάση του εφεσείοντα έναντι του εντάλματος σύλληψης που εκκρεμούσε εναντίον του - παρόλο που γνώριζε την ύπαρξη του, όπως γνώριζε και την πορεία της υπόθεσης 23583/12 - αποκαλύπτει χαρακτήρα με μειωμένες αντιστάσεις έναντι του πειρασμού της φυγοδικίας. Λαμβανομένου δε υπόψη ότι στην περίπτωση του ικανοποιούνται και οι προαναφερθέντες τρεις αντικειμενικοί παράγοντες, έχω την άποψη - με όλο τον προσήκοντα σεβασμό προς την αντίθετη άποψη - ότι δεν υπάρχει περιθώριο επέμβασης στον τρόπο με τον οποίο το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του εξουσία επί του θέματος και θα απέρριπτα την έφεση.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
2/κβπ