ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 621
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 189/2012)
11 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
1. ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ,
2. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΕΡΜΑΝΟΣ,
3. ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΕΡΓΟΛΗΠΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ.,
4. ΜΑΡΙΟΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Εφεσείοντες,
ν.
ΔΗΜΟΥ ΑΓΙΑΣ ΝΑΠΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Π. Αγγελίδης, για την Εφεσείουσα 1.
Π. Μιχαήλ, για τους Εφεσείοντες 2-4.
Μ. Κυριακίδης, για την Εφεσίβλητη.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 11/7/2012 καταχωρήθηκε από τους εφεσιβλήτους στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εναντίον των εφεσειόντων και ακόμα τριών άλλων προσώπων, η Ιδιωτική Ποινική Υπόθεση 13291/2012. Αντικείμενο του κατηγορητηρίου ήταν μια κατηγορία∙ αυτή της ανέγερσης οικοδομής σε τεμάχιο γης το οποίο βρίσκεται στην Αγία Νάπα, χωρίς άδεια της αρμόδιας Αρχής, κατά παράβαση του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96.
Παράλληλα, οι εφεσίβλητοι καταχώρισαν μονομερή αίτηση, στα πλαίσια της οποίας εξασφάλισαν προσωρινό απαγορευτικό διάταγμα, με το οποίο απαγορευόταν στους εφεσείοντες και/ή στους αντιπροσώπους τους «από του να εκτελούν, και/ή να προβαίνουν σε οποιαδήποτε εργασία αναφορικά με την ανέγερση, κατεδάφιση, κατασκευή ή ανοικοδόμηση οποιασδήποτε οικοδομής ή/και εν γένει την εκτέλεση οποιασδήποτε οικοδομικής εργασίας εντός του τεμαχίου υπ' αριθμό 396, Φ/Σχ.2-288-373, Τμήμα 5, τοποθεσία Νησί του Καλαφάτη στην Αγία Νάπα μέχρι την τελική εκδίκαση . . . .» της Ποινικής Υπόθεσης 13291/2012.
Οι εφεσείοντες, στους οποίους επιδόθηκε αντίγραφο της μονομερούς αίτησης, όπως και του προσωρινού διατάγματος, καταχώρισαν ένσταση, στα πλαίσια της οποίας, μεταξύ άλλων, αμφισβήτησαν την κατά τόπο αρμοδιότητα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει την ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον τους. Παράλληλα, ισχυρίστηκαν ότι οι εφεσίβλητοι απέκρυψαν ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η απόρριψη της αίτησης χωρίς εξέταση της ουσίας της, καθώς επίσης και ότι η αίτηση εδραζόταν επί ελλιπούς και/ή εσφαλμένου νομικού υπόβαθρου και/ή έπασχε από μη θεραπεύσιμη παρατυπία, με αποτέλεσμα επίσης να δικαιολογείται η απόρριψη της χωρίς εξέταση της ουσίας της.
Με ενδιάμεση απόφαση του που εκδόθηκε κατόπιν ακρόασης, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας απορρίπτοντας την ένσταση στο σύνολο της, κατέστησε το ενδιάμεσο διάταγμα απόλυτο.
Η ορθότητα της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου αμφισβητήθηκε από τους εφεσείοντες, οι οποίοι αρχικά αποτάθηκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο για παραχώρηση άδειας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος τύπου Certiorari. Το αίτημα τους απορρίφθηκε με απόφαση ημερομηνίας 22/8/2012 που εκδόθηκε από Δικαστή, μέλος της παρούσας σύνθεσης, στην Πολιτική Αίτηση 123/2012, επειδή κρίθηκε ότι στη διάθεση των εφεσειόντων υπήρχε το εναλλακτικό ένδικο μέσο της έφεσης και απουσίαζαν οι εξαιρετικές περιστάσεις.
Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, τον οποίο θα εξετάσουμε αμέσως πιο κάτω, οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ήταν κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση.
Το πρωτόδικο δικαστήριο απορρίπτοντας την εισήγηση των εφεσειόντων περί κατά τόπο αναρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να εκδικάσει την ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε εναντίον τους, εισήγηση η οποία είχε ως σημείο αναφοράς τα όσα λέχθηκαν πρωτοδίκως στην αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari στην υπόθεση Διαχειριστική Επιτροπή KYΠA Κωρτ 4 ν. Ανδρέα Σιαπάνη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 644, έκρινε, με αναφορά στα λεχθέντα στην υπόθεση Antonis Charalambous Yerakas and another v. The Police (1984) C.L.R. 5, αναφορικά με το άρθρο 3 του Νόμου 43/74, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας ήταν, παρά τις διατάξεις του άρθρου 23 του περί Δικαστηρίων Νόμου 1960-1972, κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση, θεωρώντας ότι η απόφαση των εφεσιβλήτων να ασκήσουν το δικαίωμα που τους παρέχεται από τις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 43/74, «δεν έχρηζε οποιασδήποτε αιτιολόγησης».
Ήταν η θέση των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων ότι η εκκαλούμενη ενδιάμεση απόφαση εκδόθηκε από κατά τόπο αναρμόδιο δικαστήριο, εφόσον κατά τόπο αρμοδιότητα για σκοπούς εκδίκασης της Ποινικής Υπόθεσης 13291/2012 είχε αποκλειστικά το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, εντός της δικαιοδοσίας του οποίου είναι η Αγία Νάπα, στο έδαφος της οποίας βρίσκεται το τεμάχιο 396.
Κεντρικό άξονα της επί του προκειμένου επιχειρηματολογίας των ευπαίδευτων συνηγόρων των αιτητών, τόσο πρωτόδικα όσο και ενώπιον μας, ήταν η θέση ότι οι πρόνοιες του άρθρου 3[1] του περί Δικαστηρίων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Ν. 43/74) σύμφωνα με τις οποίες, διαρκούσης της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε από την τουρκική εισβολή και παρά τις διατάξεις του άρθρου 23[2] των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 έως 1972, κάθε επαρχιακό δικαστήριο κέκτηται δικαιοδοσίας να εκδικάζει οποιοδήποτε αδίκημα, ανεξαρτήτως σε ποια επαρχία έχει διαπραχθεί, έχουν τουλάχιστο στην περίπτωση των επαρχιών Λάρνακας και Αμμοχώστου καταστεί ανενεργείς εφόσον από το 1999, δυνάμει σχετικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, λειτουργεί με προσωρινή έδρα το Παραλίμνι μόνιμο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου. Έτσι, υποστηρίζουν οι δύο συνήγοροι, στην περίπτωση των δύο αυτών επαρχιών, η κατά τόπο αρμοδιότητα του άρθρου 23 των περί Δικαστηρίων Νόμων 1960 έως 1972 δεν έχει καταργηθεί. Επομένως, κατέληξαν, κατά τόπο αρμοδιότητα εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης, στα πλαίσια της οποία εκδόθηκε η ελεγχόμενη ενδιάμεση απόφαση, αποκλειστικά έχει το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου.
Η εκ διαμέτρου αντίθετη θέση των εφεσιβλήτων περιστρέφεται γύρω από τους εξής δύο άξονες:
(α) Οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 43/74 εξακολουθούν να τυγχάνουν εφαρμογής και ουδέποτε κατέστησαν ανενεργείς.
(β) Η ενοποίηση της επαρχίας Λάρνακας με την επαρχία Αμμοχώστου, δυνάμει του σχετικού διατάγματος που εκδόθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με αριθμό 1289, είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία ενοποιημένου δικαστηρίου, το οποίο έχει κατά τόπο αρμοδιότητα να εκδικάζει υποθέσεις και για τις δύο επαρχίες.
Ο περί Δικαστηρίων (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμος 43/74 και συγκεκριμένα οι πρόνοιες του άρθρου 3 του εν λόγω Νόμου, αποκλειστικό στόχο είχαν την όσο το δυνατό αποτελεσματικότερη απάμβλυνση των προβλημάτων και εξάλειψη στο μέγιστο δυνατό βαθμό των δυσχερειών, που η τουρκική εισβολή δημιούργησε στην απονομή της δικαιοσύνης, έτσι ώστε να διασφαλιστεί, στον καλύτερο υπό τις περιστάσεις βαθμό, η απρόσκοπτη συνέχιση της απονομής της.
Μπορεί να έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από τότε - 40 περίπου χρόνια - και η «ομαλότητα» στον τομέα που μας αφορά, να έχει σε μεγάλο βαθμό αποκατασταθεί. Όμως, ο λόγος για τον οποίο θεσπίστηκαν οι πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 43/74, δεν έχει ακόμα εκλείψει. Με δοσμένο το γεγονός ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου ομού με τα άλλα επαρχιακά δικαστήρια του κατεχόμενου τόπου μας, συνεχίζουν να λειτουργούν προσωρινά, μακριά από τη φυσική τους έδρα, οι συγκεκριμένες νομοθετικές πρόνοιες εξακολουθούν να τυγχάνουν καθολικής εφαρμογής. Το γεγονός ότι με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 24/6/1999, το Δικαστήριο Παραλιμνίου μετονομάστηκε σε Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, το οποίο συνεδριάζει στο Παραλίμνι, ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον οι εν λόγω πρόνοιες δεν έχουν ακυρωθεί, ούτε και με άλλο νομοθέτημα έχουν αντικατασταθεί ή τροποποιηθεί, αλλά συνεχίζουν να παραμένουν σε ισχύ ως είχαν θεσπιστεί. Σχετικές με το θέμα που εξετάζουμε και ειδικότερα σχετικά με τους λόγους θέσπισης των προνοιών του άρθρου 3 του Νόμου 43/74 και τις ευρύτερες συνέπειες τους στην κατά τόπο αρμοδιότητα των επαρχιακών δικαστηρίων σε ποινικές υποθέσεις, είναι, μεταξύ άλλων υποθέσεων και οι υποθέσεις Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 6(1) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (1992) 2 Α.Α.Δ. 191, Αίτηση Αρ. 112/2001, Αναφορικά με το Άρθρο 155.4 του Συντάγματος και το Άρθρο 3 του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμου του 1964 (Αρ. 33/64) (2001) 1 Α.Α.Δ. 1842, Αίτηση Αρ. 87/1990, Αναφορικά με την Αίτηση του Σταυρή Θεοδούλου για άδεια καταχώρησης αίτησης για την έκδοση διαταγμάτων Prohibition και Certiorari (1990) 1 Α.Α.Δ. 438 και Yerakas (πιο πάνω).
Η υπόθεση Διαχειριστική Επιτροπή KYΠA Κωρτ 4 ν. Ανδρέα Σιαπάνη κ.ά. (πιο πάνω), την οποία επικαλέστηκαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων προς επίρρωση της επί του προκειμένου θέσης τους, ουδόλως τους βοηθά. Εκείνη η υπόθεση αφορούσε αίτηση για χορήγηση άδειας για καταχώριση προνομιακού εντάλματος Certiorari, με σκοπό την ακύρωση απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας να παραπέμψει στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, ποινική υπόθεση που καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας. Συγκεκριμένα, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας αποδεχόμενο τη θέση ότι το κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την ενώπιον του ποινική υπόθεση ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, γιατί το αδίκημα τελέστηκε στο Παραλίμνι και οι κατηγορούμενοι διέμεναν στην επαρχία Αμμοχώστου, παρέπεμψε την ποινική υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου.
Εκείνο που κλήθηκε το Ανώτατο Δικαστήριο να εξετάσει στην υπόθεση Διαχειριστική Επιτροπή KYΠA Κωρτ 4 ν. Ανδρέα Σιαπάνη κ.ά. (πιο πάνω), ήταν αποκλειστικά το κατά πόσο το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει τη συγκεκριμένη ποινική υπόθεση και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας είχε δικαιοδοσία να παραπέμψει την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Το κατά πόσο όμως η απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας δεν είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την ενώπιον του υπόθεση και με την οποία παραπέμφθηκε η υπόθεση, ήταν ορθή ή όχι, δεν αποτέλεσε, ούτε και μπορούσε να αποτελέσει, αντικείμενο εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της ενώπιον του αίτησης. Όπως πολύ εύστοχα επισημαίνεται και στη σχετική απόφαση του αδελφού μας Δικαστή που εκδίκασε την αίτηση, «Το Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου κέκτηται δικαιοδοσίας εκδίκασης της συγκεκριμένης υπόθεσης. Το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας κέκτηται δικαιοδοσίας να παραπέμψει την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Αμμοχώστου, ανεξαρτήτως του αν η σκέψη πίσω από την απόφαση αυτή ήταν ορθή ή λανθασμένη».
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων παραπέμποντας επίσης στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας στην Ποινική Αίτηση 2/99, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Χρίστου Σάββα Συμιανού κ.ά. (1999) 2 Α.Α.Δ. 160, υπέβαλαν ότι, αν υιοθετηθεί η ερμηνεία που το πρωτόδικο δικαστήριο έδωσε στις πρόνοιες του άρθρου 3 του Νόμου 43/74 και γενικά ο τρόπος με τον οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο προσήγγισε το συγκεκριμένο εγερθέν ενώπιον του ζήτημα, τότε αναπόφευκτα θα οδηγούμαστε στην εσφαλμένη κατάληξη ότι οι διατάξεις του άρθρου 174 της Ποινικής Δικονομίας, οι οποίες προβλέπουν συγκεκριμένη διαδικασία και προϋποθέσεις για τη μεταφορά μιας ποινικής υπόθεσης από το ένα δικαστήριο στο άλλο, έχουν καταργηθεί.
Ούτε η θέση αυτή μας βρίσκει σύμφωνους. Στην υπόθεση Συμιανού δεν ηγέρθη ποτέ ζήτημα κατά τόπο αρμοδιότητας του δικαστηρίου που θα εκδίκαζε την υπόθεση. Συνιστούσε κοινή θέση ότι αυτό ήταν το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, όπου η υπόθεση αφού καταχωρήθηκε, ορίστηκε για ακρόαση ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού. Εκεί ο Γενικός Εισαγγελέας επέλεξε να μην κάμει χρήση των προνοιών του άρθρου 3 του Νόμου 43/74 κατά το χρόνο καταχώρισης της υπόθεσης. Για λόγους όμως που εκ των υστέρων διαφάνηκαν και οι οποίοι, όπως κρίθηκε, επέβαλλαν την παραπομπή της υπόθεσης για σκοπούς εκδίκασης στο Κακουργιοδικείο Λευκωσίας, η υπόθεση με διάταγμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου παραπέμφθηκε στη Λευκωσία. Κοντολογίς, αντικείμενο εξέτασης στην υπόθεση Συμιανού δεν ήταν η κατά τόπο αρμοδιότητα δικαστηρίου, αλλά το κατά πόσο συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις για εφαρμογή των προνοιών του άρθρου 174 της Ποινικής Δικονομίας.
Οι εφεσείοντες αναφερόμενοι στην επιλογή των εφεσιβλήτων να καταχωρίσουν την Ποινική Υπόθεση 13291/12 στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, χωρίς να αιτιολογήσουν τη συγκεκριμένη επιλογή τους, υπέβαλαν ότι αυτή συνιστά, υπό τις περιστάσεις, κατάχρηση εξουσίας την οποία το πρωτόδικο δικαστήριο όχι μόνο «απέτυχε να εντοπίσει», αλλά και εσφαλμένα επιδοκίμασε με την αναφορά του, «...... δεν θεωρώ ότι έχριζε οποιασδήποτε αιτιολόγησης η απόφαση του αιτητή να ασκήσει το δικαίωμα που του παρέχεται από τον ίδιο το Νόμο». Ούτε η εν λόγω θέση μας βρίσκει σύμφωνους. Οι εφεσείοντες, απλά άσκησαν, όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει, δικαίωμα που τους παρέχει ο Νόμος.
Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Με το δεύτερο λόγο έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι, «δεν έχει γίνει απόκρυψη γεγονότων ουσιαστικής σημασίας των οποίων η αποκάλυψη θα έτεινε να επηρεάσει την έκδοση του διατάγματος μονομερώς».
Σαν ουσιώδη στοιχεία και γεγονότα, που, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, οι εφεσίβλητοι απέκρυψαν με αποτέλεσμα να δικαιολογείται η απόρριψη της ενδιάμεσης αίτησης χωρίς να παρίσταται ανάγκη εξέτασης της ουσίας της, οι εφεσείοντες αναφέρουν, μεταξύ άλλων, και τα εξής στα οποία δόθηκε από τους ευπαίδευτους συνηγόρους τους, ιδιαίτερη έμφαση: Ότι οι εφεσίβλητοι είχαν προειλημμένη απόφαση για τη μη έκδοση της άδειας οικοδομής από τις 2/7/2007, ότι η απόφαση για μη έκδοση της άδειας οικοδομής λήφθηκε από τις 29/7/2010 και τέλος, ότι οι απόψεις από όλα τα εμπλεκόμενα κυβερνητικά τμήματα στάληκαν στους εφεσιβλήτους από το 2010.
Απόκρυψη ουσιαστικών γεγονότων σε μονομερή αίτηση στην ουσία ισοδυναμεί με εξαπάτηση του δικαστηρίου. Όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί, το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό και η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Ο αιτητής έχει υποχρέωση να αποκαλύψει στο δικαστήριο όχι μόνο τα γεγονότα τα οποία γνωρίζει, αλλά και οποιαδήποτε άλλα γεγονότα τα οποία θα μπορούσε να γνωρίζει αν προέβαινε σε λογικές και κατάλληλες κάτω από τις περιστάσεις έρευνες και τα οποία γεγονότα θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά μπορεί να γίνει στις υποθέσεις Demstar Ltd. v. Zim Israel Navigation (1996) 1 A.A.Δ. 597, Resola (Cyprus) Ltd. v. Χρίστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598, The Timberland of USA v. Evans & Sons Ltd. (1998) 1 A.A.Δ. 1179 και Dimitry Rybolovlev v. Έλενα Rybolovleva, Π.Ε. 130/2009, ημερομηνίας 29/1/2010).
Το πρωτόδικο δικαστήριο ενώπιον του οποίου οι εφεσείοντες πρόβαλαν το εν λόγω επιχείρημα, παραπέμποντας σε σχετική επί του θέματος νομολογία, κατέληξε ως πιο πάνω, απορρίπτοντας το επιχείρημα. Δεν διαφωνούμε με την πρωτόδικη απόφαση. Οι εκατέρωθεν σχετικές με την ύπαρξη προειλημμένης απόφασης για τη μη έκδοση της άδειας οικοδομής, όπως και με τη λήψη απόφασης για μη έκδοση της άδειας οικοδομής από τις 29/7/2010, προβαλλόμενες θέσεις, ουδόλως εγείρουν θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων με την έννοια του όρου, όπως αυτός ερμηνεύθηκε από τη σχετική νομολογία στην οποία έχουμε ήδη αναφερθεί. Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο διαπίστωσε, πρόκειται για εκ διαμέτρου αντίθετες θέσεις και ισχυρισμούς αντικρουόμενους. Αναφορικά με τη θέση των εφεσειόντων ότι οι εφεσίβλητοι απέκρυψαν το γεγονός ότι οι απόψεις των εμπλεκόμενων κυβερνητικών τμημάτων ήταν γνωστές στους εφεσιβλήτους από το 2010, η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου, διαπίστωση με την οποία και συμφωνούμε, είναι πως ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό του εφεσιβλήτου στην ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, δεν απέκρυψε το συγκεκριμένο γεγονός. Απλά ισχυρίστηκε ότι οι εν λόγω απόψεις δεν ήταν ολοκληρωμένες. Έχουμε την άποψη ότι, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και του είδους της κατηγορίας, αντικείμενο του κατηγορητηρίου, το γεγονός ότι ο ενόρκως δηλών για λογαριασμό των εφεσιβλήτων παρέλειψε να κάμει ιδιαίτερη μνεία στο περιεχόμενο των απόψεων των άλλων εμπλεκόμενων τμημάτων, δεν συνιστά απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος με την έννοια του σχετικού όρου.
Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε ο λόγος έφεσης 2 μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο τρίτος λόγος έφεσης απεσύρθη στο στάδιο ακρόασης της έφεσης, αμφισβητείται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου δικαστηρίου να προχωρήσει σε εξέταση της ουσίας της μονομερούς αίτησης, εδράζοντας το εύρημα του αναφορικά με τη δικαιοδοσία του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας στο άρθρο 3 του Νόμου 43/74, παρά το γεγονός ότι στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στο συγκεκριμένο άρθρο ή στο συγκεκριμένο Νόμο.
Για να γίνουν κατανοητές οι επί του προκειμένου θέσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των εφεσειόντων, θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε πρώτα, το σκεπτικό με βάση το οποίο το πρωτόδικο δικαστήριο οδηγήθηκε στην υπό αμφισβήτηση με τον τέταρτο λόγο έφεσης κατάληξη του:
"Αναφορικά με τον δέκατο λόγο ένστασης των Καθ' ων η αίτηση, με τον οποίο ισχυρίζονται ότι η αίτηση δεν στηρίζεται σε ορθή νομική βάση και/ή ότι πάσχει από μη θεραπεύσιμη παρατυπία ένεκα της μη συμπερίληψης σε αυτή του άρθρου 23 του Ν. 14/60 και του Ν. 43/74, σημειώνω πως σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.48, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, αυτό το οποίο απαιτείται και είναι επιβεβλημένο να καθορίζεται στην αίτηση είναι το άρθρο ή άρθρα της νομοθεσίας και των θεσμών που στοιχειοθετούν το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο το Δικαστήριο θα εξετάσει την αίτηση, (βλ. Μάριος Μαχλουζαρίδης ν. Χρίστου Ιωαννίδη κ.α., (1990) 1 Α.Α.Δ. 965). Επομένως, η επίκληση του άρθρου 23 του Ν. 14/60 και του Ν. 43/74 δεν θεωρώ ότι ήταν επιβεβλημένη για την έγκυρη στοιχειοθέτηση της υπό κρίση αίτησης, αφού αυτά άπτονται του θέματος της κατά τόπον αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, και όχι του δικαιοδοτικού πλαισίου βάσει του οποίου το Δικαστήριο θα εξέταζε τέτοιας φύσεως αίτηση. Το θέμα της κατά τόπον αρμοδιότητας είναι ένα θέμα το οποίο μπορεί να εγερθεί αυτεπάγγελτα από το ίδιο το Δικαστήριο σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και συνεπώς κρίνω ότι η μη συμπερίληψη του δεν αποτελεί εμπόδιο στην περαιτέρω προώθηση της υπό εξέταση αίτησης. Έπεται επομένως ότι και ο δέκατος λόγος ένστασης των Καθ' ων η αίτηση αποτυγχάνει."
Είναι η θέση των εφεσειόντων, θέση η οποία προβλήθηκε και πρωτόδικα, ότι η παράλειψη των εφεσιβλήτων να συμπεριλάβουν στη νομική βάση της ενδιάμεσης αίτησης τους το άρθρο 23 του Ν. 14/60, αλλά και το άρθρο 3 του Ν. 43/74, με βάση το οποίο καταχώρισαν την υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, θεωρώντας το συγκεκριμένο Δικαστήριο κατά τόπο αρμόδιο να εκδικάσει την υπόθεση και συνακόλουθα την ενδιάμεση αίτηση, «στερούσε από το Δικαστήριο το δικαιοδοτικό έρεισμα για να επιληφθεί της ουσίας της αίτησης».
Η αναφορά των συγκεκριμένων άρθρων στη νομική βάση της αίτησης ήταν, σύμφωνα με τους συνηγόρους «απολύτως αναγκαία» γιατί μόνο έτσι θα «ενεργοποιείτο η «δικαιοδοσία» και/ή «αρμοδιότητα» του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας για να επιληφθεί της υπόθεσης».
Παραπέμποντας στις υποθέσεις Μάριος Μαχλουζαρίδης ν. Χ. Ιωαννίδης κ.ά. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Αναφορικά με την Αίτηση της R. C. K. Sports Ltd. (Αρ. 2), Αίτηση 155/1993 (1993) 1 Α.Α.Δ. 618, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων υπέβαλαν ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζοντας θέμα εφαρμογής των προνοιών της Δ.48, κ. 1, προέβη σε διαφοροποίηση των εννοιών «αρμοδιότητα» και «δικαιοδοσία». Τέτοια διαφοροποίηση όχι μόνο είναι, σύμφωνα με τους συνηγόρους, άγνωστη στη νομολογία μας, αλλά και η ερμηνεία που επιδέχονται οι δύο όροι είναι, σύμφωνα πάντα με τους συνηγόρους των εφεσειόντων, ουσιαστικά ταυτόσημη, ήτοι, και με τις δύο έννοιες υποδηλώνεται η εξουσία του δικαστηρίου να αποφασίζει θέματα που παρουσιάζονται, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, ενώπιον του, για απόφαση.
Διεξήλθαμε προσεκτικά το σκεπτικό του πρωτόδικου δικαστηρίου, έχοντας συνέχεια κατά νου τις θέσεις των εφεσειόντων. Το σκεπτικό μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους. Το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο το δικαστήριο καλείται, ασκώντας τις εξουσίες του, να αποφασίζει επί θεμάτων που τίθενται ενώπιον του, διακρίνεται ουσιωδώς από το νομικό πλαίσιο που καθορίζει την κατά τόπο αρμοδιότητά του. Εκείνο που απαιτείται από τον αιτητή να καθορίσει με ακρίβεια στο νομικό υπόβαθρο της αίτησης του, είναι το δικαιοδοτικό πλαίσιο με βάση το οποίο η αίτηση του θα αποφασιστεί και όχι το νομικό πλαίσιο από το οποίο αντλεί την κατά τόπο αρμοδιότητά του. Το εν λόγω πλαίσιο δεν αποτελεί μέρος του δικαιοδοτικού πλαισίου με βάση το οποίο η αίτηση αποφασίζεται. Και είναι ακριβώς αυτή τη διάκριση που το πρωτόδικο δικαστήριο είχε κατά νου και στόχευε να αναδείξει, όταν αναφερόταν στις έννοιες «αρμοδιότητα» και «δικαιοδοσία».
Ως αποτέλεσμα, ούτε ο τέταρτος λόγος έφεσης μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, η έφεση απορρίπτεται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/ΔΓ
[1] 3. Διαρκούσης της εκρύθμου καταστάσεως και παρά τας διατάξεις του άρθρου 23 των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 έως 1972 έκαστον Επαρχιακόν Δικαστήριον κέκτηται δικαιοδοσίαν να εκδικάζη, συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 24, οιονδήποτε αδίκημα διαπραχθέν εν οιαδήποτε επαρχία της Κύπρου.
[2] 23.-(1) Έκαστον Επαρχιακόν Δικαστήριον, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 19, θα έχη δικαιοδοσίαν να δικάζη συμφώνως προς τας διατάξεις του άρθρου 24 -
(α) πάντα τα εντός της επαρχίας δι'ην το δικαστήριον καθιδρύθη αδικήματα∙
(β) ............................................................................................................