ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 601
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 140/2012)
11 Σεπτεμβρίου, 2013
[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ/στές]
ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσείοντας,
ν.
ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ,
Εφεσιβλήτου.
Π. Κυριακίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για τον Εφεσείοντα.
Κ. Δημητριάδης και Σ. Αγγελίδης με Μ. Παπαδημήτρη (κα), για τον Εφεσίβλητο.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Α. Πασχαλίδης.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.: Στις 8/2/2012 φονεύθηκε ο Βούλγαρος Yovkov Ivan Krastev, στο χωριό Τάλα, της επαρχίας Πάφου. Το θύμα δέχθηκε ένα πυροβολισμό με κυνηγετικό όπλο, όταν άνοιξε την κύρια είσοδο του σπιτιού της Μ.Κ.11, Τασούλας Κωνσταντίνου, με την οποία συζούσε, για να εξέλθει. Δεχόμενος τον πυροβολισμό ο Yovkov έπεσε νεκρός στο πάτωμα, στο εσωτερικό του σπιτιού.
Παρούσες στη σκηνή κατά το χρόνο διάπραξης του φόνου, ήταν, σύμφωνα με την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, η Τασούλα Κωνσταντίνου (Μ.Κ.11), η Φιλιππινέζα οικιακή βοηθός της Τασούλας, Tibalbalg Alie Cello (Μ.Κ.5) και η μητέρα της Τασούλας, Κατερίνα Κυριάκου (Μ.Κ.16). Και οι τρεις τους είδαν, σύμφωνα πάντα με την υπόθεση της Kατηγορούσας Aρχής, το δράστη ο οποίος προφανώς παραμόνευε το θύμα έξω από το σπίτι, τον οποίο και αναγνώρισαν στο πρόσωπο του εφεσιβλήτου. Οι Μ.Κ.5 και Μ.Κ.16 είδαν τον εφεσίβλητο αμέσως μετά τον πυροβολισμό όρθιο στη βεράντα εισόδου να κρατά στα χέρια του όπλο, ενώ η Μ.Κ.11 τον είδε αμέσως μετά από το τζάμι της κλειστής μπαλκονόπορτας του σαλονιού.
Ο εφεσίβλητος, ο οποίος να σημειωθεί είναι πρώην πεθερός της Μ.Κ.11, αναζητήθηκε από την πρώτη στιγμή και αφού εντοπίστηκε συνελήφθη. Εναντίον του ασκήθηκε ποινική δίωξη για εκ προμελέτης φόνο κατά παράβαση των άρθρων 203 και 204 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Ανακρινόμενος ο εφεσίβλητος, έδωσε συνολικά έξι καταθέσεις. Σε όλες αρνείται ενοχή.
Το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Πάφου, στην εκκαλούμενη με την παρούσα έφεση απόφαση του, αρχικά ασχολήθηκε με τη μαρτυρία που αφορούσε στις αστυνομικές έρευνες που διεξήχθηκαν με στόχο την πλήρη διαλεύκανση της υπόθεσης, το μεγαλύτερο μέρος της οποίας έκαμε δεκτό, αφού το έκρινε αξιόπιστο. Στη συνέχεια, θεωρώντας, ορθά κατά τη γνώμη μας, την αξιοπιστία των τριών πιο πάνω αυτόπτων μαρτύρων (Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16), ως το κυρίαρχο ζήτημα στην υπόθεση, εφόσον η κάθε μια από τις εν λόγω μαρτυρίες, από μόνη της ήταν αρκετή, για να εμπλέξει καταλυτικά τον εφεσίβλητο στη διάπραξη του αδικήματος, το Κακουργιοδικείο ασχολείται διεξοδικά με την κάθε μια από τις εν λόγω μαρτυρίες.
Σημειώνοντας το γεγονός ότι κάθε μια από τις πιο πάνω μάρτυρες έδωσε στην αστυνομία πέραν της μιας κατάθεσης (η Μ.Κ.5 τέσσερις καταθέσεις, η Μ.Κ.11 δύο καταθέσεις και η Μ.Κ.16 δύο καταθέσεις), με αντιφατικό σε ουσιώδεις πτυχές του και πολλές φορές εκ διαμέτρου αντίθετο, περιεχόμενο, το Κακουργιοδικείο, επισημαίνοντας, μια προς μια, τις εν λόγω αντιφάσεις, παραλείψεις και κενά, τις σχολίασε και για τους λόγους που καταγράφονται στην απόφασή του, απέρριψε και των τριών εν λόγω μαρτύρων την πτυχή της μαρτυρίας τους που αφορά στην αναγνώριση του εφεσιβλήτου ως του δράστη του εγκλήματος, περιλαμβανομένης και της πτυχής της μαρτυρίας της Μ.Κ.5 που αφορά στην αναγνώριση του εφεσιβλήτου ως του δράστη, μέσω φωτογραφιών που της υποδείχθηκαν στον αστυνομικό σταθμό.
Απορρίπτοντας τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας των εν λόγω τριών μαρτύρων, το Κακουργιοδικείο κατέληξε:
"Αποδεχόμαστε πως ο κατηγορούμενος διακατέχετο εχθρικά προς το θύμα. Η συμβίωση της Τασούλας με το θύμα τον ενοχλούσε. Τούτο προκύπτει άλλωστε και από τις δικές του καταθέσεις. Η Τασούλα και η Κατερίνα γνώριζαν πως ο κατηγορούμενος ήταν ενοχλημένος και θυμωμένος από το γεγονός και ειλικρινά πίστευαν ότι το θύμα απειλείτο από τον κατηγορούμενο. Μπορεί να μην ανέμεναν ότι ο κατηγορούμενος θα μπορούσε να τον σκοτώσει αλλά πραγματικά ανησυχούσαν ότι μπορούσε να του κάνει κάποιο κακό.
Αποδεχόμαστε πως όταν επεσυνέβηκε η δολοφονία η Τασούλα και η Κατερίνα ειλικρινά πίστεψαν πως ο δράστης ήταν ο κατηγορούμενος και πιστεύουμε ότι αυτό εντίμως εξακολουθούν να πιστεύουν. Οι ενδείξεις οδηγούν στο πρόσωπο του κατηγορούμενου.
Όμως δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι οποιαδήποτε από τις τρεις βασικές μάρτυρες είδε τον κατηγορούμενο όπως περίγραψε στη μαρτυρία της.
Έστω και αν ο προγραμματισμός την ημέρα εκείνη ήταν να μεταβούν η Τασούλα και το θύμα με το ίδιο αυτοκίνητο στη δουλειά τους, ακόμα πως θα μετέφερναν την Κατερίνα, το μικρό της εγγονάκι και την Alie όπως αναφέρθηκε, εκείνο που έχει σημασία και δεν αποδεχόμαστε είναι πως τα πρόσωπα ήσαν έτοιμα για να εξέλθουν στο χρονικό εκείνο στάδιο της κατοικίας. Η Alie ασχολείτο ακόμα με οικιακές εργασίες. Η Τασούλα ετοιμαζόταν μέσα στην τουαλέτα. Η δε ανοικτή μπαλκονόπορτα άλλου δωματίου καταδεικνύει πως οι ένοικοι δεν θα αναχωρούσαν τη συγκεκριμένη στιγμή.
Όταν η Τασούλα τηλεφώνησε στην αστυνομία η ώρα 07.40 το πρωί της δολοφονίας και ανέφερε ότι ο πεθερός της είχε σκοτώσει τον Ivan, αυτό πίστευε και γι' αυτό ήταν ενδόμυχα βέβαιη. Γι' αυτό τηλεφώνησε και στον πρώην σύζυγό της, γιο του κατηγορούμενου. Δεν αμφισβητήθηκε ότι στον Κώστα ανέφερε πως ο δράστης ήταν ο πατέρας του. Όχι όμως γιατί είδε το πρόσωπο του δράστη αλλά γιατί οι περιστάσεις λογικά την οδηγούσαν σε αυτό το συμπέρασμα. Η Τασούλα, νωρίς ανάφερε ότι ο δράστης φορούσε τζάκετ παραλλαγής. Η λογική υπαγορεύει πως δεν θα έκανε αναφορά σε κάποιο ένδυμα αν δεν είχε δει κάτι. Όμως αυτό το στοιχείο δεν μπορεί να επικυρώσει ως αληθινή τη μαρτυρία της ότι αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το πρόσωπο που είδε έξω από την κατοικία της. Μόνο εάν μπορούσαμε με ασφάλεια να βασιστούμε στο λόγο της θα μπορούσαμε να καταλήξουμε σε κάτι τέτοιο. Ενδέχεται να είδε κάποιο που φορούσε τζάκετ, ίσως υπό άλλες περιστάσεις από μεγαλύτερη απόσταση ή σε άλλο σημείο που ίσως και να ήταν ο κατηγορούμενος. Όμως η μαρτυρία της έχει βλαφτεί κατά τέτοιο τρόπο που δεν μπορούμε να την αποδεχτούμε ως αξιόπιστη."
Με την απόρριψη της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16 και τη διαπίστωση του Κακουργιοδικείου περί αδυναμίας της περιστατικής μαρτυρίας να οδηγήσει, με την ασφάλεια που απαιτείται σε ποινικές υποθέσεις, αποκλειστικά σε συμπέρασμα ενοχής του εφεσιβλήτου, οποιασδήποτε πιθανότητας η εν λόγω περιστατική μαρτυρία να συμβιβάζεται με άλλο λογικό συμπέρασμα, αποκλειομένης, το Κακουργιοδικείο απάλλαξε και αθώωσε τον εφεσίβλητο.
Η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης αμφισβητείται με τους πιο κάτω δύο λόγους έφεσης:
"1ος Λόγος Έφεσης
Ο Νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
2ος Λόγος Έφεσης
Δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα, αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής."
Στο διάγραμμά του όπως και στην ενώπιόν μας προφορική αγόρευσή του, ο εφεσείων πραγματεύεται τον πρώτο λόγο έφεσης κάτω από δύο ενότητες, οι οποίες όμως στην ουσία συμπίπτουν και αλληλοκαλύπτονται. Και οι δύο έχουν κοινό παρονομαστή τη θέση ότι η ενοχή του εφεσιβλήτου τεκμηριωνόταν πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας από την περιστατική μαρτυρία. Θα πρέπει να πούμε πως, από τη μαρτυρία, όπως πολύ ορθά το Κακουργιοδικείο διαπίστωσε, εξάλλου επ' αυτού δεν υπήρξε διαφωνία, δεν προκύπτει αναφορά οποιουδήποτε μάρτυρα ότι είδε τον εφεσίβλητο να πυροβολεί το θύμα.
Στα πλαίσια της πρώτης ενότητας ο κ. Κυριακίδης, με άξονα τις κατευθυντήριες γραμμές σε σχέση με θέματα αναγνώρισης υπόπτου, που τέθηκαν στην κλασσική πλέον υπόθεση Turnbull (1976) 63 Cr. App. Rep. 132, οι οποίες έχουν έκτοτε υιοθετηθεί και επαναβεβαιωθεί σε πληθώρα αγγλικών υποθέσεων και τις οποίες έχει και η δική μας νομολογία ενστερνισθεί (Rossides v. The Republic (1983) 2 C.L.R. 391, Αριστοφάνης Π. Σάββα ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 258, Θεοδωρίδης ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 160 και Λαζάρου ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 633), υποβάλλοντας ότι η σχετική με την αναγνώριση του εφεσιβλήτου ως του δράστη του φόνου, πτυχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16 δεν απορρίφθηκε ως αναξιόπιστη με την έννοια ότι οι συγκεκριμένοι μάρτυρες έλεγαν ψέματα, αλλά ως φτωχή και αδυνατούσα να τεκμηριώσει θετικά και με ασφάλεια την αναγνώριση του εφεσιβλήτου ως του δράστη του εγκλήματος, υποστήριξε, παραπέμποντας σε πτυχή της υπόλοιπης μαρτυρίας, ότι το Κακουργιοδικείο, όφειλε αλλά παρέλειψε να το πράξει, να αναζητήσει, υποστηρικτική μαρτυρία. Και σαν τέτοιας φύσης μαρτυρία ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε σε άλλη πτυχή της μαρτυρίας των εν λόγω τριών μαρτύρων αλλά και σε δηλώσεις του εφεσιβλήτου, στις οποίες ο τελευταίος προέβη στα πλαίσια των ανακριτικών καταθέσεων του.
Συγκεκριμένα ο κ. Κυριακίδης σχολιάζοντας τη μαρτυρία των εν λόγω τριών μαρτύρων, σύμφωνα με την οποία όταν ο εφεσίβλητος θεάθηκε στη σκηνή και αναγνωρίστηκε από τους τρεις μάρτυρες, αυτός φορούσε σακάκι παραλλαγής και κρατούσε κυνηγετικό όπλο, παρέπεμψε στο γεγονός ότι στην κατοχή του εφεσιβλήτου, ο οποίος αναζητήθηκε αμέσως και εντοπίστηκε λίγο αργότερα σε κοντινό χωράφι του, ανευρέθη κυνηγετικό όπλο, ενώ στη βάση παρακείμενου ντεποζίτου εντοπίστηκε ένα σακάκι παραλλαγής. Επίσης η σωματική διάπλαση του εφεσιβλήτου και η μεγάλη ηλικία του, συνάδουν πλήρως, σύμφωνα με τον συνήγορο, με την περιγραφή του δράστη που έδωσε η Μ.Κ.5 η οποία ουδέποτε στο παρελθόν είχε συναντήσει τον εφεσίβλητο. Επίσης ο κ. Κυριακίδης σχολιάζοντας τις διαπιστώσεις του Κακουργιοδικείου ότι ο εφεσίβλητος «διακατέχετο εχθρικά προς το θύμα» και «Η συμβίωση με το θύμα τον ενοχλούσε» υπέβαλε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσιβλήτου στις καταθέσεις του στην αστυνομία όπως π.χ. δεν γνώριζε το θύμα ούτε και ποτέ στο παρελθόν είχε συναντηθεί μαζί του, «αποτελούσαν υποστηρικτική της αναγνώρισης μαρτυρία» εφόσον πρόκειται για «αποδεδειγμένα ψεύδη» εν τη εννοία του συγκεκριμένου όρου, σύμφωνα με τη νομολογία. Επί τούτου ο συνήγορος παρέπεμψε στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 260.
Όλα τα πιο πάνω υπέβαλε ο κ. Κυριακίδης, συνεκτιμούμενα με την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία οδηγούν αποκλειστικά σ' ένα και μόνο συμπέρασμα: Ότι ο εφεσίβλητος ήταν το πρόσωπο που πυροβόλησε και σκότωσε το θύμα. Συγκεκριμένα, ο ευπαίδευτος συνήγορος, πέραν των όσων επικαλείται με τη μορφή υποστηρικτικής σε σχέση με την αναγνώριση του εφεσιβλήτου περιστατικής μαρτυρίας, επικαλείται και τα πιο κάτω γεγονότα, τα οποία στην ουσία τους δεν έχουν αμφισβητηθεί από την υπεράσπιση και τα οποία συνθέτουν την υπόλοιπη περιστατική μαρτυρία στην οποία ο συνήγορος παραπέμπει.
Το θύμα δέχθηκε τον πυροβολισμό που ρίχθηκε από την κάτω κάννη κυνηγετικού όπλου. Το κυνηγετικό όπλο που εντοπίστηκε στην κατοχή του εφεσιβλήτου ήταν με δύο κάννες - πάνω και κάτω - και ο επιλογέας του όπλου όταν αυτό εντοπίστηκε ήταν στη δεξιά θέση, θέση η οποία υποδηλώνει, σύμφωνα με τη μαρτυρία, πυροβολισμό από την κάτω κάννη. Το όπλο είχε χρησιμοποιηθεί. Ο εφεσίβλητος βέβαια ισχυρίστηκε στην αστυνομία ότι χρησιμοποίησε το όπλο για να σκοτώσει «ένα φιλικουτούνι» εναντίον του οποίου έριξε, ανεπιτυχώς όμως, ένα πυροβολισμό. Όμως όταν ο εφεσίβλητος υπέδειξε το χώρο όπου είχε, όπως ανέφερε στην αστυνομία, ρίξει το άδειο φυσίγγιο, αυτό παρά τις έρευνες της αστυνομίας δεν εντοπίστηκε. Ο εφεσίβλητος διακατεχόταν από εχθρότητα εναντίον του θύματος το οποίο θεωρούσε υπαίτιο για τη διάλυση του γάμου του γιού του με τη Μ.Κ.11. Είχε μάλιστα παραδεχθεί στην αστυνομία ότι σκέφθηκε να εκδικηθεί «όχι όμως άμεσα αλλά σε δέκα - δεκαπέντε χρόνια». Αμέσως μετά το συμβάν η Μ.Κ.11, τόσο σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον πρώην σύζυγό της και υιό του εφεσιβλήτου, όσο και στην κατάθεση της στην αστυνομία, ανέφερε ότι ο εφεσίβλητος «σκότωσε τον φίλο της». Τα ίδια ανέφερε και στον Αστυνόμο Β΄ Νίκο Σοφοκλέους ο οποίος ήταν το πρώτο πρόσωπο που η μάρτυς είδε, όταν ο Σοφοκλέους επισκέφθηκε τη σκηνή λίγα λεπτά μετά που καταγγέλθηκε το συμβάν.
Στα πλαίσια της δεύτερης ενότητας του πρώτου λόγου έφεσης, ο κ. Κυριακίδης παραπέμποντας στα πιο κάτω ευρήματα του Κακουργιοδικείου, υποστήριξε ότι πρόκειται για «αντιφατικά ευρήματα». Συγκεκριμένα ο ευπαίδευτος συνήγορος ισχυρίζεται:
"(α) Από την στιγμή που το Δικαστήριο δέχθηκε ότι ήταν κοινό έδαφος ότι ο κατηγορούμενος έκαμε μια φορά χρήση του κυνηγετικού του όπλου κατά την επίδικη ημερομηνία με την διαφορά ότι η Κατηγορούσα Αρχή του αποδίδει τον φονικό πυροβολισμό ενώ ο κατηγορούμενος διατείνεται ότι πυροβόλησε ένα φιλικουτούνι, λανθασμένα έκρινε ότι ο ΜΚ 15 δεν κατατόπισε το Δικαστήριο ως προς την εικόνα που παρουσίαζαν οι κάννες του όπλου εσωτερικά.
(β) Αν και το Δικαστήριο έκρινε ότι ο δράστης κατά τον επίδικο χρόνο του πυροβολισμού δεν βρισκόταν πάνω στην βεράντα και τούτο δεν ήταν καταλυτικό αφού όπου και αν βρισκόταν ο δράστης κατά τον πυροβολισμό εάν στην συνέχεια κινήθηκε πάνω στην βεράντα εισόδου για οποιοδήποτε λόγο τότε θα μπορούσε να ήταν ορατός από την θέση που φέρονται να στέκονταν η ΜΚ5 και ΜΚ16, στην συνέχεια το ίδιο το Δικαστήριο δεν δέχθηκε την μαρτυρία της ΜΚ16 αφού όπως ανέφερε το Δικαστήριο ο δράστης δεν μπορούσε να βρισκόταν πάνω στην βεράντα κατά την διάπραξη του εγκλήματος."
(Η έμφαση είναι του κειμένου)
Στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης, ο εφεσείων συζητά τον εσφαλμένο, κατά τον κ. Κυριακίδη, προβληματισμό, που δημιούργησε στο Κακουργιοδικείο, ο χρόνος - 20 περίπου λεπτά - που χρειάστηκε η Μ.Κ.5 για να αναγνωρίσει μέσα από δώδεκα φωτογραφίες τον εφεσίβλητο. Αναφέρει συγκεκριμένα το Κακουργιοδικείο στη σελίδα 26 της εκκαλούμενης απόφασης του περί τούτου: «Η διαδικασία αναγνώρισης από την Alie διήρκεσε χρόνο που υπερβαίνει κατά πολύ τον λογικά αναμενόμενο. Εάν ένα πρόσωπο χρειάζεται τέτοιο χρόνο για να αναγνωρίσει πρόσωπο μεταξύ 12 φωτογραφιών, στο ίδιο φύλλο χάρτου, το πιο λίγο που μπορεί να σημαίνει είναι πως έχει τέτοιες αμφιβολίες και τέτοιους ενδοιασμούς που η αναγνώριση στην οποία στη συνέχεια προβαίνει καθίσταται ανασφαλής». Παράλληλα, αμφισβητεί ως εσφαλμένο, όχι μόνο γιατί δεν υποστηρίζεται από μαρτυρία αλλά και γιατί είναι αντίθετο με την υπάρχουσα μαρτυρία, το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου ότι «η αναγνώριση του κατηγορούμενου (εφεσιβλήτου) στη φωτογραφία 5 μπορεί να είναι το αποτέλεσμα τριών ενδεχομένων ή και συνδυασμού τους. Συμπτωματικά, που δεν το νομίζουμε, ή αφού προηγουμένως της υποδείχθηκαν άλλες φωτογραφίες ή της περιγράφηκε ο κατηγορούμενος (εφεσίβλητος) ή υποκινήθηκε άμεσα ή έμμεσα να υποδείξει τη φωτογραφία 5.»
Στα πλαίσια του δεύτερου λόγου έφεσης, ο εφεσείων προωθεί επίσης τη θέση ότι το Κακουργιοδικείο παρέλειψε να λάβει υπόψη και να αξιολογήσει μαρτυρία την οποία και συγκεκριμενοποιεί στο διάγραμμά του.
Ο εφεσίβλητος προβάλλει εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη και ισχυρισμούς, κεντρικό άξονα των οποίων συνιστά το απαράδεκτο και των δύο λόγων έφεσης, σε όλη τους την έκταση. Ο εφεσείων επιχειρεί, σύμφωνα με το διάγραμμα του εφεσιβλήτου, να προσαρμόσει τους λόγους έφεσης του, στα πλαίσια του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ. 155, έτσι ώστε να δύναται να ακουστεί. Εκείνο όμως που προκύπτει από την επιχειρηματολογία του είναι, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, ότι η έφεση στην ουσία πραγματεύεται το ζήτημα της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή συναφών προς αυτή θεμάτων.
Κατ' αρχάς θεωρούμε σκόπιμο να παραθέσουμε, στο βαθμό και την έκταση που μας ενδιαφέρει, τις πρόνοιες του άρθρου 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως αυτές έχουν τροποποιηθεί από τον περί Ποινικής Δικονομίας (Τροποποιητικός) Νόμος του 1998 (Ν. 54(Ι)/98) (ο Νόμος), οι οποίες παρέχουν στο Γενικό Εισαγγελέα τις εξουσίες κατ' επίκληση των οποίων έχει εφεσιβάλει την εκκαλούμενη απόφαση του Κακουργιοδικείου:
"137.-(1) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται -
(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:
(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.
(ιι) ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε.
(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.
(ιν) ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας."
Θεωρούμε επίσης σκόπιμο να αναφέρουμε ότι ο εφεσείων, βασίζει την έφεσή του, όπως διευκρίνισε απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας, αποκλειστικά στις πρόνοιες των εδαφίων (ι) και (ιιι) του πιο πάνω άρθρου και παράλληλα να καταστήσουμε σαφές ότι, ανάλογη θα είναι και η προσέγγισή μας. Υπενθυμίζουμε ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης που οι πρόνοιες του άρθρου 137(1) παρέχουν στο Γενικό Εισαγγελέα, περιορίζεται αυστηρά σε νομικά ζητήματα. ΄Ασκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς με αυτή, αποκλείεται, όπως αποκλείεται και η προσβολή ευρημάτων επί των γεγονότων. (Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 151 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Γιάννου Γεωργίου κ.ά., Ποινικές Εφέσεις 94/2010 κ.ά., ημερομηνίας 16/12/2011).
Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, το βασικό παράπονο του εφεσείοντα είναι ότι το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη σχετική με την αναγνώριση του εφεσιβλήτου ως του δράστη του εγκλήματος, πτυχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16, χωρίς, σύμφωνα με τον κ. Κυριακίδη, να αναζητήσει, ως όφειλε βάσει των αρχών που τέθηκαν στην υπόθεση Turnbull, υποστηρικτική μαρτυρία και, εφαρμόζοντας πλημμελώς το Νόμο και συγκεκριμένα τις αρχές που διέπουν τον τρόπο προσέγγισης της περιστατικής μαρτυρίας, αθώωσε και απάλλαξε τον εφεσίβλητο.
Κατ' αρχή θα πρέπει να επισημάνουμε ότι θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull, εγείρεται μόνο όταν η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εξαρτάται, αποκλειστικά ή ουσιαστικά, από την αναγνωριστική μαρτυρία και η ορθότητα της εν λόγω μαρτυρίας αμφισβητείται από την υπεράσπιση.
Έχοντας προβεί στην πιο πάνω επισήμανση, προχωρούμε να εξετάσουμε το πρώτο ζήτημα που εγείρεται στην παρούσα έφεση και που είναι ο τρόπος με τον οποίο το Κακουργιοδικείο προσήγγισε την αναγνωριστική μαρτυρία. Το βασικό ερώτημα που προβάλλει είναι: Κάτω από τις περιστάσεις και ιδιαίτερα ενόψει των λόγων για τους οποίους απέρριψε τη συγκεκριμένη πτυχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16, το Κακουργιοδικείο, προτού απορρίψει την εν λόγω μαρτυρία, όφειλε, ως είναι η θέση του εφεσείοντα, να αναζητήσει υποστηρικτική μαρτυρία, ή όχι;
Η υποστηρικτική μαρτυρία σε θέματα αναγνώρισης υπόπτων πρέπει να έχει προέλευση ανεξάρτητη από το μάρτυρα, τη μαρτυρία του οποίου αποβλέπει να υποστηρίξει και ταυτόχρονα να τείνει να υποστηρίξει την ορθότητα της αναγνώρισης, αποκλείοντας, κατά το δυνατό, το ενδεχόμενο λάθους.
Δεν εγείρεται θέμα εφαρμογής των αρχών της Turnbull και κατ' επέκταση θέμα αναζήτησης υποστηρικτικής μαρτυρίας, στην περίπτωση που το Δικαστήριο δεν θα ήταν διατεθειμένο, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, να δεχθεί ως αληθή και να στηριχθεί σ' αυτήν, την εκδοχή του μάρτυρα ότι όντως είδε το δράστη. Σε μια τέτοια περίπτωση το θέμα τελειώνει εκεί.
Σε περίπτωση όμως, που ο μάρτυς, όντως είδε το δράστη και το ζητούμενο είναι η ορθότητα της αναγνώρισης του υπόπτου στο πρόσωπο του δράστη, τότε και μόνο τότε, εγείρεται θέμα εφαρμογής των αρχών που τέθηκαν στην Turnbull. Κοντολογίς, το θέμα είναι αποκλειστικά θέμα ποιότητας της αναγνωριστικής μαρτυρίας.
Αν η ποιότητα της αναγνώρισης είναι ικανοποιητική σε βαθμό που το δικαστήριο αισθάνεται ασφαλές να στηριχθεί σ' αυτή χωρίς υποστηρικτική μαρτυρία, τότε δεν συντρέχει λόγος αναζήτησης τέτοιας μαρτυρίας.
Αν όμως η ποιότητα της μαρτυρίας αναγνώρισης είναι φτωχή, τότε το δικαστήριο θα πρέπει να αθωώσει τον κατηγορούμενο, εφόσον άλλωστε, όπως έχουμε ήδη επισημάνει, η υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής εδράζεται αποκλειστικά ή ουσιαστικά επί της αναγνωριστικής μαρτυρίας, εκτός αν υπάρχει άλλη μαρτυρία, όχι κατ' ανάγκη αναγνωριστικής φύσης, η οποία τείνει να υποστηρίξει την ορθότητα της αναγνώρισης, αποκλείοντας, κατά το δυνατό, το ενδεχόμενο λάθους (βλ. Younnas (2012) ENCA CRIM. 2022, στην οποία υιοθετήθηκαν πλήρως οι αρχές της Turnbull).
Επομένως, δεν τίθεται θέμα υποχρέωσης ή μη του εκδικάζοντος την υπόθεση δικαστηρίου να αναζητήσει υποστηρικτική μαρτυρία, εφόσον, ούτως ή άλλως, τέτοια μαρτυρία, υπόκειται στη βάσανο της αξιολόγησης αφού αυτή αποτελεί μέρος του συνόλου της μαρτυρίας που κρίθηκε αξιόπιστη.
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Turnbull είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο οι σχετικές αρχές πρέπει να τυγχάνουν χειρισμού και το όλο θέμα να προσεγγίζεται:
"All these matters go to the quality of the identification evidence. If the quality is good and remains good at the close the accused's case, the danger of a mistaken identification is lessened; but the poorer the quality, the greater the danger.
In our judgment when the quality is good, as for example when the identification is made after a long period of observation, or in satisfactory conditions by a relative, a neighbour, a close friend, a workmate and the like, the jury can safely be left to assess the value of the identifying evidence even though there is no other evidence to support it; provided always, however, that an adequate warning has been given about the special need for caution. Were the Courts to adjudge otherwise, affronts to justice would frequently occur ..................
When, in the judgment of the trial judge, the quality of the identifying evidence is poor, as for example when it depends solely on a fleeting glance or on a longer observation made in difficult conditions, the situation is very different. The judge should then withdraw the case from the jury and direct an acquittal unless there is other evidence which goes to support the correctness of the identification. This may be corroboration in the sense lawyers use that word; but it need not be so if its effect is to make the jury sure that there has been no mistaken identification ...
The trial judge should identify to the jury the evidence which he adjudges is capable of supporting the evidence of identification. If there is any evidence or circumstances which the jury might think was supporting when it did not have this quality, the judge should say so."
Έχουμε διεξέλθει προσεκτικά το κείμενο της απόφασης του Κακουργιοδικείου με ειδική αναφορά στα αποσπάσματα που μας παρέπεμψαν οι δύο συνήγοροι. Είναι η διαπίστωση μας ότι η σχετική με την αναγνώριση του εφεσιβλήτου ως του δράστη πτυχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16, απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αναληθής και όχι, ως ο ευπαίδευτος συνήγορος υποστηρίζει, επειδή ήταν φτωχής ποιότητας. Τα πιο κάτω συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου μαρτυρούν του λόγου το ασφαλές. Να σημειωθεί, χωρίς αυτό να εκλαμβάνεται ότι επιχειρούμε με οποιοδήποτε τρόπο να ελέγξουμε την ορθότητα της αξιολόγησης στην οποία προέβη το Κακουργιοδικείο της αναγνωριστικής μαρτυρίας, εξάλλου κάτι τέτοιο θα ήταν, ενόψει των προνοιών του άρθρου 137(1) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, εκτός των πλαισίων της παρούσας διαδικασίας εφόσον η παρούσα έφεση ασκήθηκε από το Γενικό Εισαγγελέα και στρέφεται εναντίον αθωωτικής απόφασης, ότι κρίνουμε ορθό, όπως ομού με τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου, αναφερθούμε, σε πολύ γενικές βέβαια γραμμές, και στους λόγους που το Κακουργιοδικείο οδηγήθηκε, κατόπιν αξιολόγησης, στην κατάληξη ότι πρόκειται περί μαρτυρίας αναληθούς.
(α) Αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.5, το Κακουργιοδικείο αφού έλαβε υπόψη του τους ισχυρισμούς που η μάρτυς πρόβαλε στις τέσσερις καταθέσεις της, την εικόνα που αναδύεται μέσα από το περιεχόμενο των εν λόγω καταθέσεων της και τις δικαιολογίες που η μάρτυς πρόβαλε για την αναίρεση των αρχικών ισχυρισμών της, κατέληξε:
"Η Alie δεν μας έκαμε θετική εντύπωση ως μάρτυρας της αλήθειας και δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι η παρέκκλιση από το περιεχόμενο της πρώτης της κατάθεσης ήταν το αποτέλεσμα επιθυμίας της να πει την αλήθεια."
Σημειώνεται ότι ενώ στην πρώτη κατάθεση της η Μ.Κ.5 αναφέρει ότι δεν είδε οποιοδήποτε έξω από το σπίτι, γιατί όταν ξέσπασε το επεισόδιο βρισκόταν στην κουζίνα και επειδή φοβήθηκε κρύφτηκε στο υπνοδωμάτιο όπου και παρέμεινε μέχρι την άφιξη της αστυνομίας, στη δεύτερη κατάθεση της ισχυρίζεται ότι φεύγοντας από την κουζίνα μπήκε στο σαλόνι του σπιτιού όπου είδε από την κύρια είσοδο, μέρος της οποίας ήταν ανοικτό, έναν άνδρα, άγνωστο της, στη βεράντα να κρατά στα χέρια του κυνηγετικό όπλο. Δεν θυμόταν καλά το πρόσωπο του, θα μπορούσε όμως να τον αναγνωρίσει είτε αν τον συναντούσε, είτε μέσω φωτογραφιών. Στην τρίτη κατάθεση της επανέλαβε ότι δεν θυμόταν τα χαρακτηριστικά του προσώπου του εν λόγω άνδρα, επέμενε όμως στη θέση της ότι αν τον έβλεπε θα μπορούσε να τον αναγνωρίσει. Η τέταρτη κατάθεση της μάρτυρος αφορά στη διαδικασία, στα πλαίσια της οποίας επιδείχθηκε στη μάρτυρα από την αστυνομία φύλλο χάρτου με δώδεκα φωτογραφίες μέγεθος φωτογραφιών διαβατηρίου. Σε μια από τις εν λόγω φωτογραφίες και συγκεκριμένα στη φωτογραφία με αριθμό 5, αναγνώρισε τον εφεσίβλητο. Η διαδικασία αναγνώρισης διήρκεσε 15 έως 20 λεπτά. Τόσα χρειάστηκε η μάρτυς για να αναγνωρίσει μέσα από δώδεκα φωτογραφίες το δράστη, γεγονός που σχολιάζεται αρνητικά από το Κακουργιοδικείο. Τα επί του προκειμένου σχόλια του Κακουργιοδικείου έχουμε παραθέσει πιο πάνω στην απόφαση μας.
(β) Αναφορικά με τη μαρτυρία της Μ.Κ.11 το Κακουργιοδικείο, αφού επεσήμανε ότι η εν λόγω μάρτυς την ίδια μέρα και συγκεκριμένα τη μέρα του επεισοδίου έδωσε στην αστυνομία δύο καταθέσεις, των οποίων το περιεχόμενο ως προς τον τόπο που αυτή βρισκόταν όταν το θύμα δέχθηκε τον πυροβολισμό, διαφέρει ουσιωδώς, κατέληξε:
"Ούτε στη μαρτυρία της Τασούλας μπορούμε με ασφάλεια να βασιστούμε. Εάν οι διαφοροποιήσεις στη δεύτερη κατάθεση της ήταν δικό της προϊόν έχει ζημιώσει σοβαρά την αξιοπιστία της. Εάν ήταν προϊόν χειρισμών των ανακριτικών αρχών θα αναμέναμε την Τασούλα να το αποκαλύψει ενώπιον μας. Γιατί αποδέχτηκε να υπογράψει τη δεύτερη κατάθεση εφόσον τόσα στοιχεία σε αυτήν δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα; Ακόμα και αν η Τασούλα πιέστηκε από την αστυνομία να υπογράψει τη δεύτερη κατάθεση και να σταθεί στα σημεία που στάθηκε κατά την αναπαράσταση, κάτι που δεν μας είπε κατά τη μαρτυρία της, και πάλι η αξιοπιστία της έχει πληγεί. Ένα πρόσωπο που υπογράφει καταθέσεις που δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα σε μια τόσο σοβαρή υπόθεση χάνει την αξιοπιστία του." (σελ. 41 της απόφασης).
Σημειώνουμε ότι ενώ στην πρώτη κατάθεση της η Μ.Κ.11 τοποθετεί τον εαυτό της να βγαίνει από την τουαλέτα όπου ήταν όταν το θύμα δέχθηκε τον πυροβολισμό και να αντικρίζει το θύμα στο δάπεδο, στη δεύτερη κατάθεση της, όπως και στην αναπαράσταση του φονικού που έλαβε χώρα αργότερα, η μάρτυς τοποθετεί τον εαυτό της στο σαλόνι όταν το θύμα ανοίγοντας την κύρια είσοδο του σπιτιού για να εξέλθει, δέχθηκε τον πυροβολισμό και έπεσε νεκρό λίγα μέτρα μακριά της. Επίσης, ενώ στη δεύτερη κατάθεση της η Μ.Κ.11 προβάλλει τον ισχυρισμό, ισχυρισμό που δεν πρόβαλε στην πρώτη κατάθεση της, ότι ο δράστης μετά τον πυροβολισμό επιχείρησε να εισέλθει στο σπίτι από άλλη είσοδο, στη δια ζώσης μαρτυρία της, η μάρτυς αρνήθηκε ότι ανέφερε κάτι τέτοιο στην αστυνομία. Επίσης, ενώ στην πρώτη κατάθεση της ισχυρίζεται ότι είδε τον εφεσίβλητο αμέσως μετά που είδε για πρώτη φορά το θύμα στο δάπεδο, στη δια ζώσης μαρτυρία της ανέφερε ότι είδε τον εφεσίβλητο μετά που ανασηκώθηκε από τη σωρό του θύματος και μάλιστα μετά από πολλή ώρα που φώναζε η μητέρα της.
(γ) Αναφορικά με τη μαρτυρία του Μ.Κ.16 το Κακουργιοδικείο, παραπέμποντας στο περιεχόμενο των δύο καταθέσεων της μάρτυρος στην αστυνομία και στη δια ζώσης μαρτυρία της, αφού επισημαίνει συγκεκριμένες διαφοροποιήσεις καταλήγει:
"Δεν αισθανόμαστε ασφαλείς στο να αποδεχτούμε τη μαρτυρία της Κατερίνας πως είδε και αναγνώρισε τον κατηγορούμενο ως το δράστη του εγκλήματος." (σελ. 34 της απόφασης).
"Η εμμονή της να αναφέρεται επανειλημμένα στη θέση πως ο δράστης δεν φορούσε μάσκα και είχε το πρόσωπο ακάλυπτο, ώστε να θεμελιώνει την αναγνώριση του, τη στιγμή που δεν μπορούσε να πει αν αυτός φορούσε καπέλο ή γυαλιά δημιουργεί στο μυαλό μας σοβαρότατες αμφιβολίες κατά πόσο είδε το δράστη κάτω από τις περιστάσεις που αυτή περίγραψε στη μαρτυρία της." (σελ. 34 της απόφασης).
"Εάν η Κατερίνα κάτι άλλο είδε και η πραγματική της αντίληψη ήταν υποδεέστερης αποδεικτικής αξίας, η προσπάθεια της να αναβαθμίσει την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας της ζημίωσε καταλυτικά την αξιοπιστία της." (σελ. 35 της απόφασης).
Η διαπίστωση μας ότι η σχετική με την αναγνώριση του εφεσιβλήτου πτυχή της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16 και συγκεκριμένα η εκδοχή των εν λόγω μαρτύρων ότι είδαν το δράστη, απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο ως αναληθής, θέτει τέρμα, εδώ και τώρα, στην οποιαδήποτε προσπάθεια ένταξης της υπόθεσης στα πλαίσια που έχουν οριοθετήσει οι αρχές της Turnbull. Συνεπώς θέμα εφαρμογής των εν λόγω αρχών δεν εγείρεται.
Η πιο πάνω κατάληξη μας σφραγίζει και τη μοίρα της ευρύτερης θέσης του εφεσείοντος ότι η ενοχή του εφεσιβλήτου τεκμηριωνόταν στον απαιτούμενο σε ποινικές υποθέσεις βαθμό, από την περιστατική μαρτυρία και συνεπώς η απαλλαγή και αθώωση του εφεσιβλήτου ήταν αποκλειστικά απόρροια πλημμελούς εφαρμογής από το Κακουργιοδικείο του νόμου και συγκεκριμένα των αρχών που διέπουν την υπαγωγή των γεγονότων στις σχετικές νομικές αρχές σε περιπτώσεις όπου η υπόθεση εναντίον του κατηγορουμένου εδράζεται επί περιστατικής μαρτυρίας. Η απόρριψη ως αναληθούς της αναγνωριστικής πτυχής της μαρτυρίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16, δεν αποδυναμώνει απλά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής. Την στερεί από τον ακρογωνιαίο λίθο του πραγματικού υπόβαθρου της, εφόσον η υπόθεση εναντίον του εφεσιβλήτου εδραζόταν, αν όχι αποκλειστικά, σε ουσιαστικό βαθμό, επί της εν λόγω μαρτυρίας.
Αναφορικά με το παράπονο του εφεσείοντα περί «αντιφατικών ευρημάτων» του Κακουργιοδικείου, παρατηρούμε τα πιο κάτω.
Το υπό στοιχείο (α) αντιφατικό, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εύρημα του Κακουργιοδικείου (βλ. σελ. 7 πιο πάνω), δεν έχει προωθηθεί από τον κ. Κυριακίδη, γι' αυτό και δεν θα μας απασχολήσει.
Το υπό στοιχείο (β) αντιφατικό, σύμφωνα με τον εφεσείοντα, εύρημα του Κακουργιοδικείου (βλ. σελ. 7 πιο πάνω), στην ουσία άπτεται της αξιοπιστίας των Μ.Κ.5, Μ.Κ.11 και Μ.Κ.16. Και οι τρεις εν λόγω μάρτυρες, τον μεν δράστη κατά το χρόνο ρίψης του πυροβολισμού τοποθετούν στη βεράντα του σπιτιού, θέση όμως που απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο με βάση την επιστημονική μαρτυρία την οποία έκαμε δεκτή, τους δε εαυτούς των τοποθετούν, κατά τον ίδιο χρόνο, στο σαλόνι του σπιτιού απ' όπου είχαν θέα προς τη βεράντα, θέση όμως που επίσης απορρίφθηκε από το Κακουργιοδικείο, το οποίο μάλιστα κατέληξε ότι καμιά από τις εν λόγω μάρτυρες δεν ήταν έτοιμη για αναχώρηση όταν το θύμα δέχθηκε τον πυροβολισμό. Το γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν αποκλείει ο δράστης μετά τη ρίψη του πυροβολισμού να ανέβηκε στη βεράντα, ουδόλως διαφοροποιεί την πραγματική κατάσταση που επικρατούσε, όπως αυτή διαπιστώθηκε από το Κακουργιοδικείο, κατά το χρόνο ρήψης του πυροβολισμού. Επομένως και το συγκεκριμένο παράπονο του εφεσείοντος εκφεύγει της εμβέλειας των δύο εξαιρέσεων του άρθρου 137(1), στις οποίες ο εφεσείων εντάσσει τους δύο λόγους έφεσης του.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Κυρίαρχη θέση στο δεύτερο λόγο έφεσης κατέχει η απόρριψη από το Κακουργιοδικείο της αναγνώρισης του εφεσιβλήτου από τη Μ.Κ.5, μέσω φωτογραφιών και τα αρνητικά επί του προκειμένου σχόλια του Κακουργιοδικείου. Και το συγκεκριμένο παράπονο του εφεσείοντα, στην ουσία άπτεται της αξιοπιστίας της Μ.Κ.5 και συνεπώς η ορθότητα ή μη της απόρριψης της εν λόγω μαρτυρίας ως αναξιόπιστης εκφεύγει της εμβέλειας του άρθρου 137(1)(α) του άρθρου 137. Για του λόγου το ασφαλές παραθέτουμε τη σχετική κατάληξη του Κακουργιοδικείου:
"Ο λόγος όμως για τον οποίο απορρίπτουμε την αναγνώριση στην οποία προέβηκε η Alie είναι γιατί διατηρούμε σοβαρές αμφιβολίες για τη γνησιότητα της εκδοχής της και δεν αποδεχόμαστε τη θέση της ότι είδε καθ' οιονδήποτε χρόνο το δράστη το πρωϊνό της 8.2.2012."
Για τους πιο πάνω λόγους και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η έφεση κρίνεται απαράδεκτη και απορρίπτεται.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ.
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
/Κ.Α. / Δ.Γ.