ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 459

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 219/2011)

 

1 Ιουλίου 2013

 

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Δ/στές]

 

ALEXANDRU NICOLAE MUNTEANU,

Εφεσείων

- ν. -

 

ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

--------------------------------------

Κ. Πιερούδη (κα), για τον Εφεσείοντα.

Π. Κυριακίδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

-------------------------------------

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Ναθαναήλ και μ΄ αυτή συμφωνεί και ο Δικαστής Πασχαλίδης.  Εγώ θα εκδώσω απόφαση μειοψηφίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Καταδικασθείς ο εφεσείων από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 7.12.2011, στις κατηγορίες του βιασμού, της απαγωγής, του τραυματισμού, της κλοπής και της μεταφοράς μαχαιριού απολήγον σε αιχμηρό άκρο εκτός οικίας ή του περιβόλου της, κατέθεσε σχετική έφεση τόσο εναντίον της καταδίκης του, όσο και εναντίον της ποινής φυλάκισης των  10 ετών που του επιβλήθηκε στην 1η κατηγορία, αυτή του βιασμού.

 

         Τα ευρήματα του Κακουργιοδικείου ως προς τη ροή των διαδραματισθέντων γεγονότων συνοψίζονται στις σελ. 23-25 της καταδικαστικής απόφασης και μεταφέρονται αυτούσια εδώ χάριν ευκολίας, διευκρινίζοντας ταυτόχρονα ότι η Μ.Κ.10 είναι η παραπονούμενη και οι Μ.Κ.13, ο φίλος και συγκάτοικος της:

 

          «Σαν συνέπεια της αποδοχής της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής στην ολότητα της και ειδικά των ΜΚ10 και 13, διατυπώνουμε σχετικά ευρήματα, με βάση την εκδοχή τους τα οποία δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε στη πλήρη τους εμβέλεια.  Είναι αρκετό να πούμε ότι την 1.5.11 ενώ η ΜΚ10 ετοιμαζόταν να εισέλθει στην είσοδο της πολυκατοικίας που διέμενε μετά τις 2.30 τα χαράματα, εμφανιζόμενος ο κατηγορούμενος με μαχαίρι (το Τεκμήριο 2(1)) και αφού τύλιξε το λαιμό της με το δεξί χέρι του, με το οποίο κρατούσε το μαχαίρι, την εξανάγκασε να τον οδηγήσει στο διαμέρισμα της, όπου κοιμόταν ο ΜΚ13, να μπουν κρυφά στην τουαλέτα-μπάνιο του διαμερίσματος, όπου με οδηγίες του και πάντα με την απειλή μαχαιριού περίφραξαν την πόρτα με κολλητική ταινία και στη συνέχεια την εξανάγκασε πρώτα να του κάνει στοματικό έρωτα, μετά κολπικό και εν τέλει πρωκτικό έρωτα με τον τρόπο που περιγράφει ανωτέρω χωρίς να θέλει αλλά μη αντιδρώντας κάτω υπό το κράτος του φόβου μήπως της κάνει κακό με το μαχαίρι.  Όταν αντελήφθηκαν ότι ο ΜΚ 13 ξύπνησε, ο κατηγορούμενος πάλι κρατώντας την  ΜΚ 10 από το λαιμό με το μαχαίρι άνοιξε την πόρτα του μπάνιου και βγήκαν έξω.  Ο κατηγορούμενος είπε του ΜΚ 13 να μην αντιδράσει και να συνεργαστεί.  Στη συνέχεια εξακολουθώντας να κρατά την ΜΚ10 από το λαιμό με το μαχαίρι, της έδωσε την κολλητική ταινία και της είπε να δέσει τα πόδια και τα χέρια του ΜΚ13.  Την άφησε να τον πλησιάσει και η ΜΚ10 του έδεσε τα πόδια και τα χέρια τα οποία τοποθέτησε πίσω του.  Μετά ο κατηγορούμενος έβαλε την ΜΚ10 και κάθισε δίπλα του πάνω σε ένα τραπεζάκι και άρχισε να μιλά στον Andrei λέγοντας όλη την ιστορία της σχέσης του με την ΜΚ10 ενώ ο ΜΚ13 και η ΜΚ10 τον άκουγαν.  Αυτή η κατάσταση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες.   Σε κάποια στιγμή, ο ΜΚ13 ήθελε να πάει στο αποχωρητήριο, έτσι ο κατηγορούμενος του έκοψε τις κολλητικές ταινίες και τον ελευθέρωσε.  Ο ΜΚ13 πήγε στην τουαλέτα και όταν βγήκε έξω, πήγε στην κουζίνα και έκανε τσάι μόνος του.  Εκείνη τη στιγμή, ο κατηγορούμενος είπε της ΜΚ10 να δέσει ξανά τον ΜΚ13 πάνω σε μία καρέκλα, πράγμα το οποίο έκανε, χωρίς να αντιδράσει ο ΜΚ13.  Μετά από μερικά λεπτά η ΜΚ10 είπε στον κατηγορούμενο ότι ήθελε να κατεβεί κάτω και να πάει στην υπεραγορά να ψωνίσει κάποια πράγματα για το σπίτι.  Αυτός δεν της το επέτρεψε και την έβαλε να καθίσει και αυτήν σε μια καρέκλα, την οποία έβαλε πίσω από καρέκλα στην οποία καθόταν ο Andrei, μετά από οδηγίες του κατηγορούμενου και κάθισαν με γυρισμένες τις πλάτες (όπως οι καρέκλες φαίνονται στις φωτογραφίες, Τεκμήριο 4Α).  Ο κατηγορούμενος πήρε την κολλητική ταινία και αφού αρχικά της έδεσε τα χέρια και τα πόδια πάνω στην καρέκλα, στη συνέχεια τους έκλεισε το στόμα με την ταινία και τους έδεσε και τους δυο μαζί.  Στη συνέχεια ο κατηγορούμενος πήρε το χρηματικό ποσό των €35 που υπήρχε πάνω στο τραπεζάκι, λέγοντας ότι θα πάει να ψωνίσει τα πράγματα που ήθελε η ΜΚ10 και ακολούθως πήρε τα κλειδιά της ΜΚ10, τους κλείδωσε και έφυγε από το σπίτι.  Οι ΜΚ10 και 13 καταφέρνουν μετά την πάροδο κάποιων λεπτών να απελευθερωθούν και να ειδοποιήσουν την Αστυνομία, στην οποία και προσφεύγουν για να ακολουθήσουν τα ανακριτικά διαβήματα ως πιο πάνω.  Σε κάποια φάση του επεισοδίου ο κατηγορούμενος προκάλεσε με το μαχαίρι που της κρατούσε στο λαιμό και στο πρόσωπο τις δυο  μικρές εκδορές που περιγράφονται πιο πάνω (από ιατροδικαστή και φαίνονται στις φωτογραφίες 1Α).

 

           Στις 14.5.11 το πρωί επεσυνέβη το επεισόδιο έξω από το σπίτι της ΜΚ10, κατά το οποίο ο κατηγορούμενος προσεγγίζει την παραπονούμενη κρατώντας μαχαίρι-σουγιά (Τεκμήριο 10Α) και την τραυματίζει στο πηγούνι.  Την ίδια ώρα επεμβαίνει ο ΜΚ13, ο οποίος ακολουθούσε την ΜΚ10 και καταφέρνει να ακινητοποιήσει τον κατηγορούμενο, ενώ το μαχαίρι πέφτει στο έδαφος, απ΄ όπου  το παραλαμβάνει η Αστυνομία η οποία καταφθάνει στο χώρο, ενώ ο κατηγορούμενος παρέμεινε ακινητοποιημένος από τον ΜΚ13 ώσπου να τον παραλάβει η Αστυνομία.»

 

Η εικόνα θα γίνει πιο κατανοητή αν προστεθούν σ΄ αυτή με πιο αναλυτικό τρόπο, τα όσα ανωτέρω το Κακουργιοδικείο συνοψίζει σε επτά γραμμές σε σχέση με το πρωταρχικό επεισόδιο του βιασμού.  Όταν η παραπονούμενη είχε πλησιάσει την κύρια είσοδο της πολυκατοικίας όπου διέμενε, την πλησίασε ο εφεσείων με ένα κουζινομάχαιρο, και αγκαλιάζοντας την από το λαιμό, της είπε να μην φωνάζει και ότι ήθελε να μιλήσουν.  Η παραπονούμενη δεν αντέδρασε, άνοιξε το διαμέρισμα στο οποίο κοιμόταν ο φίλος της Andrei  (ΜΚ13), με τον οποίο είχε δημιουργήσει ερωτικές σχέσεις τους προηγούμενους τέσσερεις μήνες, ο δε εφεσείων την οδήγησε στο δωμάτιο του μπάνιου.  Η πόρτα δεν κλείδωνε, και με οδηγίες του εφεσείοντα που γνώριζε από προηγούμενες επισκέψεις του στο διαμέρισμα της, όταν είχαν  ερωτικές σχέσεις, πήρε κολλητική ταινία από την κουζίνα που ήταν ακριβώς δίπλα και την κόλλησαν περιμετρικά της πόρτας, αφού από κάτω έβαλαν χαρτί τουαλέτας κατά τρόπο που να μην φαίνεται το φως του δωματίου του μπάνιου, από τον υπόλοιπο χώρο του διαμερίσματος.  Ο εφεσείων ζήτησε στη συνέχεια από την ίδια να λουσθεί, όπως και έγινε, και μετά αφού κατέβασε το παντελόνι του κάθισε στο κάθισμα της τουαλέτας και ζήτησε από την παραπονούμενη να γονατίσει και να του κάμει στοματικό έρωτα.  Αφού αυτό έγινε για μερικά λεπτά, μετά ο εφεσείων  ζήτησε από την παραπονούμενη να τοποθετήσει μια φόρμα που ήταν στο μπάνιο, στο κάθισμα της τουαλέτας, να καθίσει σ΄ αυτό και στη συνέχεια αφού πήραν την κατάλληλη στάση, ο εφεσείων προχώρησε, χωρίς τη συγκατάθεση της, να εισχωρήσει στον κόλπο της μέχρι που εκσπερμάτωσε.  Μετά ο εφεσέιων την τοποθέτησε αντίθετα, με τα χέρια της να ακουμπούν στον τοίχο του μπάνιου και εισχώρησε στον πρωκτό της για μερικά λεπτά μέχρι που εκσπερμάτωσε και πάλι.  Η παραπονούμενη σ΄ όλη τη διάρκεια των ανωτέρω, δεν αντέδρασε, ούτε αντιστάθηκε καθόλου διότι φοβόταν την αντίδραση του εφεσείοντος.

 

Να σημειωθεί ότι η συνεύρεση του εφεσείοντος και της παραπονούμενης κατά τον ως άνω περιγραφέντα τρόπο διήρκησε, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ίδιας της παραπονούμενης, από τις 03.00 π.μ. όταν έφθασε στο διαμέρισμα της και την πλησίασε ο εφεσείων, μέχρι τις 05.30 π.μ., μέχρι που άνοιξαν την πόρτα του μπάνιου και είδαν απέξω τον Andrei, ο οποίος μόλις είχε ξυπνήσει και ήθελε να χρησιμοποιήσει το μπάνιο, ενώ στη συνέχεια κάθισαν και οι τρεις στο υπνοδωμάτιο και συνομιλούσαν μέχρι περίπου τις 10.00 π.μ.  Σ΄ αυτό το χρονικό διάστημα η παραπονούμενη, σύμφωνα με τη μαρτυρία της (σελ. 80-81 των πρακτικών), έφτιαξε και καφέ, ενώ ο Andrei, τον οποίο ο εφεσείων ξέδεσε από τις κολλητικές ταινίες, (με τις οποίες έβαλε αρχικά την παραπονούμενη να τον δέσει στην καρέκλα), ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιήσει την τουαλέττα, έφτιαξε μόνος του ένα τσάϊ.  Η παραπονούμενη έβαλε σε κάποια φάση και μουσική στον υπολογιστή για να ακούνε.

 

Στα ίδια πλαίσια κινήθηκε και η μαρτυρία του Andrei, ενώ και οι δύο, παραπονούμενη και Andrei, κατέθεσαν και ως προς το επεισόδιο ημερ. 14.5.2011, όπου φέρεται ο εφεσείων να περίμενε την παραπονούμενη έξω από την πολυκατοικία όπου διέμενε, στη συνέχεια δε της επιτέθηκε τραυματίζοντας τη με σουγιά για να τον ανακόψει όμως ο Andrei, ο οποίος ακολουθούσε την παραπονούμενη και δεν είχε γίνει αντιληπτός προηγουμένως από τον εφεσείοντα.

 

Ο εφεσείων στη μαρτυρία του δεν αμφισβήτησε τα όσα έλαβαν χώραν στο δωμάτιο του μπάνιου την 1.5.2011 με την παραπονούμενη και στη συνέχεια τα όσα ακολούθησαν στο υπνοδωμάτιο.  Η θέση του όμως ήταν ότι όλα έγιναν με τη συγκατάθεση και μάλιστα με την προτροπή της παραπονούμενης με την οποία είχε προηγούμενο τριετή δεσμό, τον οποίο ο ίδιος είχε διακόψει διότι η παραπονούμενη είχε αποδεχθεί εργασία σε μπυραρία.  Εκείνη όμως εξακολουθούσε να επιζητεί την συντροφιά του και του απέστελλε συνεχή μηνύματα για να συναντηθούν.  Συναντήθηκαν λοιπόν στα μέσα Μαρτίου, μίλησαν αρχικά φιλικά και κατέληξαν σε ένα ξενοδοχείο να κάνουν έρωτα.  Συναντήθηκαν και πάλι στις 28.3.2011 στην επιμονή της παραπονούμενης και εν τέλει έμειναν και μαζί τέσσερεις μέρες στο διαμέρισμα της, χωρίς να του αναφερθεί ποτέ η ύπαρξη του Andrei

 

Την 1.5.2011, η παραπονούμενη του έστειλε μήνυμα η ώρα 0.2.00 π.μ. ότι ήθελε επειγόντως να τον συναντήσει και είχε μεγάλα προβλήματα.  Συναντήθηκαν έξω από την πολυκατοικία της παραπονούμενης, συζήτησαν για λίγο, του είπε για τα προβλήματα που είχε με τον Andrei που γνώρισε στην μπυραρία και ο οποίος άρχισε να της απομυζά χρήματα.  Του είπε ότι δεν είχε κανένα άλλο εκτός από τον εφεσείοντα και του ζήτησε να πάνε πάνω να συζητήσουν και οι τρεις βοηθώντας την να απελευθερωθεί από τον Andrei.  Όταν πήγαν στο διαμέρισμα, του έκανε νόημα για να πάνε στο μπάνιο, γνώριζε δε από τις τέσσερεις μέρες που έμενε στο διαμέρισμα ότι η πόρτα δεν έκλεινε καλά, είχε μάλιστα προσπαθήσει να την φτιάξει χωρίς επιτυχία.  Τότε άρχισε να τον χαϊδεύει, άνοιξε ένα ντουλάπι από τη διπλανή κουζίνα, πήρε κάτι, μετά ένα άλλο και όταν η παραπονούμενη επέστρεψε στο μπάνιο, είδε ότι είχε στο ένα χέρι μια ταινία και στο άλλο ένα μαχαίρι.  Του ζήτησε να την βοηθήσει να κλείσουν την πόρτα με χαρτί τουαλέτας και να την σφραγίσουν με την κολλητική ταινία, όπως και έγινε, με τον ίδιο να κόβει την ταινία σε κομματάκια τα οποία της έδινε, η δε παραπονούμενη, ούσα πιο ψηλή από αυτόν, κρατούσε με το πόδι την πόρτα και τοποθετούσε το χαρτί και την ταινία.

 

 Τα όσα ακολούθησαν έγιναν κοινή συναινέσει, ουδέποτε τη βίασε, ούτε την απείλησε με μαχαίρι, ούτε  την εκφόβισε με οποιονδήποτε τρόπο.  Στη συνέχεια άκουσαν τον Andrei που προηγουμένως κοιμόταν να είχε ξυπνήσει και ο οποίος ξαφνιάστηκε όταν τους αντίκρυσε να βγαίνουν από το μπάνιο.  Κάθισαν και οι τρεις στο υπνοδωμάτιο, η παραπονούμενη έφτιαξε καφέ και υπήρχε μεγάλη αμηχανία.  Στο τέλος, ο  ίδιος άνοιξε την κουβέντα και είπε στον Andrei  την αλήθεια για το ποιος ήταν, ότι γνώρισε την παραπονούμενη σε μπυραρία και μετά την έβγαλε από εκεί.  Ο Andrei του εξήγησε και εκείνος τα δικά του οικογενειακά προβλήματα και ότι δεν είχε εργασία.  Στη συνέχεια ο εφεσείων έφυγε νοιώθοντας ότι η παραπονούμενη δεν ήθελε να μιλήσει λέγοντας προς αυτούς να κάνουν ό,τι ήθελαν μαζί.  Δεν έκλεψε χρήματα, ούτε είχε λόγο τη στιγμή όπου όταν έμεναν μαζί, της είχε αγοράσει και ένα μεταχειρισμένο laptop για να έχουν και οι δύο.

 

Στη συνέχεια και μέχρι τις 14.5.2011, η παραπονούμενη εξακολουθούσε να του στέλλει μηνύματα επιμένοντας να τον δει, ο ίδιος όμως δεν ήθελε.  Όταν ήταν κοντά στην πολυκατοικία της, της έστειλε μήνυμα στην επιμονή της να βρεθούν και να ανταλλάξουν τα «δακτυλίδια της λογοδοσίας» τους,  ώστε να τελειώσουν όλα.  Όταν είδε εκεί την παραπονούμενη πρόσεξε ότι έσταζε λίγο αίμα από το πηγούνι της, την έπιασε από τον  ώμο να την ρωτήσει τι συνέβαινε, όταν ένοιωσε τον Andrei να τον κρατά και να μην τον αφήνει να φύγει.  Ο Andrei ρώτησε τότε την παραπονούμενη αν ήταν έτοιμη, και εκείνη έβγαλε το κινητό τηλέφωνο της και κάλεσε, όπως αντιλήφθηκε, την αστυνομία.  Ούτε εκείνη τη μέρα απείλησε ή τραυμάτισε την παραπονούμενη, ούτε και είχε μαζί του σουγιά.

 

Όλη η έφεση περιστρέφεται γύρω από το εύλογο της αξιολόγησης των μαρτύρων από το Κακουργιοδικείο.  Η                 κα Πιερούδη υπέδειξε και ενώπιον του Κακουργιοδικείου, και ενώπιον του Εφετείου, αντιφάσεις στη μαρτυρία της παραπονούμενης με αυτή του Andrei, εγγενείς αντιφάσεις στην ίδια τη μαρτυρία της παραπονούμενης, αλλά και του Andrei, καθώς και αντιφάσεις που προέκυψαν ως εκ της κατάθεσης του Andrei με αυτή του γενετιστή Μάριου Καριόλου.  Υπέδειξε επίσης ότι τόσο η παραπονούμενη, όσο και ο Andrei είναι ισχυράς σωματικής διαπλάσεως, σ΄ αντιθεση με τον εφεσείοντα, ο οποίος είναι χαμηλότερος τους σ΄ ύψος, αλλά και λεπτότερος και ελαφρύτερος, θέλοντας να τονίσει ότι τόσο η παραπονούμενη, όσο και ο Andrei  μπορούσαν να ακινητοποιήσουν τον εφεσείοντα αν το ήθελαν, όπως ακριβώς είχε πράξει ο Andrei στις 14.5.2011 όταν, κατά τον ισχυρισμό τους, ο εφεσείων περίμενε στην είσοδο της πολυκατοικίας την παραπονούμενη κρατώντας ένα σουγιά με τον οποίο και την τραυμάτισε στο πηγούνι.  Ήταν τότε που ο Andrei, τον οποίο δεν είχε προηγουμένως αντιληφθεί ο εφεσείων, τον έπιασε από πίσω, κρατώντας τον γερά από το χέρι ακινητοποιώντας τον.  Η συνήγορος επίσης αναφέρθηκε στο ποσό των €35, το οποίο ο εφεσείων πήρε τη προτροπή της παραπονούμενης από το τραπεζάκι του υπνοδωματίου για να ψωνίσει φαγώσιμα που του είχε η ίδια υποδείξει, εισηγούμενη ότι υπήρχε αντίφαση με την κατάθεση της στην αστυνομία ως προς το πού ήσαν προηγουμένως τα χρήματα αυτά, στο παντελόνι της παραπονούμενης ή στο τραπεζάκι ευθύς εξ αρχής.

 

Έχοντας εξετάσει με ιδιαίτερη προσοχή τη μαρτυρία, όπως αυτή αποτυπώθηκε στα πρακτικά, σε συνδυασμό με τις καταθέσεις στην αστυνομία όλων των μαρτύρων, πρέπει να λεχθεί, χωρίς ενδοιασμό, ότι η αξιολόγηση του Κακουργιοδικείου πάσχει πολλαπλώς.  Χωρίς προς στιγμή να αμφισβητείται η αξία της άμεσης παρακολούθησης των μαρτύρων κατά την ένορκη κατάθεση τους, όπου το Δικαστήριο είναι σε θέση άμεσα να παρατηρήσει τις αντιδράσεις τους κατά την κύρια εξέταση και την αντεξέταση τους, τον τρόπο αντίληψης τους και την ειλικρίνεια ή ανειλικρίνεια που μεταδίδουν με την όλη προσωπικότητα και συμπεριφορά τους, στην πάντοτε ζωντανή ατμόσφαιρα της επί Δικαστηρίω αντιπαράθεσης, αποκτούν επίσης σημασία και οι καταθέσεις στην αστυνομία, όταν τα δρώμενα είναι ακόμη νωπά στη μνήμη των εμπλεκομένων, καθώς και τα τεκμήρια που περισυνελέγονται από τη σκηνή του εγκλήματος και η επιστημονική και άλλη πραγματική μαρτυρία που είναι, αναλόγως, διαθέσιμη.

 

 Το έργο του Δικαστηρίου στην αναζήτηση της αλήθειας στο  μέτρο βεβαίως του ανθρωπίνως δυνατού, είναι έργο περίπλοκο, περίτεχνο και ιδιαίτερα λεπτό.  Η ανθρώπινη εμπειρία, την αντικειμενική συνισταμένη της οποίας εκφράζει το κάθε Δικαστήριο, διδάσκει ότι είναι απροσδιόριστα απεριόριστη η περιπτωσιολογία της ανθρώπινης έκφρασης μ΄ όλες τις εκφάνσεις της.  Είναι γι΄ αυτό που ένα Δικαστήριο, ιδιαιτέρως ποινικής δικαιοδοσίας, οφείλει να διυλίζει, να διηθίζει και να φιλτράρει την όλη μαρτυρία με περισσή επιμέλεια και τέτοια προσοχή έτσι ώστε αν καταλήξει σε ενοχή, αυτή να είναι συμβατή με το διαχρονικό αξίωμα και θεμέλιο στην ποινική δίκη, ότι ουδείς καταδικάζεται εκτός εάν κριθεί ένοχος πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.

 

Στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης, ήσαν πολλά τα δεδομένα που όφειλαν να λειτουργήσουν προς την κατεύθυνση της ανάδυσης μιας τουλάχιστον υποβόσκουσας αμφιβολίας στη σκέψη του Κακουργιοδικείου. Αναφέρονται λοιπόν στη συνέχεια τα εξής:

 

 (i) Η θέση της υπεράσπισης (και η ένορκη κατάθεση του εφεσείοντος), έφεραν το μαχαίρι που χρησιμοποιήθηκε κατά το επεισόδιο της 1.5.2011, να μην ανήκε στον εφεσείοντα, ο οποίος κατά την εκδοχή του, ούτε το πήρε στην πολυκατοικία και στο διαμέρισμα της παραπονούμενης, αλλά ούτε και το χρησιμοποίησε κατά παράνομο τρόπο.  Ήταν αντίθετα η παραπονούμενη που  το πήρε από την κουζίνα του διαμερίσματος της, καθώς και την κολλητική ταινία, που στη συνέχεια με την προτροπή της παραπονούμενης ο ίδιος έκοβε σε κομμάτια και της τα έδιδε ώστε εκείνη, ούσα πιο ψηλή από αυτόν, να εφάρμοζε το χαρτί τουαλέτας στον πόρτα σφραγίζοντας την στη συνέχεια με την κολλητική ταινία.  Αποκτά επομένως σημασία η κάθετη θέση του Andrei ότι ουδέποτε σε όλο το επεισόδιο που έλαβε χώραν στην παρουσία του, άγγιξε το μαχαίρι.  Στην αντεξέταση του (σελ. 122 των πρακτικών), ο Andrei αρνήθηκε υποβολές ότι το μαχαίρι που η παραπονούμενη παρέδωσε στην αστυνομία ήταν ένα συνηθισμένο μαχαίρι κουζίνας που είχαν και χρησιμοποιούσαν στο διαμέρισμα τους.  Στην υποβολή ότι βρέθηκε δικό του DNA σ΄ αυτό το μαχαίρι επί της χειρολαβής, αρχικά απάντησε ότι δεν κατάλαβε την ερώτηση και μετά αρνήθηκε ότι βρέθηκαν τέτοια αποτυπώματα.

 

Η επιστημονική μαρτυρία του Μάριου Καριόλου, Μ.Κ.11, έθεσε τα πράγματα ως εξής: ότι, όταν ένα πρόσωπο αγγίξει ένα αντικείμενο δεν σημαίνει κατ΄ ανάγκην ότι θα εναποθέσει στο αντικείμενο το οποίο αγγίζει τα κύτταρα του. Αυτό σε αναφορά στο άγγιγμα χεριού με αντικείμενο, και όχι άλλες βιολογικές ουσίες, όπως αίμα κλπ.  Ο Μ. Καριόλου κατέθεσε επίσης την έκθεση του, Τεκμ. 14, αποτελούμενη από 16 σελίδες.  Σ΄ αυτή, καταγράφηκε ότι σε σημείο στο μαχαίρι ανευρέθηκε γενετικό υλικό εκτός από του εφεσείοντα και δυο άγνωστων προσώπων που άγγιξαν  το μαχαίρι, με την πιθανότητα το ένα εξ αυτών να ήταν ο Andrei.  Το Κακουργιοδικείο απέρριψε τη σχετική υποβολή της υπεράσπισης ότι η πιθανότητα αυτή καθιστούσε αμφίβολη την εκδοχή του Andrei, λέγοντας:

 

«Η θέση του ΜΚ13 ότι δεν άγγιξε το μαχαίρι, Τεκμήριο 2(1) βρίσκουμε ότι δεν ανατρέπεται από την επιστημονική μαρτυρία του κ. Καριόλου.  Στο απόσπασμα της έκθεσης του κ. Καριόλου που προηγήθηκε, αναφέρθηκε ως μέρος ενός σεναρίου που αναλύει ο κ. Καριόλου η πιθανότητα ένα από τα δυο άγνωστα πρόσωπα που άγγιξαν το μαχαίρι να είναι ο Andrei (βλέπε πιο πάνω) ενώ για το DNA του κατηγορούμενου ομιλούμε για βεβαιότητα στην έκθεση (χρησιμοποιείται η φράση ταυτίζεται με το γενετικό υλικό του κατηγορούμενου).  Δεν μπορούμε να μην σχολιάσουμε ότι η κα Πιερούδη δεν ζήτησε από τον κ. Καριόλου περαιτέρω επεξηγήσεις γι΄ αυτή τη πτυχή της μαρτυρίας του ειδικά αν θεωρούσε ότι ήταν μέρος της Υπεράσπισης το άγγιγμα ή μη του μαχαιριού από τον Andrei.

 

Ακόμη όπως και αν θεωρήσουμε ότι πρόκειται για βεβαιότητα εναπόθεσης γενετικού υλικού του ΜΚ13 στο μαχαίρι, παρά την περί αντιθέτου αντίληψη του ιδίου, και πάλι δεν θα ανέτρεπε αυτό το σημείο από μόνο του, την καθ΄ όλα θετική εικόνα που μας άφησε ο μάρτυρας.  Εξάλλου να παρατηρήσουμε ότι ποτέ δεν υπήρξε θέση της Υπεράσπισης που να συνδέει τον Andrei με το μαχαίρι στα δρώμενα.»  (η έμφαση είναι του Κακουργιοδικείου.)

 

Εντοπίζονται δύο σφάλματα στην ως άνω προσέγγιση:  πρώτον, δίδεται η εντύπωση ότι το Κακουργιοδικείο αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, άλλως δεν έχει νόημα η θέση του ότι δεν μπορούσε να μείνει ασχολίαστο το γεγονός ότι η συνήγορος του εφεσείοντος δεν ζήτησε εξηγήσεις από τον Δρ. Καριόλου για αυτή την πτυχή της μαρτυρίας του.  Αποτελεί βασικό σφάλμα αρχής, η αναμονή εξηγήσεων από την υπεράσπιση.  Στο σύστημα δικαίου που ακολουθείται στην Κύπρο, συχνά λησμονείται άμεσα ή έμμεσα, ότι η υπεράσπιση δεν έχει να αποδείξει οτιδήποτε. Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να υπερπηδήσει πρώτιστα το μέτρο της εκ πρώτης όψεως υπόθεσης και στη συνέχεια να αποκόψει και το νήμα της απόδειξης ενοχής πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Κατά την προσπάθεια της αυτή, η κατηγορούσα αρχή έχει να αντιμετωπίσει τη νόμιμη προσπάθεια της υπεράσπισης να δημιουργήσει εύλογες ρωγμές στο  όλο οικοδόμημα της, ούτως ώστε το Δικαστήριο να παραμείνει στο τέλος της ημέρας με εκείνη την αμφιβολία που θα ήταν νομολογιακά λανθασμένο να καταδικάσει.

 

Είναι απόλυτα θεμιτό για την υπεράσπιση να αφήνει τη δίκη να εξελίσσεται και να οικοδομεί επί των λαθών, ανακριβειών και κενών της μαρτυρίας της κατηγορούσας αρχής.  Δεν οφείλει να ερωτήσει οτιδήποτε, ούτε να εξηγήσει οτιδήποτε.  Λαμβάνει βεβαίως έτσι ένα κίνδυνο να μην αξιολογεί ορθά τη μαρτυρία που παρελαύνει ενώπιον του Δικαστηρίου θεωρώντας την, εσφαλμένα, ίσως, ως μη ικανή να οδηγήσει σε καταδίκη.  Αν όμως ορθά εκτιμά τη μαρτυρία, σε συνδυασμό πάντοτε, με τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος που αντιμετωπίζει ο κατηγορούμενος, τότε μπορεί με άνεση στο τέλος της ημέρας να υποβάλει ότι δεν υπάρχει υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου, είτε εκ πρώτης όψεως, είτε σε τελικό στάδιο.

 

Η προσφερόμενη από την κατηγορούσα αρχή επιστημονική μαρτυρία πρέπει να συνάδει απόλυτα με την εκδοχή της, (δέστε Κέττηρος ν. Αστυνομίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 395).  Ο Δρ. Καριόλου ήταν μάρτυρας της ίδιας της κατηγορούσας αρχής και ως τέτοιος προσφέρθηκε βεβαίως ως μάρτυρας αληθείας, (δέστε Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326).  Αποτελεί δε υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να παρουσιάζει στοιχεία, ακόμη και αν αυτά είναι υπέρ του κατηγορούμενου διότι είναι κατηγορούσα και όχι διωκτική αρχή, το δε ερευνητικό έργο της αστυνομίας και της ίδιας, δεν  στοχεύει απλώς στην προσαγωγή του υπόπτου στο Δικαστήριο με αποκλειστικό γνώμονα την καταδίκη του, αλλά στην ανίχνευση όλων των ουσιωδών γεγονότων ώστε να λάμψει η αλήθεια στην υπόθεση.  Υπήρχε λοιπόν επιστημονικά η πιθανότητα, δηλαδή δυνατότητα, ο Andrei να είχε αγγίξει το μαχαίρι.  Δεν απεκλείσθη.  Να σημειωθεί δε και το  εξής  στο στάδιο αυτό: το σενάριο στο οποίο αναφέρεται  το  Κακουργιοδικείο ως μέρος της έκθεσης του Δρ. Καριόλου, δεν ήταν απλώς ένα υποτιθέμενο σενάριο, ως αφήνεται να νοηθεί στο ως άνω απόσπασμα του σκεπτικού του Δικαστηρίου.  Αναδρομή στην ίδια την έκθεση, σελ. 7, αποκαλύπτει  ότι  από  το  επίχρισμα  που  είχε ληφθεί από  τη μια πλευρά της ξύλινης χειρολαβής του μαχαιριού (είχαν ληφθεί συνολικά τέσσερα επιχρίσματα), απομονώθηκε μικτό γενετικό υλικό που προερχόταν από τουλάχιστον τρία άτομα.  Τα δύο σενάρια που καθόρισε ο Δρ. Καριόλου ήταν, το ένα, ότι το μικτό αυτό γενετικό υλικό προερχόταν από τον εφεσείοντα και δύο άγνωστα άτομα και το άλλο, ότι το μικτό γενετικό υλικό προερχόταν από τρία τυχαία άγνωστα άτομα.  Στη βάση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων ο Δρ. Καριόλου σαφώς συμπέρανε ότι το πρώτο σενάριο ήταν κατά 102.000.000 φορές πιο πιθανό από το δεύτερο σενάριο, και επομένως, πέραν  του γενετικού  υλικού   του   εφεσείοντος,   εντοπίστηκαν   και   «.. ορισμένα αλλήλια  που παρατηρούνται τόσο στο γενετικό προφίλ της (παραπονούμενης), όσο και του Andrei ...».

 

 Η υπεράσπιση δεν αντεξέτασε  τον Δρ. Καριόλου, όπως ήταν άλλωστε δικαίωμα της, και επομένως η μαρτυρία του παρέμεινε ως είχε.  Αυτή η μαρτυρία δεν συνήδε με την επιμονή του Andrei ότι ουδέποτε άγγιξε το μαχαίρι αυτό, όπως δεν συνήδε ούτε και με την εκδοχή της παραπονούμενης ότι το εν λόγω μαχαίρι το έφερε ο εφεσείων μαζί του και δεν ήταν ένα συνηθισμένο μαχαίρι καθημερινής χρήσης που βρισκόταν ήδη στην κουζίνα της παραπονούμενης.  Η λογική ακολουθία της δυνατότητας να υπήρχε το γενετικό υλικό του Andrei στο μαχαίρι, έδιδε άλλη διάσταση στην εκδοχή του εφεσείοντος, η οποία θα έπρεπε, εν δυνάμει τουλάχιστον, να θεωρείτο πλέον αληθοφανής.

 

Το δεύτερο συναφές σφάλμα του Κακουργιοδικείου ήταν ο εν πάση περιπτώσει αποκλεισμός της επιστημονικής μαρτυρίας διότι, ως είπε, ακόμη και αν το γενετικό υλικό ήταν με βεβαιότητα αυτό του Andrei, τότε «.. και πάλι δεν θα ανέτρεπε αυτό το σημείο από μόνο του, την καθ΄ όλα θετική εικόνα που μας άφησε ο μάρτυρας.».  Διαπιστώνεται αντινομία και παραδοξότητα στη θέση αυτή του Κακουργιοδικείου.  Η επιστημονική μαρτυρία αποτελεί αντικειμενικό κριτήριο, και εδώ έγκειται και η αξία της.  Από την άλλη η «θετική εικόνα» που αποκομίζει το Δικαστήριο, για ένα μάρτυρα είναι υποκειμενικής υφής και αναμφίβολα δεν μπορεί να παραμένει τόσο «θετική» υπό το φως αντίθετης επιστημονικής μαρτυρίας.  Τα δύο δεν  μπορούν να συνυπάρχουν.

(ii)  Η ίδια η μαρτυρία της παραπονούμενης είχε τέτοια υφή και περιείχε τέτοια δεδομένα που αντικειμενικά κρινόμενα έπλητταν την όλη συνοχή, αλλά και το εύλογο της κατάθεσης της.  Προσεκτική εξέταση της μαρτυρίας, όπως αποτυπώθηκε στα πρακτικά της διαδικασίας, ακόμη και χωρίς το ευεργέτημα της ευθείας παρατήρησης της προσωπικότητας της κατά την ένορκη εκδοχή της, αποκαλύπτει ότι: (α) η παραπονούμενη, η οποία και είχε προηγούμενη τριετή ερωτική σχέση με τον εφεσείοντα, δέχθηκε στην αντεξέταση της ότι διατηρούσε επικοινωνία μαζί του μέχρι και την ημέρα του πρώτου επεισοδίου την 1.5.2011, κρυφά από τον Andrei, έχοντας μάλιστα και σεξουαλική επαφή σε ξενοδοχείο, τουλάχιστον μια φορά.  Τα ακόλουθα αποσπάσματα από τη μαρτυρία της είναι ενδεικτικά της όλης στάσης της παραπονούμενης:

 

Ε.     Εγώ   σου   υποβάλλω  ότι  τον  κατηγορούμενο με τον οποίο είχες σχέση εξακολουθούσες και είχες επικοινωνία μαζί του μέχρι την 1η Μαΐου του 2011 κρυφά από τον Andrei.  Έτσι είναι;

Α.     Δεν θυμάμαι.

Ε.     Δεν θυμάσαι εάν κρυφά από τον Andrei επικοινωνούσες μαζί με τον κατηγορούμενο μέχρι την 1η Μαΐου του ΄11;

Α.     Είχα συνομιλήσει μαζί του όμως πριν να συμβούν όλα αυτά, όχι συγκεκριμένα την 1η του Μάη.

Ε.     Όταν λες πριν, δηλαδή πόσο πριν;

Α.    Πριν αρχίσουν όλα αυτά τα πράγματα.

Ε.    Κυρία,  πόσο  χρονικό διάστημα πριν γίνει αυτό το συμβάν είχες την επικοινωνία που λες με τον κατηγορούμενο;

Α.      Δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία.

Ε.      Εγώ σου λέω ότι μας λες ψέματα.  Γνωρίζεις πολύ καλά ότι διατηρούσες  επικοινωνία και παράλληλη σχέση με τον κατηγορούμενο.

Δικαστήριο:  Είναι διπλή η θέση σας και επιθυμούμε να βάλετε την πρώτη θέση και τη δεύτερη θέση σε δύο ξεχωριστές υποβολές.

 

η κα Πιερούδη συνεχίζει:

 

Ε.     Αποσύρω και θα σου υποβάλω πρώτα ότι, εγώ σου λέω ότι είχες επικοινωνία και το γνωρίζεις και συχνή μάλιστα με τον κατηγορούμενο μέχρι και την 1η Μαΐου του ΄11.

Α.     Μάλιστα.

Ε.      Επίσης σου λέω ότι με τον κατηγορούμενο μέχρι και την 1η Μαΐου διατηρούσες παράλληλη σχέση με τον Andrei.

Α.     (Δεν απαντά).

Δικαστήριο:  Διατηρούσες σχέση με αυτόν, με τον κατηγορούμενο και με τον Andrei;  Ερωτική σχέση εννοεί.

 

 

η μάρτυρας συνεχίζει:

 

Α.       Δεν νιώθω καλά.

(αφού προσφέρεται νερό στη μάρτυρα)

 

Δικαστήριο:  Να ξαναδοκιμάσουμε με την ερώτηση;

 

(Επαναλαμβάνεται η ερώτηση από τη στενοτυπίστρια)

 

η μάρτυρας συνεχίζει:

 

Α.     Δεν   είχα ερωτική σχέση και με τους δύο.  Με τον ένα είχα σχέση φιλική με τον κατηγορούμενο.  Ο άλλος ήταν φίλος μου.

Ε.    Τι   είδους   σχέση   ήταν   αυτή   που λες ότι είχες με τον κατηγορούμενο μέχρι και την 1η Μαΐου του ΄11;  Θέλεις να μας την περιγράψεις;

 

...........................

 

Ε.    Πόσες  φορές .. μάλλον  δεν  είναι αλήθεια ότι μετά που βγήκε από τη φυλακή ο κατηγορούμενος συναντήθηκες μαζί του αρκετές φορές μέχρι και την 1η Μαΐου;

Α.     Μάλιστα.

Ε.    Δεν είναι αλήθεια ότι βρεθήκατε μαζί και σε ένα ξενοδοχείο και κάνατε έρωτα;

Α.     Μάλιστα.»

 

(β)  Υπήρχε προσφυγή σε εύκολες αιτιολογίες, αλλά και αντιφάσεις μεταξύ της ένορκης μαρτυρίας της και της κατάθεσης της στην αστυνομία.  Ενδεικτικά αναφέρεται: 

 

«Α.  Μου είπε ότι με τον παραμικρό θόρυβο που θα κάνω θα μου κόψει το λαιμό.

Ε.     Αυτό που μας είπες μόλις τώρα ότι σου είπε ότι δηλαδή "με τον παραμικρό θόρυβο που θα κάνεις εγώ θα σου κόψω το λαιμό", γιατί δεν τον ανέφερες μέσα στην κατάθεση σου;

Α.     Πιθανόν από το σοκ να το ξέχασα.

Ε.     Δεν θυμάσαι, όμως στην κατάθεση σου επήρες λεπτομέρειες.  Αυτό που ήταν τόσο τρομαχτικό που σου το είπε πώς το ξέχασες να το πεις στην κατάθεση σου;

Α.     Επειδή ξέχασα και ήμουν σε μεγάλο σοκ.»

 

Ανέφερε ότι είχαν κολλήσει περιμετρικά στην πόρτα του μπάνιου χαρτί τουαλέτας με κολλητική ταινία διότι η πόρτα δεν έκλεινε καλά, για να μην φαίνεται το φως.  Στην ένορκη κατάθεση της είχε πει ότι ο εφεσείων κρατούσε το μαχαίρι στο λαιμό με το ένα χέρι και με το άλλο κρατούσε το χαρτί τουαλέτας και την έβαλλε να το κολλήσει.  Στην κατάθεση της στην αστυνομία, όταν η μνήμη της ήταν ακόμη νωπή από το επεισόδιο, είχε πει ότι ήταν ο εφεσείων που κολλούσε την ταινία.  Επίσης δεν είπε στην αστυνομική της κατάθεση ότι ο εφεσείων γνώριζε πού ήταν η κολλητική ταινία (μέσα στο συρτάρι της κουζίνας), από προηγούμενη επίσκεψη επειδή δεν θυμότανε «όλα αυτά για να τα πω στην κατάθεση μου».  Ο περαιτέρω ισχυρισμός της ήταν ότι πρώτα πήγαν μαζί πάντα υπό την απειλή του μαχαιριού στο δωμάτιο του μπάνιου και μετά, πάντα με το μαχαίρι στο χέρι, βγήκαν έξω, πήγαν στην κουζίνα από όπου ο εφεσείων πήρε την κολλητική ταινία από το χώρο που γνώριζε ότι βρισκόταν.  Μετέπειτα, αφού ολοκληρώθηκε η διαδικασία γύρω στις 05.30 π.μ. βγήκαν μαζί από το μπάνιο και πήγαν και κάθισαν με τον Andrei, ο οποίος επίσης φοβήθηκε και μιλούσαν με τις ώρες, κάνοντας καφέ και τσάϊ.  Σύμφωνα με την εκδοχή της όλη αυτή την ώρα ήταν φοβισμένη διότι ο εφεσείων κρατούσε το μαχαίρι δίπλα της και όταν πήγαινε στην τουαλέτα, εκείνος την ακολουθούσε με το μαχαίρι.

 

(iii)  Τα πιο πάνω, πρέπει να ενταχθούν και στις πραγματικές διαστάσεις του διαμερίσματος και τη δομή του.  Όπως φαίνεται από τις φωτογραφίες του Τεκμ. 4Α, πρόκειται για ένα μικρό διαμέρισμα, ουσιαστικά στούντιο, η πόρτα του οποίου ανοίγει σε ένα μικρό διάδρομο.  Αμέσως δεξιά είναι μια μικρή κουζίνα, έναντι της οποίας είναι ένα μικρό δωμάτιο μπάνιου, το οποίο αποτελείται από νιπτήρα, αποχωρητήριο και ντουσέρια.  Ο μικρός διάδρομος οδηγεί απευθείας στο δωμάτιο του διαμερίσματος το οποίο ανοίγει σε μια μικρή εξωτερική βεράντα.  Πέραν του μικρού χώρου, το ουσιώδες εδώ είναι ότι το μοναδικό κρεβάτι του διαμερίσματος είναι τοποθετημένο πίσω από τον τοίχο που δημιουργεί η κουζίνα και επομένως από το υπνοδωμάτιο δεν φαίνεται το δωμάτιο του μπάνιου, ούτε το φως από αυτό, ιδιαίτερα εφόσον το προσκέφαλο του κρεβατιού ακουμπά στον τοίχο αυτό.

 

Από τις φωτογραφίες αυτές είναι επίσης φανερό ότι η λεγόμενη κολλητική ταινία είναι στην ουσία μια άσπρη διαφανής μεμβράνη, ενώ οι καρέκλες στις οποίες ο εφεσείων φέρεται να έδεσε με την ταινία αυτή την παραπονούμενη και τον Andrei είναι δύο λεπτές πτυσσόμενες καρέκλες από αλουμίνιο και ρούχο.

 

Από τα πιο πάνω συνάγεται λογικά ότι η δικαιολογία που δόθηκε για την κάλυψη της πόρτας του μπάνιου με χαρτί τουαλέτας και κολλητική ταινία για να μην φαίνεται το φως δεν είναι τουλάχιστον εμφανώς εύλογη, και η κάλυψη αυτή θα πρέπει να έγινε διότι η πόρτα δεν έκλεινε καλά ώστε να μην ακούγονται κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης.

 

(iv)  Πρόσθετα, και πάλι σε συνάρτηση όμως και με τα ανωτέρω, το Κακουργιοδικείο παρέβλεψε ένα ουσιώδη παράγοντα αυτό του διαφορετικού σωματότυπου του εφεσείοντος με την παραπονούμενη και τον Andrei.  Ο Andrei δέχθηκε στην αντεξέταση του (σελ. 119-120 των πρακτικών), ότι έχει ύψος 1.87 μ. και ήταν εύκολο γι΄ αυτόν να κρατά από το χέρι τον εφεσείοντα ακινητοποιώντας τον στις 14.5.2011 όταν έλαβε χώραν, κατ΄ ισχυρισμόν, το δεύτερο επεισόδιο.  Δέχθηκε επίσης ότι είναι πολύ μεγαλύτερος, πιο σωματώδης και πιο δυνατός από τον εφεσείοντα.  Η διαφορά του ύψους υπολογίστηκε από τον ίδιο τον Andrei περίπου στα 20 εκ., ενώ και το ίδιο το Κακουργιοδικείο εξέφρασε τη θέση όταν η κα Πιερούδη ζήτησε εντός της αιθούσης να σηκωθεί και ο Andrei και ο εφεσείων, ότι «είναι πολύ πιο ψηλός ο μάρτυρας από τον κατηγορούμενο.».  Το ύψος και μέγεθος του Andrei φαίνεται και από τη φωτογραφία 10 του Τεκμ. 4Α.  Να σημειωθεί ότι και η παραπονούμενη, στη βάση της αναντίλεκτης μαρτυρίας του ιδίου του εφεσείοντος, είναι, «μια κεφαλή πιο ψηλή», από τον ίδιο.

 

Αυτή την εμφανή διαφορά σωματότυπου που ενέχει ιδιαίτερη σημασία στο χώρο ενός μικρού δωματίου μπάνιου, αλλά και του διαμερίσματος ολόκληρου, το Κακουργιοδικείο με ευκολία παραμέρισε λέγοντας απλώς σε τρεις γραμμές, ότι δεν είχε βάση το επιχείρημα της υπεράσπισης ότι ο Andrei θα έπρεπε να είχε αντιδράσει επειδή ήταν πιο μεγαλόσωμος, λέγοντας ότι δέσπουσα θέση στην εξέλιξη των γεγονότων ήταν το μαχαίρι που κρατούσε ο εφεσείων.  Παραγνωρίστηκε όμως ότι το μαχαίρι αυτό ο εφεσείων το άφησε κατά μέρος τουλάχιστον μια φορά, όταν ο εφεσείων άφησε το μαχαίρι στο νιπτήρα, (κατάθεση παραπονούμενης, Τεκμ. 12, και μαρτυρία της στις σελίδες 77-78), την ώρα που κατ΄ ισχυρισμόν την ανάγκασε να προβεί σε στοματικό έρωτα.  Να σημειωθεί ότι,  όπως συνάγεται από την όλη κατάθεση της παραπονούμενης, ο εφεσείων επίσης δεν κρατούσε το μαχαίρι όχι μόνο καθ΄ όλη τη διάρκεια του φυσιολογικού, αλλά και του πρωκτικού έρωτα, αλλά και μέχρι το σημείο που ο εφεσείων εξήλθε μαζί της από το δωμάτιο του μπάνιου, αφού προηγουμένως είχε πει στον Andrei, με την παρότρυνση του εφεσείοντα, να βγάλει (ο Andrei) τα ρούχα του και να τον περιμένει στο κρεβάτι έχοντας του «μια έκπληξη».  Η θέση της παραπονούμενης ότι καθόλο αυτό το χρόνο δεν αντέδρασε, αλλά ήταν υπάκουη και άφηνε τον εφεσείοντα να πράττει ό,τι ήθελε και στη συνέχεια να δέσει και τον μεγαλόσωμο Andrei με τη διάφανη κολλητική ταινία, πάνω στην πτυσσόμενη ελαφριά καρέκλα, δεν συνάδει με τη λογική των πραγμάτων στο μικρό εκείνο χώρο.

 

(v) Πρέπει να σημειωθεί περαιτέρω ότι το Κακουργιοδικείο δεν τήρησε ίσο μέτρο κρίσης ως προς την αξιολόγηση της παραπονούμενης και του εφεσείοντος.  Χαρακτήρισε την όλη εκδοχή του εφεσείοντος ως:

 

«... σκιές και παραλογισμούς που άγγιζαν μια εξωφρενική ιστορία στην οποία επιχείρησε τη σεξουαλική επαφή σε ένα μπάνιο-τουαλέτα (με περιφραγμένη την πόρτα με τέλλα) και τον Andrei να κοιμάται έξω, ως ένα χαρούμενο παιγνίδισμα δύο ερωτευμένων που απολάμβαναν τη συνουσία.  Τίποτε από τη μαρτυρία του κατηγορούμενου δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής.  Εμφανώς ο ίδιος οδηγούμενος στις ατραπούς του παραλογισμού που δημιούργησε, όποτε δεν μπορούσε να εξηγήσει κάτι επικαλείτο τα θεία ως του λόγου το αληθές της δικής του εκδοχής.»

 

Σύμφωνα περαιτέρω με το Κακουργιοδικείο η εικόνα του εφεσείοντος «στο εδώλιο του μάρτυρα ήταν πέρα από αλγεινή».  Ενώ έκανε λόγο και για το «έρεβος των συλλογισμών του».

 

Διέλαθε όμως της προσοχής του Κακουργιοδικείου ότι υπήρχε ταύτιση θέσεων μεταξύ παραπονούμενης και εφεσείοντος για το όλο επεισόδιο, από πλευράς τουλάχιστον γεγονότων, πλην βεβαίως της μεταφοράς από τον εφεσείοντα του μαχαιριού και της απειλής με αυτό, της παραπονούμενης.  Αν η εκδοχή του εφεσείοντος ήταν εξωφρενική ως προς το τι έλαβε χώραν στο μπάνιο-τουαλέτα, περιφραγμένο με τέλλα, το ίδιο εξωφρενική θα έπρεπε να θεωρηθεί και η εκδοχή της παραπονούμενης με μόνη διαφορά τη θέση ότι ό,τι συνέβη ήταν χωρίς τη συγκατάθεση της.  Η αντίθετη εκδοχή του εφεσείοντος ήταν ότι εκείνη επεδίωξε την όλη ερωτική συνεύρεση τους κατά τον τρόπο που ήδη εκτενώς έχει ανωτέρω περιγραφεί.  Όμως το Κακουργιοδικείο θεώρησε, κατά την κρίση του, ότι θα ήταν εντελώς ανεδαφικό να θεωρήσει την παραπονούμενη ως ικανή να κατασκευάσει «τέτοια σενάρια, αλλά και να τα εκτελέσει», διότι, «η κοπέλα προφανώς δεν είχε τέτοια ικανότητα.  Ούτε και ο Andrei.  Και οι δύο μας φάνηκαν απλοϊκοί και χαμηλών τόνων  μη διαθέτοντες τέτοιες σύνθετες ικανότητες σκέψης.». Ξεχνώντας ότι η παραπονούμενη διατηρούσε ερωτικό δεσμό με τον εφεσείοντα για τρία ολόκληρα χρόνια, ότι είχαν ερωτική επαφή σε ξενοδοχείο και μετά τη διακοπή της σχέσης τους την οποία αρχικά αρνήθηκε, για να αποκαλύψει στη συνέχεια κατά την αντεξέταση, και ενώ η παραπονούμενη είχε στο μεταξύ δημιουργήσει δεσμό με τον Andrei.

 

(vi)  Υπάρχουν και άλλα δεδομένα τα οποία προκαλούν ερωτηματικά ως προς το εύλογο της όλης εκδοχής της παραπονούμενης και του Andrei.  Δεν χρειάζεται να καταγραφούν όλα, πλην όμως πρέπει ιδιαιτέρως να αναδειχθεί το εξής: δεν αντέχει στη βάσανο της λογικής ότι ο εφεσείων πριν φύγει από το διαμέρισμα έδεσε με την κολλητική ταινία την παραπονούμενη και τον Andrei στις καρέκλες, κλείνοντας τους και το στόμα, αλλά πριν, ζήτησε να του γράψει η παραπονούμενη μια λίστα με ψώνια για να ψωνίσει από την υπεραγορά γι΄ αυτούς λαμβάνοντας για το σκοπό αυτό το ποσό των €35 που ήταν  στο τραπεζάκι.  Πέραν της αντίφασης που υπάρχει μεταξύ της κατάθεσης Andrei και παραπονούμενης, ως προς το ότι ο πρώτος ουδόλως αναφέρθηκε  σε λίστα, η ίδια η παραπονούμενη στη σελ. 83 των πρακτικών, αντιλαμβανόμενη την παραλογία τη εκδοχής της ότι έφτιαξαν τη λίστα μαζί με τον εφεσείοντα για το τι ήθελαν να ψωνίσουν, υποβίβασε τη σημασία της λίστας αυτής λέγοντας, «Τι λίστα;  Ήταν ένα πακέτο τσιγάρα, γάλα και ζάχαρη», τα οποία μάλιστα η ίδια είπε στον εφεσείοντα να φέρει.  Γι΄ αυτά τα τρία πράγματα δεν ήταν δυνατόν να χρειάζεται η καταγραφή τους σε λίστα.  Ούτε και είχε λόγο ο εφεσείων αφού πέρασε τόση ώρα μαζί τους συζητώντας φιλικά να μην επέστρεφε, αν πράγματι πήρε τα χρήματα, με τα ζητηθέντα ψώνια.

 

Είναι υπό το φως όλων των ανωτέρω που διαπιστώνεται ανεπανόρθωτη ρωγμή στην πρωτόδικη κρίση.  Η καταδίκη βασίστηκε εξ ολοκλήρου στη θεωρηθείσα, λανθασμένα όμως, αξιόπιστη μαρτυρία της παραπονούμενης και του συντρόφου της Andrei, μαρτυρία που έγινε δεκτή χωρίς την ανάγκη ανεύρεσης ενισχυτικής μαρτυρίας, επιθυμητής ως θέμα πρακτικής, αν και όχι απαραίτητης, (δέστε Αντωνίου ν. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Σιακαλλής ν. Αστυνομίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 146), παρόλο που το Κακουργιοδικείο προχώρησε να εντοπίσει τα, κατά την άποψη του, στοιχεία που ενίσχυαν την παραπονούμενη.  Έχει όμως αποδειχθεί το τρωτό της όλης αξιολόγησης της παραπονούμενης και του Andrei με αποτέλεσμα να καθίσταται ακροσφαλής η καταδίκη του εφεσείοντος.

 

Μπορούν εδώ να μεταφερθούν τα όσα λέχθηκαν στην Tekinder Pal κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 551, στις σελ. 578-579, ως προς το πότε το Εφετείο δύναται να επέμβει στην αξιολόγηση και τα ευρήματα του κατώτερου Δικαστηρίου:

 

«Το Εφετείο επεμβαίνει, όμως, όπως λέχθηκε και στην Κυριάκος Γιάλλουρου κ.ά. ν. Σταύρου Ψύλλου διά του πατέρα αυτού Κωνσταντίνου Ψύλλου ασκώντας αποκλειστικά τη γονική μέριμνα κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1552, "... όταν τα ευρήματα αυτά αντιστρατεύονται τη λογική ή έρχονται σε σύγκρουση με την αποδεκτή από το ίδιο το Δικαστήριο μαρτυρία ή η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων. (δέστε Bullows v. Νεοφύτου (1994) 1 Α.Α.Δ. 41, Χατζηπαύλου ν. Κυριάκου (2006) 1 Α.Α.Δ. 236 και Οργανισμός Κυπριακής Γαλακτοκομικής Βιομηχανίας ν. Κώστα Α. Ζαχαρία Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 705).".  Το κριτήριο για ανατροπή των πρωτοδίκων ευρημάτων είναι το ίδιο είτε σε αστικές είτε σε ποινικές υποθέσεις, με το διαφοροποιητικό στοιχείο ότι στις ποινικές, τα ευρήματα θα πρέπει να είναι τόσο στερεά και ευλόγως αναδυόμενα από τη μαρτυρία ώστε να αντέχουν την βάσανο του ελέγχου τους στο υψηλότερο επίπεδο που απαιτείται ήτοι πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.»

 

Υπενθυμίζεται  συναφώς ότι η κατηγορούσα αρχή οφείλει να αποδείξει την υπόθεση της πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας.  Η απόδειξη της κατηγορίας ή των κατηγοριών βαρύνει εξ ολοκλήρου την κατηγορούσα αρχή και όπου διαπιστώνονται κενά στα πρωτογενή γεγονότα αφήνουν τις κατηγορίες έκθετες σε απόρριψη, (Λοΐζου ν. Αστυνομίας(1989) 2 Α.Α.Δ. 365).  Εναπόκειται στην κατηγορούσα αρχή να αποδείξει κάθε στοιχείο και συστατικό της κατηγορίας, (Woolmington v. D.P.P. (1935) AC 462), στο επίπεδο που απαιτείται από τη νομολογία.  Η διαχρονική επιβεβαιωμένη φόρμουλα «beyond reasonable doubt», παρά την κριτική που έχει κατά καιρούς υποστεί, παραμένει αποδεκτή και ισχυρή.  Εάν το Δικαστήριο μετά την αξιολόγηση των μαρτύρων και τα ευρήματα του, παραμένει με μια έστω υποβόσκουσα αμφιβολία («lurking doubt»), η αθώωση είναι αναπόφευκτη, (R. v. Cooper (1969) 1 All E.R. 32 και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) - πιο πάνω -).

 

Αυτή ακριβώς είναι και η παρούσα περίπτωση.  Η εκδοχή της παραπονούμενης και του Andrei στην καλύτερη περίπτωση αφήνει μια υποβόσκουσα αμφιβολία ως προς το αληθές της για όλους τους λόγους που έχουν ανωτέρω εξηγηθεί.  Η κατηγορούσα αρχή απέτυχε να αποδείξει το βασικό στοιχείο της μείζονος κατηγορίας του βιασμού, αυτό της απουσίας συγκατάθεσης.  Με την κατάρρευση αυτής της κατηγορίας, οι υπόλοιπες στερούνται πλέον του πραγματικού υπόβαθρου τους, υπό το φως της αναξιόπιστης στην ουσία μαρτυρίας της παραπονούμενης και του συντρόφου της.

 

Η έφεση επιτυγχάνει.  Η καταδίκη και οι συνακόλουθες ποινές ακυρώνονται.

 

Ο εφεσείων αθωώνεται σ΄ όλες τις κατηγορίες.

                                           Στ. Ναθαναήλ,

                                                     Δ.

                                           Α. Πασχαλίδης,

                                                        Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο