ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 444
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 62/2013)
20 Ιουνίου 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Π., ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, ΔΔ.]
ΜΑΝΟΥ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗ
Εφεσειόντα
ν.
ΝΙΚΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
Εφεσίβλητου
_________________
Δ. Παυλίδης, για τον Εφεσείοντα.
Κρ. Παπαλοΐζου με Α. Δημητρίου, για τον Εφεσίβλητο.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται
από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ex Tempore
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, , Π: Στις 8.3.2013 επεβλήθη ποινή φυλάκισης εννέα μηνών στον Εφεσείοντα σε σχέση με αδίκημα έκδοσης επιταγής άνευ αντικρίσματος, κατά παράβαση του άρθρου 305Α (1) του Ποινικού Κώδικα. Η επιταγή αφορούσε ποσό €100.000 έναντι του οποίου επληρώθη ποσό €1.000 όπως αναφέρεται στην απόφαση. Η επιβολή της ποινής ήταν κατόπιν παραδοχής του Εφεσείοντα στην εν λόγω κατηγορία, συσχετίσθη δε κατά την ακρόαση της έφεσης η παραδοχή αυτή και προς άλλη κατηγορία την οποία αντιμετώπιζε ο Εφεσείων για άλλη επιταγή του ίδιου ποσού ως προς την οποία όμως, κατόπιν διευθετήσεως των διαφορών μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων, εκρίθη σκόπιμο να μην προωθηθεί εκείνη η κατηγορία. Ετέθησαν ενώπιον του Δικαστηρίου όλα τα ελαφρυντικά, με έμφαση στο γεγονός ότι δεν υπήρχαν προηγούμενες καταδίκες, και ετέθη ενώπιον του Δικαστηρίου και η όλη εικόνα της οικονομικής και προσωπικής κατάστασης του Εφεσείοντα. Το Δικαστήριο, στην επιμέτρηση της ποινής, ανεφέρθη στη νομολογία για να καταδείξει ότι αδικήματα αυτού του είδους θεωρούνται σοβαρά εφ΄όσον επηρεάζουν την εντιμότητα και τη βεβαιότητα των συναλλαγών. Ήταν τούτο που εβάρυνε στην κρίση του Δικαστηρίου, και παρά το γεγονός της απουσίας προηγούμενων καταδικών, ώστε να καταλήξει σε ποινή φυλάκισης και μάλιστα του ύψους των εννέα μηνών, της υπόθεσης κρινόμενης έτσι ως ιδιαίτερα σοβαρής. Tο Δικαστήριο εξήγησε γιατί η ποινή του, με αναφορά στις διαστάσεις της νομολογίας, θα έπρεπε να αντανακλά δεόντως αυτό τον παράγοντα.
Εξέτασε επίσης το Δικαστήριο θέμα αναστολής της ποινής φυλάκισης όπως ετέθη ενώπιον του, και κατάληξε ότι όλοι οι παράγοντες είχαν ληφθεί υπ΄όψη και συνυπολογισθεί για σκοπούς της επιμέτρησης της ποινής και δεν υπήρχε τίποτε το ιδιαίτερο στην υπόθεση που να δικαιολογούσε, με αναφορά στις αρχές που καθορίζονται στο Νόμο, την αναστολή της ποινής φυλάκισης.
Η έφεση που είναι ενώπιον μας προσβάλλει την ποινή τόσο ως προς την έκταση της όσο και ως προς το θέμα της αναστολής.
Προωθούνται διάφορες πτυχές στους εννέα λόγους έφεσης που αφορούν τόσο την κοινωνικοοικονομική κατάσταση του Εφεσείοντα όσο και την καθυστέρηση η οποία υπήρξε στην επιβολή της ποινής αλλά και το γεγονός ότι κατεβλήθησαν και έξοδα από τον Εφεσείοντα στην υπόθεση. Ακόμα, έγινε αναφορά και στην κατηγορία η οποία απεσύρθη και στις επιπτώσεις της ποινής στην οικογένεια του Εφεσείοντα όπως και στο σημαντικό παράγοντα της άμεσης παραδοχής του αλλά και του λευκού ποινικού μητρώου του.
Όσον αφορά την αναστολή, φαίνεται ότι το παράπονο είναι ότι δεν εξετάσθη με τη δέουσα προσοχή αυτό το θέμα και με αναφορά σε όλους τους παράγοντες που το διέπουν, παρά μάλλον το Δικαστήριο επικεντρώθηκε στο θέμα της σοβαρότητας του αδικήματος παραγνωρίζοντας ιδιαίτερα την έλλειψη προηγούμενων καταδικών και τα άλλα που αφορούν το πρόσωπο του Εφεσείοντα.
Δεν θα μας απασχολήσουν οι επί μέρους λόγοι που έχουν προβληθεί ως προς οτιδήποτε άλλο πλην της σοβαρότητας του αδικήματος και της ελλείψεως προηγούμενων καταδικών. Όλα τα άλλα είναι κατά δεύτερο λόγο που θα είχαν σημασία και θεωρούμε ότι ελήφθησαν υπ΄όψη από το Δικαστήριο στη σωστή τους διάσταση και έκταση και ότι στη βάση εκείνων δεν θα μπορούσε να υπάρξει ασυμφωνία με την ποινή η οποία υπεβλήθη.
Όσον αφορά το θέμα της καθυστέρησης στο οποίο ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα ενδιάτριψε, θέλουμε να παρατηρήσουμε ότι όντως η ποινή επεβλήθη 3 ½ χρόνια μετά από τη διάπραξη του αδικήματος. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσίβλητο όμως μας έδωσε μια πλήρη εικόνα της πορείας της υπόθεσης και των αναβολών οι οποίες εδίδοντο, που υποβοήθησε τα μέγιστα το Δικαστήριο στην εκτίμηση των πραγμάτων που αφορούν την καθυστέρηση, με μοναδική διαπίστωση ότι η όλη καθυστέρηση δεν βαρύνει οποιοδήποτε άλλο παρά τον ίδιο τον Εφεσείοντα. Η καθυστέρηση στην καταχώρηση της υπόθεσης στο Δικαστήριο ήταν μέσα στα συνήθη πλαίσια της διαδικασίας που θεωρείται εύλογη. Η περαιτέρω καθυστέρηση οφείλεται στη δική του υπαιτιότητα με επανειλημμένες αναβολές για σκοπούς συμμόρφωσης και στη συνέχεια για αλλαγή απαντήσεως μη παραδοχής, οπότε υπήρξαν και άλλες διαδικασίες και πάλι για σκοπούς συμμόρφωσης, με κατάληξη την αλλαγή και πάλι απαντήσεως. Τότε, μετά από μερικούς μήνες, και πάλι αναβαλλομένης της υπόθεσης για σκοπούς ποινής, επεβλήθη ποινή το Μάρτιο του 2013.
Αφήνουμε λοιπόν εκτός θεωρήσεως μας το θέμα της καθυστέρησης και επικεντρωνόμαστε στα άλλα σημεία τα οποία επισημάναμε για να πούμε ότι όντως πρόκειται για σοβαρό αδίκημα για τους λόγους που επεξηγεί η νομολογία, αφού μάλιστα στην εμπορική του διάσταση το αδίκημα έχει όντως καταντήσει σύνηθες και πλήττει την εμπιστοσύνη των εμπορικών συναλλαγών. Από την άλλη, φαίνεται ότι ευθύς εξ αρχής ήταν επιδίωξη του Εφεσείοντα να παραδεχθεί, όπως ήταν και η τελική του κατάληξη, και όντως θα το λάβουμε αυτό υπ΄όψη, παρατηρώντας όμως συγχρόνως ότι δεν υπήρξε ουσιαστικά συμμόρφωση εφ΄όσον παρέμεινε το ποσό της επιταγής απλήρωτο σχεδόν πλήρως. Υπάρχει όμως και η διάσταση της έλλειψης προηγούμενων καταδικών, η οποία πρέπει να λαμβάνεται υπ΄όψη, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ανθρώπου της ηλικίας του Εφεσείοντα ο οποίος σε τόσα χρόνια εμπορικής δραστηριότητας και κοινωνικής ζωής δεν έχει επιδείξει οποιαδήποτε διαγωγή που να δείχνει ότι εμπλέκεται στα υπό του νόμου απαγορευθέντα.
Υπό όλες αυτές τις συνθήκες, θεωρούμε ότι όντως η ποινή είναι υπερβολική, με την έννοια που είναι αντιληπτή στη νομολογία και παρά το ότι μπορεί να βρίσκεται πλησίον ποινής η οποία θα μπορούσε ενδεχομένως να επιβάλλετο. Κρίνεται ότι στην προκειμένη περίπτωση, και χωρίς να δημιουργείται οποιοδήποτε προηγούμενο, η ποινή θα πρέπει να θεωρηθεί εκδήλως υπερβολική ώστε να μειωθεί στους 7 μήνες. Όμως διαπιστώνουμε ότι δεν υπάρχει έδαφος για παρέμβαση μας στην απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου για μη αναστολή φυλάκισης και έτσι θα απορρίψουμε την έφεση ως προς το θέμα αυτό.
Η έφεση επιτυγχάνει μόνον όσον αφορά το ύψος της ποινής φυλάκισης. Υπό τις συνθήκες δεν θα προβούμε σε διαταγή για έξοδα.
Δ. Χατζηχαμπής, Π.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
/ΚΧ»Π