ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2013) 2 ΑΑΔ 257

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 46/2013)

 

20 Μαρτίου 2013 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π/ρος, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ/στές]

 

ΜΙΧΑΛΗΣ ΠΑΡΑΡΕ,

Εφεσείων

- ν. -

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

Εφεσίβλητης

---------------------------------

Χρ. Χατζηλοΐζου,  για τον Εφεσείοντα.

Π. Αβρααμίδης με Γ. Χατζηϊωάννου, για την Εφεσίβλητη.

Εφεσείων παρών.

--------------------------------

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου δεν είναι

ομόφωνη. Η απόφαση της πλειοψηφίας, με την οποία συμφωνώ, θα δοθεί από τον Δικαστή Ναθαναήλ.

Ο Δικαστής Παρπαρίνος θα εκδώσει απόφαση μειοψηφίας.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

         ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Ο εφεσείων παραδέχθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τις δύο κατηγορίες που αντιμετώπιζε ότι στις 2.2.2011 είχε στην κατοχή του ελεγχόμενο φάρμακο τάξεως Β΄, δηλαδή, 0,1953 γρ. φυτού κάνναβης χωρίς την άδεια του Υπουργού Υγείας και ότι την ίδια ημερομηνία κάπνισε φυτό κάνναβης από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη. 

 

         Μετά την παράθεση των γεγονότων από την κατηγορούσα αρχή και την αγόρευση του συνηγόρου του προς μετριασμό της ποινής, το πρωτόδικο Δικαστήριο επέβαλε την 1.2.2013 στον εφεσείοντα την συντρέχουσα ποινή των δύο μηνών φυλάκισης σε κάθε κατηγορία, διατάσσοντας ταυτόχρονα όπως η έκτιση της ποινής γίνει διαδοχικά της ποινής των τεσσάρων ετών φυλάκισης που είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα στην υπ΄ αρ. υπόθεση 3556/2011, από το Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λεμεσού στις 11.10.2011 στην κατηγορία, μεταξύ άλλων, της ένοπλης ληστείας.  Το Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ως προς το ύψος της ποινής των δύο μηνών φυλάκισης σε κάθε κατηγορία, από τη νομολογία που λαμβάνεται στο θέμα της κατοχής και χρήσης ελεγχομένων φαρμάκων υπό το φως της σοβαρότητας αυτών των αδικημάτων που έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, καθώς και την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικών ποινών.

 

  Στους μετριαστικούς παράγοντες έλαβε  υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντος, την άμεση παραδοχή του στην αστυνομία και τη συνεργασία του στη διερεύνηση και την εξιχνίαση των αδικημάτων, το γεγονός ότι κατά το χρόνο διάπραξης των αδικημάτων ο εφεσείων ήταν ηλικίας 24 ετών, το  ότι κατείχε τα ναρκωτικά για προσωπική του χρήση ως χρήστης ναρκωτικών ουσιών, την πολύ μικρή ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας, ότι τα γεγονότα δεν έδειχναν εμπλοκή του σε αδικήματα εμπορίας, ότι από τη διάπραξη των αδικημάτων ουδέν έτερο αδίκημα διέπραξε και,  τέλος, ότι κατά το χρόνο της επίδικης συμπεριφοράς του ο εφεσείων παρακολουθείτο από ψυχίατρο σε σχέση με ψυχολογικά προβλήματα.

 

         Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε επίσης υπόψη του προς όφελος του εφεσείοντος «το διαπιστωθέν γεγονός», ότι τα αδικήματα για τα οποία παραδέχθηκε ενώπιον του θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη στην προαναφερθείσα υπόθεση του Κακουργιοδικείου. Το Δικαστήριο περαιτέρω έλαβε υπόψη τη χρονική απόκλιση μεταξύ του χρόνου διάπραξης των αδικημάτων, τον Φεβρουάριο του 2011, και της ημερομηνίας καταχώρησης της ποινικής δίωξης στις 10.5.2012.  Το Δικαστήριο σημείωσε ότι η Κατηγορούσα Αρχή είχε αναφέρει ως αιτιολογία ότι οι επιστημονικές εξετάσεις για τη διαπίστωση του είδους της ναρκωτικής ουσίας καθυστέρησαν με αποτέλεσμα η έκθεση του Κρατικού Χημείου να παραληφθεί μόλις τον Ιούλιο του 2011.  Σημείωσε όμως περαιτέρω το Δικαστήριο ότι ουδεμία περαιτέρω δικαιολογία δόθηκε για την καθυστέρηση που σημειώθηκε μετά τον Ιούλιο του 2011, μέχρι τις 10.5.2012, όταν εν τέλει καταχωρήθηκε η υπόθεση. 

 

         Ως προς τη διαδοχικότητα ή μη της συντρέχουσας ποινής των δύο μηνών με την ποινή των τεσσάρων ετών που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο, το Δικαστήριο αναφέρθηκε στο σχετικό άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, και στις υποθέσεις Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443 και Κουφού ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 396, αποφασίζοντας εν τέλει ότι η προσθήκη των δύο μηνών στα τέσσερα έτη δεν θεωρείτο αθροιστικά  υπερβολική ή δυσανάλογη, ενώ το αδίκημα της ένοπλης ληστείας ήταν διαφορετικής φύσεως με αυτό της κατοχής της ναρκωτικής ουσίας και της κατηγορίας ότι κάπνισε απαγορευμένη ουσία.

 

         Η πιο πάνω κρίση του Δικαστηρίου εφεσιβάλλεται τώρα τόσο ως προς το υπερβολικό της επιβολής της δίμηνης φυλάκισης σε κάθε κατηγορία, όσο και ως προς τη διαδοχικότητα της ποινής αυτής, με την ποινή που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο.  Ο συνήγορος τόνισε ιδιαιτέρως στην αγόρευση του, με αναφορά σε σχετική νομολογία, την πολύ μικρή ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας που είχε στην κατοχή του ο εφεσείων, το γεγονός της καθυστέρησης στην καταχώρηση της ποινικής δίωξης, εφόσον εάν καταχωρείτο εγκαίρως αυτή αναμφίβολα θα λαμβανόταν υπόψη στην επιβολή της ποινής από το Κακουργιοδικείο, την ιατρική κατάσταση του εφεσείοντος, ο οποίος στη βάση ψυχιατρικού σημειώματος ημερ. 3.2.2011 κρίθηκε να έχει συμπτώματα παρανοϊκής ψύχωσης, ασθένεια για την οποία παρακολουθείτο από τον Μάϊο του 2010, καθώς και το γεγονός ότι πέραν της αυστηρής νομολογίας ως προς την αρχή ότι επί διαφορετικών αδικημάτων επιβάλλονται συνήθως διαδοχικές ποινές, το Δικαστήριο πρέπει να εξετάζει και το εύλογο της συνολικότητας και της αναλογικότητας του ποινικού μέτρου.

 

         Αντίθετα, εκ μέρους της Δημοκρατίας υπεβλήθη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε διεξοδικά με όλα τα δεδομένα που τέθηκαν ενώπιον του, περιλαμβανομένης της καθυστέρησης, της συνεκτίμησης του παράγοντα της έξαρσης των αδικημάτων ναρκωτικών με τις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος και τους λόγους που οδήγησαν το Δικαστήριο να επιβάλει διαδοχική ποινή.  Κατά την άποψη της Δημοκρατίας, η ποινή που επεβλήθη ήταν απόλυτα ορθή.

 

         Συζητήθηκε σε έκταση πρωτοδίκως το άρθρο 81 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που επιτρέπει τη λήψη υπόψη άλλων αδικημάτων που διέπραξε ο κατηγορούμενος, των οποίων είτε δεν άρχισε ακόμη η δίωξη, είτε η δίκη επ΄ αυτών, και, τα οποία ο κατηγορούμενος ομολογεί ότι διέπραξε, ενώ έγινε αναφορά και στις υποθέσεις Παναγή ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 47, Κυριάκου ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 598 και Σωκράτης Παναγιώτου (Αντάρτης) ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138, για να διαπιστώσει το Δικαστήριο ότι δεν είχε ζητηθεί από καμιά πλευρά να ληφθεί υπόψη η παρούσα υπόθεση κατά την επιμέτρηση της ποινής που επεβλήθη από το Κακουργιοδικείο.  Προχώρησε μάλιστα να καταγράψει ότι ασχέτως των λόγων που δεν ζητήθηκε να ληφθεί η υπόθεση υπόψη, ο εφεσείων μόνο τον εαυτό του θα έπρεπε να μέμφεται για το γεγονός ότι όντως δεν λήφθηκε υπόψη.

 

         Όμως η ταυτόχρονη διαπίστωση του κατά την παράθεση των λόγων που επιμέτρησαν προς όφελος του εφεσείοντος, ότι όντως θα μπορούσαν τα γεγονότα της υπό κρίση έφεσης να λαμβάνονταν υπόψη στην υπ΄ αρ. 3556/11 υπόθεση του Κακουργιοδικείου, αναιρεί τα πιο πάνω.  Αυτή δε η διαπίστωση έπρεπε να προσμετρήσει ουσιωδώς στην όλη ποινική μεταχείριση του εφεσείοντος υπό το φως της έτερης και προεξάρχουσας αρχής ότι ένας κατηγορούμενος θα πρέπει να τυγχάνει του ευεργετήματος να τιμωρείται μια και μόνο φορά για όλη την εγκληματική του συμπεριφορά την οποία παραδέχεται και ζητεί είτε ο ίδιος, είτε μέσω της κατηγορούσας αρχής, να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής.  Όπως αναφέρθηκε και πρόσφατα στη Δημήτρης Βέλιου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 99/12, ημερ. 22.1.2013,

 

      «Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία, εκεί όπου μια υπόθεση θα μπορούσε να είχε ληφθεί υπόψη και δεν λήφθηκε, αυτό δυνατό να αποτελέσει λόγο για μείωση της ποινής που επιβλήθηκε κατά τη μεταγενέστερη εκδίκαση του αδικήματος.»

 

Μετέπειτα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του υπόθεση χρήστη ναρκωτικών με ελάχιστη μάλιστα ποσότητα κατοχής και με δεδομένο ότι ο παρανομήσας ήταν κάτω των               25 ετών,  επέβαλε μικρής διάρκειας ποινή φυλάκισης, ενώ δεν θα ήταν άστοχο αν επιβαλλόταν ακόμη και διαφορετικό ποινικό μέτρο, υπό το φως και της ανεξήγητης καθυστέρησης στην καταχώρηση της υπόθεσης για τουλάχιστον χρονική περίοδο         10 μηνών, ενώ η συνολική περίοδος καθυστέρησης στην καταχώρηση από τη διάπραξη του αδικήματος ήταν της τάξης των 16 μηνών, στοιχείο που πάντοτε λαμβάνεται υπόψη υπέρ επιεικέστερης ποινικής μεταχείρισης, (Pikis: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 73-74 και Σταύρος Ιωάννου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. αρ. 120/2011, ημερ. 29.11.2011).

 

Τα πιο πάνω, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η κύρια θέση του εφεσείοντος, διά του συνηγόρου του, ότι αν η υπόθεση καταχωρείτο έγκαιρα θα ήταν δυνατό να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής από το Κακουργιοδικείο, είναι και εύλογη και ορθή.  Έπεται ότι η διαδοχικότητα της έκτισης της ποινής που είναι η συνήθης διαταγή με βάση το άρθρο 117(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, (δέστε Pikis: Sentencing in Cyprus, 2η Έκδ. σελ. 93 και Σάββας Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 443), πρέπει να ιδωθεί ως προς τον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, την οποία το Δικαστήριο διατηρεί υπό το φως των καταληκτικών λέξεων του εδαφίου (2), σε συνάρτηση με την αρχή της αναλογικότητας και της συνολικότητας της ποινής.  Η αρχή αυτή λαμβάνει υπόψη το μη υπέρμετρο ή δυσανάλογο της ποινής ως προς τη συνολική ποινική ευθύνη ενός προσώπου, (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας - ανωτέρω -, Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 72/2010, ημερ. 19.9.2011 και Κέρκης ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 433).  Και περαιτέρω δεν πρέπει  φραστική και μόνο σημασία να αποδίδεται από το Δικαστήριο στην αποτίμηση και τη σημασία των όλων προσωπικών συνθηκών ενός κατηγορούμενου, ακόμη και για αδικήματα σχετιζόμενα με ναρκωτικές ουσίες, (Abe v. Δημοκρατίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 211).

 

Όλα τα πιο πάνω στοιχεία και δεδομένα της υπόθεσης, (καθυστέρηση στην ποινική δίωξη, νεαρά ηλικία του εφεσείοντος, η ελάχιστη ποσότητα της ναρκωτικής ουσίας προορισμένης για δική του χρήση, η δυνατότητα να είχε η παρούσα υπόθεση ληφθεί υπόψη στην προηγηθείσα καταδίκη του από το Κακουργιοδικείο), δικαιολογούσαν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου προς την αντίθετη κατεύθυνση, παρά τη διαφορετικότητα των αδικημάτων.  Η άσκηση επιβολής ποινής εμπεριέχει ένα εύρος κινήσεων, ανάλογα με τα δεδομένα της κάθε υπόθεσης, άλλως θα αποτελούσε, όπως  λέχθηκε στην Τσιάκκα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. αρ. 42/10 και 43/10, ημερ. 14.7.2011, «μια μηχανιστική άσκηση, χωρίς περιθώριο ευλυγισίας.».

Η έφεση επιτυγχάνει κατά τρόπο ώστε η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των δύο μηνών να συντρέχει με την επιβληθείσα ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών που είχε επιβληθεί από το Κακουργιοδικείο στην υπ΄ αρ. 3556/2011, υπόθεση.

 

 

 

 

 

                                           Π.

 

 

 

 

                                           Δ.

 

 

 

 

                                          

 

 

 

 

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο