ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2013) 2 ΑΑΔ 154
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 211/2011
25 Ιανουαρίου, 2013
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ Δ/στές]
ΛΕΑΝΔΡΟΣ ΚΩΣΤΑΚΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
Άρης Χατζηπαναγιώτου για τον εφεσείοντα.
Νίκος Δημητρίου για την εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων παρών.
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το Χατζηχαμπή, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η (EX TEMPORE)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η ενώπιόν μας έφεση στρέφεται κατά ποινής οκτώ ετών φυλάκισης η οποία επεβλήθη στον εφεσείοντα από το Κακουργιοδικείο για το αδίκημα της ένοπλης ληστείας, ενώ μικρότερες ποινές φυλάκισης, συντρέχουσες με την κυρίως ποινή, επεβλήθησαν σε άλλες κατηγορίες που συνδέοντο με τη ληστεία. Τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση, εφόσον άπτονται του θέματος της ποινής, αναφέρονται με πληρότητα από το Κακουργιοδικείο και τα συνοψίζουμε. Την 6.10.11 ο εφεσείων, φορώντας προστατευτικό κράνος μοτοσικλέτας πλήρους κάλυψης και γάντια και κρατώντας περίστροφο, εισήλθε στη ΣΠΕ Κουρίου στην Επισκοπή Λεμεσού φωνάζοντας «ληστεία». Ακινητοποιώντας, υπό την απειλή του περιστρόφου, τους υπαλλήλους και τους πελάτες, τους οποίους ανάγκασε να πέσουν στο πάτωμα, με προταγμένο το περίστροφο στον ένα ταμία του έδωσε οδηγίες να γεμίσει μια τσάντα με χρήματα της ΣΠΕ. Ακολούθως ο εφεσείων πρόταξε το περίστροφο και προς δεύτερη ταμία, ζητώντας και από αυτή να πράξει το ίδιο. Το συνολικό ποσό που αποκόμισε ήταν σχεδόν €40.000. Ο εφεσείων όμως δεν κατόρθωσε να διαφύγει, αφού κατεδιώχθη από διάφορους. Αρχικώς, από κλητήρα της ΣΠΕ, ο οποίος είδε τι είχε γίνει, και ο οποίος έσπρωξε τον εφεσείοντα, όταν αυτός επέβη μοτοσικλέτας για να διαφύγει, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος. Εφ' όσον ο κλητήρας επέμενε, ο εφεσείων επρόταξε το περίστροφο προς αυτόν, απειλώντας ότι θα τον πυροβολήσει, και τον εκτύπησε με τη χειρολαβή του περιστρόφου στο μέτωπο τραυματίζοντάς τον. Ο κλητήρας συνέχισε όμως τις ενέργειές του, και επετέθη στον εφεσείοντα κτυπώντας τον με πέτρα στην πλάτη. Ο εφεσείων τον απείλησε και πάλιν με το περίστροφο, όπως και φραστικά, και τότε ο κλητήρας απομακρύνθηκε. Ο εφεσείων δεν κατάφερε να ξεκινήσει τη μοτοσικλέτα και την έσπρωχνε, οπότε κατεδιώχθη από αστυνομικό ο οποίος βρισκόταν στη ΣΠΕ το χρόνο εκείνο. Και τρίτο πρόσωπο όμως παρενέβη, ο οποίος, κρυπτόμενος πίσω από περιτείχισμα και μόλις ο εφεσείων πέρασε δίπλα του, έσπρωξε τη μοτοσικλέτα με αποτέλεσμα ο εφεσείων να πέσει στο έδαφος. Τότε ο αστυφύλακας και το εν λόγω πρόσωπο κατάφεραν να τον ακινητοποιήσουν, να του αποσπάσουν το περίστροφο και τη τσάντα και να το συλλάβουν.
Προβαίνοντας σε αναφορά στη νομολογία, το Κακουργιοδικείο επεσήμανε την εγγενή σοβαρότητα του αδικήματος της ληστείας, αλλά και τη σοβαρότητα, όπως αντανακλάται στις ποινές που επιβάλλονται σε τέτοιες περιπτώσεις, και έκαμε περαιτέρω αναφορά στην ανησυχητικά αυξητική τάση αυτών των αδικημάτων τα οποία έχουν, όντως, προσλάβει διαστάσεις επικίνδυνες. Το Κακουργιοδικείο τόνισε, επίσης ως επιβαρυντικό παράγοντα, το γεγονός ότι ο εφεσείων ήταν οπλισμένος με έμφορτο όπλο το οποίο, μάλιστα, επρόταξε επανειλημμένα, παρατηρώντας βεβαίως ότι αυτό δεν είχε χρησιμοποιηθεί, παρά και τις απειλές του εφεσείοντα ότι θα το χρησιμοποιούσε. Υπέδειξε, όμως, την παρατεταμένη συμπεριφορά του εφεσείοντα προς αυτή την κατεύθυνση.
Ο εφεσείων ομολόγησε ευθύς εξ αρχής τη διάπραξη όλων των αδικημάτων, και τούτο ήταν σημαντικό στοιχείο το οποίο ελήφθη υπόψη από το Κακουργιοδικείο στην επιμέτρηση της ποινής. Η συνεργασία και η παραδοχή του εφεσείοντα, όπως ετονίσθη από το Κακουργιοδικείο, ήσαν παράγοντες που πρέπει πάντοτε να βαρύνουν στην κρίση του Δικαστηρίου. Όπως το έθεσε το Κακουργιοδικείο, η παραδοχή είναι το σημαντικότερο ελαφρυντικό, έστω και υπό τις παρούσες συνθήκες που ήταν επ' αυτοφόρω η σύλληψη του εφεσείοντα, καθ' ότι είναι ο πρώτος απτός τρόπος να καταδειχθεί ότι ο κατηγορούμενος αναγνώρισε το λάθος του και προσπάθησε να εκφράσει τη μεταμέλειά του, χωρίς την οποία τα λοιπά ελαφρυντικά δεν παίρνουν σάρκα και οστά. Παρατήρησε επίσης το Κακουργιοδικείο, ως ελαφρυντικό, ότι το ποσό της ληστείας έμεινε ανέπαφο και επεστράφη στους δικαιούχους. Όπως, επίσης, και το γεγονός ότι επρόκειτο για άνθρωπο ηλικίας 34 ετών, με απουσία προηγούμενων καταδικών. Το Κακουργιοδικείο, όμως, υπέδειξε ότι παρά τα όποια τέτοια δεδομένα και το κίνητρο του εφεσείοντα στη διάπραξη του αδικήματος, το οποίο ανάγεται στα σοβαρά προβλήματα που ο ίδιος και η οικογένειά του αντιμετώπιζαν, δεν είναι νοητό να επιτραπεί νομιμοποίηση, ουσιαστικά μέσω της ποινής η οποία θα επιβληθεί, της διάπραξης τόσο σοβαρών αδικημάτων για αντιμετώπιση προβλημάτων, προσωπικών ή οικογενειακών, όσο πιεστικά και αν είναι αυτά, και όσο και αν το κίνητρο, επομένως, καθίσταται «ανιδιοτελές».
Στην έφεση ενώπιόν μας, με την οποία η ποινή προσβάλλεται ως υπερβολική, έγιναν εισηγήσεις ότι δεν ελήφθη δεόντως υπόψη το λευκό ποινικό μητρώο του εφεσείοντα και η άμεση παραδοχή του όπως και η συνεργασία του με την αστυνομία και το Δικαστήριο. Ούτε ελήφθησαν δεόντως υπόψη τα αφορώντα τον ίδιο σε σχέση με την ηλικία του και τις ευρύτερες προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις του όπως και το θέμα του κινήτρου στη διάπραξη των αδικημάτων. Οι εισηγήσεις αυτές συμπλέκονται με αναφορά στο γεγονός ότι και οι συνθήκες του αδικήματος ήσαν τέτοιες ώστε να μη δημιουργήθηκε πραγματικός κίνδυνος σε οποιοδήποτε πρόσωπο, αφού το όπλο, αν και έμφορτο, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε παρά τις πιέσεις που υπέστη ο εφεσείων και παρά τη συμπεριφορά του με τις απειλές και την επίδειξη του περιστρόφου σε όλη τη διάρκεια της ληστείας και της διαφυγής του. Ήταν όλα αυτά που εστήριξαν την εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα, ότι δεν πρόκειται για πρόσωπο με ροπή προς το έγκλημα και ότι, επομένως, δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με την ίδια αυστηρότητα που θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται άλλοι οι οποίοι διαπράττουν το αδίκημα της ληστείας για σκοπούς και μόνο προσπορισμού προσωπικού οφέλους. Οι εισηγήσεις του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον εφεσείοντα επεκτάθησαν και στη νομολογία στην οποία εβασίσθη το Κακουργιοδικείο και η οποία, όπως ανεφέρθη, αφορά κυρίως περιπτώσεις στις οποίες είτε δεν υπήρχε λευκό ποινικό μητρώο είτε δεν υπήρξε άμεση παραδοχή, για να υποβληθεί η εισήγηση ότι η παρούσα περίπτωση, όπου υπάρχει και λευκό ποινικό μητρώο και άμεση παραδοχή, θα πρέπει να διαφοροποιείται από εκείνες.
Υποδείξαμε, κατά τη διάρκεια της ακρόασης, την πολύ πρόσφατη απόφασή μας στην υπόθεση Παναγιώτης Μακρή ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση Αρ. 33/2012, ημερομηνίας 15 Ιανουαρίου 2013, που αφορούσε επίσης ένοπλη ληστεία με έμφορτο όπλο και χωρίς οποιοδήποτε προηγούμενο, αλλά ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, πραγματευόμενος την υπόθεση αυτή, εισηγήθηκε ότι διαφοροποιείται από την προκείμενη αφού ο εφεσείων, παρά τις πιέσεις τις οποίες υπέστη κατά την καταδίωξή του, δεν χρησιμοποίησε το έμφορτο όπλο.
Θεωρούμε ότι όσα έχουμε αναφέρει στην υπόθεση Μακρή έχουν πλήρη αναλογία στην παρούσα υπόθεση. Κατ' αρχάς, το αδίκημα της ένοπλης ληστείας, ιδιαίτερα με την έξαρση την οποία έχει πάρει, καθίσταται και εκ των πραγμάτων σοβαρό και ακόμα σοβαρότερο όταν διαπράττεται με έμφορτο όπλο. Αυτή η διάσταση δεν μπορεί να μείνει εκτός των παραμέτρων της κρίσης του Δικαστηρίου ως προς την ποινή, αφού εξυπακούει τη δυνατότητα χρήσης η οποία συνειδητά γίνεται όταν το όπλο φορτίζεται. Δεν εδόθη καμιά εξήγηση που να δικαιολογεί λογικά τα πράγματα γιατί, εφόσον επιδιώκεται απλώς ο εκφοβισμός, να είναι έμφορτο το όπλο. Και το θέμα δεν είναι κατά πόσο έχει ή δεν έχει χρησιμοποιηθεί το όπλο, αλλά κατά πόσο ο κίνδυνος ο οποίος ενυπάρχει, και ο οποίος είναι διαρκής, αν κάτι πάει στραβά στην πορεία, μπορεί να εκδηλωθεί με τραγικές συνέπειες για τον ανυποψίαστο πολίτη. Η περίπτωση, επομένως, αυτή σαφώς διαφοροποιείται, όπως διαφοροποιείται και η Μακρή, από εκείνες τις περιπτώσεις όπου το όπλο είναι μόνο προς εκφοβισμό που μεταφέρεται και δεν εμπεριέχει τον κίνδυνο αυτό. Να παρατηρήσουμε, περαιτέρω, ότι η νομολογία στην οποία έχει αναφερθεί το Κακουργιοδικείο, και την οποία ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα έχει επιδιώξει να διαφοροποιήσει, αφορά σε μεγάλο βαθμό υποθέσεις όπου δεν υπήρχε παραδοχή ή υπήρχε προηγούμενη καταδίκη. Όμως, οι ποινές στις υποθέσεις εκείνες ήσαν ψηλότερες. Η χαμηλότερη ποινή των οκτώ ετών που έχει επιβληθεί στην παρούσα περίπτωση αντανακλά ακριβώς το γεγονός της άμεσης παραδοχής αλλά και της έλλειψης προηγούμενων καταδικών. Ιδιαίτερα η άμεση παραδοχή σίγουρα μετρά, και πρέπει να μετρά πάρα πολύ, εφόσον συντείνει τα μέγιστα, ακόμα και σε περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει ουσιαστικά επ' αυτοφόρω σύλληψη, ώστε να αποφεύγεται η ανάγκη διεξαγωγής δίκης αλλά, κυρίως, ως προς την κατεύθυνση της επίδειξης της έμπρακτης μεταμέλειας και επιθυμίας συνεργασίας του κατηγορουμένου προσώπου. Όμως η παραδοχή, όπως και η απουσία προηγούμενων καταδικών, δεν μπορεί και να εξουδετερώσει ουσιαστικά την ανάγκη επιβολής αποτρεπτικής ποινής ή να τη θέσει εκτός των πλαισίων τα οποία η νομολογία έχει θέσει.
Το εφετείο, εξετάζοντας έφεση κατά της ποινής, δεν ενεργεί πρωτογενώς. Δεν κρίνει δηλαδή την ποινή η οποία θα πρέπει να επιβληθεί ως το ορθό μέτρο, αλλά εξετάζει κατά πόσο η ποινή που επεβλήθη βρίσκεται στο μέτρο και στα πλαίσια τα οποία καθορίζονται από τη νομολογία. Ακόμα λοιπόν, και σε περιπτώσεις όπου το ίδιο το Εφετείο θα μπορούσε να είχε επιβάλει μια κάπως χαμηλότερη ποινή, εν τούτοις, δεν παρεμβαίνει αν η ποινή, όπως στην προκείμενη περίπτωση, συνάδει με τα δεδομένα τα οποία έχουμε επισημάνει. Θέλουμε να πούμε, λοιπόν, ότι η ποινή αντανακλά όλους τους παράγοντες, τους οποίους το Κακουργιοδικείο εξέθεσε, και οι οποίοι θα έπρεπε να μετρούν προς μετριασμό της ποινής. Κυρίως δε, όμως, να τονίσουμε το γεγονός, το οποίο τονίσαμε και στη Μακρή, ότι κανένας, μα κανένας, λόγω προσωπικών αναγκών ή περιστάσεων, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την προσφυγή στο έγκλημα και, ιδιαίτερα, εγκλήματα του είδους τα οποία πλήττουν το θεμέλιο της όλης ασφάλειας των πολιτών. Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει η έφεση απορρίπτεται.
Δ. ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/μσιαμπαρτα