ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 731
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινικές Εφέσεις Αρ. 58/2012 και 61/2012)
14 Νοεμβρίου, 2012
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές]
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 58/2012)
KARINA HUNTER,
Εφεσείουσα,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
_________________________
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 61/2012)
K. HUNTER PROPERTY SERVICES CO. LTD,
Εφεσείοντες,
ν.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΚΤΗΜΑΤΟΜΕΣΙΤΩΝ,
Εφεσιβλήτων.
________________________
Δημήτρης Μιχαήλ, για την Εφεσείουσα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 58/12 και τους εφεσείοντες στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 61/12.
Τάσος Μ. Πούλλος, για τους εφεσίβλητους και στις δύο εφέσεις.
________________________
ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει η Δικαστής Ε. Παπαδοπούλου.
_________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Η έκδοση εναντίον των εφεσειόντων, στα πλαίσια της Ποινικής Υπόθεσης Αρ. 22324/11, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, Προσωρινού Διατάγματος οδήγησε στην καταχώριση των υπό εξέταση εφέσεων. Οι εφεσείοντες, με το εκδοθέν Διάταγμα, διατάχθηκαν όπως αναστείλουν τη λειτουργία των κτηματομεσιτικών εργασιών του γραφείου με την επωνυμία K Hunter Property Services, Sell by Rent, το οποίο διατηρούν στην οδό Κρεμμαστής Ρόδου Αρ. 16, στο χωριό Επισκοπή της επαρχίας Λεμεσού, μέχρι τελικής εκδίκασης της ποινικής υπόθεσης, που αντιμετωπίζουν για παράβαση του περί Κτηματομεσιτών Νόμου του 2010, (Ν. 71(Ι)/2010), (όπως έχει τροποποιηθεί), (ο «Νόμος»).
Οι εφεσείοντες στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 61/12, (οι «εφεσείοντες»), αντιμετωπίζουν σειρά κατηγοριών για διάπραξη αδικημάτων κατά παράβαση του Νόμου· μεταξύ αυτών κατηγορίες για άσκηση του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη, προβολή ή διαφήμιση ως κτηματομεσίτες ή άσκηση επαγγέλματος με όνομα ή λέξεις ώστε να αφήνει να νοηθεί ότι πραγματοποιείται κτηματομεσιτεία, χωρίς να είναι εγγεγραμμένοι κτηματομεσίτες και χωρίς να κατέχουν ισχύουσα ετήσια άδεια άσκησης του επαγγέλματος.
Η εφεσείουσα στην Ποινική ΄Εφεση Αρ. 58/12, (η «εφεσείουσα»), υπό την ιδιότητά της ως Διευθύντρια των εφεσειόντων, αντιμετωπίζει κατηγορίες για συνδρομή στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων, κατά παράβαση του Νόμου και του ΄Αρθρου 20(γ) και (δ) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.
Οι εφεσίβλητοι, με την καταχώριση του κατηγορητηρίου, καταχώρισαν μονομερή αίτηση για έκδοση του υπό έφεση Διατάγματος. Αυτή, όμως, προτού εξεταστεί, περιήλθε σε γνώση των εφεσειόντων, οι οποίοι, με γραπτή ένστασή τους, πρόβαλαν σειρά λόγων για απόρριψή της.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης από τον Επιθεωρητή των εφεσιβλήτων - Χαράλαμπο Φουλή, (ο «Επιθεωρητής»), μεταξύ των καθηκόντων του οποίου είναι η επιθεώρηση των κτηματομεσιτικών γραφείων και η παρακολούθηση της εφαρμογής της νομοθεσίας, και τα επισυνημμένα σ' αυτήν έγγραφα, αυτός, κατόπιν παραπόνων, στις 20/6/2011, από εγγεγραμμένους και αδειούχους κτηματομεσίτες προς τους εφεσίβλητους, ότι πρόσωπα ή εταιρείες, μεταξύ των οποίων και οι εφεσείοντες, ασκούσαν κτηματομεσιτικές εργασίες χωρίς να κατέχουν εγγραφή ή άδεια από τους εφεσίβλητους, επικοινώνησε τηλεφωνικά με το γραφείο των εφεσειόντων και τους ανέφερε ότι ενδιαφέρεται να αγοράσει συγκεκριμένη κατοικία που αυτοί διαφήμιζαν στην ιστοσελίδα τους. Αφού μίλησε με την εφεσείουσα, διευθέτησαν και την επισκέφτηκε στα γραφεία τους την επομένη. Εκεί, αυτή του έδωσε την επαγγελματική της κάρτα, και, ακολούθως, πήγαν σε περιοχή στο χωριό ΄Υψωνας και επιθεώρησε την προς πώληση κατοικία. Η σύζυγος του ιδιοκτήτη, η οποία ήταν εκεί, του ανέφερε ότι ο λόγος που αυτοί αποτάθηκαν στους εφεσείοντες για να πωλήσουν την κατοικία τους ήταν επειδή η προμήθειά τους ήταν σταθερή και δεν εξαρτάτο από την τιμή πώλησης. Την επομένη, η εφεσείουσα του απέστειλε και τον τίτλο ιδιοκτησίας της κατοικίας.
΄Ενσταση καταχωρήθηκε μόνο από την εφεσείουσα, η οποία, με ένορκη δήλωσή της προς υποστήριξή της, αρνείται ότι οι εφεσείοντες εκτελούν κτηματομεσιτικές εργασίες, ώστε να χρειάζεται να είναι εγγεγραμμένοι στο Μητρώο Κτηματομεσιτών ή να κατέχουν άδεια άσκησης αυτού του επαγγέλματος. Οι εργασίες τους, αναφέρει, αφορούν διεύθυνση (management), σχεδιασμό, έλεγχο, ανάλυση και διαχείριση ακίνητης περιουσίας, ως και παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών σε σχέση με αυτή. Δεν αρνείται τα της επίσκεψης στα γραφεία τους του Επιθεωρητή, ισχυρίζεται, όμως, ότι αυτή έγινε χωρίς ο ίδιος να επιδείξει γραπτή εξουσιοδότηση, κατά παράβαση του Νόμου και του Συντάγματος. Παραπλανητικά και με πρόθεση εξαπάτησής τους, αυτός ανέφερε ότι είναι πελάτης και ενδιαφέρεται να λάβει πληροφορίες για ακίνητη περιουσία. Οι όποιες πληροφορίες του δόθηκαν εξασφαλίστηκαν παράνομα και ότι, εν πάση περιπτώσει, το ΄Αρθρο 37 του Νόμου έρχεται σε αντίθεση τόσο με το Σύνταγμα όσο και με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο και/ή τον περί της Ελευθερίας Εγκατάστασης Παρόχων Υπηρεσιών και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Υπηρεσιών Νόμο του 2010, (Ν. 76(Ι)/2010), (ο «Ν. 76(Ι)/2010») .
Το πρωτόδικο Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη τα ενώπιόν του τεθέντα, ενέκρινε το αίτημα. Για λόγους που εξηγεί στην απόφασή του, απέρριψε και τους 14 λόγους ένστασης. ΄Εκρινε ότι η μη αναφορά στη νομική βάση της αίτησης του ΄Αρθρου 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6 και της Δ.48, θ. 8, των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών, (οι «Θεσμοί»), δεν επηρεάζει. Καίτοι έκρινε ότι βάση της αίτησης ήταν το ΄Αρθρο 34(1) του Νόμου, το οποίο προβλέπει ότι αιτήσεις αυτής της φύσης υποβάλλονται μονομερώς, από τη στιγμή που οι εφεσείοντες έλαβαν γνώση και καταχώρισαν ένσταση, αυτή έπαυσε να είναι μονομερής, ώστε να τίθεται ζήτημα κατεπείγοντος. Απέρριψε και τον ισχυρισμό περί παρουσίασης ψευδών στοιχείων και απόκρυψης ουσιωδών πληροφοριών, ενόψει της πορείας που ακολουθήθηκε και ακούστηκαν οι εφεσείοντες. Ανυπόστατο έκρινε και τον ισχυρισμό ότι γεγονότα που περιλαμβάνονταν όχι στην ένορκο δήλωση του Επιθεωρητή αλλά σε επισυνημμένο σ' αυτήν έγγραφο - (΄Εκθεσή του) - δεν μπορούσαν να ληφθούν υπόψη, αφού έγγραφα που συνοδεύουν τις ένορκες δηλώσεις αποτελούν μέρος τους. Ούτε η μη συνδρομή των προϋποθέσεων του ΄Αρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960, (Ν. 14/60), (ο «Ν. 14/60»), αποτελούσε εμπόδιο στην έγκριση της αίτησης. Αναφερόμενο στο Νόμο - (΄Αρθρο 34(1)), έκρινε ότι αυτός, ως ειδικός, υπερισχύει του ΄Αρθρου 32 του Ν. 14/60, το οποίο θέτει, γενικά, τις προϋποθέσεις έκδοσης ενδιάμεσων διαταγμάτων. Σε σχέση με τη μαρτυρία που, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, είναι μολυσμένη από παρανομία, αφού αυτή αποσπάστηκε με ψευδείς παραστάσεις, διαπίστωσε ότι, από τα ενώπιόν του τεθέντα, ο Επιθεωρητής δεν εισήλθε παράνομα στα γραφεία των εφεσειόντων αλλά μετά από πρόσκληση της εφεσείουσας. Αυτός, κατέληξε, ενήργησε όπως στην περίπτωση που η Αστυνομία χρησιμοποιεί για την εξιχνίαση ποινικών αδικημάτων υπό κάλυψη αστυνομικό. Σε ό,τι αφορά την αντισυνταγματικότητα του ΄Αρθρου 37 του Νόμου, ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού καθοδηγήθηκε από νομολογία σε σχέση με το συνταγματικό έλεγχο, απέρριψε την εισήγηση, τόσο λόγω του γενικού και αόριστου τρόπου με τον οποίο το όλο ζήτημα προβλήθηκε, όσο και λόγω του ότι η εξέταση της συνταγματικότητας του Νόμου δεν ήταν απαραίτητη για τους σκοπούς της αίτησης.
Οι εφεσείοντες, με επτά λόγους έφεσης, υποστηρίζουν ότι οι διαπιστώσεις πρωτοδίκως, στο σύνολό τους, είναι εσφαλμένες. Θα τους εξετάσουμε ανάλογα με τη συνάφειά τους.
Λόγοι έφεσης 1 και 2:
Οι εφεσείοντες υποστηρίζουν ότι δεν είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Επιθεωρητής επισκέφτηκε τα γραφεία τους μετά από πρόσκληση της εφεσείουσας, όπως δεν είναι ορθή και η διαπίστωσή του για την ορθότητα της διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Εφόσον, υποστηρίζουν, ο Επιθεωρητής δεν επέδειξε το έγγραφο της εξουσιοδότησής του για να εισέλθει εντός των γραφείων τους - ( ΄Αρθρο 37(1) του Νόμου) - η όποια μαρτυρία εξασφαλίστηκε από αυτόν είναι παράνομη.
Σύμφωνα με το ΄Αρθρο 36(2) του Νόμου, μεταξύ των καθηκόντων του Επιθεωρητή είναι η διερεύνηση, λήψη καταθέσεων και εξασφάλιση οποιασδήποτε άλλης μαρτυρίας, αναγκαίας για τη στοιχειοθέτηση ποινικών ή πειθαρχικών παραβάσεων του Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδομένων κανονισμών.
Το ΄Αρθρο 37(1) του Νόμου προβλέπει ότι:-
«37. - (1) Επιθεωρητής, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων και ευθυνών του δυνάμει του άρθρου 36, έχει εξουσία, σε οποιαδήποτε εύλογη ώρα και επιδεικνύοντας το έγγραφο της εξουσιοδότησής του, να εισέρχεται σε οποιοδήποτε υποστατικό εκτός εκείνου που χρησιμοποιείται ως κατοικία, το οποίο πιστεύει εύλογα ότι χρησιμοποιείται για σκοπούς άσκησης του επαγγέλματος του κτηματομεσίτη[1], και να απαιτεί από τον ιδιοκτήτη ή το πρόσωπο το οποίο φαίνεται να έχει την εποπτεία ή τον έλεγχο του υποστατικού την παρουσίαση οποιωνδήποτε εγγράφων, καθώς και την παροχή οποιωνδήποτε πληροφοριών που κρίνονται αναγκαίες για τον έλεγχο και τη διαπίστωση της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών.»
Από τα πιο πάνω, προκύπτει ότι Επιθεωρητής των εφεσιβλήτων, για την εκπλήρωση των καθηκόντων του, μπορεί να εισέρχεται σε υποστατικό και να ζητά όσα κρίνει αναγκαία για τη διαπίστωση της τήρησης του Νόμου και των Κανονισμών.
Στην παρούσα περίπτωση, είναι φανερό ότι η πιο πάνω διαδικασία δεν ακολουθήθηκε, αφού δεν υπήρχε, σε εκείνο το στάδιο, εύλογη υποψία. Υπήρχαν παράπονα, τα οποία ο Επιθεωρητής ανέλαβε, στα πλαίσια των καθηκόντων του, να διερευνήσει, οπότε, μέσω της ιστοσελίδας των εφεσειόντων, διαπίστωσε ότι διαφημιζόταν οικία προς πώληση, ο ιδιοκτήτης της οποίας δεν κατονομαζόταν. ΄Ηλθε σε επικοινωνία με τα γραφεία τους και ζήτησε πληροφορίες. Η εφεσείουσα ανταποκρίθηκε στο ενδιαφέρον του και διευθέτησαν συνάντηση σ' αυτά. Η είσοδος στα υποστατικά τους ήταν καθ' όλα νόμιμη. Δε συμφωνούμε με το συνήγορό τους ότι η επικοινωνία του Επιθεωρητή με την εφεσείουσα αποτελεί παγίδευση. Οι εφεσείοντες, στην ιστοσελίδα τους, έδιδαν τις πληροφορίες που ο Επιθεωρητής ζήτησε να διερευνήσει. Οι υποθέσεις[2] σχετικά με παγίδευση, στις οποίες ο συνήγορος των εφεσειόντων αναφέρθηκε, είναι εντελώς διαφορετικές.
Οι πιο πάνω λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν.
Λόγοι έφεσης 3 και 4:
Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε κατά πόσο το ΄Αρθρο 37 του Νόμου αντιβαίνει τα ΄Αρθρα 15 και 16 του Συντάγματος, όπως και το ΄Αρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως διά την προάσπισιν των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Διατείνονται ότι, τόσο στην ένστασή τους όσο και με την αγόρευση του συνηγόρου τους, παρέθεσαν τα ΄Αρθρα του Συντάγματος τα οποία παραβιάζονται και προσκόμισαν σχετική νομολογία. Είναι η θέση τους ότι η μαρτυρία που δόθηκε από τον Επιθεωρητή λήφθηκε κατά παράβαση του ΄Αρθρου 16 του Συντάγματος, το οποίο προστατεύει την κατοικία, εφόσον η είσοδός του στα γραφεία τους έγινε κατά παράβαση του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής και του απαραβίαστου της επαγγελματικής κατοικίας.
Ούτε οι πιο πάνω λόγοι έφεσης ευσταθούν. Σε σχέση με το δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, στη Lapertas Fisheries Ltd κ.ά. ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335, αναφέρθηκαν τα εξής:- (σελ. 345)
«Οι αρχές που διέπουν τον δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των Νόμων έχουν τεθεί στην Board for Registration of Architects and Civil Engineers v. Kyriakides (1966) 3 C.L.R. 640 (απόφαση Ιωσηφίδη, Δ.). Τις παραθέτουμε:
(1) Κάθε νόμος θεωρείται συνταγματικός εκτός αν αποφασισθεί το αντίθετο 'πέρα από κάθε λογική αμφιβολία'. Καμιά νομοθετική διάταξη δεν κηρύσσεται άκυρη, εκτός αν είναι αντισυνταγματική πέρα από κάθε λογική αμφιβολία.
(2) Τα δικαστήρια ασχολούνται μόνο με την συνταγματικότητα των νόμων και όχι με τα κίνητρα, την πολιτική ή τη σοφία τους ή τη συμφωνία τους με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης ή τις θεμελιώδεις αρχές της διακυβέρνησης ή το πνεύμα του Συντάγματος.
(3) Αν είναι δυνατόν τα δικαστήρια θα ερμηνεύσουν το Νόμο έτσι ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.
(4) Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, με άλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεως εκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς.»
Στη Μαυρογένης ν. Βουλής κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ. 315, σε σχέση με το ίδιο ζήτημα, αναφέρονται τα εξής:- (σελ. 339)
«Η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων του νόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωση κατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό.»
(Βλ., επίσης, Κακουρής ν. Επάρχου Αμμοχώστου κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 8.)
΄Εχουμε εξετάσει την ένσταση των εφεσειόντων και δε συμφωνούμε με τον ευπαίδευτο συνήγορό τους ότι σ' αυτήν υπάρχει ακριβής προσδιορισμός του ζητήματος της αντισυνταγματικότητας του Νόμου, με αναφορά στα ΄Αρθρα του Συντάγματος με τα οποία αυτός έρχεται σε αντίθεση, όπως η νομολογία απαιτεί. Παρά τον προσδιορισμό των ΄Αρθρων του Νόμου - (΄Αρθρα 33, 34, 36 - 39) για τα οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι αυτά αντίκεινται στο Σύνταγμα, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε προσδιορισμός των ΄Αρθρων του Συντάγματος, ούτε οποιαδήποτε εξειδίκευση πώς αυτά αντίκεινται. Το ίδιο ισχύει και για την κατ' ισχυρισμό αντίθεση των εν λόγω ΄Αρθρων με το Ν. 76(Ι)/2010. Το Δικαστήριο, κατά την εξέταση ζητημάτων αντισυνταγματικότητας νόμου, δεν μπορεί να προβαίνει σε υποθέσεις και εικασίες. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, τα όσα προωθήθηκαν σε σχέση με την παραβίαση του Ν. 76(Ι)/2010 δε βρίσκουμε να ευσταθούν. Η ελεύθερη κυκλοφορία και εγκατάσταση, η οποία διασφαλίζεται από τον εν λόγω Νόμο, δεν εξουδετερώνει τις εσωτερικές ρυθμίσεις κρατών μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης που τίθενται για σκοπούς εξασφάλισης αδειών ασκήσεως επαγγέλματος. Στο Ν. 76(Ι)/2010, μεταξύ άλλων, προβλέπεται όπως τα συστήματα χορήγησης αδειών σε σχέση με δραστηριότητες παροχής υπηρεσιών και η άσκησή τους από παρόχους βασίζονται σε συγκεκριμένα κριτήρια, τα οποία, μεταξύ άλλων, δεν εισάγουν διακρίσεις και είναι σαφή και αντικειμενικά.
Λόγοι έφεσης 5, 6 και 7:
Εσφαλμένα, εισηγείται ο συνήγορος των εφεσειόντων, θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι δεν απαιτείται η συνδρομή των προϋποθέσεων του ΄Αρθρου 32 του Ν. 14/60, όπως εσφαλμένα θεωρήθηκε η αίτηση βάσιμη, παρά την απουσία αναφοράς σ' αυτήν της Δ.48, θ. 8 των Θεσμών, η οποία προβλέπει για τις μονομερείς αιτήσεις.
Ούτε με τις πιο πάνω θέσεις συμφωνούμε. ΄Οπως ορθά διαπιστώθηκε πρωτοδίκως, το ΄Αρθρο 34(1) του Νόμου[3] καθορίζει ρητά τις προϋποθέσεις που απαιτούνται. Στην πρώτη, μάλιστα, επιφύλαξη αυτού διασαφηνίζεται ότι, για την έκδοση διατάγματος, δεν απαιτείται η συνδρομή προϋπόθεσης άλλης από τις προβλεπόμενες στο εν λόγω ΄Αρθρο ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων.
Οι εφέσεις απορρίπτονται, με έξοδα υπέρ των εφεσιβλήτων.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
/ΜΠ
[1] Η υπογράμμιση δική μου
[2] Γενικός Εισαγγελέας ν. Κανάρη (Αρ. 1) (2005) 2 Α.Α.Δ. 105
R v Looseley [2001] 4 All ER 897
[3] «34. - (1) Κατόπιν μονομερούς (ex parte) αίτησης που υποβάλλεται από το Συμβούλιο σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώριση κατηγορητηρίου σε Δικαστήριο δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εξαιρουμένου του άρθρου 38, το Δικαστήριο εκδίδει διάταγμα απαγόρευσης διενέργειας κτηματομεσιτείας από οποιοδήποτε κατηγορούμενο, ως επίσης και διάταγμα αναστολής της λειτουργίας οποιουδήποτε γραφείου ή υποστατικού που συνδέεται με το εκδικαζόμενο αδίκημα, αφού ικανοποιηθεί ότι -
(α) το κατηγορητήριο περιέχει αναφορά σε αδικήματα του παρόντος Νόμου· και
(β) υπάρχει εκ πρώτης όψεως μαρτυρία που να συνδέει συγκεκριμένο γραφείο ή υποστατικό με το εκδικαζόμενο αδίκημα:
Νοείται ότι ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμών ή άλλης πρακτικής, για την έκδοση των αναφερόμενων διαταγμάτων δεν απαιτείται η συνδρομή οποιασδήποτε άλλης προϋπόθεσης ή η συνδρομή επειγουσών περιστάσεων:
Νοείται περαιτέρω ότι σε ότι αφορά τον τύπο (form) της αίτησης, ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας που αφορούν ενδιάμεσες μονομερείς (ex parte) αιτήσεις.»