ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 692
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 64/2012)
24 Οκτωβρίου 2012
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΠΑΝΑΓΗ, Δ/στές.]
LEON PAULINO POEY MARRERO
Εφεσείοντα
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________
Ο Εφεσείων παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου δίδεται
από το Δικαστή Χατζηχαμπή.
_________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Ex Tempore)
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Θα περιοριστούμε στο θέμα της καταδίκης και θα δούμε το θέμα της ποινής στο τέλος αναλόγως της έκβασης της εφέσεως επί της καταδίκης.
Ο Εφεσείων αντιμετώπισε κατηγορία διάρρηξης κατοικίας κατά τη διάρκεια της νύκτας και κλοπής, και κατηγορία κλοπής από κατοικία. Κατεδικάσθη στις κατηγορίες αυτές μετά από ακροαματική διαδικασία εφ΄όσον δεν παρεδέχθη ενοχή. Σε άλλες κατηγορίες που αφορούσαν κυκλοφορία πλαστού εγγράφου και απόσπαση εμπορευμάτων με ψευδείς παραστάσεις, όπως και συνομωσία προς διάπραξη του αδικήματος της κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου, αθωώθηκε.
Η καταδίκη του εβασίσθη ουσιαστικά στον εντοπισμό του αποτυπώματος της αριστερής παλάμης του στο κάγκελο της βεράντας του καθιστικού του διαμερίσματος του ενός παραπονούμενου και στον εντοπισμό του δακτυλικού αποτυπώματος του δεξιού παράμεσου δακτύλου του σε ξύλινο παράθυρο εσωτερικά της κατοικίας του άλλου παραπονούμενου, από το οποίο και είχε επιτευχθεί η είσοδος και έξοδος στην κατοικία. Ως προς το αποτύπωμα τούτο αποτέλεσε και παραδεκτό γεγονός ότι ανήκε στον Εφεσείοντα. Ως προς το άλλο αποτύπωμα εδόθη επιστημονική μαρτυρία η οποία όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε αλλά και έγινε δεκτή από το Δικαστήριο εις τρόπον ώστε τα συμπεράσματα του Δικαστηρίου να οδηγούσαν και στις δύο περιπτώσεις στη σύνδεση του Εφεσείοντα με τους δύο χώρους στους οποίους είχαν διαπραχθεί τα αδικήματα.
Και το ερώτημα βεβαίως ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν κατά πόσο τα δεδομένα αυτά επαρκούσαν για να οδηγήσουν το Δικαστήριο, ως θέμα περιστατικής μαρτυρίας βασιζόμενης σε επιστημονική μαρτυρία, στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ήταν ο Εφεσείων που είχε διαπράξει τα δύο εν λόγω αδικήματα. Το Δικαστήριο δεν είχε δυσκολία να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι όντως εκεί οδηγούσε η μαρτυρία αυτή και ότι ο Εφεσείων, όπως το έθεσε, όχι μόνο δεν κατόρθωσε να δώσει πειστικές εξηγήσεις για την ύπαρξη των αποτυπωμάτων του σε εκάστη των περιπτώσεων αλλά και εψεύσθη επί του προκειμένου τόσο στην αστυνομία όσο και στο Δικαστήριο για τους λόγους που το Δικαστήριο προχώρησε να εξηγήσει στην απόφασή του, θεωρώντας ότι και τα ψέματα τα οποία είχε πει ήσαν άμεσα σχετικά. Τόνισε ιδιαίτερα το Δικαστήριο το γεγονός ότι στη μια των περιπτώσεων ήταν παραδεκτό γεγονός, το οποίο ουσιαστικά αμφισβήτησε ο Εφεσείων με τη δική του εκδοχή, ότι το αποτύπωμα ανήκε στον ίδιο. Το Δικαστήριο απέρριψε όλη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα πλήν βεβαίως των όποιων αναφορών θα μπορούσαν να συνάδουν με τα παραδεκτά γεγονότα τα οποία και υπερισχύουν και εξήγησε σε μεγάλη έκταση, για κάθε ισχυρισμό τον οποίο είχε εγείρει ο Εφεσείων, τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να δεχθεί την εκδοχή του και τους λόγους για τους οποίους ως εκ τούτου δεν μπορούσε να υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία για την ενοχή του. Θα επανέλθουμε στην πτυχή αυτή κατά την εξέταση των όσων έχουν προβληθεί σήμερα ενώπιον μας σε στήριξη της έφεσης.
Ο Εφεσείων έθεσε τις εισηγήσεις του ενώπιον μας απ΄ευθείας χωρίς καταχώρηση διαγράμματος και δεν εκπροσωπήθηκε από δικηγόρο. Ρωτήσαμε τον Εφεσείοντα πριν ακούσουμε την έφεση κατά πόσο σκόπευε να παρουσιάσει την υπόθεσή του ο ίδιος και απάντησε καταφατικά και ρωτήσαμε περαιτέρω κατά πόσο είχε υπ΄όψη του τη δυνατότητα να εκπροσωπηθεί από δικηγόρο με νομική αρωγή, επέμενε όμως ότι ήθελε να παρουσιάσει την υπόθεση ο ίδιος. Κατόπιν τούτου τον ακούσαμε έχοντας υπ΄όψη ότι και η κατάθεση διαγράμματος από τον ίδιο δεν θα επιβάλλετο υπό τις συνθήκες και ακούσαμε και την ευπαίδευτη συνήγορο για τη Δημοκρατία στη συνέχεια επίσης προφορικά. Να σημειώσουμε ότι ο Εφεσείων εκπροσωπείτο από δικηγόρο πρωτοδίκως σε όλη τη διαδικασία της ακρόασης, θέμα εις το οποίο και πάλι θα επανέλθουμε.
Μια πτυχή των εισηγήσεων του Εφεσείοντα ενώπιον μας αφορούσε την προσωπική, οικογενειακή και επαγγελματική του κατάσταση, για να υποστηρίξει ότι, έχοντας επαρκείς οικονομικούς πόρους, δεν είχε ανάγκη να προβεί στη διάπραξη αδικημάτων για οικονομικό όφελος. Προφανώς αυτό γίνεται για να καταδειχθεί η έλλειψη κινήτρου για τη διάπραξη των αδικημάτων ή η έλλειψη ροπής προς το έγκλημα.
Τα γεγονότα που αφορούν την οικογενειακή και οικονομική κατάσταση του Εφεσείοντα βεβαίως θα ήσαν εκείνα που συνάγονται από τη μαρτυρία η οποία εδόθη πρωτοδίκως. Εν πάση περιπτώσει όμως, το θέμα δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω αφού το ουσιαστικό ερώτημα αφορά τη μαρτυρία η οποία ευρίσκετο ενώπιον του Δικαστηρίου και την ορθότητα της απόφασης του επ΄αυτής της μαρτυρίας ως θέμα καταδίκης.
Οι υπόλοιπες εισηγήσεις του Εφεσείοντα αναφέρονται σε ορισμένες πτυχές της υπόθεσης που αφορούν κατά πρώτο την κατάθεσή του η οποία, όπως μας είπε, περιέχει λάθη, πράγμα το οποίο εξετάστηκε και πρωτοδίκως εφ΄όσον ο Εφεσείων ήγειρε θέμα επάρκειας γνώσεως του διερμηνέα ως προς την ισπανική γλώσσα την οποία ο Εφεσείων μιλά αλλά και διαφωνίας του με αναφορές στην κατάθεση με τις οποίες ο ίδιος είπε ότι δεν συμφωνούσε.
Δεν θα μας ήταν δυνατό να προσθέσουμε οτιδήποτε χρήσιμο στην κατάληξη του Δικαστηρίου επί του θέματος αυτού, πέραν βεβαίως του να παρατηρήσουμε ότι δεν έχουμε αμφιβολία για το γεγονός της γνώσης της γλώσσας από το διερμηνέα αφού αυτό αποτελεί, όπως υπέδειξε και το Δικαστήριο, παραδεκτό γεγονός, και ότι η όλη άποψη που το Δικαστήριο σχημάτισε όσον αφορά την κατάθεση του Εφεσείοντα δεν μπορεί να διαφοροποιείται.
Η άλλη κατεύθυνση των εισηγήσεων του Εφεσείοντα αφορούσε το ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει αν είναι τα δικά του δακτυλικά αποτυπώματα που ευρέθησαν, ότι ενδεχομένως να υπήρξαν λάθη στη διαδικασία λήψης των αποτυπωμάτων και ότι εν πάση περιπτώσει δεν του υπεδείχθησαν οι χώροι των αδικημάτων για να γνωρίζει αν κάποτε είχε πάει εκεί ώστε ενδεχομένως να είχε αφήσει τα δακτυλικά του αποτυπώματα.
Για την πρώτη πτυχή των εισηγήσεων να πούμε ότι δεν υπάρχει οποιοδήποτε έρεισμα. Ο Εφεσείων, ο οποίος, όπως είπαμε, εκπροσωπείτο από δικηγόρο, είχε ήδη δεχθεί ως παραδεκτό γεγονός ότι το ένα αποτύπωμα ήταν, εν πάση περιπτώσει, δικό του, ενώ ως προς το άλλο το Δικαστήριο ορθώς επί της επιστημονικής μαρτυρίας την οποία είχε ενώπιον του έκρινε ότι μπορούσε με ασφάλεια να ταυτισθεί με εκείνο του Εφεσείοντα. Υπέδειξε μάλιστα το Δικαστήριο ότι ο ίδιος ο Εφεσείων δεν είχε καν μέσω του δικηγόρου του υποβάλει εισηγήσεις που αφορούσαν το θέμα ώστε να είχε τη δυνατότητα η μαρτυρία να εξετάζετο επ΄αυτών. Εκλήθη μάλιστα, όπως υπέδειξε το Δικαστήριο, από τον ίδιο το δικηγόρο του, να δώσει εξηγήσεις για το γεγονός ότι τα δακτυλικά του αποτυπώματα ευρέθησαν και εντός της μιας κατοικίας και ισχυρίσθηκε αρχικώς ότι δεν νομίζει ότι ήσαν τα δικά του δακτυλικά αποτυπώματα, πράγμα που αναιρείται από τα όσα έχουμε ήδη αναφέρει και ιδιαίτερα το παραδεκτό γεγονός, και έπειτα ότι κατά το χρονικό διάστημα που τα αποτυπώματά του ευρέθησαν στους δύο εν λόγω χώρους ο ίδιος εργάζετο ως μασέρ και δάσκαλος χορού και επισκέφθηκε πολλά σπίτια, οπότε προφανώς υπήρχε η πιθανότητα να είχαν βρεθεί τα δακτυλικά του αποτυπώματα και στους χώρους εκείνους.
Παρατήρησε όμως το Δικαστήριο ότι ουδέποτε υπεβλήθη στους παραπονουμένους κάτι ανάλογο ή αν γνώριζαν καν τον Εφεσείοντα, που θα υποστήριζε το ενδεχόμενο να είχε μεταβεί στις κατοικίες τους, ώστε να διαφανεί πώς οι ίδιοι θα τοποθετούντο. Υπέδειξε περαιτέρω το Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων στην ανακριτική του κατάθεση όχι μόνο δεν ανέφερε τέτοια πιθανότητα αλλά αντίθετα ισχυρίστηκε ότι δεν είχε μεταβεί ποτέ στην κατοικία του ενός εκ των παραπονουμένων και ότι ως προς τον άλλο παραπονούμενο δεν τον γνωρίζει και ούτε είχε οποιοδήποτε φίλο ή γνωστό στη γειτονιά του τον οποίο ενδεχομένως να είχε επισκεφθεί. Περαιτέρω, το Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Εφεσείων είχε περιέλθει στην αντεξέταση σε δεινή θέση. Παρατήρησε ευστόχως ότι τα όσα είχε δηλώσει στην αστυνομία ήσαν διότι δεν γνώριζε ότι θα εντοπίζοντο τα δακτυλικά του αποτυπώματα. Όμως στη συνέχεια στο Δικαστήριο, υπό το βάρος της γνώσης πλέον του βέβαιου αυτού γεγονότος, εστράφη στην υποστήριξη του ενδεχομένου, μέσα από μια αστήρικτη πιθανότητα, να είχαν τεθεί τα δακτυλικά του αποτυπώματα στους χώρους εκείνους στα πλαίσια της εργασίας του. Και ήταν η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν μπορούσε να απαντήσει πώς βρέθηκαν τα δακτυλικά του αποτυπώματα, ήταν μόνο υποθετική με βάση την εισήγηση που είχε κάμει πρωτοδίκως. Και πάλι θεωρούμε την προσέγγιση του Δικαστηρίου ορθή. Δεν μπορούμε να διαπιστώσουμε οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο θα μας επιτρέπετο να παρέμβουμε για την κατάληξη του ως προς την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα, που ουσιαστικά είναι η βάση των εισηγήσεων του, ώστε να αμφιβάλλουμε για την ορθότητα της κατάληξης του Δικαστηρίου επ΄αυτής.
Εισήγηση ως προς την επάρκεια της μαρτυρίας για σκοπούς καταδίκης δεν έχει γίνει. Θεωρούμε όμως ότι και επ΄αυτού, ελλείψει οποιασδήποτε εισήγησης η οποία να εδόθη από τον Εφεσείοντα ως προς την παρουσία των αποτυπωμάτων του στους χώρους των διαμερισμάτων και έχοντας υπόψη μάλιστα στη μια περίπτωση ότι αυτό ευρέθη στο εσωτερικό της οικίας αλλά και στην άλλη στο μπαλκόνι του καθιστικού του διαμερίσματος, δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία για την ασφάλεια της καταδίκης όσον αφορά τη συμπερασματική κατάληξη του Δικαστηρίου στη βάση της περιστατικής μαρτυρίας που ευθέως προκύπτει από τα δεδομένα.
Για τους λόγους αυτούς η έφεση κατά της καταδίκης απορρίπτεται και θα ακούσουμε, αν ο Εφεσείων επιθυμεί, την έφεση επί της ποινής.
Δ. Χατζηχαμπής, Δ.
Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.
Π. Παναγή, Δ.
/ΚΧ»Π