ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2012) 2 ΑΑΔ 156
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 165/2011)
20 Μαρτίου 2012
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στές.]
NIKHTA NIKHTA
Εφεσείοντα
ν.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Εφεσίβλητης
_________________
Α. Αλεξάνδρου και E. Πουργουρίδης, για τον Εφεσείοντα.
Α. Χατζηκύρου, για την Εφεσίβλητη.
_________________
ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί
από το Δικαστή Δ. Χατζηχαμπή.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ: Ο Εφεσείων κατηγορήθηκε, ως Κατηγορούμενος 3, μαζί με άλλους τρεις για το αδίκημα της συνομωσίας προς διάπραξη του αδικήματος της εισαγωγής σχεδόν 19 κιλών κάνναβης (1η κατηγορία). Και οι τέσσερις κατηγορήθησαν επίσης για εισαγωγή των εν λόγω ναρκωτικών (2η κατηγορία), για κατοχή τους (3η κατηγορία) και για κατοχή τους με σκοπό την προμήθεια (4η κατηγορία). Υπήρχαν και άλλες κατηγορίες που εβάρυναν αναλόγως κάθε κατηγορούμενο. Τα γεγονότα όλων στις κατηγορίες είχαν ως αφετηρία τον εντοπισμό, κατόπιν πληροφορίας, τριών δεμάτων τα οποία είχαν σταλεί από την Ελλάδα και έφθασαν στο αεροδρόμιο της Λάρνακας προοριζόμενα για το Ταχυδρομείο της Πάφου. Εφ΄όσον διεπιστώθη ότι, ως η πληροφορία, περιείχαν τα προαναφερθέντα ναρκωτικά, εφαρμόσθηκε διαδικασία ελεγχόμενης παράδοσης με την αντικατάσταση των ναρκωτικών, τα οποία ετέθησαν υπό τη φύλαξη της Αστυνομίας, με χώμα. Στο Ταχυδρομείο της Πάφου τα δέματα παρελήφθησαν από άτομα που επέβαιναν σε τρία αυτοκίνητα, μεταξύ των οποίων και το αυτοκίνητο του Εφεσείοντα, και κατευθύνθησαν στην Αρχιμανδρίτα, καταλήγοντας σε μάντρα του Εφεσείοντα όπου ανοίχθησαν. Όταν διεπιστώθη τι περιείχαν, οι δράστες προσπάθησαν να τα καταστρέψουν, ήταν δε στο στάδιο αυτό που επενέβη η Αστυνομία, η οποία είχε παρακολουθήσει την όλη πορεία των δεμάτων. Οι δράστες εδιώχθησαν χωρίς να γίνει δυνατή η σύλληψή τους. Ο Εφεσείων παρεδόθη εξ ιδίων του δύο μέρες μετά.
Όταν η υπόθεση παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο, όλοι οι κατηγορούμενοι αρνήθησαν ενοχή. Αργότερα, και πριν αρχίσει ακρόαση, οι Κατηγορούμενοι 1 και 4 άλλαξαν απάντηση σε παραδοχή στην κατηγορία της συνομωσίας και συγχρόνως η Δημοκρατία απέσυρε εναντίον τους τις κατηγορίες της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, όπως και τις άλλες κατηγορίες που τους εβάρυναν. Ο Εφεσείων επίσης άλλαξε απάντηση σε παραδοχή στις κατηγορίες της συνομωσίας, της εισαγωγής, της κατοχής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, όπως και σε μια άλλη κατηγορία της απόπειρας καταστροφής των δεμάτων ως αποδεικτικών στοιχείων και συγχρόνως η Δημοκρατία απέσυρε εναντίον του τις άλλες κατηγορίες που τον εβάρυναν. Η Δημοκρατία απέσυρε επίσης όλες τις κατηγορίες που αφορούσαν τον Κατηγορούμενο 2 (συνομωσία, εισαγωγή, κατοχή, κατοχή με σκοπό την προμήθεια και προμήθεια των ναρκωτικών στους Κατηγορούμενους 1, 3 και 4). Κατόπιν τούτου, το Δικαστήριο επέβαλε στον Εφεσείοντα και στους Κατηγορουμένους 1 και 4 ποινή φυλάκισης 3 ετών για τη συνομωσία και στον Εφεσείοντα ποινή φυλάκισης 7 ετών για την εισαγωγή, 10 ετών για την κατοχή με σκοπό την προμήθεια και 1 έτους για την απόπειρα καταστροφής (για την κατοχή δεν επεβλήθη ποινή αφού τα γεγονότα της εμπεριέχοντο στην κατηγορία της κατοχής με σκοπό την προμήθεια). Περαιτέρω, ενεργοποίησε ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 18 μηνών του Εφεσείοντα για μία προηγούμενη καταδίκη του και ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 10 μηνών του Κατηγορούμενου 1 στη μία προηγούμενη καταδίκη του. Να σημειωθεί ότι μία προηγούμενη καταδίκη είχε και ο Κατηγορούμενος 4.
Η έφεση αφορά μόνο τις ποινές των 7 και 10 ετών που επεβλήθησαν αντιστοίχως στις κατηγορίες της εισαγωγής και της κατοχής με σκοπό την προμήθεια, στηρίζεται δε σε πολύ συγκεκριμένες βάσεις. Θεμελιακή διάσταση των εισηγήσεων του κ. Πουργουρίδη συνιστά η αρχή της ίσης μεταχείρισης. Με αφετηρία την απόσυρση των εν λόγω κατηγοριών, όπως και της κατηγορίας της κατοχής, εναντίον των Κατηγορουμένων 1 και 4, ο κ. Πουργουρίδης εισηγείται ότι οι ποινές των 7 και 10 ετών που επεβλήθησαν στον Εφεσείοντα παραβιάζουν την αρχή της ισότητας και της αναλογικότητας σε σχέση με την ποινή των 3 ετών που επεβλήθη στους Κατηγορούμενους 1 και 4. Τα γεγονότα, λέγει, δεν έδειχναν τέτοια διαφορετική εμπλοκή του Εφεσείοντα από εκείνη των Κατηγορουμένων 1 και 4 που να δικαιολογούσαν τόσο διαφορετική μεταχείρισή του στην όλη κατάληξη της υπόθεσης. Εφ΄όσον δεν εδόθη οποιαδήποτε εξήγηση για την απόσυρση των κατηγοριών, έστω και αν αυτό ήταν δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να το κάνει, η ποινή που θα επεβάλλετο στον Εφεσείοντα θα έπρεπε να αντανακλά δεόντως το γεγονός ότι η απόσυρση των κατηγοριών εναντίον των Κατηγορουμένων 1 και 4 δικαιολογούσε ανάλογη μείωση για τον Εφεσείοντα. Περαιτέρω, εισηγήθηκε ο κ. Πουργουρίδης, η ποινή δεν αντανακλά δεόντως το γεγονός ότι ο Εφεσείων στην πραγματικότητα ουδέποτε είχε κατοχή των ναρκωτικών (η ενοχή του βασίζεται σε νομική πρόνοια που αφορά την ελεγχόμενη παράδοση) και η εμπλοκή του ουσιαστικά δεν επεκτάθηκε παρά μόνο πλασματικά πέραν της συνομωσίας, κυρίως δε η πρόθεσή του δεν ήταν να προμηθεύσει τα ναρκωτικά σε άλλους παρά μόνο να τα αποδώσει στον ιδιοκτήτη που ήταν και ο ιθύνων νους της εισαγωγής, με μόνο όφελος στον ίδιο μία μικρή ποσότητα της κάνναβης για δική του χρήση ως χρήστης. Το Δικαστήριο, λέγει, αντικρίζοντας την υπόθεση ως συνήθη περίπτωση κατοχής με σκοπό την προμήθεια, παρέλειψε να κάνει τη διάκριση αυτή που αναγνωρίζει η νομολογία η οποία και καταδεικνύει ότι σε τέτοιες περιπτώσεις επιβάλλεται ποινή πολύ πιο μειωμένη εκείνης που θα επεβάλλετο στη συνήθη περίπτωση. Ο κ. Πουργουρίδης εισηγήθηκε επίσης ότι θα έπρεπε να είχε ληφθεί περισσότερο υπ΄όψη η όλη συνεργασία του Εφεσείοντα, όχι μόνο μέσω της παραδοχής του αλλά και μέσω της προηγηθείσας κατάθεσης του και προθυμίας του να βοηθήσει την Αστυνομία, όπως και η μειωμένη, σύμφωνα με την ιατρική μαρτυρία, κρίση του.
Ο κ. Χατζηκύρου για τη Δημοκρατία αντέταξε ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα να διακόψει υπόθεση είναι καθιερωμένο, όπως είναι και το ότι δεν έχει υποχρέωση να δίδει λόγους για την άσκηση του σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη περίπτωση. Υποδείξαμε ότι αυτό δεν είναι το θέμα (η Police v. Athienitis (1983) 2 CLR 194 έχει προ πολλού αναγνωρίσει τούτο), το οποίο έγκειται στο ότι, δεδομένης της δικαιωματικώς ασκηθείσας διακοπής των κατηγοριών εναντίον των Κατηγορουμένων 1 και 4 από το Γενικό Εισαγγελέα, το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπ΄όψη του το γεγονός τούτο για σκοπούς ίσης μεταχείρισης. Η αρχή αυτή είναι εξ ίσου καλά καθιερωμένη (ίδε Georgiou et at v. Republic (1986) 2 CLR 109), συναρτώμενη προς την ευρύτερη αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβατών που βρίσκονται στην ίδια θέση (ίδε Nicolaou v. The Police (1969) 2 CLR 120), και διατυπώθηκε με σαφήνεια από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε) στην Κάττου κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 498, σ. 513:
«Το γεγονός ότι δεν ελέγχεται δικαστικά η άσκηση των εξουσιών του Γενικού Εισαγγελέα βάσει του Άρθρου 113.2 δεν απαλλάττει τις δικαστικές αρχές από την υποχρέωση για αποτελεσματική εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στο Μέρος ΙΙ του Συντάγματος, περιλαμβανομένης και της ισότητας που κατοχυρώνει το Άρθρο 28. Η μη δίωξη ή αναστολή της δίωξης ενός των συνεργών δεν αναιρεί το έγκλημα ούτε απαλλάσσει το δικαστήριο από την υποχρέωση επιβολής της πρέπουσας ποινής στους συνεργούς που καταδικάζονται. Επενεργεί όμως (η μη δίωξη) ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής ώστε, με την απάμβλυνση της ανισοσκέλιας στη μεταχείρηση των παραβατών, να μετριάζεται το αίσθημα αδικίας το οποίο αναπόφευκτα προκαλεί η άνιση μεταχείρηση. Η ισότητα στη μεταχείρηση έχει ως λόγο την προσαγωγή ενώπιον της δικαιοσύνης και την τιμωρία όλων που συνήργησαν στο έγκλημα. Εφόσον η δίωξη των παραβατών είναι εκτός του ελέγχου των δικαστικών αρχών, η παράλειψη δίωξης ενός από αυτούς λαμβάνεται υπόψη ως παράγοντας μετριαστικός της ποινής των υπολοίπων προς απάμβλυνση του αισθήματος αδικίας που δημιουργεί η άνιση μεταχείρηση και προστασία του κοινού περί δικαίου αισθήματος.»
Οι υποθέσεις Ιωάννου ν. Αστυνομίας Αρ. 1 (1997) 2 ΑΑΔ 147 και Ιωάννου ν. Αστυνομίας Αρ. 2 (1997) 2 ΑΑΔ 267 ουδόλως επηρεάζουν την αρχή αυτή. Οι υποθέσεις αφορούσαν όχι τη μη δίωξη συνεργού ή τη διακοπή δίωξης συγκατηγορουμένου αλλά την άσκηση της προνομίας του Προέδρου της Δημοκρατίας δυνάμει του Άρθρου 53.4 του Συντάγματος να αναστείλει επιβληθείσα ποινή φυλάκισης, θέμα το οποίο αφορούσε και η Καύκαρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 51) η οποία θεωρήθηκε ποικιλοτρόπως. Η ούτω παρεχόμενη αναστολή επιβληθείσας ποινής φυλάκισης δεν μπορεί να αφορά την αρχή της ισότητας της μεταχείρισης ως προς το μέτρο της επιβληθησόμενης ποινής αφού έπεται του ήδη καθορισθέντος συγκριτικού μέτρου, καθορισθέντος κατά την επιβολή της, που είναι και το έργο του Δικαστηρίου. Αυτό δεν είναι όμως το θέμα ενώπιον μας, αφού το ζητούμενο εδώ είναι ο ίδιος ο καθορισμός του μέτρου δεδομένης της διακοπής ποινικής δίωξης συγκατηγορουμένων.
Είναι γι΄αυτό το λόγο που η νομολογία που ακολούθησε συνεχίζει να αναγνωρίζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης προκειμένου περί μη δίωξης συνεργού ή διακοπής δίωξης συγκατηγορουμένου, αρχή που όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Πικής, Π. στη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 141, σε. 152 «. έχει βαθιές ρίζες στο δίκαιο. Αποτελεί μέρος του σκληρού πυρήνα της Δικαιοσύνης». Περαιτέρω αναφορά γίνεται στις Γενικός Εισαγγελέας ν. Λοΐζου κ.α. (2000) 2 ΑΑΔ 371, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας (2002) 2 ΑΑΔ 104 και Χαρίτου ν. Δημοκρατίας (2008) 2 ΑΑΔ 225.
Στην προκειμένη περίπτωση ο Γενικός Εισαγγελέας, ως είχε δικαίωμα, διέκοψε τις κατηγορίες κατά των Κατηγορουμένων 1 και 4 και, ως είχε δικαίωμα, δεν έδωσε λόγους για την ενέργειά του. Η έλλειψη λόγων όμως αφήνει τα πράγματα εκεί που ήσαν, δηλαδή ότι πρόσωπα για τα οποία εθεωρήθη ότι υπήρχε επαρκής υπόθεση εναντίον τους ώστε να κατηγορήθησαν έχουν τώρα απαλλαγεί. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να κάνει εικασίες ως προς τους λόγους της διακοπής των κατηγοριών ώστε να κρίνει αν αυτή εδικαιολογείτο και έτσι να μην μπορεί να τίθεται θέμα αντίληψης του μέσου πολίτη για ευνοϊκή μεταχείριση, οπότε η διακοπή δεν θα επενεργούσε ως μετριαστικός παράγοντας (ίδε Γενικός Εισαγγελέας ν. Σατανά κ.α. (1996) 2 ΑΑΔ 257, όπου η απόσυρση των κατηγοριών οφείλετο στην αδυναμία ανεύρεσης των συγκατηγορουμένων ως εκ της διαφυγής τους στο εξωτερικό παρά τις προσπάθειες ανεύρεσης τους που καθυστέρησαν και την εκδίκαση της υπόθεσης. Η ίδια αρχή διέπει και την Παναγή ν. Δημοκρατίας (1991) 2 ΑΑΔ 115, όπου εκρίθη ότι η αθώωση συγκατηγορουμένου μετά από ακρόαση διαφέρει από την απόσυρση της κατηγορίας, αφού δεν προκύπτει διαφορετική μεταχείριση εκ μέρους της εισαγγελικής αρχής, και έτσι δεν επενεργεί ως μετριαστικός παράγων).
Φρονούμε ότι οι ποινές που επέβαλε το Κακουργιοδικείο δεν αντανακλούν δεόντως αυτή τη διάσταση της υπόθεσης. Σημειώνουμε μάλιστα ότι, ενώ για τη μη προσαγωγή σε δίκη του φερόμενου ως ιθύνοντα νου Χριστοφή το Κακουργιοδικείο σχολιάζει τα όσα ετέθησαν υπ΄όψη του (ότι αυτός διέφυγε και καταζητείται με Ευρωπαΐκό Ένταλμα Σύλληψης), για να καταλήξει ότι δεν μπορούσε να τίθεται θέμα άνισης μεταχείρισης, όπως πράττει και αναφορικά με τη διακοπή της υπόθεσης κατά του Κατηγορουμένου 2, δεν εξηγεί με σαφήνεια τη σημασία που αποδίδει στην απόσυρση των κατηγοριών κατά των Κατηγορουμένων 1 και 4 πλην της αναφοράς ότι «η αντιμετώπιση των Κατηγορουμένων 1 και 4 από το Γενικό Εισαγγελέα είναι μια περαιτέρω παράμετρος».
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το γεγονός ότι ο Εφεσείων, πέραν της συνεργασίας του με την Αστυνομία, που είχε εκδηλωθεί με την πλήρη κατάθεση και ομολογία του πριν από την αλλαγή απάντησής του, με την παραδοχή του έδωσε στον εαυτό του το δικαίωμα να αναμένει σημαντική έκπτωση στην ποινή που θα του επιβάλλετο. Αυτό, σε συνάρτηση και με το ότι δεν ήταν ο ιθύνων νους της υπόθεσης (κατευθύνοντας τη σκέψη μας και στην ποινή που ευλόγως θα ανεμένετο να επιβάλλετο στον φερόμενο ως πρωτεργάτη) και το ότι ουδέποτε είχε πραγματική κατοχή των ναρκωτικών.
Η κατάληξή μας, λαμβανομένων υπ΄όψη όλων των πιο πάνω, είναι ότι οι ποινές των 7 και 10 ετών δεν αντανακλούν δεόντως τη σημασία των παραμέτρων στις οποίες έχουμε αναφερθεί, λαμβάνοντας περαιτέρω υπ΄όψη ότι ενεργοποιήθηκε και ανασταλείσα ποινή φυλάκισης 18 μηνών που θα εκτιθεί μετά από την έκτιση των εν λόγω ποινών. Οι ποινές στις κατηγορίες 2 και 4 μειώνονται σε 5 και 7 έτη αντιστοίχως. Όλες οι ποινές θα συνεχίσουν βεβαίως να συντρέχουν.
Π.
Δ.
Δ.
/ΚΧ»Π