ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 2 ΑΑΔ 501

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 56/09

 

8 Οκτωβρίου, 2009 

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,  ΚΡΑΜΒΗΣ,  ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                             Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ,

                             Εφεσίβλητου,

         

-         - - - - - - -

 

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19.6.2009

 

Μ. Γεωργίου με Μ. Αγγελίδου(κα) και Κ. Δήμου (κα), ασκούμενη δικηγόρο για τον αιτητή-εφεσίβλητο

Λ. Λουκαϊδης και Ν. Κέκκος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον καθ΄ου η αίτηση-εφεσείοντα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας του Κωνσταντινίδη, Δ.  Η απόφαση, σχετικά με το πρώτο θέμα που εξετάστηκε, που αφορά τα δημοσιεύματα και τη δίκαιη εκδίκαση των εφέσεων, με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.  Υιοθετώ και εγώ την ανάλυση που γίνεται στην απόφαση αυτή, καθώς και την αναφορά στη σχετική νομολογία.  Καταλήγω πως δεν είναι δυνατή η εκ των προτέρων κατάργηση της δίκης, ιδιαιτέρως της έφεσης, λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το δικαίωμα κριτικής από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, παραθέτω τα λόγια του Δικαστού Franκfurter, στην υπόθεση Pennekamp v. Florida (n.55) 354 στο Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών το 1946:

 

«Without a free press there can be no free society.  Freedom of the press, however, is not an end, in itself, but a means to the end of a free society.  The scope and nature of the constitutional protection of freedom of speech must be viewed in that light, and in that light applied.  The independence of the judiciary is no less a means to the end of a free society, and the proper functioning of an independent judiciary puts the freedom of the press in its proper perspective.  For the judiciary cannot function properly if what the press does is reasonably calculated to disturb the judicial judgment in its duty and capacity to act solely on the basis of what is before the court.  A judiciary is not independent unless courts of justice are enabled to administer law by absence of pressure from without, whether exerted through the blandishments of reward or the menace of disfavour."

 

Σε μετάφραση:

 

"Xωρίς ελεύθερο τύπο δεν μπορεί να υπάρξει ελεύθερη κοινωνία.  Η ελευθερία του τύπου, εντούτοις, δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά μέσο προς το σκοπό της επίτευξης ελεύθερης κοινωνίας.  Η εμβέλεια και η φύση της συνταγματικής προστασίας της ελευθερίας του λόγου πρέπει να αντικρύζεται και να εφαρμόζεται υπό το φως αυτό.  Η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης δεν αποτελεί λιγότερο σημαντικό μέσο επίτευξης μίας ελεύθερης κοινωνίας, και η ορθή λειτουργία μίας ανεξάρτητης δικαιοσύνης θέτει την ελευθερία του τύπου στην ορθή της προοπτική.  Γιατί η δικαιοσύνη δεν μπορεί να λειτουργεί ορθά εάν το τι κάνει ο τύπος μπορεί εύλογα να θεωρηθεί ότι παρενοχλεί τη δικαστική κρίση στο καθήκον και την ικανότητά της να ενεργεί με βάση μόνο ότι  τίθεται ενώπιον του δικαστηρίου.  Η δικαιοσύνη δεν είναι ανεξάρτητη, εκτός εάν αφήνονται τα δικαστήρια να αποδίδουν το δίκαιο χωρίς πίεση εκ των έξω, είτε αυτή εφαρμόζεται με το δελεασμό της ανταμοιβής ή την απειλή της δυσμένειας.»

 

Το δεύτερο θέμα που εγείρεται με την αίτηση του αιτητή Ανδρέα Ευσταθίου, θέτει το ερώτημα αν πρέπει, υπό τις περιστάσεις, εν όψει των δηλώσεων του Γενικού Εισαγγελέα αμέσως μετά την απόφαση του Κακουργιοδικείου, η εκδίκαση της έφεσης να ανασταλεί μέχρις ότου ο Γενικός Εισαγγελέας αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου, το οποίο, κατά την εισήγηση του αιτητή, έχει τρωθεί.

 

Βάση για την εισήγηση αυτή αποτελεί η απόφαση στην υπόθεση Constantinides v. Vima Ltd (1983) 1 C.L.R. 348, στην οποία γίνεται εκτενής αναφορά στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ. και δεν χρειάζεται περαιτέρω αναφορά σ΄αυτή.

 

Έχει υποστηριχθεί ότι η παρούσα περίπτωση διαφοροποιείται από την Constantinides, καθόσον εκεί είχε αμφισβητηθεί η αμεροληψία και η εντιμότητα του Δικαστηρίου, ενώ εδώ δεν έχει γίνει στην ουσία κάτι τέτοιο.  Η ερμηνεία, δηλαδή που δίδεται  είναι στενή και υποβάλλεται ότι περιορίζεται η εμβέλεια της απόφασης μόνο σε περιπτώσεις όπου υπάρχει τέτοια αμφισβήτηση. 

 

Με όλο το σεβασμό, διαφωνώ με την πιο πάνω θέση.  Εάν ένας μελετήσει με προσοχή την απόφαση στην Constantinides, διαπιστώνει ότι στην ουσία η έννοιά της  είναι ότι, όπου αμφισβητείται από διάδικο με οποιοδήποτε απαξιωτικό τρόπο η ικανότητα εν γένει, η διάθεση και το κύρος των Δικαστηρίων να αποδίδουν δικαιοσύνη, τότε θα πρέπει να αποκαθίσταται το τρωθέν τους κύρος,  για να μην αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας η προσφυγή σε έφεση, ενώ εξακολουθεί να υφίσταται εκ μέρους του διάδικου η αμφισβήτηση της ικανότητας και της διάθεσης των Δικαστηρίων να αποδώσουν δικαιοσύνη. 

 

Θα πρέπει, έτσι, τώρα να εξεταστεί κατά πόσο, με τις επίδικες δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, οι οποίες αποτελούν κοινό έδαφος στην υπόθεση, έχει τρωθεί το κύρος των Δικαστηρίων με τον τρόπο που ανέφερα προηγουμένως.

 

Ήταν η θέση του συνήγορου της Δημοκρατίας ότι μπορεί να ήταν αυστηρές και σκληρές οι δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, αλλά αυτές συνιστούν  κριτική μιας απόφασης Δικαστηρίου και αποτελούν απλώς την έκφραση διαφωνίας  με την ορθότητα της εκδοθείσας αθωωτικής απόφασης.

 

Κατά την κρίση μου, κάθε άλλο παρά αυτό το μήνυμα μετέδιδαν οι επίδικες δηλώσεις.  Δεν μπορώ να δεχθώ ότι δηλώσεις όπως,  «δεν πρέπει να εμπιστευόμεθα πάντοτε τη δικαιοσύνη», ότι «η αθώωση των κατηγορουμένων αποτελεί ενθάρρυνση της κρατικής τρομοκρατίας» και «και έφεση να κάμουμε τι σημασία έχει;  Θεραπεύονται  τα πράγματα; Θεραπεύονται τα πράγματα;»  συνιστούν κριτική της απόφασης.  Κάθε άλλο παρά κριτική και απλή διαφωνία με την ορθότητα της απόφασης αποτελούν, ιδίως όταν προέρχονται από το Γενικό Εισαγγελέα, που ας σημειωθεί, δεν ήταν στην περίπτωση ένα ανεξάρτητο πρόσωπο που προέβαλλε κριτική, βασισμένη σε νομικές αρχές, αλλά πρόσωπο άμεσα ενδιαφερόμενο, που είχε χάσει την υπόθεσή του.  Όπως επιτυχώς έχει λεχθεί το 2003 από το Λόρδο Καγκελάριο Λόρδο Irvine, (σε μετάφραση): «. . .όταν παίρνεις μια απόφαση που είναι ευνοϊκή για σένα, δεν χειροκροτείς. Kαι όταν παίρνεις μια απόφαση που είναι εναντίον σου, δεν γιουχαϊζεις»[1] 

 

Είναι πράγματι  εκπληκτική η δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα για  ενθάρρυνση κρατικής τρομοκρατίας, με την οποία, στην ουσία, αφενός μεν κατηγορεί το κράτος, το οποίο εκπροσωπεί, για κρατική τρομοκρατία και, αφετέρου, τα Δικαστήρια για ενθάρρυνση αυτής της κρατικής τρομοκρατίας, λόγω της αθώωσης των κατηγορουμένων, ωσάν να  έπρεπε εκ προοιμίου αυτοί να είχαν βρεθεί ένοχοι και δεν υπήρχε η εναλλακτική επιλογή αθώωσής τους από το Κακουργιοδικείο. 

 

Το ότι εξάλλου δεν μπορούν οι δηλώσεις αυτές να συνιστούν καλόπιστη κριτική, φαίνεται και από τη δήλωση του ίδιου του Γενικού Εισαγγελέα, ο οποίος, θεωρώντας, όπως ανέφερε, απαξιωτική τη συμπεριφορά του Δικαστηρίου που δεν του έδωσε το λόγο όταν επενέβη, διακόπτοντας την απαγγελία της απόφασης, αυτή του έδωσε το δικαίωμα, με τον ίδιο τρόπο, όπως είπε, δηλαδή απαξιωτικά, να μιλά και αυτός για τα Δικαστήρια.  

 

Οι πιο πάνω δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα έχουν σίγουρα προσβάλει το κύρος του εκδικάσαντος την υπόθεση Δικαστηρίου, αλλά και της δικαιοσύνης και του συστήματος εν γένει, καθώς και της ικανότητας ή διάθεσης του Εφετείου να αποδώσει δικαιοσύνη στην έφεση.

 

Γεννάται τώρα το ερώτημα κατά πόσο ο Γενικός Εισαγγελέας έχει προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια ή δήλωση, σε αποκατάσταση του κύρους των Δικαστηρίων. 

 

Έχει λεχθεί ενώπιóν μας από τον ευπαίδευτο συνήγορο της Δημοκρατίας, στο τελικό στάδιο της αγόρευσής του, πως ο Γενικός Εισαγγελέας ουδέποτε αμφισβήτησε ή αμφισβητεί την εντιμότητα και ικανότητα του Δικαστηρίου να αποδώσει δικαιοσύνη και ότι έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στο Ανώτατο Δικαστήριο.  Είναι η δήλωση αυτή αρκετή για να αποκαταστήσει το κύρος του Δικαστηρίου;  Η απάντηση μου είναι αρνητική, αφού ο συνήγορος έχει δηλώσει σαφώς ότι δεν αποσύρονται οι δηλώσεις του, αλλά επιμένει ότι αυτές συνιστούν καλόπιστη και θεμιτή κριτική απόφασης.  Το τι στην ουσία λέγει ο ευπαίδευτος συνήγορος δεν είναι καθόλου πειστικό.  Αφενός μεν εμμένει στις δηλώσεις, οι οποίες όπως έχω ήδη καταλήξει, συνιστούν πλήγμα κατά του κύρους των Δικαστηρίων και του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης γενικότερα και, αφετέρου, προσπαθεί να δώσει ερμηνεία σε αυτές, που   δεν θεωρώ ότι θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

 

Καταλήγω ότι οι δηλώσεις αυτές εμπίπτουν στην εμβέλεια της απόφασης στην Constantinides (πιο πάνω) και ότι ουδεμία ενέργεια ή δήλωση έχει γίνει ενώπιόν μας που να ικανοποιεί την προϋπόθεση αναίρεσης των δηλώσεων και αποκατάστασης του κύρους των Δικαστηρίων. 

 

Πέρα από τα πιο πάνω, γεννάται όμως ακόμη ένα σοβαρό ερώτημα, καίριο για την κατάληξη στο κρινόμενο θέμα.  Είναι σαφές από την Constantinides (πιο πάνω) πως τα όσα λέχθηκαν και κρίθηκαν εκεί αφορούν διάδικο στην υπόθεση.  Είναι, όμως, στην παρούσα υπόθεση, αυστηρά ομιλούντες, «διάδικος» ο Γενικός Εισαγγελέας;

 

Στο σύγγραμμα των Paul Roberts - Adrian Zuckerman, Criminal Evidence, 2004, στη σελ. 45 αναφέρονται μεταξύ άλλων και τα ακόλουθα:

 

«Ιn criminal proceedings one of the parties is the state, which prosecutes in the name of the political community,   conventionally designated in England as the Crown . . ., but in other common law jurisdictions by more transparently republican descriptors such as ´the Commonwealth´ or ´the People´ . . . State involvement as a party distinguishes criminal proceedings from civil litigation . . ."

 

Σε μετάφραση:

 

«Στην ποινική διαδικασία ένας από τους διάδικους είναι το κράτος, το οποίο προβαίνει σε ποινικές διώξεις εν ονόματι της πολιτειακής κοινωνίας, συμβατικά καθοριζόμενης στην Αγγλία ως το Στέμμα, αλλά σε άλλες δικαιοδοσίες του κοινοδικαίου με περισσότερο διαφανείς δημοκρατικές περιγραφές όπως ΄η Κοινοπολιτεία΄ ή ΄ ο Λαός΄ . . . Η εμπλοκή του κράτους ως διάδικου διακρίνει την ποινική διαδικασία από την αστική δίκη . . .»

 

Οι συνταγματικές πρόνοιες για τη θέση του Γενικού Εισαγγελέα αναλύονται στην απόφαση του αδελφού Δικαστή Ναθαναήλ και τις υιοθετώ.  Ο ουσιαστικός διάδικος στις ποινικές διαδικασίες είναι το κράτος, το οποίο έχει την ευθύνη να διώκει ποινικά εκ μέρους της κοινωνίας και του λαού τους διαπράττοντες ποινικά αδικήματα, με σκοπό την επιβολή του νόμου και της τάξης.  Στο έργο αυτό, το κράτος εκπροσωπεί και ενεργεί εκ μέρους του ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας και, ασχέτως του αν αναγράφεται αυτός ως διάδικος στο κατηγορητήριο,  πραγματικός διάδικος είναι το κράτος και  όχι, stricto sensu,  ο Γενικός Εισαγγελέας.  Ως εκ τούτου, δεν θα μπορούσε να στερηθεί το κράτος και ο λαός τον οποίο εκπροσωπεί, του δικαιώματος να προσφεύγει στα Δικαστήρια - στην περίπτωση αυτή το Ανώτατο Δικαστήριο ως Εφετείο - με βάση της απαξιωτικές δηλώσεις του Γενικού Εισαγγελέα, που θα συνιστούσαν κατάχρηση της διαδικασίας, εάν επρόκειτο περί ενός πραγματικού διάδικου.

 

Κατά συνέπεια, καταλήγω και εγώ πως η αίτηση πρέπει να απορριφθεί και απορρίπτεται.

     

 

 

                                                      Π. Αρτέμης, Π.

 

 

 

/Χ.Π.

 

 



[1] «. . . when you get a  decision that favours you, you do not clap.  And when you get one that goes against you, you do not boo."


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο