ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2008) 2 ΑΑΔ 675

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

13 Οκτωβρίου, 2008

 

[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στές]

 

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 122/2008)

 

 

ΑΝΔΡΕΑΣ ΝΕΟΥ,

 

Εφεσείοντας,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

Εφεσίβλητης.

 

------------------------------------------

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 123/2008)

 

 

MADATOR LTD.,

 

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

ΑΝΔΡΙΑΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

 

Εφεσίβλητης.

 

 

Α. Κουμής με Τ.Γ. Κουμή, για τους Εφεσείοντες.

 

Μ. Φλωρίδης, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:

 

(α) Τα γεγονότα.

Η εφεσίβλητη είναι ιδιοκτήτρια τριών συνεχόμενων ισόγειων καταστημάτων τα οποία βρίσκονται σε οικοδομή στον Πρωταρά, μέσα στα δημοτικά όρια Παραλιμνίου. Το 1998 η εφεσίβλητη ενοικίασε τα πιο πάνω καταστήματα για περίοδο 5 χρόνων στην α΄ εφεσείουσα εταιρεία (στην έφεση 123/2008), της οποίας ο β΄ εφεσείων (στην έφεση 122/2008) τυγχάνει διευθυντής. Πάνω από τα πιο πάνω καταστήματα, στα οποία πωλούνταν υποδήματα, λειτουργούσε εστιατόριο στο οποίο προσφέρονταν κινέζικα εδέσματα. Από τη μαρτυρία που είχε δοθεί και είχε γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο, φαίνεται ότι οι εφεσείοντες ενοικιαστές είχαν τοποθετήσει στο ισόγειο εμπρόσθιο μέρος της οικοδομής και κατά μήκος των καταστημάτων σιδερένιες κατασκευές (πασαμάνα) πάνω στις οποίες είχαν τοποθετηθεί σε ύψος 2.80 μέτρων τσίγκοι που κάλυπταν ολόκληρη τη βεράντα μπροστά από τα καταστήματα. Υπήρχαν επίσης τζαμαρίες που επεκτείνονταν σε μια απόσταση 2.5 μέτρων από το πεζοδρόμιο. Στο πίσω μέρος των καταστημάτων και μέχρι το σύνορο του τεμαχίου είχαν εφαρμοστεί σιδερένιες κατασκευές (πασαμάνα) και ξύλινες δοκοί και είχε δημιουργηθεί μια αποθήκη που κάλυψε την έξοδο κινδύνου. Πάνω από την αποθήκη που προέκυψε ανεγέρθηκαν προεκτάσεις που συνιστούσαν μέρος του Κινέζικου εστιατορίου που βρισκόταν στον πρώτο όροφο. Σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό των Τεχνικών Υπηρεσιών του Δήμου Παραλιμνίου, σε περίπτωση κατεδάφισης της αποθήκης οι προσθήκες που είχαν γίνει στο εστιατόριο "θα επηρεαστούν". Ο εφεσείων (στην έφεση 123/2008), ο οποίος τυγχάνει και διευθυντής της εφεσείουσας (στην έφεση 122/2008), παραδέχθηκε την ανέγερση των προσθηκών.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού κατέληξε σε εύρημα ότι οι πιο πάνω οικοδομές είχαν κατασκευαστεί χωρίς άδεια κατά παράβαση του άρθρου 20(3) του περί Οδών και Οικοδομών Νόμου (Κεφ. 96), εξέδωσε στις 9/7/2008 διάταγμα κατεδάφισης των εμπροσθίων όσο και των οπισθίων κατασκευών μέσα σε δύο μήνες από την 9/7/2008, εκτός αν μέχρι τις 9/9/2008 εξασφαλιζόταν η σχετική άδεια οικοδομής. Εναντίον της πιο πάνω καταδικαστικής απόφασης οι εφεσείοντες άσκησαν τις παρούσες εφέσεις. Σημειώνουμε ότι η εφεσίβλητη καταχώρισε ιδιωτική ποινική δίωξη μετά την παράλειψη του Δήμου Παραλιμνίου να λάβει μέτρα για την κατεδάφιση.

 

(β) Η προδικαστική ένσταση.

Έχει υποβληθεί από τον ευπαίδευτο συνήγορο της εφεσίβλητης ιδιοκτήτριας των καταστημάτων, ότι οι παρούσες εφέσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν γιατί οι εφεσείοντες δεν έχουν συμμορφωθεί μέχρι σήμερα με το διάταγμα κατεδάφισης των παράνομων υποστατικών που έχουν ανεγείρει. Σύμφωνα με την εφεσίβλητη οι εφεσείοντες δεν έχουν πάρει ακόμα τη σχετική άδεια οικοδομής και δεν έχουν συμμορφωθεί με το διάταγμα του Δικαστηρίου, το οποίο προνοούσε την κατεδάφιση των υποστατικών μέχρι τις 9/9/2008. Κατ' επέκταση, σύμφωνα με τις σχετικές νομολογιακές αρχές, δεν μπορούν να προωθήσουν τις παρούσες διαδικασίες των δύο εφέσεων. Αντίθετη είναι η άποψη των εφεσειόντων οι οποίοι ισχυρίζονται ότι η μη μέχρι σήμερα συμμόρφωση τους δεν τους εμποδίζει να προωθήσουν τις δύο εφέσεις.

 

(γ) Η νομική πλευρά.

Ο κανόνας ότι ένα πρόσωπο που δεν έχει συμμορφωθεί προς ένα δικαστικό διάταγμα δεν μπορούσε να ακουστεί, εμφανίστηκε γύρω στις αρχές του 17ου αιώνα. Ο κανόνας ήταν πολύ αυστηρός αφού δεν επέτρεπε στο πρόσωπο που δεν είχε συμμορφωθεί προς τους όρους ενός δικαστικού διατάγματος να εμφανίζεται όχι μόνο στην υπό εκδίκαση υπόθεση αλλά και σε οποιαδήποτε άλλη δικαστική διαδικασία. Η νομική προέλευση του κανόνα εμφανίστηκε στην 78η Διάταξη (Ordinance) του Lord Bacon το 1618 (Brams' Orders in Chancery, 35) η οποία προέβλεπε ότι,

 

"They that are in contempt ... are not to be here (heard?) neither in that suit, nor in any other, except the court of special grace suspend the contempt."

 

 

 

 

 

 

 

Σε μετάφραση,

 

"Ότι αυτοί που βρίσκονται σε καταφρόνηση . δεν πρέπει να βρίσκονται εδώ (ακούονται;) είτε σε εκείνη τη διαδικασία, είτε σε οποιαδήποτε άλλη, εκτός αν το δικαστήριο ειδικής χάριτος αναστείλει την καταφρόνηση."

 

 

Ο κανόνας που αρχικά είχε εκκλησιαστικό χαρακτήρα αφού εφαρμοζόταν στα εκκλησιαστικά δικαστήρια προτού υιοθετηθεί και στα πολιτικά δικαστήρια, στα πρώτα στάδια της εφαρμογής του ήταν απόλυτος. (Βλ. Borrie and Lowe "The law of contempt" 367). Όπως έχει πει ο Romer L.J. στην υπόθεση Hadkinson v. Hadkinson (1952) 2 All E.R. 567, 569, στην οποία περιλαμβάνεται η κλασσική διατύπωση του κανόνα,

 

     "It is the plain and unqualified obligation of every person against, or in respect of, whom an order is made by a court of competent jurisdiction to obey it unless and until that order is discharged. The uncompromising nature of this obligation is shown by the fact that it extends even to cases where the person affected by an order believes it to be irregular or even void."

 

 

Σε μετάφραση,

 

   "Είναι η σαφής και απόλυτη υποχρέωση κάθε προσώπου εναντίον, ή σε σχέση με το οποίο έχει εκδοθεί ένα διάταγμα από ένα αρμόδιο δικαστήριο να το υπακούσει μέχρις ότου το διάταγμα ακυρωθεί. Ο χαρακτήρας αυτής της υποχρέωσης που δεν επιδέχεται συμβιβασμούς φαίνεται από το γεγονός ότι επεκτείνεται και σε περιπτώσεις στις οποίες το επηρεαζόμενο πρόσωπο πιστεύει ότι το διάταγμα είναι παράτυπο ή ακόμα άκυρο."

 

 

 

Σταδιακά όμως άρχισε να υιοθετείται η προσέγγιση ότι η υποχρέωση συμμόρφωσης προς ένα δικαστικό διάταγμα δεν μπορούσε να ήταν απόλυτη και το δικαίωμα να ακουστεί ένας διάδικος που δεν είχε συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του διατάγματος επαφιόταν πλέον στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Όπως έχει τονιστεί από το Δικαστή Lord Denning στην υπόθεση Hadkinson v. Hadkinson (πιο πάνω),

 

     "I am of the opinion that the fact that a party to a cause has disobeyed an order of the court is not of itself a bar to his being heard, but if his disobedience is such that, so long as it continues, it impedes the course of justice in the cause, by making it more difficult for the court to ascertain the truth or to enforce the orders which it may make, then the court may in its discretion refuse to hear him until the impediment is removed or good reason is shown why it should not be removed."

 

 

Σε μετάφραση,

 

   "Έχω τη γνώμη ότι το γεγονός ότι ένας διάδικος σε μια διαδικασία δεν έχει συμμορφωθεί προς ένα δικαστικό διάταγμα δεν συνιστά από μόνο του εμπόδιο για να ακουστεί, αλλά αν η απείθεια του είναι τέτοια, που εφόσον συνεχίζεται, παρεμποδίζει την απονομή δικαιοσύνης στη διαδικασία, καθιστώντας πιο δύσκολο για το δικαστήριο να εξακριβώσει την αλήθεια ή να εφαρμόσει τα διατάγματα τα οποία μπορεί να εκδώσει, τότε το δικαστήριο μέσα στη διακριτική του ευχέρεια, μπορεί να αρνηθεί να τον ακούσει μέχρι την αφαίρεση του εμποδίου μέχρι να δοθεί ικανοποιητικός λόγος γιατί να μην αφαιρεθεί."

 

 

Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια ο Δικαστής Cozens-Hardy εισηγήθηκε ότι μπορεί το δικαίωμα ακρόασης να δοθεί σε ένα διάδικο, χωρίς την προηγούμενη συμμόρφωση του προς ένα δικαστικό διάταγμα, όταν η έκδοση του διατάγματος φαίνεται να είναι εκτός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. (Βλ. Parry v. Perryman (1838) 47 E.R. 821).

 

Στην Κύπρο έχουν υιοθετηθεί οι αγγλικές αρχές του κοινοδικαίου, ότι             ένας διάδικος δεν μπορεί να ακουστεί εφόσον δεν έχει συμμορφωθεί με              τις πρόνοιες ενός διατάγματος που έχει εκδοθεί μέσα στα πλαίσια μιας εκκρεμούσας διαδικασίας στην οποία είναι διάδικος. (Βλ. Mavrommatis           and others v. Cyprus Hotels Co. Ltd. (1967) 1 C.L.R. 266,                              Θρασυβούλου ν. Λοϊζος Λουκά και Υιοί Λτδ. (2001) 1 Α.Α.Δ. 687).  Η προσέγγιση του κοινοδικαίου ότι ο κανόνας δεν είναι απόλυτος και ότι η εφαρμογή του επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, έχει υιοθετηθεί και στην Κύπρο. (Βλ. Mouzouris and others v. Xylophagou Plantations Ltd (1977) 1 C.L.R. 287).

 

Στην παρούσα περίπτωση τόσο οι εμπρόσθιες όσο και οι οπίσθιες κατασκευές που έχουν ανεγερθεί είναι επιπρόσθετες προς την κύρια οικοδομή και δεν είναι ουσιώδους σημασίας σε βαθμό που θα μπορούσε να επηρεάσει την ασφάλεια της οικοδομής. Επιπρόσθετα παρατηρούμε ότι οι εφεσείοντες δεν έχουν προβάλει οποιαδήποτε στοιχεία που θα δικαιολογούσαν τη μέχρι σήμερα μη συμμόρφωση τους προς τις πρόνοιες του διατάγματος κατεδάφισης. Σημειώνουμε επίσης ότι λέχθηκε από το συνήγορο των εφεσειόντων ότι δεν έχουν ακόμα υποβάλει αίτηση για την έκδοση καλυπτικής άδειας. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια η καταχώριση των δύο εφέσεων στις 14/7/2008 (μετά την έκδοση του διατάγματος κατεδάφισης στις 9/7/2008), με τις οποίες αμφισβητείται η νομιμότητα του διατάγματος κατεδάφισης χωρίς οι εφεσείοντες να έχουν συμμορφωθεί ήδη προς τις πρόνοιες τους διατάγματος, δεν μπορεί παρά να αποστερήσει το δικαίωμα των εφεσειόντων να ακουστούν στην παρούσα διαδικασία.

 

Η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Μέχρι της συμμόρφωσης των εφεσειόντων προς τους όρους του δικαστικού διατάγματος το Δικαστήριο αρνείται να εξετάσει τις εφέσεις των εφεσειόντων. Οι εφεσείοντες καταδικάζονται όπως καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.

                                          

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

 

 

 

                                                       Δ.

 

/ΔΓ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο