ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 457
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική ΄Εφεση Αρ. 153/2007)
3 Ιουλίου, 2008
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΤΣΙΕΛΕΠΟΣ,
Εφεσείων,
v.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
― ― ― ― ―
Ε. Ευσταθίου και Κ. Καμένος, για τον Εφεσείοντα.
Ν. Κέκκος, για την Εφεσίβλητη.
― ― ― ― ―
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Μειοψηφίας)
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο εφεσείων ήταν ο Πρόεδρος της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ). Εναντίον του προσάφθηκαν δύο κατηγορίες που αφορούσαν, η μεν πρώτη, αδίκημα καταρτισμού εγγράφου χωρίς εξουσία ή δικαιολογία, κατά παράβαση των άρθρων 343(α) και 29 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και η δεύτερη, πλαστογραφία εγγράφου, κατά παράβαση των άρθρων 331, 333(β), 335 και 29 του Ποινικού Κώδικα. Στην πρώτη κατηγορία, ο εφεσείων αθωώθηκε και απαλλάχθηκε χωρίς να κληθεί σε απολογία. Στη δεύτερη, κλήθηκε σε απολογία και αφού βρέθηκε ένοχος, τιμωρήθηκε με ποινή φυλάκισης έξι μηνών με αναστολή. Η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον της καταδίκης.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της πρώτης κατηγορίας, ο εφεσείων μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 2004, χωρίς νόμιμη εξουσία ή δικαιολογία, κατήρτισε έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση της ΕΠΑ της οποίας ήταν Πρόεδρος, ήτοι με οδηγίες του, καταρτίστηκαν πρακτικά υποτιθέμενης συνεδρίας της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004 τα οποία υπέγραψε ενώ γνώριζε ότι τέτοια συνεδρία δεν πραγματοποιήθηκε.
Η αθώωση του εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία, βασίστηκε στη διαπίστωση ότι η κατηγορία αυτή αναφέρεται σε πρόθεση καταδολίευσης συγκεκριμένων προσώπων, δηλαδή των μελών της Επιτροπής, τα οποία γνώριζαν, καθώς αποδείχθηκε, ότι δεν έγινε τέτοια συνεδρία στις 18.8.2004 και ότι το επίδικο πρακτικό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα. Συνεπώς, δεν ήταν δυνατό κάτω από αυτές τις περιστάσεις να καταδολιευθούν τα μέλη της Επιτροπής που όντως είχαν προσωπική γνώση ότι δεν έγινε συνεδρία στις 18.8.2004.
Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος της δεύτερης κατηγορίας, ο κατηγορούμενος κατά το χρόνο και τόπο που αναφέρεται στην 1η κατηγορία, «..κατήρτισε πλαστό έγγραφο με σκοπό την καταδολίευση δηλαδή, αλλοίωσε έγγραφο χωρίς εξουσία κατά τρόπο ώστε αν η αλλοίωση είχε εξουσιοδοτηθεί, θα μετέβαλλε τις συνέπειες του εγγράφου δηλαδή με οδηγίες του, η Ευδοκία Χριστοδούλου και Χριστίνα Ευσταθίου, υπάλληλοι της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού, αλλοίωσαν στο βιβλίο παρουσιάσεως των μελών της Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού την ημερομηνία και ημέρα συνεδρίασης της προαναφερθείσας Επιτροπής αλλάζοντας την ημερομηνία «26/8/04» σε «18/8/04» και την ημέρα «Πέμπτη» σε «Τετάρτη»».
Η εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής, κατά την έκταση που αυτή αφορά τόσο στην πρώτη όσο και στη δεύτερη κατηγορία, είναι ότι ο εφεσείων, αφού κατήρτισε το πλαστό έγγραφο που αναφέρεται στην πρώτη κατηγορία, δηλαδή τα πρακτικά υποτιθέμενης συνεδρίας της ΕΠΑ ημερ. 18.8.04 ενώ γνώριζε ότι τέτοια συνεδρία δεν πραγματοποιήθηκε, προχώρησε στην αλλοίωση του βιβλίου των παρουσιών των μελών της Επιτροπής που αναφέρεται στη δεύτερη κατηγορία έτσι ώστε αυτό να συνάδει με το πλαστό πρακτικό με σκοπό καταδολίευσης ότι όντως πραγματοποιήθηκε η συνεδρία.
Ο εφεσείων δεν αμφισβήτησε ότι με οδηγίες του τροποποιήθηκε το βιβλίο παρουσιών των μελών της Επιτροπής. Είναι όμως η θέση του ότι η τροποποίηση έγινε χωρίς πρόθεση καταδολίευσης οποιουδήποτε. Κατέθεσε συναφώς ότι από τη στιγμή που του δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι η συνεδρία της ΕΠΑ έγινε στις 18.8.04, έδωσε οδηγίες να ετοιμαστεί σχετικό πρακτικό με αυτή την ημερομηνία (18.8.04). Ενόψει τούτου, θεώρησε αναγκαία τη διόρθωση της ημερομηνίας και στο βιβλίο παρουσιών δηλαδή από 26.8.04 να γίνει 18.8.04 γιατί αν έμενε στο βιβλίο παρουσιών η ημερομηνία 26.8.04 και υπήρχε το πρακτικό με ημερομηνία 18.8.04 θα προκαλείτο ενδεχομένως σύγχυση με πιθανότητα να πληρωθούν τα μέλη της Επιτροπής δύο φορές για παρουσία σε συνεδρίες αντί μια φορά όπως ήταν και η πραγματικότητα.
Τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα τα οποία αποτέλεσαν μέρος των ουσιωδών ευρημάτων του πρωτόδικου δικαστηρίου είναι ότι στις 12.8.2004, κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας, η ΕΠΑ κήρυξε άκυρη τη συμφωνία μεταξύ της Κυπριακής Ομοσπονδίας Ποδοσφαίρου (ΚΟΠ) και της Lumier TV Ltd (LTV), καθώς και τη συμφωνία μεταξύ της ΚΟΠ και των ποδοσφαιρικών σωματείων για από κοινού εκμετάλλευση δικαιωμάτων από τους ποδοσφαιρικούς αγώνες. Κρίθηκε ότι οι συμφωνίες αυτές παραβιάζουν το άρθρο 4 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου (Ν. 207/89).
Στις 17.8.2004, η ΚΟΠ και η LTV υπέβαλαν δυνάμει του άρθρου 18(1) του νόμου αίτηση για αρνητική πιστοποίηση και ατομική εξαίρεση από τις διατάξεις του άρθρου 4. Σύνοψη της αίτησης αυτής δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 20.8.2004. Σε αυτή αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή αποφάσισε σε συνεδρία της ημερ. 18.8.2004 να προχωρήσει σε δημοσίευση σύνοψης των αιτήσεων δυνάμει του σχετικού νόμου.
Ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ υπέβαλε ένσταση στις πιο πάνω αιτήσεις της ΚΟΠ και της LTV. Ακολούθησε ακροαματική διαδικασία μετά το τέλος της οποίας, η ΕΠΑ εξέδωσε απόφαση στις 28.9.2004 με την οποία αποδέχθηκε τις αιτήσεις και παραχώρησε προς την ΚΟΠ και την LTV διατάγματα ατομικής εξαίρεσης. Στην πιο πάνω απόφαση, γίνεται αναφορά σε συνεδρία της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004 στην οποία φαίνεται, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή έδωσε οδηγίες όπως δημοσιευθεί σύνοψη των αιτήσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Είναι όμως κοινά παραδεκτό ότι τέτοια συνεδρία δεν έγινε ποτέ και ότι ο εφεσείων κατήρτισε σχετικό πρακτικό και το υπέγραψε ως Πρόεδρος της Επιτροπής χωρίς αυτό να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.
Ο εφεσείων, έδωσε οδηγίες σε δύο υπαλλήλους της ΕΠΑ να αλλάξουν στο βιβλίο παρουσιών των μελών της Επιτροπής την ημερομηνία συνεδρίας της ΕΠΑ από 26.8.2004 σε 18.8.2004 και την ημέρα «Πέμπτη» σε «Τετάρτη».
Στις 23.12.2004 ο δικηγόρος και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του ΑΝΤΕΝΝΑ κ. Λουκής Παπαφιλίππου απέστειλε επιστολή στο Γραμματέα του Υπουργικού Συμβουλίου με την οποία κατάγγειλε τον εφεσείοντα για κατάρτιση πλαστού εγγράφου το οποίο χρησιμοποιήθηκε στη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων της ΚΟΠ και LTV.
Το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το βιβλίο παρουσιών, ετηρείτο στα γραφεία της ΕΠΑ και σ΄ αυτό γίνονταν καταχωρήσεις από υπαλλήλους της Επιτροπής. Η τήρηση του εν λόγω βιβλίου, άνκαι δεν προβλέπεται από το νόμο, εντούτοις, μέσω των καταχωρήσεων που γίνονταν σ΄ αυτό, μπορούσε κάποιος να βεβαιωθεί αν έγινε συνεδρία σε συγκεκριμένη ημερομηνία και ποια μέλη ήταν παρόντα. Με βάση τα πιο πάνω, κρίθηκε ότι εξαιτίας του ψευδούς γεγονότος που εμφανίζεται στο βιβλίο και αφορά σε συνεδρία της ΕΠΑ ημερ. 18.8.2004, που στην πραγματικότητα δεν έγινε ποτέ, μπορούσε να εξαπατηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο ερχόταν σε επαφή με το βιβλίο αυτό.
Ο πρωτόδικος δικαστής αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία, απέρριψε τον ισχυρισμό του εφεσείοντα ότι ο λόγος για τον οποίο προέβη στην «διόρθωση» του βιβλίου παρουσιών ήταν γιατί υπέθεσε ότι η ημερομηνία 26.8.2004 που αναγραφόταν στο βιβλίο ως η ημερομηνία συνεδρίας για το συγκεκριμένο θέμα ήταν λανθασμένη και ότι έπρεπε να αντικατασταθεί με την ημερομηνία 18.8.2004 δηλαδή την ημερομηνία που κατά την άποψή του πρέπει να έγινε η συνεδρία για τη δημοσίευση των αιτήσεων. Κρίθηκε ότι τόσο η αλλοίωση στο πρακτικό όσο και η αλλοίωση στο βιβλίο παρουσιών, έγιναν για να δικαιολογείται ότι πραγματοποιήθηκε συνεδρία πριν τη δημοσίευση της σύνοψης της αίτησης στην Επίσημη Εφημερίδα, η διεξαγωγή της οποίας εθεωρείτο αναγκαία από τον εφεσείοντα για σκοπούς εξουσιοδότησης της δημοσίευσης κλπ.
Στην εκκαλούμενη απόφαση παρατίθενται οι νομικές αυθεντίες* οι οποίες διέπουν το θέμα της πρόθεσης καταδολίευσης ως συστατικού στοιχείου του αδικήματος της πλαστογραφίας με βάση το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα και επαναλαμβάνεται ότι με βάση το εν λόγω άρθρο, τεκμαίρεται η πρόθεση καταδολίευσης αν κάποιο συγκεκριμένο πρόσωπο, εξακριβωμένο ή όχι μπορεί να καταδολιευθεί με το πλαστό έγγραφο. Αναφορικά με το επίδικο βιβλίο παρουσιών, αναφέρεται ότι η τήρησή του μολονότι δεν προβλέπεται από το νόμο, αυτό δεν σημαίνει ότι το βιβλίο αποτελούσε ιδιωτικές σημειώσεις του εφεσείοντα αφού στο εν λόγω βιβλίο, γίνονταν καταχωρήσεις από υπαλλήλους της Επιτροπής ενώ κάποιος θα μπορούσε, κατόπιν απλής επιθεώρησής του, να πληροφορηθεί αν έγινε και πότε συνεδρία της Επιτροπής και ποια από τα μέλη ήταν παρόντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, κατέληξε πρώτα στο συμπέρασμα ότι με την αλλοίωση των καταχωρήσεων που έγιναν στο βιβλίο παρουσιών, το έγγραφο κατέστη πλαστό, με την έννοια ότι εμφάνιζε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, με ενδεχόμενο την εξαπάτηση οποιουδήποτε προσώπου που μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί του. Στη συνέχεια και με αναφορά στη μαρτυρία του κ. Παπαφιλίππου ο οποίος κατέθεσε ότι αν γνώριζε πως δεν έγινε συνεδρία στις 18.8.2004 σίγουρα θα προσέφευγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για έκδοση προνομιακού εντάλματος ή και στη λήψη άλλων ένδικων μέσων προς ακύρωση της όλης διαδικασίας, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εσφαλμένη εντύπωση ως προς την πραγματοποίηση αυτής της συνεδρίας, προκάλεσε δυσμενείς επιπτώσεις στο χειρισμό της υπόθεσης του ΑΝΤΕΝΝΑ εφόσον επηρεάστηκαν αρνητικά τα δικαιώματά του για προσφυγή στη δικαιοσύνη με τα κατάλληλα ένδικα μέσα κλπ. Τεκμαίρεται, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, ότι κατά την αλλοίωση του εγγράφου, υπήρχε πρόθεση καταδολίευσης αφού επρόκειτο για ένα θέμα κοινού ενδιαφέροντος για το οποίο υπήρχε σε εξέλιξη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής στην οποία μάλιστα ο σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ είχε υποβάλει ένσταση σε σχέση με τον τύπο της αίτησης.
Κατόπιν ορθής αξιολόγησης της μαρτυρίας το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή του εφεσείοντα ότι «οι διορθώσεις» στο πρακτικό και στο βιβλίο των παρουσιών της Επιτροπής έγιναν για να αποφευχθεί το ενδεχόμενο διπλής πληρωμής των μελών για την παρουσία τους σε δύο συνεδρίες ενώ στην πραγματικότητα έγινε μόνο μία. Κρίθηκε ότι ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων προέβη στην αλλοίωση των πρακτικών και του βιβλίου παρουσιών ήταν για να δικαιολογείται η δημοσίευση της σύνοψης των αιτήσεων που έγινε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η οποία παραπέμπει σε συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 18.8.2004 η οποία δεν έγινε ποτέ και για να συνάδουν τα δύο έγγραφα μεταξύ τους ως προς την ημέρα και ημερομηνία πραγματοποίησης της συνεδρίας που δεν έγινε, προς αποφυγή επιπλοκών που ενδεχομένως θα προέκυπταν αν διατηρείτο η διαφορά στις ημερομηνίες.
Θεωρώ ότι τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Επιτροπής αποτελούν την αυθεντική πηγή πληροφόρησης για ό,τι έχει σχέση με τις συνεδρίες της Επιτροπής στις οποίες τα πρακτικά αντιστοίχως αναφέρονται. Το βιβλίο παρουσιών των μελών της Επιτροπής, στη μορφή που εδώ εμφανίζεται, χωρίς η τήρησή του να προβλέπεται από το νόμο, συνιστά δευτερεύουσα πηγή πληροφόρησης αναφορικά με τις παρουσίες των μελών στις συνεδρίες της Επιτροπής που εμφαίνεται στο βιβλίο ότι πραγματοποιήθηκαν κατά διάφορες ημερομηνίες.
Ο βασικός λόγος καθιέρωσης του βιβλίου παρουσιών από τον εφεσείοντα ήταν για σκοπούς υπολογισμού των απολαβών των μελών για τις παρουσίες τους στις συνεδριάσεις. Το βιβλίο, υπό αυτή την έννοια ανήκε στην ΕΠΑ εφόσον σ΄ αυτό υπέγραφαν τα μέλη της Επιτροπής προς επιβεβαίωση των παρουσιών τους και εχρησιμοποιείτο υπηρεσιακά για τον προαναφερόμενο σκοπό. Με άλλα λόγια, το βιβλίο αυτό δεν προοριζόταν για ιδιωτική χρήση του εφεσείοντα, όπως ορθά διαπίστωσε το πρωτόδικο δικαστήριο. Η μαρτυρία του εφεσείοντα επί του προκειμένου επιβεβαιώνει την προαναφερθείσα διαπίστωση. Ανέφερε σχετικά (σελ. 111 πρακτικά της δίκης) «.. τα πρακτικά δεν ήταν τόσο ασφαλή γιατί μπορούσε να αναγραφεί κάποιο μέλος που απουσίαζε και με το βιβλίο τούτο και με την υπογραφή των μελών δεν αφήνονταν περιθώρια αμφισβήτησης συμμετοχής των μελών.». Ανάλογες αναφορές εντοπίζονται και σε άλλα σημεία της μαρτυρίας του εφεσείοντα καθώς και στη μαρτυρία του υπαλλήλου της Επιτροπής κ. Περικλέους (ΜΚ 4).
Αν για παράδειγμα, γινόταν στο βιβλίο μια καταχώρηση η οποία εκ λάθους ή αβλεψίας εμφάνιζε ένα γεγονός ως αληθινό ενώ στην πραγματικότητα αυτό δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και στη βάση του ψεύδους κάποιος ενήργησε ή παρέλειψε να ενεργήσει, ανάλογα με την περίπτωση, προς δική του ενδεχομένως βλάβη αναμφίβολα θα ήταν παράλογο να καταλογισθεί στον υπαίτιο της ψευδούς καταχώρησης ποινική ευθύνη για πλαστογραφία του βιβλίου εφόσον οι συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε η ψευδής καταχώρηση σαφώς δεν αποκαλύπτουν πρόθεση καταδολίευσης οποιουδήποτε. Τα πράγματα όμως είναι διαφορετικά αν το πρόσωπο που έκανε τη ψευδή καταχώρηση στο βιβλίο γνώριζε ότι αυτό που καταχωρήθηκε είναι ψευδές και εντούτοις το αποδέχεται ώστε μέσω της καταχώρησης να εμφανίζεται προς τα έξω ένα γεγονός ως αληθινό ενώ τούτο στην πραγματικότητα είναι ψευδές με ενδεχόμενο να υποστεί βλάβη οποιοδήποτε πρόσωπο εξακριβωμένο ή όχι το οποίο είναι πιθανό να έρθει σε επαφή με την καταχώρηση και στη βάση της ψευδούς καταχώρησης, να προβεί σε κάποια ενέργεια ή ανάλογα με την περίπτωση να παραλείψει να προβεί σε κάποια ενέργεια. Αυτή ακριβώς είναι η περίπτωση όπου η πρόθεση καταδολίευσης είναι υπαρκτή και αποτελεί συστατικό στοιχείο του αδικήματος της πλαστογραφίας στην έννοια του νόμου.
Στην προκείμενη περίπτωση, η αλλοίωση της ημέρας και της ημερομηνίας στο βιβλίο παρουσιών, έγινε με οδηγίες του εφεσείοντα και εν γνώσει του ότι στις 18.8.04 δεν πραγματοποιήθηκε συνεδρία της Επιτροπής. Παρά ταύτα, ο εφεσείων θέλησε να παρουσιάσει ένα γεγονός ως αληθινό ενώ γνώριζε ότι αυτό ήταν ψευδές. Η πράξη αυτή του εφεσείοντα αναμφίβολα συνιστά πλαστογραφία με ευδιάκριτο το στοιχείο της πρόθεσης καταδολίευσης στην έννοια του νόμου. Ο λόγος για τον οποίο ο εφεσείων πλαστογράφησε το βιβλίο παρουσιών δεν ενέχει ιδιαίτερη σημασία. Ωστόσο, θα συμφωνήσω με τη διαπίστωση του δικάσαντος δικαστηρίου ότι οι αλλοιώσεις στο πρακτικό και στο βιβλίο παρουσιών έγιναν για να εξυπηρετηθεί ο ίδιος σκοπός δηλαδή να ταυτιστούν οι αντιστοίχως εμφανιζόμενες στα έγγραφα ημέρες και ημερομηνίες ώστε και τα δύο έγγραφα να επιβεβαιώνουν ότι στις 18.8.04 ημέρα Τετάρτη πραγματοποιήθηκε συνεδρία της Επιτροπής κατά την οποία αποφασίστηκε, σύμφωνα με το πρακτικό, η δημοσίευση των αιτήσεων στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Καθώς έχει αναφερθεί, η εν λόγω δημοσίευση έγινε στις 20.8.04 και αυτή παραπέμπει σε συνεδρία της Επιτροπής ημερ. 18.8.04.
Η αθώωση του εφεσείοντα στην πρώτη κατηγορία δεν καθιστά άνευ αντικειμένου τη δεύτερη κατηγορία ούτε και αφαιρεί την υποστύλωση της καταδίκης. Στην πρώτη κατηγορία, εξειδικεύτηκαν τα πρόσωπα της καταδολίευσης τα οποία, καθώς αποδείχθηκε, δεν ήταν δυνατό να καταδολιευθούν, διαπίστωση που οδήγησε στην αθώωση του εφεσείοντα.
Στη Georghiou v. Republic (1984) 2 CLR 65 το Εφετείο αναφέρθηκε εκτενώς στην αγγλική νομολογία από την οποία θα μπορούσε να αντληθεί καθοδήγηση αναφορικά με την ερμηνεία των διατάξεων του Ποινικού Κώδικα που διέπουν το αδίκημα της πλαστογραφίας με επίκεντρο κυρίως το νομοθετικό τεκμήριο που καθιερώνεται από το άρθρο 334 του Ποινικού Κώδικα ως προς την ύπαρξη «πρόθεσης καταδολίευσης» σε σχέση βέβαια με τον ορισμό της πλαστογραφίας. Χρήσιμη και άκρως βοηθητική είναι η καθοδήγηση που μπορεί να αντληθεί για το ίδιο θέμα από την εμπεριστατωμένη μελέτη του ευπαίδευτου νομικού, πρώην Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα και μέχρι πρόσφατα Δικαστή του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κ. Λ. Λουκαϊδη με τίτλο «Η πρόθεση καταδολιεύσεως (Ιntent to defraud)» η οποία είναι δημοσιευμένη στα «Θέματα Κυπριακού Δικαίου» ΙΙ, υπό Λ.Γ. Λουκαϊδη. Από την εν λόγω μελέτη θα δανειστώ και τη μετάφραση του πιο κάτω αποσπάσματος από την απόφαση στην Georghiou (ανωτέρω) που θεωρώ ότι ρίχνει αρκετό φως στο θέμα.
«Το κακουργιοδικείο καθοδηγούμενο από τη νομική ανάλυση των συστατικών της προθέσεως καταδολιεύσεως που έγινε από το Δικαστήριο της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Welham v. D.P.P. (1960) αποφάσισε ότι η «πρόθεση καταδολιεύσεως» σε σχέση με το άρθρο 331 του Ποινικού Κώδικα δεν συνεπάγεται την ύπαρξη προθέσεως προκλήσεως βλάβης σε συγκεκριμένο πρόσωπο. Πέραν τούτου η βλάβη δεν περιορίζεται σε οικονομική βλάβη. Το αδίκημα της πλαστογραφίας αποδεικνύεται εφόσον η απάτη που προκαλείται με το ψεύτικο έγγραφο μπορεί να οδηγήσει κάποιο πρόσωπο - όχι ένα συγκεκριμένο πρόσωπο - να ενεργήσει σε βλάβη του, όχι κατ΄ ανάγκη οικονομικής φύσεως. Στην υπόθεση Welham το δικαστήριο συζήτησε σε έκταση την έννοια της «προθέσεως καταδολιεύσεως» και έδωσε έμφαση στη διάκριση μεταξύ «προθέσεως εξαπατήσεως» και «προθέσεως καταδολιεύσεως». Όπως επεξήγησε ιδιαίτερα ο Λόρδος Denning ούτε στο κοινό δίκαιο ούτε δυνάμει του περί Πλαστογραφίας Νόμου η «πρόθεση καταδολιεύσεως» συνδεόταν με την πρόκληση οικονομικής βλάβης σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο πρόσωπο σαν αποτέλεσμα της απάτης που χρησιμοποιείται. Όπως το διατύπωσε ο ευπαίδευτος δικαστής «ένα οποιοδήποτε πρόσωπο γενικά αρκεί». Επίσης η βλάβη δεν περιορίζεται σε οικονομική απώλεια - «όχι στην ιδέα αποστερήσεως από κάποιο κάτι που έχει αξία». Η πιθανότητα βλάβης, όπως επεξηγείται στην απόφαση, είναι αρκετή. Από την απόφαση στην υπόθεση R. v. Peter Martin (E.R. 168, 1354) που μας υπέδειξε ο κ. Λουκαϊδης, φαίνεται ότι το κοινοδίκαιο ουδέποτε απαιτούσε απόδειξη προθέσεως προκλήσεως βλάβης σε συγκεκριμένο πρόσωπο ούτε απαιτούσε ζημιά οικονομικής φύσεως. Η καταδίκη ενός υπαλλήλου που πλαστογράφησε μια απόδειξη με σκοπό να εξαπατήσει τον εργοδότη του έτσι που ο τελευταίος να πιστέψει ότι χρήματα που πήρε απ΄ αυτόν ο καταδικασθείς χρησιμοποιήθηκαν για το σκοπό που δόθηκαν ήταν νομικά έγκυρη (βλ. επίσης r. v. Hill 173 E.R. 492).
Η νομική ανάλυση που έγινε στην υπόθεση Welham πάνω στο θέμα της «προθέσεως καταδολιεύσεως» υποστηρίζεται από ισχυρές απόψεις που εκφράστηκαν σε μεταγενέστερες αποφάσεις του Δικαστηρίου της Βουλής των Λόρδων (βλ. Scott v. Comr. of Police (1974) 2 All E.R. 1032 and A-G´s Reference (No. 1 of 19812) (1982) 2 All E.R. 417). Στην υπόθεση R. v. Allsop 64 Cr. App. R. 29 έγινε μια προσπάθεια να εξετασθεί η πραγματική φύση της εγκληματικής προθέσεως που απαιτείται για τη διάπραξη του αδικήματος της πλαστογραφίας. Υπογραμμίστηκε δε ότι ο στόχος των πλαστογράφων είναι γενικά να ωφελήσουν τον εαυτό τους. η βλάβη στα θύματα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ο κύριος στόχος των πλαστογράφων που έχουν την απαιτούμενη εγκληματική πρόθεση είναι (όπως το αντιλαμβανόμαστε) να αλλοιώσουν μια εικόνα πραγμάτων προς όφελος τους. Αν, σαν αποτέλεσμα αυτής της εξαπατήσεως, ένα άλλο πρόσωπο οδηγείται στο να ενεργήσει σε βλάβη του, όπως τούτο έχει καθορισθεί προηγουμένως, τότε διαπράττεται το έγκλημα της πλαστογραφίας.
Το νομοθετικό τεκμήριο που καθιερώνεται με το άρθρο 334 του Κεφ. 15 ως προς την ύπαρξη «προθέσεως καταδολιεύσεως», ρίχνει αρκετό φως την έννοια της «προθέσεως καταδολιεύσεως» σε σχέση με το έγκλημα της πλαστογραφίας που καθορίζεται στο άρθρο 331. .. Το άρθρο 334 δείχνει καθαρά ότι η εν λόγω «πρόθεση καταδολιεύσεως» σε σχέση με τον ορισμό της «πλαστογραφίας» είναι ταυτόσημη με την έννοια της «προθέσεως καταδολιεύσεως» σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο στο θέμα της πλαστογραφίας. Συνεπώς το κακουργιοδικείο ορθά επεδίωξε καθοδήγηση από την αγγλική νομολογία και ιδιαίτερα την απόφαση στην υπόθεση Welham. Το δικαστήριο σωστά προσέγγισε το θέμα της φύσεως της προθέσεως που είναι αναγκαία για να στηρίξει το αδίκημα της πλαστογραφίας τα δε πορίσματα του ήταν απόλυτα δικαιολογημένα.»
Ο εφεσείων είχε «πρόθεση καταδολιεύσεως» γιατί με την πράξη του η έρευνα οποιουδήποτε προσώπου που ενδιαφερόταν να πληροφορηθεί για ο,τιδήποτε είχε σχέση με τη δημοσίευση των αιτήσεων καθώς και για οποιοδήποτε άλλο επιμέρους ζήτημα του υπό εξέταση θέματος με αναφορά σε συνεδρίες της Επιτροπής, μπορούσε να παραβλαφθεί, άσχετα αν η βλάβη που ενδεχομένως θα προέκυπτε θα ήταν οικονομική ή υπό μορφή επηρεασμού δικαιωμάτων. Στην προκείμενη περίπτωση ο τηλεοπτικός σταθμός ΑΝΤΕΝΝΑ είχε ενδιαφέρον στην υπόθεση και η πλαστογραφία του βιβλίου τον καθιστούσε πιθανό θύμα της καταδολίευσης.
Ενόψει των πιο πάνω θα απέρριπτα την έφεση.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
* «Η πρόθεση καταδολίευσης» υπό Λ. Λουκαϊδη, Θέματα Κυπριακού Δικαίου, τομ. ΙΙ, σελ. 85, 86.
Welham v. DPP (1960) 1 All E.R. 805
Georghiou v. The Republic (1984) 2 CLR 65
Ioannou v. The Police (1985) 2 CLR 14
Blackstone´s Criminal Practice & Evidence 2003 p. 357, Par. B6.2.