ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2008) 2 ΑΑΔ 169
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 32/2007)
29 Φεβρουαρίου, 2008
[ΗΛΙΑΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/ΣΤΕΣ]
FARHAD HASSAN POUR TOMATARI,
Εφεσείοντας,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
Α. Ιωάννου (κα), για τον Εφεσείοντα.
Π. Ευθυβούλου (κα), για την Εφεσίβλητη.
H ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον
Δικαστή Γ. Ερωτοκρίτου.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο εφεσείων, μαζί με τον εφεσείοντα στην Ποινική Έφεση αρ. 44/07, παραδέχθηκαν ενοχή ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού σε τέσσερις κοινές κατηγορίες: (α) Συνομωσία για διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου, τάξεως Α, ήτοι 498.6158 γρ. όπιο, (β) συνομωσία για διάπραξη του κακουργήματος της κατοχής του ιδίου φαρμάκου με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, (γ) παράνομη κατοχή του πιο πάνω φαρμάκου, και (δ) κατοχή με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Οι δύο πρώτες κατηγορίες στηρίζονται στα άρθρα 371 και 20 του Ποινικού Κώδικα και στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977, (Ν. 29/77), (όπως τροποποιήθηκε). Οι άλλες δύο κατηγορίες στηρίζονται στο άρθρο 20 του Κεφ. 154 και σε σχετικές πρόνοιες του Νόμου 29/77.
Στις 20.10.06 η ΥΚΑΝ Λεμεσού είχε πληροφορίες ότι σε ανοικτό οικόπεδο στην οδό Ηλία Παπακυριακού, στην Ομόνοια, στη Λεμεσό, θα γινόταν διακίνηση ναρκωτικών από άγνωστους αλλοδαπούς με αυτοκίνητο με συγκεκριμένο αριθμό εγγραφής. Η περιοχή τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση. Γύρω στις 9.25 μ.μ. θεάθηκε το αυτοκίνητο που έφερε τους συγκεκριμένους αριθμούς εγγραφής να εισέρχεται εντός του ανοικτού οικοπέδου και να σταθμεύει στην ανατολική πλευρά. Σ' αυτό υπήρχαν τρία άτομα. O εφεσείων στην υπό εκδίκαση έφεση καθόταν στο πίσω κάθισμα. Oδηγός του αυτοκινήτου ήταν ο εφεσείων στην έφεση 44/07, ενώ συνοδηγός ήταν τρίτο πρόσωπο το οποίο ήταν συγκατηγορούμενο στη διαδικασία ενώπιον του Κακουργιοδικείου. Ο εφεσείων και ο οδηγός θεάθηκαν να εξέρχονται του αυτοκινήτου και να κινούνται βόρεια του οικοπέδου. Το τρίτο πρόσωπο μετακινήθηκε και κάθισε στη θέση του οδηγού και διατήρησε τη μηχανή του αυτοκινήτου σε λειτουργία. Μετά παρέλευση μερικών λεπτών, ο εφεσείων και ο οδηγός θεάθηκαν να επιστρέφουν στο αυτοκίνητο όπου και ανακόπηκαν από την αστυνομία. Από τον έλεγχο που ακολούθησε, βρέθηκαν στην πίσω δεξιά πόρτα του αυτοκινήτου, στη θέση που μπαίνει το μεγάφωνο, μια ζυγαριά ακριβείας και πέντε ξεχωριστά τεμάχια μαύρης συμπαγούς ουσίας, τα οποία ήταν ξεχωριστά περιτυλιγμένα σε διαφανές πλαστικό υλικό, τα οποία παραλήφθηκαν ως τεκμήρια. Σύμφωνα με την έκθεση του Κρατικού Χημείου, η πιο πάνω ουσία βρέθηκε να είναι όπιο. Ο εφεσείων στις 22.10.06 σε ανακριτική κατάθεση ισχυρίστηκε ότι μετέβη στο σημείο με σκοπό να πωλήσει ναρκωτικά σε Ελληνοκύπριο και ότι ο εφεσείων στην έφεση 44/07 θα ενεργούσε ως μεταφραστής επειδή γνώριζε καλά Ελληνικά. Στις 23.10.06 προέβη σε θεληματική κατάθεση στην οποία ομολόγησε ότι τα ανευρεθέντα ναρκωτικά ανήκαν σε συμπατριώτη του ο οποίος απελάθηκε από την Κύπρο πρόσφατα και ο οποίος τον παρακάλεσε να τα πουλήσει εκ μέρους του και να του στείλει τα χρήματα στο Ιράν.
Ενώπιον του Κακουργιοδικείου, κατηγορήθηκαν και τα τρία πιο πάνω πρόσωπα. Το τρίτο πρόσωπο δεν παραδέχθηκε ενοχή, ενώ οι δύο εφεσείοντες παραδέχθηκαν τις κατηγορίες. Το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε υπόψη τις προσωπικές και οικογενειακές περιστάσεις των δύο εφεσειόντων, τους επέβαλε ποινή φυλάκισης τεσσάρων ετών στην δεύτερη κατηγορία και 10 ετών στην τέταρτη κατηγορία, ενώ δεν τους επέβαλε καμία ποινή στην πρώτη και τρίτη, επειδή τα γεγονότα που σχετίζονται σε αυτές τις δύο κατηγορίες, καλύπτονταν από τις άλλες δύο. Το Κακουργιοδικείο διέταξε επίσης όπως οι ποινές συντρέχουν.
Και οι δύο εφεσείοντες θεώρησαν τις ποινές που τους επιβλήθηκαν έκδηλα υπερβολικές και καταχώρησαν έφεση για μείωση τους. Οι δύο εφέσεις ορίστηκαν ενώπιον μας για συνεκδίκαση. Σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας, ο εφεσείων στην Ποινική Έφεση 44/07 απέσυρε την έφεσή του και έτσι προχώρησε σε ακρόαση μόνο η παρούσα.
Κατά την ενώπιον μας συζήτηση της υπόθεσης, η συνήγορος του εφεσείοντα υπέβαλε ότι το μόνο ζήτημα που θα πρέπει να απασχολήσει, είναι το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα το οποίο δεν λήφθηκε επαρκώς υπόψη από το Δικαστήριο. Όπως εξήγησε, ο εφεσείων, ηλικίας 25 χρονών, ανήκει στην κατηγορία των νεαρών προσώπων με αποτέλεσμα η ποινή που του επιβλήθηκε να είναι έκδηλα υπερβολική. Κατά την άποψή της το Δικαστήριο δεν αξιολόγησε ορθά το νεαρό της ηλικίας του εφεσείοντα και το ρόλο που αυτός ο παράγοντας διαδραμάτιζε, αλλά περιορίστηκε σε γενικές αναφορές που αφορούσαν τις άλλες προσωπικές και οικογενειακές συνθήκες του εφεσείοντα. Το Δικαστήριο, είπε, με την επιβολή ποινής σε νεαρά άτομα, θα πρέπει να αφήνει ένα παράθυρο ελπίδας.
Από την άλλη, η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι η ποινή που επιβλήθηκε είναι μεν αυστηρή, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι εκφεύγει του μέτρου, όπως αυτό καθορίζεται από τη νομολογία. Στην προκειμένη περίπτωση, είπε, ο εφεσείων είναι 25 χρονών και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι τόσο νεαρός ώστε να μην έχει συνείδηση της σοβαρότητας των πράξεων του. Ήταν ένα υγιέστατο άτομο, στην πλέον παραγωγική ηλικία του και αντί να εργαστεί έντιμα για τα προς το ζειν, επέλεξε την εύκολη οδό, να «πωλεί τον θάνατο» για οικονομικό όφελος. Το Δικαστήριο, είπε, δεν είναι δυνατό να δεχθεί ότι άτομα, ακόμη και στην ηλικία του εφεσείοντα, τα οποία διακινούν ναρκωτικά θα πρέπει να αναμένουν επιείκεια. Κάτι τέτοιο, θα ερχόταν σε ρήξη με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Ευθύνη για τον καθορισμό της αρμόζουσας ποινής, έχει το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το Εφετείο, για να επέμβει στο ύψος της ποινής, θα πρέπει να διαφανεί ότι αυτή είναι είτε έκδηλα υπερβολική, είτε έκδηλα ανεπαρκής ή περιέχει σφάλμα αρχής.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν αμφισβητήθηκε ότι τα περιστατικά της υπόθεσης την κατατάσσουν στις σοβαρές υποθέσεις του είδους. Εξάλλου, η φύση των αδικημάτων, το είδος και η ποσότητα των ναρκωτικών, δεν αφήνουν περιθώρια για άλλη κατάληξη. Η ευπαίδευτος συνήγορος για τον εφεσείοντα, ενόψει της συχνότητας διάπραξης τέτοιου είδους αδικημάτων, πολύ ορθά δεν αμφισβήτησε ούτε τη σοβαρότητα των αδικημάτων, ούτε την ανάγκη για επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Δεν προτιθέμεθα να επαναλάβουμε τα όσα κατ' επανάληψη αναφέρθηκαν από τη νομολογία για την αυξητική τάση στη διάπραξη αδικημάτων που έχουν σχέση με την εμπορία ναρκωτικών. Υιοθετούμε, όμως, τα όσα πολύ πρόσφατα αναφέραμε στην Χριστοδούλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 15/07, ημερ. 31.1.08.
Αναφορικά με την ηλικία του εφεσείοντα, είναι γεγονός ότι το Κακουργιοδικείο δεν ασχολήθηκε ειδικά με το θέμα, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγκεκριμένος παράγοντας δεν λήφθηκε υπόψη. Η ηλικία του είχε τεθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, στα πλαίσια των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεών του. Αναφέρθηκε ρητά στην απόφαση και αφού συνεκτιμήθηκε με όλους τους υπόλοιπους παράγοντες, του επιβλήθηκαν οι ποινές των 4 και 10 ετών αντίστοιχα, οι οποίες συμφωνούμε ότι είναι αυστηρές, αλλά με κανένα τρόπο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως έκδηλα υπερβολικές, ώστε να ενδείκνυται η παρέμβαση μας. Η σχετική μεγάλη ποσότητα οπίου σε συνδυασμό με την ύπαρξη κατηγορίας για προμήθεια σε άλλα πρόσωπα, για την οποία προβλέπεται ποινή φυλάκισης δια βίου, δεν αφήνει περιθώρια για μείωση της ποινής. Όπως ορθά αναφέρεται στην ίδια την απόφαση του Κακουργιοδικείου, με αναφορά στις υποθέσεις Μιχαήλ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 577 και Reslan v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 2 ΑΑΔ 127, ελαφρυντικοί παράγοντες, στους οποίους αναμφίβολα περιλαμβάνεται και η ηλικία του εφεσείοντα, ενώ λαμβάνονται υπόψη, εντούτοις δεν αφήνονται να εξουδετερώνουν την ανάγκη για προστασία της κοινωνίας. Όπως εύστοχα επισημάνθηκε στην Παυλίδης κ.α. ν. Αστυνομίας (1996) 2 ΑΑΔ 220 και στη Gholi v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 2 ΑΑΔ 30, η πείρα έδειξε ότι οι έμποροι ναρκωτικών, συχνά επιλέγουν άτομα αδύναμα ή άτομα με ειδικά προβλήματα για τη μεταφορά ναρκωτικών. Επομένως, ορθώς η νομολογία διαχρονικά θεωρεί ότι αυτά τα προβλήματα, ενώ λαμβάνονται υπόψη μέσα στα πλαίσια εξατομίκευσης της ποινής, δεν μπορούν να επιδράσουν κατά τρόπο που να εξασθενίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου.
Υπό τις περιστάσεις, δεν δικαιολογείται η παρέμβαση μας και η έφεση απορρίπτεται.
Δ. Δ. Δ.
/ΕΠς