ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 448
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση αρ. 23/2007)
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΚΡΑΜΒΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΔΔ.]
(20 Νοεμβρίου, 2007.)
Μεταξύ:
ΑΝΔΡΕΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ,
Εφεσείοντος,
- ν -
ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ,
Εφεσίβλητης.
- - -
Aλ. Μαρκίδης με Ν. Μακρίδη,, για τον εφεσείοντα.
Δ. Θεοδώρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα
για την εφεσίβλητη.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο
Αρτεμίδης, Π.
- - -
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Κακουργιοδικείο Λεμεσού σε δύο κατηγορίες, (α) κατοχή ελεγχόμενου φαρμάκου τάξεως «Β», 5,786.7157 γραμμάρια φυτού κάνναβης, από το οποίο δεν είχε εξαχθεί η ρητίνη και (β) κατοχή του πιο πάνω παράνομου υλικού με σκοπό την προμήθεια του σε άλλα πρόσωπα. Και οι δύο κατηγορίες βασίζονται στον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμο του 1977, όπως τροποποιήθηκε.
Το Κακουργιοδικείο επέβαλε στον εφεσείοντα φυλάκιση 11 ετών στη (β) κατηγορία μόνο γιατί έκρινε, και πολύ ορθά, πως τα γεγονότα της (α) κατηγορίας εμπεριέχονταν στη (β). Ο εφεσείων παραδέχθηκε τις κατηγορίες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας.
Τα γεγονότα που οδήγησαν στη σύλληψη, κατηγορία και καταδίκη του εφεσείοντος είναι τα εξής: Στις 11 Μαΐου, 2006, άνδρες της Υπηρεσία Καταπολέμησης Ναρκωτικών, ΥΚΑΝ Λεμεσού, στη βάση πληροφοριών που τους δόθηκαν πήγαν στο σπίτι και υποστατικά του εφεσείοντος για να προβούν σε έρευνες. Ο εφεσείων όταν είδε τα μέλη της ΥΚΑΝ να πλησιάζουν άρχισε να τρέχει. Μολονότι καταδιώχθηκε δεν συνελήφθη. Θεάθηκε όμως, ενώ έτρεχε, να ρίχνει στο έδαφος δύο συσκευασίες, που αποδείχθηκαν στην ανάλυση που ακολούθησε ξηρή κάνναβης. Στην έρευνα σε τροχόσπιτο, ιδιοκτησίας του εφεσείοντος, στην παρουσία του γιου και της συζύγου του καθώς και σε αυτοκίνητο εγγεγραμμένο στο όνομα του γιου, ανευρέθη η ποσότητα του παράνομου υλικού, που είναι το αντικείμενο των κατηγοριών. Αργότερα την ίδια ημέρα ο εφεσείων παρουσιάστηκε στον αστυνομικό σταθμό όπου και συνελήφθη. Ανακρινόμενος επέμεινε στη θέση πως ό,τι είχε να πει θα το έλεγε στο δικαστήριο.
Ο συνήγορος του ενώπιον του Κακουργιοδικείου αναφέρθηκε στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντος, στις οποίες και βάσισε ολόκληρη σχεδόν την εισήγηση του για επιεική μεταχείριση, προσθέτοντας βεβαίως και το γεγονός πως ο εφεσείων παραδέχθηκε τις κατηγορίες και εξέφρασε ειλικρινή μεταμέλεια. Ο εφεσείων είναι 44 χρόνων έγγαμος και πατέρας τεσσάρων παιδιών. Είχε δύσκολα παιδικά χρόνια και ανατροφή. Την ίδια δύσκολη ζωή συνέχισε να έχει και με την οικογένεια του λόγω χαμηλών οικονομικών πόρων, που εξασφάλιζε με την αλλαγή πολλών ασχολιών. Η σύζυγος του, μολονότι μητέρα τεσσάρων παιδιών, εργαζόταν περιστασιακά ως καθαρίστρια μέχρι το 2005, όταν υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο. Έκτοτε κατέστη ανίκανη για εργασία. Το ένα παιδί της οικογένειας, γιος, έχει νοητική στέρηση το δε άλλο, θυγατέρα που γεννήθηκε το 1991, διαπιστώθηκε πρόσφατα πως πάσχει από λεμφοειδή μεταστατικό καρκίνο. Η οικογένεια βοηθιέται από το Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Το Κακουργιοδικείο στη μακροσκελή απόφαση του αναφέρεται στη σχετική νομολογία, η οποία τα τελευταία έτη έχει ευθυγραμμιστεί στη βάση των ακόλουθων αρχών. Τα αδικήματα που παραβιάζουν τον περί Ναρκωτικών Φαρμάκων Νόμο, και ιδιαίτερα η προμήθεια και εμπορία των παρανόμων ουσιών που αναφέρονται σ΄ αυτόν, είναι άκρως σοβαρά. Γι΄ αυτό και πρέπει να αντιμετωπίζονται με αποτρεπτικές ποινές για να προστατευθεί η κοινωνία μας από τη μάστιγα των ναρκωτικών που δυστυχώς επέλασε και στη μικρή μας χώρα, μολονότι έχει μια μικρή κοινωνία η οποία παλαιότερα ήταν συνεκτική και συνδεδεμένη. Η ιδιότητα αυτή της κοινωνίας μας απέτρεπε το είδος του εγκλήματος, ειδικά του οργανωμένου, που σήμερα όμως παρουσιάζει αυξητική τάση με πολύ αρνητικές επιπτώσεις στην ευταξία του κράτους. Για την επίτευξη του σκοπού αυτού η νομολογία ορίζει πως οι προσωπικές περιστάσεις του κατηγορουμένου έχουν περιθωριακή συμβολή ως ελαφρυντικό στοιχείο στην επιμέτρηση της ποινής. (Βλ. Mansour & other v. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 434, Landau v. Δημοκρατίας (1991)2 Α.Α.Δ. 178, Chanine v. Δημοκρατίας (1987)2 Α.Α.Δ. 183 και Ρεσλάν ν. Αστυνομίας (2006)2 Α.Α.Δ. 127.)
Ο δικηγόρος του εφεσείοντος, μολονότι αναγνώρισε τη διατύπωση των πιο πάνω αρχών στη νομολογία μας, πρότεινε ενώπιον μας δύο λόγους σύμφωνα με τους οποίους θα πρέπει η επιβληθείσα ποινή να κριθεί ως έκδηλα υπερβολική, και γι΄ αυτό να μειωθεί. Ο πρώτος λόγος αναφέρεται στις διατάξεις του άρθρου 30(4) (α)(β) του Νόμου, με τις οποίες ίδιος ο νομοθέτης απαριθμεί ορισμένα στοιχεία, που όταν υπάρχουν καθιστούν το αδίκημα «ιδιαίτερα σοβαρό» ή «λιγότερο σοβαρό». Ο συνήγορος εισηγήθηκε πως το Κακουργιοδικείο δεν αναφέρθηκε ειδικά στο πιο πάνω άρθρο του Νόμου, ώστε να κατατάξει την περίπτωση του εφεσείοντα στο (β) της παραγράφου (4) του άρθρου, όπου το αδίκημα καθίσταται λιγότερο σοβαρό. Επιπλέον, εισηγήθηκε πως το Κακουργιοδικείο δεν έδωσε τη δέουσα βαρύτητα στην παραδοχή του εφεσείοντος και αντί αυτού του επέβαλε ποινή το ύψος της οποίας είναι στα περιθώρια της ποινής που επιβάλλεται στις περιπτώσεις όπου ένας κατηγορούμενος δεν παραδέχεται και κρίνεται ένοχος μετά την ακροαματική διαδικασία. Αναφορικά με την πρώτη εισήγηση ο δικηγόρος του εφεσείοντος μας παρέπεμψε σε πρόσφατη απόφαση του Εφετείου μας, η οποία δεν υιοθετεί την εισήγηση του. Μας κάλεσε δε να διαφωνήσουμε με αυτή. Η σχετική απόφαση είναι Νίκος Μαυρικίου ν. Αστυνομίας, Ποινική Έφεση αρ. 89/2006 - 4.7.2007. Το Εφετείο μας είπε τα εξής σχετικά:
«Σκοπός του Άρθρου 30(4)(α) δεν είναι η κατάταξη των αδικημάτων του Νόμου σε κατηγορίες αλλά η απαρίθμηση παραγόντων, που προσθέτουν ή αφαιρούν από τη σοβαρότητα ενός αδικήματος, η οποία, πρωτίστως, αντικατοπτρίζεται από την προβλεπόμενη ποινή. Το Άρθρο απλά εξειδικεύει παράγοντες που λειτουργούν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, χωρίς όμως με αυτούς να περιορίζεται, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, η εξουσία του δικαστηρίου κατά την επιμέτρηση της ποινής. Το δικαστήριο, κατά την επιβολή της ποινής, εξετάζει μαζί με όλα τα άλλα και συνεκτιμά, ανάλογα, και τους παράγοντες που προσδιορίζονται στο πιο άνω Άρθρο.»
Δεν θα διαφωνήσουμε με τα πιο πάνω, αντίθετα τα υιοθετούμε. Κατά τη συζήτηση τέτοιου θέματος το αντικείμενο της είναι η επιβληθείσα ποινή. Και εκείνο που έχει σημασία και εξετάζεται, είναι η κρίση ως προς την καταλληλότητά της. Το Κακουργιοδικείο αναφέρεται ειδικά σε όλους τους μετριαστικούς παράγοντες υπέρ του εφεσείοντος, στους οποίους εμπεριέχονται και αυτοί που απαριθμούνται στο (β) παράγραφος (4) του άρθρου 30 του Νόμου. Ενδεχομένως, για σκοπούς καθαρότητας και σαφήνειας, να είναι επιθυμητό το δικαστήριο να κάνει αναφορά σε αυτό το άρθρο, εφαρμόζοντας τις διατάξεις του ανάλογα, εφόσον ο νομοθέτης θέλησε να περιλάβει στο Νόμο αυτές τις διατάξεις.
Η νομολογία μας, που θέλει τις προσωπικές συνθήκες κατηγορουμένου να παίζουν πολύ περιορισμένο ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής, για τους λόγους που αναφέρονται σε συγκεκριμένες αποφάσεις, δεν είναι βεβαίως άκαμπτη. Κρίνουμε πως μια τέτοια περίπτωση είναι αυτή που έχουμε ενώπιον μας, και αφορά βεβαίως στην τραγική κατάσταση τριών από τα μέλη της οικογένειας του εφεσείοντος, της συζύγου, του γιου και της κόρης του. Αυτό το στοιχείο πρέπει να εξεταστεί μαζί με την άλλη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντος, την οποία θεωρούμε σοβαρή και βάσιμη, ότι δηλαδή η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 11 ετών είναι στα περιθώρια της μέγιστης ποινής που επιβάλλεται, γι΄ αυτού του είδους το αδίκημα, όταν ο κατηγορούμενος δεν παραδεχθεί την κατηγορία. Εδώ ο εφεσείων παραδέχθηκε τις κατηγορίες πριν από την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας. Εξέφρασε δε την πλήρη μεταμέλεια του η οποία, εκτός από το γεγονός πως εμπεριέχεται στην παραδοχή, εμφανίζεται και ως ειλικρινής. Και μόνο για την παραδοχή και μεταμέλεια του ο εφεσείων θα έπρεπε να τύχει πιο επιεικούς μεταχείρισης. Γι΄ αυτό το λόγο θεωρούμε πως η επιβληθείσα ποινή φυλάκισης των 11 ετών είναι έκδηλα υπερβολική και τη μειώνουμε σε ποινή φυλάκισης 8 ετών.
Η έφεση επιτυγχάνει και η ποινή μετατρέπεται όπως η απόφαση μας.
Αρτεμίδης, Π.
Κραμβής, Δ.
Χατζηχαμπής, Δ.
/Αυφ.