ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2007) 2 ΑΑΔ 25
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ.100/2006)
23 Iανουαρίου, 2007
[ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στές.]
ΣΤΑΥΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΙΔΗΣ,
Εφεσείων,
ν.
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
_______________
Ε. Ευσταθίου, για τον Εφεσείοντα.
Ο. Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
Ο εφεσείων είναι παρών.
_________________
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το Δικαστή Νικολαΐδη.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ, Δ.: Στις 3.30 π.μ. της 11.5.2003 πέντε άτομα επέστρεφαν στη Λευκωσία από νυκτερινή έξοδό τους στη Λάρνακα. Σε κάποιο στάδιο συνάντησαν στο δρόμο τους το όχημα που οδηγούσε ο εφεσείων, με συνεπιβάτιδες την αρραβωνιαστικιά του και μία φίλη τους, οι οποίοι επίσης επέστρεφαν από διασκέδαση στη Λάρνακα. ΄Υστερα από κάποια αλληλοπροσπεράσματα ο εφεσείων εξανάγκασε το άλλο όχημα να ελαττώσει ταχύτητα και τελικά να σταματήσει.
Από το αυτοκίνητο κατέβηκε πρώτος ο εφεσείων και από το δικό του ο Μ.Κ.1. ΄Υστερα από κάποια συζήτηση ο εφεσείων κτύπησε τον Μ.Κ.1 στον κρόταφο. Συνέχισε να τον κτυπά ακόμα και όταν αυτός έπεσε αιμόφυρτος και λιπόθυμος στο έδαφος. Ο Μ.Κ.2 έτρεξε και απώθησε τον εφεσείοντα. ΄Οταν ο εφεσείων προσπάθησε να τον κτυπήσει, ο Μ.Κ.2 τον έριξε με δύναμη σε κιγκλίδωμα με αποτέλεσμα στη συνέχεια να πέσουν και οι δύο σε παρακείμενο αυλάκι.
Το πρωτόδικο δικαστήριο δέκτηκε τα γεγονότα όπως τα είχαν καταθέσει οι μάρτυρες κατηγορίας και απέρριψε την εισήγηση του εφεσείοντα για αυτοάμυνα. ΄Ετσι έκρινε τον εφεσείοντα ένοχο και του επέβαλε ποινή φυλάκισης 2½ μηνών.
Με την παρούσα έφεση ο εφεσείων υποστηρίζει ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα τραύματα που έφερε οφείλονταν στη πτώση του στο αυλάκι και δεν ήταν αποτέλεσμα επίθεσης που είχε δεχτεί από τους τέσσερις μάρτυρες κατηγορίας.
Ουσιαστικά ο εφεσείων υποστηρίζει ότι λόγω της πολλαπλότητάς τους τα τραύματά του δεν μπορούσαν να προξενηθούν μόνο από τη πτώση του στο αυλάκι, συμπέρασμα το οποίο είναι αντίθετο και προς τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Σοφοκλή Σοφοκλέους.
Συμπεράσματα εμπειρογνωμόνων μαρτύρων μπορεί να κριθούν από το δικαστήριο ως εσφαλμένα αν πασιφανώς συγκρούονται με τους κανόνες της λογικής. ΄Ομως στην παρούσα υπόθεση δεν συμφωνούμε ότι επειδή τα τραύματα του εφεσείοντα ήταν διάσπαρτα σε όλο του το σώμα, ήταν, σύμφωνα με τους κανόνες της λογικής, αδύνατο να προξενηθούν από τη πτώση του στο αυλάκι. Εν πάση περιπτώσει, η άποψη του εμπειρογνώμονα δεν έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.
Ακόμα κι΄ αν θεωρηθεί ότι τα τραύματα του εφεσείοντα δεν προκλήθηκαν από την πτώση του στο αυλάκι, αλλά, όπως αφήνεται να νοηθεί, από επίθεση εναντίον του, παραμένει το ότι το πρωτόδικο δικαστήριο έχει αποδεκτεί ότι από το αυτοκίνητο κατέβηκαν αρχικά μόνο ο εφεσείων και ο Μ.Κ.1. Στη συνέχεια ο εφεσείων του επιτέθηκε απρόκλητα και τον γρονθοκόπησε στον κρόταφο, με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις του. Ακόμα κι΄ αν, στη συνέχεια οι σύντροφοι του Μ.Κ.1 κατέβηκαν από το αυτοκίνητο και κτύπησαν τον εφεσείοντα - χωρίς βέβαια να αποδεχόμαστε ότι κάτι τέτοιο έγινε στην πραγματικότητα - γεγονός παραμένει ότι αυτό έγινε μετά τη διάπραξη από τον εφεσείοντα της επίθεσης εναντίον του Μ.Κ.1.
Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, όπως έχει επανειλημμένα λεχθεί, αποτελεί κατ΄ εξοχήν έργο του πρωτόδικου δικαστηρίου και το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις (Γιαννίδης ν. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 143). Στην παρούσα περίπτωση το δικαστήριο προέβη σε αξιολόγηση των μαρτύρων κατηγορίας τους οποίους και έκρινε αξιόπιστους, με αποτέλεσμα να καταλήξει στα συμπεράσματά του. Δεν βρίσκουμε λόγο να επέμβουμε σ΄ αυτά. Προς επιβεβαίωση της αξιοπιστίας των καταθέσεων των τεσσάρων πρώτων μαρτύρων κατηγορίας το δικαστήριο επισημαίνει και την πραγματική μαρτυρία, τις φωτογραφίες του Μ.Κ.1, στις οποίες φαίνεται το μέγεθος και η σοβαρότητα των τραυμάτων στο πρόσωπό του, κάτι που ενισχύει την εκδοχή της κατηγορούσας αρχής.
Ιδιαίτερη σημασία δόθηκε από τον εφεσείοντα στην κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου ότι ενώ δέχεται ότι μεταξύ των τραυμάτων του συμπεριλαμβανόταν και τραύμα προκληθέν από δάγκωμα, εν τούτοις, το αποδίδει, χωρίς σχετική μαρτυρία και αυθαίρετα, σε περιστατικό άσχετο με το επεισόδιο.
Δεν συμφωνούμε ούτε με αυτή την προσέγγιση. Το δικαστήριο σαφώς εξηγεί ότι, παρά το γεγονός ότι ο εμπειρογνώμονας υπέδειξε την ύπαρξη δαγκώματος, η εισήγηση της υπεράσπισης ότι το δάγκωμα προκλήθηκε από κάποιον από τους μάρτυρες κατηγορίας, δεν έγινε δεκτή, επειδή ο εφεσείων ουδέποτε ανέφερε ότι ένας από τους Μ.Κ. 1-4 τον δάγκωσε σε οποιοδήποτε στάδιο της κατ΄ ισχυρισμόν μεταξύ τους συμπλοκής.
Ο εφεσείων υποστηρίζει περαιτέρω ότι το δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα Σοφοκλή Σοφοκλέους και δεν δέκτηκε τη μαρτυρία του σε σχέση με το χρόνο πρόκλησης των τραυμάτων. ΄Ετσι, το δικαστήριο δεν δέκτηκε ότι τα τραύματα προκλήθηκαν κατά τον ίδιο χρόνο, επειδή, όπως ανέφερε, αναμενόταν μια σε βάθος, λεπτομερής ανάλυση των τραυμάτων από τον εμπειρογνώμονα. Η πιο πάνω αναφορά προσέδωσε, σύμφωνα πάντα με τον εφεσείοντα, στο δικαστή την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα, δηλαδή του μάρτυρα της υπόθεσης.
Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Το δικαστήριο επεσήμανε απλώς ορισμένες ασάφειες και πιθανολογήσεις στη μαρτυρία του Μ.Κ.6. Ασφαλώς και δεν κατέστησε τον εαυτό του μάρτυρα ή εμπειρογνώμονα, μόνο και μόνο γιατί ανάφερε στην απόφασή του ότι για να δεκτεί το συγκεκριμένο ισχυρισμό ως γεγονός, ανέμενε μια σε βάθος λεπτομερή ανάλυση των τραυμάτων, αναφέρνοντας συνάμα τα χαρακτηριστικά που θα έπρεπε, κατά τη γνώμη του, να είχαν αποδειχθεί. Ακόμα κι΄ αν δεκτεί κάποιος ότι η πιο πάνω επισήμανση του δικαστηρίου ήταν εκτός των καθιερωμένων και δεν έπρεπε να αναγράφονται τα στοιχεία που πιθανόν να καθιστούσαν τη μαρτυρία του εμπειρογνώμονα αξιόπιστη, η αναφορά αυτή δεν μεταβάλλει βέβαια το δικαστήριο σε μάρτυρα. Απλώς, εξηγείται γιατί η μαρτυρία του συγκεκριμένου εμπειρογνώμονα δεν έγινε αποδεκτή ως αληθής. Βέβαια, οι επισημάνσεις αυτές δεν ήταν επιτρεπτές, γιατί τα αναφερόμενα στοιχεία δεν είναι μέσα στη δικαστική γνώση που επιτρέπεται να λάβει το δικαστήριο υπ΄ όψιν χωρίς μαρτυρία. ΄Ομως, οι αναφορές αυτές δεν έχουν προκαλέσει οποιανδήποτε ζημιά στην υπόθεση του εφεσείοντα. Γιατί, στο κάτω κάτω, το δικαστήριο, εκείνο που είπε είναι ότι δεν έχει πειστεί από την ακρίβεια της μαρτυρίας του εμπειρογνώμονα για το χρόνο πρόκλησης των τραυμάτων.
Ο επόμενος λόγος έφεσης αναφέρεται στον ισχυρισμό ότι εσφαλμένα το δικαστήριο δέκτηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία των Μ.Κ.1-4 αφού η μαρτυρία τους περιέχει σωρεία αντιφάσεων. ΄Οπως είπαμε και πιο πάνω η αξιοπιστία των μαρτύρων εκτιμάται από το πρωτόδικο δικαστήριο και το Εφετείο δεν επεμβαίνει εύκολα σ΄ αυτό. Στην παρούσα υπόθεση οι αντιφάσεις που αναφέρονται έχουν επισημανθεί και από το πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο, παρά ταύτα, κατέληξε ότι οι μάρτυρες αυτοί δεν είχαν οποιαδήποτε διάθεση να μην πουν την αλήθεια. Απεναντίας προσπάθησαν να μεταφέρουν το όλο επεισόδιο αντικειμενικά. Πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επισημαίνει ότι για να κριθεί η μαρτυρία τους ως αναξιόπιστη θα έπρεπε να δημιουργούνται ρήγματα στην υπόθεση και οι αντιφάσεις να είναι ουσιαστικής μορφής σε σημείο που να πλήττεται καίρια η αξιοπιστία τους ή να φανερώνεται η διάθεσή τους να πουν ψέματα. Θα έπρεπε να είναι τέτοιας φύσης και περιεχομένου που να μολύνεται η μαρτυρία σε βαθμό που να καθίσταται επικίνδυνη η αποδοχή της από το δικαστήριο (Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ.2) (2001) 2 Α.Α.Δ. 326, Νικολάου ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 390).
Ο εφεσείων με τον έβδομο λόγο έφεσης παραπονείται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένα, αυθαίρετα, συμπεράσματα τα οποία δεν στηρίζονταν σε καμιά μαρτυρία. ΄Ολες οι αναφορές στις οποίες προβαίνει για να υποστηρίξει το λόγο αυτό αφορούν τη μαρτυρία και την αξιοπιστία των μαρτύρων, θέμα στο οποίο, όπως είπαμε, δεν μπορούμε να επέμβουμε. Ο εφεσείων σε καμιά περίπτωση δεν κατέθεσε, ούτε βέβαια και οποιοσδήποτε άλλος μάρτυρας, ότι δέχθηκε δάγκωμα. Απλώς ο Σοφοκλέους διαπίστωσε μεταξύ των άλλων τραυμάτων και ένα δάγκωμα.
΄Οσα είπαμε πιο πάνω ισχύουν και για τους λόγους έφεσης 8, 9 και 10 όπου προσβάλλονται η αξιολόγηση της μαρτυρίας από το πρωτόδικο δικαστήριο και ιδιαίτερα τα συμπεράσματα ότι ο εφεσείων και ο Μ.Υ. αστυφύλακας 2410, Δημήτρης Αντωνίου, ήταν αναξιόπιστοι.
Ως προς τον επόμενο λόγο έφεσης ότι το πρωτόδικο δικαστήριο δεν ήταν ανεπηρέαστο στην κρίση του και ο εφεσείων έτυχε άδικης δίκης επειδή ο ίδιος και ο Μ.Υ. Αντωνίου ήταν αστυνομικοί, αρκεί να λεχθεί ότι όσα λέγονται ουδόλως υποστηρίζουν ένα τέτοιο ισχυρισμό. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα υποστήριξε ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα και οι καθημερινές αναφορές των μέσων μαζικής επικοινωνίας για κατ' ισχυρισμόν αδικήματα που διαπράττονται από αστυνομικούς, δεν άφησαν ανεπηρέαστο το πρωτόδικο δικαστήριο. Ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν τεκμηριώνεται ούτε στοιχειοθετείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο και απορρίπτεται χωρίς δεύτερη κουβέντα. Δεν φαίνεται από την απόφαση, αλλά ούτε και από ολόκληρη τη διαδικασία, ότι το πρωτόδικο δικαστήριο μερολήπτησε εναντίον του εφεσείοντα, καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Αντίθετα, το δικαστήριο επισημαίνει το γεγονός ότι ο Μ.Κ.5 λοχίας Αντρέας Νικολάου, ο οποίος έκαμε καλή εντύπωση στο δικαστήριο, διεκπεραίωσε την υπόθεση με σχετικά ικανοποιητικό τρόπο. Ως προς δε τη μαρτυρία του Αντωνίου, αναφέρει σαφώς και το λόγο για τον οποίο δεν έκαμε πιστευτή τη μαρτυρία του. Εκτός των αντιφάσεων που σημειώνονται, διατυπώνεται το ερώτημα γιατί ο συγκεκριμένος αστυφύλακας δεν έδωσε κατάθεση στον εξεταστή της υπόθεσης. Ο ίδιος ισχυρίστηκε ότι δεν του ζητήθηκε κάτι τέτοιο. ΄Ομως, όπως πολύ σωστά επισημαίνεται από το δικαστήριο, ως αστυνομικός γνώριζε τις διαδικασίες και θα έπρεπε να προέβαινε ο ίδιος σε κατάθεση για το τι περιήλθε εις γνώσιν του χωρίς να περιμένει να του ζητηθεί.
Εντελώς χωρίς στοιχειοθέτηση είναι και ο τελευταίος λόγος έφεσης επί της καταδίκης, ότι δηλαδή το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα προσήγγισε τη μαρτυρία έχοντας προαποφασίσει ότι οι Μ.Κ. 1-4 ήταν αξιόπιστοι. Δεν αντιλαμβανόμαστε τι σημαίνει ότι το δικαστήριο είχε προαποφασίσει ότι μάρτυρες ήταν αξιόπιστοι ή όχι. Η μαρτυρία αξιολογείται αφού δοθεί και δεν αντιλαμβανόμαστε πως και γιατί αυτό μπορεί να προαποφασιστεί.
Οι επόμενοι λόγοι αναφέρονται στο ύψος της ποινής. Υποστηρίζεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι δεν θα μπορούσε να αποφευχθεί η στερητική της ελευθερίας ποινή. Εσφαλμένα δεν δόθηκε δέουσα σημασία στην αδικαιολόγητη καθυστέρηση καταχώρησης του κατηγορητηρίου για 17½ μήνες, ούτε δόθηκε βαρύτητα στις προσωπικές συνθήκες του εφεσείοντα και στις επιπτώσεις της ποινής στη σταδιοδρομία του.
Στον εφεσείοντα επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 2½ μηνών. Το δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι δεν υπήρχαν περιστάσεις που να δικαιολογούν την αναστολή της ποινής. Στην ενώπιόν μας διαδικασία τίποτε δεν λέχθηκε που να δικαιολογεί το συμπέρασμα ότι αυτή η διαπίστωση του πρωτόδικου δικαστηρίου ήταν λανθασμένη.
Ο εφεσείων βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της επίθεσης με πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης κατά παράβαση του άρθρου 243 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154. Το δικαστήριο έλαβε υπ΄ όψιν όλα τα ελαφρυντικά, όπως το νεαρό της ηλικίας του, το λευκό του ποινικό μητρώο, το ότι είναι φιλήσυχο άτομο και ιδιαίτερα την καθυστέρηση στην προώθηση της υπόθεσης, ενώ έκαμε και ιδιαίτερη, λεπτομερή θα λέγαμε μνεία, στις προσωπικές του συνθήκες. Δεν συμφωνούμε ότι παραγνωρίστηκε οποιοσδήποτε παράγοντας ή ότι δεν δόθηκε η δέουσα βαρύτητα ή σημασία σε μετριαστικούς παράγοντες. Ως προς δε το επιχείρημα ότι δεν λήφθηκαν υπ΄ όψιν οι επιπτώσεις που θα είχε η ποινή στη σταδιοδρομία του, θα λέγαμε, αντίθετα, ότι δεν λήφθηκε υπ΄ όψιν από το πρωτόδικο δικαστήριο η ιδιότητα του εφεσείοντα, ο οποίος ως αστυνομικός, ως όργανο εντεταλμένο με τη διαφύλαξη της τάξης, θα έπρεπε να αποφεύγει ιδιαιτέρως να αναμειγνύεται σε συμπλοκές και να τραυματίζει πολίτες.
Δεν βρίσκουμε κανένα λόγο να επέμβουμε στην καταδίκη, είτε στο ύψος της ποινής που επιβλήθηκε. Η έφεση απορρίπτεται.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
/ΜΔ