ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2006) 2 ΑΑΔ 120
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 161/2005)
3 Μαρτίου 2006
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π/ρος, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στές]
ΓΙΑΝΝΑΚΗΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Εφεσείων,
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Ε. Ευσταθίου με Μ. Ακκίδου, για τον Εφεσείοντα.
Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση
του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Νικολάου, Δ.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Ενωρίς το βράδυ της 26ης Νοεμβρίου 2002, το αυτοκίνητο τύπου Mitsubishi Pajero υπ΄ αρ. εγγραφής EYH 119 το οποίο ο εφεσείων, ηλικίας 42 ετών, οδηγούσε στο δρόμο Μιτσερού-Παναγιάς με κατεύθυνση προς Παναγιά, συγκρούστηκε μετωπικά με το ημιφορτηγό αυτοκίνητο υπ΄ αρ. εγγραφής NG 737 το οποίο οδηγούσε προς την αντίθετη κατεύθυνση ο Χαράλαμπος Χαραλάμπους ηλικίας 21 ετών, με επιβάτη τον αδελφό του, Κώστα Χαραλάμπους ηλικίας 17 ετών. Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, τα οχήματα καταστράφηκαν, ο εφεσείων τραυματίστηκε και τα δύο αδέλφια σκοτώθηκαν.
Προς την κατεύθυνση του εφεσείοντος ο δρόμος σχημάτιζε αριστερή στροφή και ήταν λίγο ανηφορικός. Πινακίδα προειδοποιούσε για τη στροφή, το δε όριο ταχύτητας ήταν 80 χ.α.ω. Άλλωστε ο εφεσείων γνώριζε τον δρόμο. Αντίστοιχη προειδοποιητική πινακίδα υπήρχε και για την άλλη κατεύθυνση. Όμως από εκεί το όριο ταχύτητας ήταν μόνο 65 χ.α.ω. και αυτό γιατί, όπως εξηγήθηκε, η στροφή κατέληγε στην είσοδο του χωριού, όχι γιατί ήταν πιο δύσκολη. Η ορατότητα, καθώς πλησίαζε κανείς τη στροφή, ήταν και από τις δύο κατευθύνσεις η ίδια, περίπου 100 μέτρα. Τη νύχτα ο οδηγός μπορεί να διακρίνει τις δέσμες φωτός των εξ αντιθέτου οδηγούμενων οχημάτων από απόσταση 150 μέτρων, όμως τα φανάρια τους τα βλέπει μόνο εφόσον η απόσταση μεταξύ των οχημάτων μειωθεί στα 100 μέτρα.
Η σύγκρουση έγινε στη στροφή, στην πλευρά του αυτοκινήτου των θυμάτων, το οποίο βρισκόταν όσο αριστερότερα μπορούσε. Ένθεν και ένθεν του δρόμου, κοντά στο οδόστρωμα, υπήρχαν κιγκλιδώματα. Από ίχνη πλαγιολίσθησης που άφησε το αυτοκίνητο του εφεσείοντος, εμπειρογνώμονας της αστυνομίας διαπίστωσε πως η ταχύτητα του κατά τη στιγμή της σύγκρουσης ήταν 98.8 χ.α.ω. ενώ με άλλα ίχνη και με υπολογισμούς στους οποίους προέβη, διαπίστωσε πως περίπου η ίδια θα πρέπει να ήταν και η ταχύτητα του άλλου αυτοκινήτου. Όταν όμως έγινε η σύγκρουση, το άλλο αυτοκίνητο βρισκόταν πιο μακρυά από το κέντρο της στροφής και, επομένως, όπως επεσήμανε ο εμπειρογνώμονας, διατηρούσε δυνατότητα μεγαλύτερης ταχύτητας. Τα εν λόγω ίχνη πλαγιολίσθησης του αυτοκινήτου του εφεσείοντος άρχιζαν από την αριστερή πλευρά του δρόμου, στην οποία αρχικά βρισκόταν το αυτοκίνητο του και προχωρούσαν διαγωνίως δεξιά. Το ένα, το εσωτερικό, μήκους 24,10 μ., διέσχιζε κατά πλάτος το μεγαλύτερο μέρος και της άλλης πλευράς και σταματούσε παρά το σημείο σύγκρουσης. Ήταν λοιπόν προφανές πως το αυτοκίνητο του εφεσείοντος εισήλθε στην απέναντι πλευρά του δρόμου και συγκρούστηκε με το αυτοκίνητο στο οποίο βρίσκονταν τα θύματα.
Ο εφεσείων κατηγορήθηκε για πρόκληση θανάτου λόγω απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης, κατά παράβαση του άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (όπως τροποποιήθηκε) και, δευτερευόντως, για υπέρβαση ορίου ταχύτητας, κατά παράβαση του άρθρου 6(2) και (3) του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου του 1972 (Ν. 86/72 όπως τροποποιήθηκε). Δεν παραδέχθηκε τις κατηγορίες αλλά βρέθηκε ένοχος κατόπιν δίκης και του επιβλήθηκε, στην κατηγορία πρόκλησης θανάτου, ποινή φυλάκισης 2½ ετών.
Ο εφεσείων προέβαλε ως υπεράσπιση πως είδε το άλλο αυτοκίνητο να οδηγείται στη λανθασμένη λωρίδα του δρόμου οπότε αμέσως προσπάθησε, με απότομη κίνηση του τιμονιού προς τα δεξιά, να το αποφύγει. Ως εκ τούτου το αυτοκίνητο του πλαγιοδρόμησε και κατέληξε στη δεξιά πλευρά του δρόμου όπου όμως τελικά βρέθηκε και το άλλο αυτοκίνητο και έτσι επήλθε σύγκρουση ενώ, αν το άλλο αυτοκίνητο παρέμενε εξαρχής στην ορθή λωρίδα, ο ίδιος δεν θα αντιμετώπιζε οποιοδήποτε πρόβλημα οδήγησης. Παρεμβάλλουμε εδώ, ως προς γενικότερα τις περιστάσεις, και τη μαρτυρία τρίτου οδηγού ο οποίος κατέθεσε ότι λίγο πριν από το δυστύχημα το αυτοκίνητο του εφεσείοντος τον είχε προσπεράσει με «ιλιγγιώδη» ταχύτητα και εν συνεχεία έκαμε απότομο ελιγμό στα αριστερά γιατί ερχόταν κάποιο άλλο αυτοκίνητο από απέναντι και ότι αμέσως μετά, στις ράμπες που υπήρχαν στο δρόμο λόγω παρακείμενου δημοτικού σχολείου, ενώ το αυτοκίνητο του εφεσείοντος φάνηκε να φρενάρει, διατηρούσε εντούτοις αρκετή ταχύτητα ώστε να ανεβοκατεβαίνει απότομα.
Ο εφεσείων κάλεσε δικό του εμπειρογνώμονα ο οποίος επιχείρησε να υποστηρίξει, με βάση τα ίχνη που βρέθηκαν στη σκηνή σε συνδυασμό με τη δυναμική της σύγκρουσης, πως το άλλο αυτοκίνητο όντως κρατούσε τη λανθασμένη πλευρά του δρόμου. Το έθεσε, παρά τις κάποιες ταλαντεύσεις του, ως εξής:
«Α: Λέγω πήρε τη στροφή ευθεία. Για να πάρει τη στροφή ευθεία στο δρόμο ήταν μέσα στη λωρίδα του άλλου. Για να πάρει τη στροφή ευθεία σε κάποιο σημείο του δρόμου ήταν στην άλλη πλευρά.»
Το Δικαστήριο αποδέχθηκε ως βάσιμη την επί των τεχνικών θεμάτων μαρτυρία του αστυνομικού εμπειρογνώμονα και απέρριψε ως παράλογη την αντίθετη εκδοχή. Διαπίστωσε ότι το αυτοκίνητο των θυμάτων βρισκόταν εξαρχής στη δική του, αριστερή πλευρά του δρόμου. Έκρινε ότι αποδείχθηκε η ενοχή του εφεσείοντος και στα δύο αδικήματα. Ειδικά για το αδίκημα της πρόκλησης θανάτου, το Δικαστήριο χαρακτήρισε την οδήγηση του εφεσείοντος επικίνδυνη και αλόγιστη. Ανέφερε σχετικά τα εξής:
«Λόγω της υπερβολικής του ταχύτητας απέτυχε να συμπληρώσει τη στροφή με επιτυχία. Η ταχύτητα του μαζί με το απότομο στρίψιμο του τιμονιού η οποία δυνατόν να ήταν ηθελημένη ή να οφείλεται σε χάσιμο του ελέγχου του αυτοκινήτου προκάλεσαν την πλαγιολίσθηση του οχήματος. Ακολούθησε κάποια διαδρομή στη δική του λωρίδα και τα τελευταία μέτρα αφού πλησίασε κοντά το NG 737 το όχημα του κατηγορούμενου πέρασε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας αφού πλέον δεν μπορούσε να ελέγξει την πορεία αυτού του οχήματος με αποτέλεσμα να προκληθεί φοβερή σύγκρουση.
....................................
Τα γεγονότα δείχνουν από μόνα τους ότι ο κατηγορούμενος οδηγούσε επικίνδυνα και ότι οδηγούσε μ΄ αυτό τον τρόπο γνωρίζοντας ότι έβαζε τον εαυτό του και άλλα πρόσωπα σε κίνδυνο. Το δυστύχημα προκλήθηκε από την κακή οδήγηση του κατηγορούμενου. Η πολύ κακή οδήγηση του κατηγορούμενου ήταν η αποκλειστική αιτία για το δυστύχημα.»
Με την έφεση δεν αμφισβητείται η δικαστική διαπίστωση ότι το αυτοκίνητο των θυμάτων βρισκόταν πάντοτε στην ορθή λωρίδα του δρόμου. Με αυτό όμως ως δεδομένο, ο εφεσείων προβάλλει τώρα πως είχε σχηματίσει αντίθετη εντύπωση, όσο και αν λανθασμένα τη σχημάτισε και, επομένως, νομιζόμενος ότι επίκειτο σύγκρουση, έστριψε απότομα το τιμόνι του στα δεξιά για να την αποφύγει. Επιπλέον, ως προς το πώς ήταν δυνατόν να σχηματίσει τέτοια εντύπωση, ο εφεσείων επικαλείται τη μαρτυρία του αστυνομικού εμπειρογνώμονα ο οποίος, διαφωνώντας κατά την αντεξέταση με εισήγηση της υπεράσπισης ότι ο εφεσείων είδε το άλλο αυτοκίνητο να είναι στη λανθασμένη πλευρά, προχώρησε για να εξηγήσει το πώς θα μπορούσε να απεκόμιζε τέτοια εντύπωση. Είπε τα εξής, τα οποία στην ουσία επανέλαβε διευκρινιστικά και στην επανεξέταση:
«.. ο λόγος που πιστεύω ότι ο κατηγορούμενος πίστεψε ότι το όχημα του θύματος ήταν στην πορεία του είναι γιατί είναι στροφή και βλέποντας τα φώτα να έρχονται από απέναντι του ενόμισε ότι το άλλο όχημα ήταν στην πορεία του. Καθότι υπάρχει στροφή και απέναντι θα το έβλεπε ότι ήταν λίγο πιο αριστερά και να το έκανε ευθεία, νόμιζε ότι ήταν μέσα στην πορεία του ενώ αυτό φαίνεται ότι κινείτο στη κανονική τη λωρίδα του θύματος.»
Εισηγείται λοιπόν ο εφεσείων ότι υπό αυτές τις περιστάσεις, με σφάλμα που συνίστατο βασικά σε μόνο το ότι απλώς παρερμήνευσε τα δεδομένα και ως αποτέλεσμα κατέβαλε προσπάθεια αποτροπής κινδύνου που όμως στην πραγματικότητα δεν υπήρχε, δεν στοιχειοθετείτο αδίκημα με βάση το άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα.
Χρειάζεται εδώ να υποδείξουμε ότι θέματα έχοντα σχέση με την οδική συμπεριφορά, με προβλήματα της οδήγησης, με τις δυνατότητες και τις ενδεχόμενες αντιδράσεις οδηγών, αντικρίζονται με βάση τη γενική αντίληψη του δικαστηρίου ως προς τα πράγματα, υπό το φώς πάντοτε της λογικής. Δεν χρειάζεται, σε σχέση με τέτοια θέματα, οποιαδήποτε εμπειρογνωμοσύνη εκτός βέβαια όπου παρουσιάζεται κάποια επιστημονική ή τεχνική πτυχή. Στην προκείμενη περίπτωση, η άποψη του αστυνομικού εμπειρογνώμονα ότι ο εφεσείων μπορεί να πίστευε πως το άλλο αυτοκίνητο δεν κρατούσε την ορθή λωρίδα του δρόμου ουδόλως είχε σχέση με κάποια συγκεκριμένη πτυχή για την οποία χρειαζόταν ειδική γνώση. Πρόκειται δε για άποψη την οποία δεν συμμεριζόμαστε. Δεν θεωρούμε ρεαλιστικό το ενδεχόμενο τέτοιου λάθους. Θεωρούμε αδιανόητο, υπό τέτοιες περιστάσεις, να βλέπει ο οδηγός το βράδυ τα φανάρια του απέναντι αυτοκινήτου από τη σχετικά μικρή απόσταση των 100 μέτρων και να μην αντιλαμβάνεται σε ποιά λωρίδα βρίσκεται το αυτοκίνητο. Απορρίπτουμε την ιδέα ότι σε δευτερεύοντες δρόμους, με τέτοιες στροφές, υπάρχει πραγματικά το ενδεχόμενο μόνιμης απειλής μοιραίου λάθους. Μας φαίνεται πως δικαιολογημένα το Επαρχιακό Δικαστήριο θεώρησε αναξιόπιστο τον εφεσείοντα και πως ορθά έκρινε ότι η σύγκρουση προκλήθηκε επειδή, λόγω της κακής του οδήγησης, δεν διατήρησε στη στροφή τον αναγκαίο έλεγχο του αυτοκινήτου. Δεν υπάρχει χώρος για παρέμβαση.
Ούτε ως προς την ποινή δικαιολογείται παρέμβαση. Η αλόγιστη οδήγηση του εφεσείοντος εγκυμονούσε, καθώς και ο ίδιος θα πρέπει να αντιλαμβανόταν, σοβαρούς κινδύνους για τους οποίους αδιαφόρησε, με την ελπίδα βέβαια ότι τίποτα δεν θα συνέβαινε. Να όμως που κάποτε συμβαίνει. Και, εν προκειμένω, δύο νέοι άντρες βρίσκονται τώρα στον τάφο. Το μέγεθος του προβλήματος απεικονίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα από τη Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232 (στη σελ. 238, Πική, Π.):
«... τα τροχαία δυστυχήματα έχουν προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις, διαπίστωση που άπτεται τόσο της επιλογής των τιμωρητικών μέσων όσο και του ύψους της ποινής, μέσα στο πλαίσιο που επιλέγεται. Τα οδικά δυστυχήματα έχουν αποβεί χαίνουσα πληγή για την κυπριακή κοινωνία. Οι απώλειες σε ανθρώπινες ζωές, τραυματισμούς και υλική ζημία είναι τεράστιες. Δεν μπορεί το Δικαστήριο να αδιαφορήσει μπροστά στο καταστροφικό αυτό φαινόμενο. Αυτό επιβάλλει το καθήκον του Δικαστηρίου για την αποτελεσματική εφαρμογή του νόμου, που έχει ως λόγο την καθήλωση, μέσω της τιμωρίας της, της παράνομης συμπεριφοράς, που, στην περίπτωση της οδικής αμέλειας, χαρακτηρίζει ο έντονος αντικοινωνικός χαρακτήρας.»
Κατά την άποψη μας η επιβληθείσα ποινή δεν αφίσταται του μέτρου.
Η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΘ