ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 485
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 12/2005)
28 Σεπτεμβρίου, 2005
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ/στές]
Δ. Γ.,
Εφεσείων,
ν.
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
- - - - - -
Α. Ευτυχίου, για τον Εφεσείοντα.
Χ. Χρυσάνθου, για τον Εφεσίβλητο.
- - - - - -
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Γαβριηλίδης, Δ.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Ο εφεσείων, 37 ετών, αντιμετώπιζε ενώπιον του Κακουργιοδικείου πέντε κατηγορίες. Δύο για απαγωγή, δύο για βιασμό και μία για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη. Αφού η κατηγορούσα αρχή έκλεισε την υπόθεσή της, και ο εφεσείων κλήθηκε να προβάλει την υπεράσπισή του σε όλες τις κατηγορίες, με την άδεια του Δικαστηρίου, άλλαξε την απάντησή του και παραδέχθηκε τις κατηγορίες 3 (για απαγωγή), 4 (για βιασμό) και 5 (για επίθεση προκαλούσα πραγματική σωματική βλάβη). Στη συνέχεια, κρίθηκε ένοχος και στη δεύτερη κατηγορία (για βιασμό), ενώ αθωώθηκε και απαλλάχθηκε στην πρώτη κατηγορία (για απαγωγή).
Κατά την επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο, αναφερόμενο στις περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων, είπε τα εξής:
"... θεωρούμε πως οι περιστάσεις διάπραξης των αδικημάτων δεν είναι ευνοϊκές για τον Κατηγορούμενο. Πριν και κατά τη διάρκεια των δύο βιασμών που αφορούν οι κατηγορίες 2 και 4, ο Κατηγορούμενος άσκησε πραγματική και ψυχολογική βία εναντίον της παραπονούμενης. Την τραβούσε από τα μαλλιά και την κτυπούσε στο κεφάλι. Πριν από το δεύτερο σε σειρά βιασμό, αντικείμενο της 4ης κατηγορίας, την απείλησε ότι θα την έγδυνε, έδενε και θα τη σκότωνε. Όσον αφορά τα αδικήματα των κατηγοριών 3, 4 και 5 που διέπραξε ο Κατηγορούμενος, παρατηρούμε πως αυτός από την ώρα που απήγαγε την παραπονούμενη προσπαθούσε να καθησυχάσει και αποπροσανατολίσει την Αστυνομία αφού υποσχόταν σε αυτή ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα θα μετέφερε την παραπονούμενη σε Αστυνομικό Σταθμό χωρίς όμως να έχει πρόθεση να πράξει κάτι τέτοιο. Ο Κατηγορούμενος και στις δύο περιπτώσεις βιασμού ήρθε με τη βία σε παρατεταμένη συνουσία με την παραπονούμενη παρόλο που αυτή έκλαιγε και προσπαθούσε να αντισταθεί. Μάλιστα δεν δίστασε να γρονθοκοπήσει την παραπονούμενη στο πηγούνι και να συνεχίζει να την κτυπά στο πρόσωπο (βιασμός 4ης κατηγορίας). Έφτασε δε στο σημείο να την κάνει να ζαλιστεί κτυπώντας την με μια πολύ δυνατή γροθιά στο κεφάλι. Ο εξευτελισμός και ταλαιπωρία της παραπονούμενης συνεχίστηκε και μετά τον βιασμό της, αντικείμενο 2ης κατηγορίας, αφού ο Κατηγορούμενος δεν της επέτρεπε να φορέσει τα ρούχα της και αυτή παρέμενε γυμνή από το πρωί που την οδήγησε στο διαμέρισμα του μέχρι τις 7μ.μ. που αποχώρησαν από αυτό. Τα πιο πάνω συνιστούν επιβαρυντικό παράγοντα (βλ. Blackstone´s Criminal Practice 2004, σελ. 214 και 215). Στο ίδιο σύγγραμμα αναφέρεται επίσης ότι συνιστά επιβαρυντικό παράγοντα και το γεγονός ότι το θύμα έχει απαχθεί και κρατείται από το δράστη. Στην προκείμενη περίπτωση ο Κατηγορούμενος έχει παραδεχθεί ότι απήγαγε την παραπονούμενη με σκοπό την παράνομη συνουσία (3η κατηγορία). Η κατακράτηση της παραπονούμενης συνεχίστηκε και μετά το βιασμό της, αντικείμενο 4ης κατηγορίας, αφού ο Κατηγορούμενος φρόντισε να κλειδώσει την πόρτα του διαμερίσματος καθιστώντας έτσι αδύνατη την έξοδο της παραπονούμενης από το διαμέρισμα χωρίς την άδεια του. Η παραπονούμενη, στην προσπάθεια της να του ξεφύγει, πέρασε από το μπαλκόνι του διαμερίσματος αλλά λόγω του ύψους δεν μπορούσε να πηδήξει κάτω και αναγκάστηκε να περάσει σε διπλανά μπαλκόνια. Είναι ευτύχημα που ο Κατηγορούμενος κοιμόταν και δεν την αντιλήφθηκε κατά το χρόνο που επιχειρούσε να του ξεφύγει."
Αναφερόμενο στις προηγούμενες καταδίκες του εφεσείοντος, το Κακουργιοδικείο είπε τα εξής:
"Ο Κατηγορούμενος βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες, η μία εκ των οποίων αφορά και πάλι αδίκημα απαγωγής και βιασμού. Κανένας δεν τιμωρείται εκ νέου για αδίκημα για το οποίο ήδη έχει τιμωρηθεί. Η σημασία όμως των προηγούμενων καταδικών έγκειται στο ότι η ύπαρξή τους τείνει να μειώσει σε κάποιο βαθμό, μεγάλο ή μικρό, ανάλογα με τον αριθμό, το χρόνο και τη φύση των αδικημάτων στα οποία αναφέρονται, την επιείκεια που μπορεί να επιδειχθεί. Και τούτο, κυρίως, γιατί αποτελούν ένδειξη της στάσης του κατηγορουμένου προς την τήρηση των νόμων (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Ματθαίου (1994) 2 Α.Α.Δ. 1 και Αεροπόρου (πιο πάνω)). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια θα προσεγγίσουμε τις προηγούμενες καταδίκες του Κατηγορουμένου. Ειδικότερα για την προηγούμενη καταδίκη για όμοια αδικήματα λαμβάνουμε υπόψη ότι πρόκειται για παλαιά καταδίκη όταν ο Κατηγορούμενος ήταν νεαράς ηλικίας."
Αναφερόμενο στους μετριαστικούς παράγοντες, το Κακουργιοδικείο είπε τα εξής:
"Έχουμε κατά νου και λαμβάνουμε υπόψη το περιεχόμενο της έκθεσης κοινωνικής έρευνας και όλους τους μετριαστικούς παράγοντες και προσωπικές περιστάσεις του Κατηγορουμένου στις οποίες έκανε αναφορά ο ευπαίδευτος συνήγορός του. Ειδικότερα δεν αγνοούμε τα δύσκολα παιδικά χρόνια που πέρασε συνεπεία του χωρισμού των γονιών του οι οποίοι τον άφησαν χωρίς καμιά στήριξη. Όμως, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ανδρέας Φραντζίδης ν. Αστυνομίας, Ποιν. Εφ. 7200, απόφαση ημερ. 26.3.2002, η δυστυχία που πλήττει ένα άνθρωπο στην παιδική του ηλικία δεν αποτελεί μόνιμη ασπίδα κατά της συνέχισης της παρανομίας με ατιμωρησία.
Έχουμε κατά νου και τα προβλήματα υγείας και ειδικότερα τα ψυχολογικά προβλήματα που ο Κατηγορούμενος αντιμετωπίζει. Θα δώσουμε βαρύτητα και σε αυτό τον παράγοντα αφού, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ψύλλας ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 430, τα ψυχολογικά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο παραβάτης είναι παράγοντας που πρέπει να συνυπολογίζεται κατά την επιλογή της κατάλληλης ποινής και την επιμέτρηση της."
Ακολούθως, αφού έλαβε υπόψη και την παραδοχή του εφεσείοντος, έστω και στο προχωρημένο στάδιο στο οποίο έγινε, το Κακουργιοδικείο, με αναφορά στη σχετική νομολογία, επέβαλε στον εφεσείοντα συντρέχουσες ποινές φυλάκισης δέκα ετών στη 2η και 4η κατηγορία (για βιασμό), ενώ στις άλλες κατηγορίες δεν επέβαλε ποινή καθότι τα γεγονότα τους εμπεριέχονταν στη μία από τις δύο κατηγορίες για βιασμό. Στην επιμέτρηση της ποινής το Κακουργιοδικείο έλαβε υπόψη και μια υπόθεση κλοπής £500, μια απόσπασης περιουσίας αξίας £300 δια ψευδών παραστάσεων, μια για κατοχή 0,660 κάνναβης και μια για χρήση ναρκωτικών.
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της ποινής που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα. Σύμφωνα με το δικηγόρο του, η ποινή της δεκαετούς φυλάκισης είναι έκδηλα υπερβολική. Και τούτο διότι το Κακουργιοδικείο δεν έλαβε καθόλου και ή επαρκώς υπόψη τη συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία λειτούργησε ο εφεσείων, τη ψυχολογική διαταραχή από την οποία υπέφερε, τις προσωπικές του περιστάσεις και, κυρίως, τη "ψυχωσική διαταραχή" από την οποία έπασχε. Σε σχέση με το τελευταίο, ο δικηγόρος του εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι το Κακουργιοδικείο, όταν ανέκυψε ζήτημα ως προς την έννοια της "ψυχωσικής διαταραχής" από την οποία έπασχε ο εφεσείων, σε συνάρτηση με το βαθμό που μπορούσε να επηρεάσει την ευθύνη του στη διάπραξη των αδικημάτων, εσφαλμένα παρέλειψε να διατάξει την προσαγωγή μαρτυρίας από τον κυβερνητικό ιατρό που είχε συντάξει τη σχετική έκθεση, ώστε να επιλυθεί η διαφορά που προέκυψε μεταξύ της κατηγορούσας αρχής και της υπεράσπισης "ως προς την έννοια και ερμηνεία της ψυχωσικής διαταραχής".
Οι προβαλλόμενοι λόγοι έφεσης δεν ευσταθούν. Όσον αφορά τη συναισθηματική φόρτιση κάτω από την οποία λειτούργησε ο εφεσείων, τη ψυχολογική διαταραχή από την οποία υπέφερε, όπως και την προσωπικότητα και τις προσωπικές του περιστάσεις, θεωρούμε ότι τα στοιχεία αυτά, όπως προκύπτει από το σχετικό απόσπασμα που παραθέσαμε, λήφθηκαν επαρκώς υπόψη. Το ίδιο ισχύει και για το ότι ο εφεσείων διαγνώστηκε από τον ψυχίατρο κ. Λούη Καριόλου ως άτομο με "ψυχωσική διαταραχή". Για το τελευταίο αυτό ζήτημα, όπως προκύπτει από τα πρακτικά του Κακουργιοδικείου, ενώ ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντος αγόρευε προς μετριασμό της ποινής, προέκυψε αμφισβήτηση ως προς το "τι σημαίνει ψυχωσική διαταραχή". Μετά από διάλειμμα που έγινε για να προσπαθήσουν οι δικηγόροι να επικοινωνήσουν με τον κ. Καριόλου, ο τότε δικηγόρος του εφεσείοντος πληροφόρησε το Κακουργιοδικείο, ότι επειδή δεν κατέστη δυνατή η επικοινωνία με τον κ. Καριόλου, τόσο αυτός όσο και ο δικηγόρος της κατηγορούσας αρχής επικοινώνησαν με τον κυβερνητικό ψυχίατρο Δρα Βερεσιέ ο οποίος και τους εξήγησε την έννοια της "ψυχωσικής διαταραχής", έννοια την οποία και μετέφεραν στο Κακουργιοδικείο. Τελικά, όπως σημείωσε το Κακουργιοδικείο, ο δικηγόρος του εφεσείοντος "επικεντρώθηκε στο ότι ο κατηγορούμενος είχε συναισθηματικά σκαμπανεβάσματα κατά τη διάπραξη των αδικημάτων", κάτι που αποδέχθηκε και ο δικηγόρος της κατηγορούσας αρχής. Δεν εγειρόταν, επομένως, ζήτημα προσαγωγής μαρτυρίας προς επίλυση οποιασδήποτε διαφοράς μεταξύ κατηγορούσας αρχής και υπεράσπισης.
Κρίνουμε ότι το Κακουργιοδικείο, αφού έλαβε δεόντως υπόψη όλα τα στοιχεία που συνέθεταν την ενώπιόν του υπόθεση, επέβαλε στον εφεσείοντα ποινή η οποία δεν μπορεί, υπό το φως της σχετικής νομολογίας*, να θεωρηθεί ως έκδηλα υπερβολική ώστε να δικαιολογείται η επέμβασή μας.
Η έφεση απορρίπτεται.
Δ.
Δ.
Δ.
/ΧΤΘ
* Βλέπε, μεταξύ άλλων, Σοφοκλέους ν. Δημοκρατίας (1998) 2 ΑΑΔ 259, Γιάγκου (Μογγόλος) ν. Δημοκρατίας (1999) 2 ΑΑΔ 67 και Zulfigar Ali Rana κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 7446 και 7447, 30.9.2004.