ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2005) 2 ΑΑΔ 249
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική Έφεση Αρ. 7897)
28 Απριλίου 2005
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π., ΑΡΤΕΜΗΣ, ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΡΟΝΙΔΗΣ,
ΗΛΙΑΔΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Δ/στές]
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΑΚΚΕΛΙΔΟΥ,
Εφεσείουσα,
- ν. -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσίβλητης.
---------------------------
Ε. Ευσταθίου με Γ. Μυλωνά, για την Εφεσείουσα.
Μ. Μαλαχτού-Παμπαλλή, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
με Η. Στεφάνου, Δικηγόρο της Δημοκρατίας, για την Εφεσίβλητη.
---------------------------
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Π.: Δεν είμαστε ομόφωνοι ως προς το αποτέλεσμα.
Την απόφαση της πλειοψηφίας που αποτελείται από εμένα και τους
Δικαστές Αρτέμη, Κωνσταντινίδη, Νικολάου, Κραμβή, Γαβριηλίδη,
Παπαδοπούλου, Φωτίου και Νικολάτο, θα δώσει ο Νικολάου, Δ.
Ο Δικαστής Χατζηχαμπής θα δώσει τη διϊστάμενη απόφαση του
ιδίου και των Δικαστών Κρονίδη και Ηλιάδη.
................................... ..........
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Η εφεσείουσα ήταν Υπουργός Υγείας και, λόγω αξιώματος, Πρόεδρος του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου, βάσει του περί Προλήψεως της Χρήσης και Διάδοσης Ναρκωτικών και Άλλων Εξαρτησιογόνων Ουσιών Νόμου του 2000 (Ν.128(Ι)/00 όπως τροποποιήθηκε), όπως και η αρμόδια για τον καθορισμό Κέντρων Αποτοξίνωσης και Απεξάρτησης, βάσει του περί Περίθαλψης και Μεταχείρισης Τοξικομανών Νόμου του 1992 (Ν. 57(Ι)/92) όταν, στις 10 Σεπτεμβρίου 2004, απέστειλε στη δικαστή Τερέζα Καρακάννα, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, επιστολή σε σχέση με εκκρεμούσα ποινική υπόθεση, ορισμένη ενώπιον της για τις 13 του μηνός. Η δικαστής σημείωσε αμέσως σε πρακτικό το οποίο ετοίμασε ειδικά για το θέμα, ότι διάβασε την επιστολή, ότι αναζήτησε τον δημόσιο κατήγορο και τον συνήγορο υπεράσπισης ώστε να τους ενημερώσει, ότι βρήκε τον πρώτο αλλά όχι τον δεύτερο και, επομένως, υπόψη του θα έθετε την επιστολή κατά τη δικάσιμο και, τέλος, ότι παρέδωσε την επιστολή στον Πρωτοκολλητή για καταχώριση στο φάκελο της υπόθεσης. Έπραξε ως εδώ όπως αναμενόταν. Επιπλέον η δικαστής προέβη στην έκδοση ανακοινωθέντος αναφορικά με το συμβάν.
Το θέμα προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις. Ξέσπασε θύελλα δημόσιων συζητήσεων με κύριο άξονα το κατά πόσο προέκυπτε θέμα ποινικής ευθύνης και, κατ΄ επέκταση ή ανεξάρτητα, πολιτικής ευθύνης εφόσον η Υπουργός συνέχιζε να διατηρεί το αξίωμα της. Ο Γενικός Εισαγγελέας διέταξε ποινική ανάκριση το αποτέλεσμα της οποίας ήταν να προσαφθεί εναντίον της εφεσείουσας κατηγορία για παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία, κατά παράβαση του άρθρου 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Θεωρήθηκε ότι προέκυπτε μείζον θέμα αρχής με δύο πτυχές. Η πρώτη, να παραμείνει η δικαιοσύνη απερίσπαστη. Και η δεύτερη, να διατηρηθεί η διάκριση εξουσιών επί της οποίας θεμελιώνεται το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παραθέτουμε το κύριο μέρος των επί του προκειμένου θέσεων της Κατηγορούσας Αρχής όπως προτάθηκαν κατά τη δίκη:
«Η ουσία αυτής της υπόθεσης κ. δικαστά είναι ότι πρέπει πάση θυσία ο νομοθέτης να διασφαλίσει ότι οιαδήποτε παρέμβαση σε δικαστική διαδικασία με οιονδήποτε εξωθεσμικό τρόπο είναι ποινικό αδίκημα. Αν ήταν διαφορετικά τα πράγματα και αν ακολουθούσαμε μια λογική όπως τέθηκε από την υπεράσπιση σημαίνει ότι απόψε που θα πάτε στο σπίτι σας ο καθένας από εμάς σ΄ αυτή την αίθουσα έχει το δικαίωμα να σας τηλεφωνήσει και να σας πει για μια υπόθεση διαρρήξεων που έχετε αύριο ότι ο κατηγορούμενος όταν ήταν μικρός είναι παιδί που τον εγκατέλειψε η μάμμα του, ο παπάς του πέθανε όταν ήταν μικρός και διέπραξε αυτό που διέπραξε, καλόπιστα και αύριο θα σας τηλεφωνήσει και ένα πολιτικό πρόσωπο και εκείνος καλοπροαίρετα, καλόπιστα και εκείνος με έγνοια λεκτικά τουλάχιστον για το πρόσωπο του κατηγορούμενου. Θεσμοθετείται δηλαδή με αυτή την ερμηνεία το ρουσφέτι με αντικειμενικό στόχο τη δικαστική εξουσία αυτή που διαφυλάττει αυτή η Δημοκρατία όσο λίγους θεσμούς όλα αυτά τα χρόνια, γι΄ αυτό η υπόθεση είναι σοβαρή. Είναι σοβαρή γιατί ενδεχόμενα μια τροπή που μπορεί να πάρει να οδηγήσει σε χάος αυτή τη Δημοκρατία. Επαναλαμβάνω, η καλή διάθεση και καλή πρόθεση είναι ζητήματα που ενδεχόμενα να σχετίζονται και σχετίζονται με την επιλογή της ποινής με τον τρόπο τιμωρίας, αλλά δεν αφορά αυτή καθ΄ αυτή τη διάπραξη του αδικήματος........................................
Έχουμε μέλος της εκτελεστικής εξουσίας αυτού του κράτους. Του ύψιστου βαθμού της εκτελεστικής εξουσίας και φθάνουμε έτσι αναπόφευκτα στα θεμελιώδη ζητήματα διάκρισης των εξουσιών και συνταγματικής τάξης. Αυτά τα οποία λεκτικά τουλάχιστον όλοι λένε ότι αποτελούν το θεμέλιο του κράτους δικαίου. Για να αποτελεί όχι μόνο λεκτικά αλλά και ουσιαστικά το κράτος δικαίου θα πρέπει το μήνυμα που θα βγεί να είναι ότι το δικαστήριο λειτουργεί με βάση θεσμούς, θεσμοθετημένους κανόνες και διαδικασίες αυστηρότατες, θεσμοθετημένες από το νόμο και αν δεν το ξέρουμε, δεν είναι του δικαστηρίου πρόβλημα.»
Τα γεγονότα της υπόθεσης δηλώθηκαν από την αρχή ως παραδεκτά. Όμως ένα σημείο διατυπώθηκε με γενικότητα για να διευκρινιστεί περαιτέρω με τη μαρτυρία. Θα περιοριστούμε σε μόνο τα ουσιώδη αλλά με στόχο να μεταδώσουμε ζωντανή την εικόνα.
Ο Κλεάνθης Πετρίδης ήταν συγκατηγορούμενος με δύο άλλα πρόσωπα στην ποινική υπόθεση αρ. 585/03 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, η οποία είχε καταχωριστεί τον Ιανουάριο του 2003. Αντιμετώπιζε έξι κατηγορίες για ναρκωτικά. Στην πορεία, κατά την οποία σημειώθηκαν πολλές αναβολές, η μια κατηγορία αναστάληκε και σε δύο άλλες έγινε παραδοχή. Έτσι σε σχέση με αυτόν τον κατηγορούμενο στις 13 Σεπτεμβρίου 2004, παρέμεναν για ακρόαση οι υπόλοιπες τρεις και για γεγονότα και ποινή οι δύο. Προηγείτο βέβαια η ετυμηγορία του δικαστηρίου στις υπό αμφισβήτηση.
Το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος είχε ενταχθεί από τον Ιανουάριο του 2004 σε κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης στο κρατικό Θεραπευτικό Σπίτι «Πυξίδα». Η εφεσείουσα τον συνάντησε σε δύο επισκέψεις της εκεί, μια τον Ιανουάριο και άλλη το καλοκαίρι του 2004. Ήταν ως εκ τούτου ενήμερη για την περίπτωση του. Επιπλέον η μητέρα του της έγραψε, πρώτα στις 6 Μαΐου 2004 και ύστερα, με παρόμοιο περιεχόμενο, στις 11 Ιουλίου 2004, παρακαλώντας την να ασκήσει την επιρροή της για αναστολή της δίωξης επειδή κινδύνευαν να χαθούν τα όσα είχαν ήδη επιτευχθεί από τη θεραπεία. Η έκκληση της μητέρας συνοψίζεται στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Αν με την άσκηση της εξουσίας και επιρροής σας καταφέρετε να ζητηθεί αναστολή ποινικής δίωξης στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει ο γιος μου, πιστεύω θα ήταν μεγάλη η συμβολή στην ολοκλήρωση της θεραπείας και σωτηρίας του και ταυτόχρονα θα αποτελούσε η περίπτωση του γιου μου ένα πολύ δυνατό παράδειγμα που η συνεργασία κράτους και γονέων κατάφεραν να επαναφέρουν στην κοινωνία ένα ναρκομανή κάτι που απ΄ ότι γνωρίζω δεν έχει προηγούμενο στην Κύπρο.»
Η εφεσείουσα σημείωσε επί της πρώτης επιστολής, απευθυνόμενη προς τη λειτουργό του Υπουργείου κα Έλλη Μορφάκη, τα εξής: «Παρακαλώ διερευνήστε το θέμα και ρωτήστε και το Φερνάντο τι γίνεται στην Ευρώπη. Ενημερώστε το Γενικό για μέτρα και ενημερώστε με όταν επιστρέψω.» Στη δεύτερη επιστολή η εφεσείουσα σημείωσε: «Παρακαλώ να μιλήσω με κ. Π. Κληρίδη.» Πράγματι η εφεσείουσα επικοινώνησε με τον Βοηθό Γενικό Εισαγγελέα κ. Π. Κληρίδη η απάντηση του οποίου ήταν αρνητική ως προς την αναστολή της δίωξης, τόσο αρχικά όσο και αργότερα, όταν μελέτησε τα περαιτέρω στοιχεία που του δόθηκαν.
Ενώ πλησίαζε η ημερομηνία κατά την οποία η υπόθεση ήταν ορισμένη στο δικαστήριο, η εφεσείουσα έδωσε οδηγίες στην κα Μορφάκη να ζητήσει έκθεση για την πορεία θεραπείας του Κλεάνθη Πετρίδη και τις προοπτικές. Επίσης της έδωσε οδηγίες, σε γενικές γραμμές, να συντάξει και να στείλει την επιστολή που είναι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης. Σύμφωνα με τα δηλωθέντα ως παραδεκτά γεγονότα:
«Η Υπουργός Υγείας έδωσε οδηγίες στην κα Μορφάκη να ετοιμάσει επιστολή και να προωθηθεί στο δικαστήριο αφού ληφθεί προηγουμένως η έκθεση του θεράποντος ιατρού. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Υπουργού η επιστολή θα αποστέλλετο στο όνομα της ως Υπουργού αλλά πρωτίστως, ως Προέδρου του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου και θα έθετε ενώπιον του εκδικάζοντος δικαστηρίου όλες τις πληροφορίες που αφορούσαν την θεραπεία του Κλεάνθη Πετρίδη. Θα γινόταν επίσης αναφορά στους στόχους και το έργο του κράτους στον τομέα της αντιμετώπισης του προβλήματος των ναρκωτικών. Στην επιστολή θα αναφέρετο ότι η Υπουργός Υγείας δεν είχε πρόθεση να επηρεάσει το έργο της Δικαιοσύνης. Η Υπουργός Υγείας θα αναχωρούσε στο εξωτερικό για υπηρεσιακούς λόγους νωρίς το πρωί της Δευτέρας 6.9.04 και θα επέστρεφε στην Κύπρο το βράδυ της Παρασκευής 10.9.04.»
Η κα Μορφάκη εξήγησε στη μαρτυρία της, η οποία θεωρήθηκε πλήρως αξιόπιστη ότι, έχοντας υπόψη τα στενά πια χρονικά περιθώρια, αφού πληροφορήθηκε το όνομα της δικαστού που χειριζόταν την υπόθεση επικοινώνησε τηλεφωνικώς με τη στενογράφο της για να πληροφορηθεί τον αριθμό στον οποίο θα έστελλε τηλεομοιότυπο της επιστολής. Ανέφερε στη στενογράφο τον σκοπό γενικά της επιστολής, τονίζοντας όμως και ειδικά την ανησυχία μήπως η δικαστής θεωρήσει ότι δεν υπήρχαν κατάλληλα κέντρα απεξάρτησης, γιατί πρόσφατα αυτό είχε πει το Κακουργιοδικείο ενώ έλειπε μόνο η τυπική έκδοση των σχετικών διαταγμάτων από την Υπουργό. Στη δίκη διερευνήθηκε το κατά πόσο οι οδηγίες η επιστολή «να προωθηθεί στο δικαστήριο», σήμαινε την προώθηση απρόσωπα στο δικαστήριο ή την προώθηση στο/στη δικαστή που χειριζόταν την υπόθεση. Η προσαχθείσα μαρτυρία οδήγησε το δικαστήριο σε εύρημα ότι η επιλογή ήταν να προωθηθεί η επιστολή στο/στη δικαστή που χειριζόταν την υπόθεση και δεν μπορούσε παρά να αποδοθεί στην εφεσείουσα.
Θεωρούμε επιβεβλημένο να παραθέσουμε ολόκληρη την επίμαχη επιστολή:
« ΓΡΑΦΕΙΟ ΥΠΟΥΡΓΟΥ
ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΚΥΠΡΟΣ
Αρ. Φακ.Υ.Υ:12.302.5.21
Τηλ. 22400103/104 10 Σεπτεμβρίου 2004
ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΗ
ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ ΜΕ ΦΑΞ
Κυρία Τερέζα Καρακάννα
Επαρχιακό Δικαστή
Δικαστήριο Λάρνακας
Αγαπητή Κυρία Καρακάννα,
Επικοινωνώ μαζί σας υπό τη διπλή μου ιδιότητα δηλαδή και ως Πρόεδρος του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου Κύπρου, και επιθυμώ να θέσω υπόψη σας ορισμένες πληροφορίες που σχετίζονται με την υπόθεση του Κλεάνθη Πετρίδη, η οποία όπως έχω πληροφορηθεί θα εκδικαστεί ενώπιον σας στις 13 Σεπτεμβρίου 2004 με αρ. 585/03.
Το συγκεκριμένο άτομο, με ιστορικό χρόνιας χρήσης ηρωίνης, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες αποτοξίνωσης σε εξωτερική βάση, τον περασμένο Ιανουάριο αποφάσισε να ενταχθεί στο κλειστό πρόγραμμα απεξάρτησης του Θεραπευτικού Σπιτιού "Πυξίδα", που αποτελεί νεοιδρυθείσα δομή των κρατικών Υπηρεσιών Ψυχικής Υγείας.
Στο διάστημα που μεσολάβησε, ο Κλεάνθης υπήρξε απόλυτα συνεργάσιμος και ολοκλήρωσε με επιτυχία το πρόγραμμα της απεξάρτησης, ενώ από τις 11 Αυγούστου 2004, παρακολουθεί το πρόγραμμα κοινωνικής επανένταξης το οποίο βρίσκεται σε εξέλιξη.
Σημειώνεται ότι, το εν λόγω άτομο έχει εξασφαλίσει εργασία στη Λάρνακα ενώ ταυτόχρονα συμμετέχει στα εξωτερικά προγράμματα της "Πυξίδας". Παρά τη μέχρι στιγμής επιτυχή του πορεία, η παρακολούθηση του είναι απόλυτα αναγκαίο να συνεχίσει για άλλους έξι μήνες.
Όπως γνωρίζετε, το φαινόμενο των ναρκωτικών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις στο τόπο μας, με όλες τις αρνητικές συνέπειες που αυτό συνεπάγεται. Στόχος της παρούσας Κυβέρνησης, είναι να αντιμετωπίσει το πολυδιάστατο αυτό πρόβλημα με αποτελεσματικό τρόπο με την υλοποίηση της Εθνικής Στρατηγικής και Σχεδίων Δράσης για τη μείωση της ζήτησης και της προσφοράς που έχει καταρτίσει για τα έτη 2004-2008.
Η πιο πάνω προσπάθεια συνεπάγεται την ενεργό εμπλοκή όλων των φορέων του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, με πρωταρχική βέβαια την ευθύνη του κράτους, που οφείλει μεν να επενδύσει στην πρόληψη, αλλά ταυτόχρονα να δώσει τις ευκαιρίες στα άτομα που είναι ήδη χρήστες, να απεξαρτηθούν και να επανενταχθούν στο κοινωνικό σώμα.
Προς την κατεύθυνση αυτή έχουν ήδη δημιουργηθεί δύο σύγχρονα Κέντρα Αποτοξίνωσης και Απεξάρτησης, η "Άνωση" στη Λεμεσό και η "Πυξίδα" στη Λευκωσία, ενώ σύντομα αναμένεται η δημιουργία ξεχωριστού κέντρου αποτοξίνωσης και απεξάρτησης για ανήλικους χρήστες.
Όλες οι πιο πάνω πληροφορίες τίθενται υπόψη σας χωρίς πρόθεση παρέμβασης στο έργο της δικαιοσύνης, με την πεποίθηση ότι η γνώση όλων των παραμέτρων ενός προβλήματος συμβάλλει στην αποτελεσματική αντιμετώπιση του.
Σχετική έκθεση του επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού "Πυξίδα" για την περίπτωση του Κλεάνθη Πετρίδη σας αποστέλλεται.
Παραμένω βέβαια στη διάθεσή σας, για τυχόν διευκρινήσεις και πρόσθετες πληροφορίες που πιθανόν να χρειαστείτε.
Με εκτίμηση
Κωνσταντίνα Ακκελίδου
(Υπουργός Υγείας) »
Ως προς την έκθεση ημερ. 2 Σεπτεμβρίου 2004, η οποία συνόδευε την επιστολή, σημειώνουμε ότι αναφερόταν στις περιστάσεις και τα μέχρι τότε αποτελέσματα της συμμετοχής του Κλεάνθη Πετρίδη στο πρόγραμμα απεξάρτησης, όπως και στην ανάγκη συνέχισης και τις προοπτικές της θεραπείας. Καταληκτικά εκφραζόταν η άποψη πως, σε περίπτωση φυλάκισης, υπήρχε κίνδυνος εξουδετέρωσης των ως τότε ωφελημάτων της θεραπείας.
Με την προσαφθείσα κατηγορία, καταλογιζόταν στην εφεσείουσα ότι:
«ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΑΔΙΚΗΜΑΤΟΣ
Η κατηγορούμενη, κατά ή περί την 10η Σεπτεμβρίου 2004, στη Λευκωσία και τη Λάρνακα, διενήργησε πράξη προορισμένη ή η οποία ήταν ενδεχόμενο να επηρεάσει δικαστική διαδικασία, δηλαδή, απέστειλε προς τη δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας κ. Τερέζα Παρασκευαϊδου-Καρακάννα επιστολή (η οποία συνοδευόταν από επιστολή ημερομηνίας 2 Σεπτεμβρίου 2004 του Επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού "Πυξίδα") με την οποία έθετε σε γνώση της δικαστού στοιχεία και απόψεις που αφορούσαν την Ποινική Υπόθεση 585/03 η οποία ήταν υπό εκδίκαση ενώπιον της εν λόγω δικαστού.»
Κατά την έναρξη της δίκης στο Επαρχιακό Δικαστήριο, ο συνήγορος υπεράσπισης ήγειρε ένσταση ότι η κατηγορία έπασχε από πολλαπλότητα. Ανέφερε τα εξής:
«Πιο συγκεκριμένα αποτελεί αδίκημα κατά παράβαση του 122(β) όταν κάποιο πρόσωπο προβαίνει σε μια πράξη με πρόθεση προορισμένη, λέει ο νόμος, να επηρεάσει δικαστική διαδικασία. Εδώ δηλαδή ο δράστης του αδικήματος αυτού προβαίνει στην πράξη με συγκεκριμένη, εξειδικευμένη πρόθεση να επηρεάσει. Σύζυγο δηλαδή στοιχείο είναι ευθέως η πρόθεση να επηρεάσει. Αυτό είναι το πρώτο. Τα αδικήματα στο άρθρο 122(β), το δεύτερο, συνίσταται και θεμελιώνεται ότι το πρόσωπο προβαίνει εις πράξη η οποία ενδέχεται να επηρεάσει δικαστική διαδικασία. Εδώ δε χρειάζεται η ειδική πρόθεση να επηρεαστεί η δικαστική διαδικασία. Βέβαια και στη δεύτερη τούτη διαδικασία απαιτείται η εγκληματική πρόθεση, το όλο mens rea που είναι άλλο θέμα που αφορά την ουσία σε αργότερο στάδιο. Το κατηγορητήριο ως είναι διατυπωμένο συμπεριλαμβάνει και τα δύο σαν αν ήταν ένα και μόνο. Συνεπώς η κατηγορία πάσχει λόγω πολλαπλότητας και πρέπει να απορριφθεί.»
Η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής αντέτεινε ότι το άρθρο 122(β) δημιουργούσε μόνο ένα αδίκημα. Παρέπεμψε δε στο άρθρο 39(δ) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, το οποίο επιτρέπει τη διατύπωση διαζευκτικών τρόπων διάπραξης του ενός αδικήματος στην ίδια κατηγορία. Το δικαστήριο εξέδωσε ταχέως ενδιάμεση απόφαση με την οποία υπέδειξε συνοπτικά ότι από το λεκτικό του άρθρου προέκυπτε μόνο ένα αδίκημα.
Η εφεσείουσα κατηγορήθηκε τότε στο δικαστήριο και δεν παραδέχθηκε ενοχή. Η Κατηγορούσα Αρχή κάλεσε ως μάρτυρες την κα Μορφάκη, τη στενογράφο της δικαστού και τον δικηγόρο του Κλεάνθη Πετρίδη. Μετά το πέρας της υπόθεσης της Κατηγορούσας Αρχής, η υπεράσπιση υπέβαλε ότι δεν προέκυπτε εκ πρώτης όψεως υπόθεση. Το δικαστήριο δεν συμφώνησε. Κάλεσε την εφεσείουσα η οποία επέλεξε να καταθέσει ενόρκως.
Με απόφαση, ημερ. 26 Νοεμβρίου 2004, το Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσείουσα ήταν ένοχη. Υπέδειξε ότι το αδίκημα δεν ήταν αυστηρής ευθύνης και επομένως απαιτείτο η απόδειξη υποκειμενικής υπόστασης (mens rea). Θεώρησε ότι αυτό προέκυπτε τόσο από το λεκτικό της διάταξης, «συμπεριλαμβανομένης και της αναφοράς "calculated" όπως απαντάται στο άρθρο 122(β) του Cap. 154» όσο και από τη φύση του αδικήματος. Ως προς τον σκοπό της επιστολής και της συνοδευτικής έκθεσης, το Δικαστήριο ανέφερε ότι απεστάλησαν:
«.... με σκοπό να παραληφθούν από τη δικαστή Καρακάννα για να τη λάβει υπόψη κατά την επιμέτρηση της ποινής του Κλεάνθη Πετρίδη ή και να την αξιολογήσει με τον τρόπο που θα έκρινε ορθόν και πρέπον. Πέραν από τη γενικότερη επιθυμία της κατηγορούμενης να πληροφορήσει το δικαστήριο για τα περί του Κλεάνθη Πετρίδη, η επιστολή στόχευε και στην πληροφόρηση του δικαστηρίου για την ύπαρξη κατάλληλων χώρων απεξάρτησης και αποθεραπείας εξαρτωμένων ατόμων τα οποία θεωρήθηκαν - μάλλον άστοχα κατά την άποψη τόσον της Μορφάκη όσον και της κατηγορούμενης - ως μη υπάρχοντα, σε απόφαση του κακουργιοδικείου Λευκωσίας .....»
Διευκρίνισε δε, με σχετικό εύρημα, ότι ο σκοπός για τον οποίο αναγράφηκε στην επιστολή η λέξη «εμπιστευτική» ήταν μόνο για προστασία των προσωπικών δεδομένων του Κλεάνθη Πετρίδη στα οποία αναφερόταν η έκθεση. Ως προς το πώς σκέφτηκε η εφεσείουσα, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:
«Δέχομαι όμως ως αξιόπιστες τις αναφορές της για το ότι σε όλους τους κρίσιμους χρόνους τα ελατήρια της ήταν ανθρωπιστικά και είχαν τις καταβολές τους στην επιθυμία της τόσον ως ατόμου όσον και ως Υπουργού και Προέδρου του Αντιναρκωτικού Συμβουλίου να βοηθήσει τον Κλεάνθη Πετρίδη κάτι που θεωρούσε ενδεδειγμένο και επιτρεπτό υπό τις περιστάσεις, ανεξαρτήτως ασφαλώς του πώς τελικώς οι πράξεις της αυτές θα μπορούσαν να ιδωθούν μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων ως αντιβαίνουσες στις πρόνοιες του άρθρου βάσει του οποίου δικάζεται.
.................................. .................................................. .................................................. ..................
Τα κατά τα άλλα αξιέπαινα (laudable) κίνητρα της κατηγορούμενης να βοηθήσει υπό τη διπλή της ιδιότητα τον Κλεάνθη Πετρίδη δεν είναι δυνατόν να αναιρέσουν στην προκειμένη περίπτωση το αξιόποινο των ενεργειών της. Ούτε και το γεγονός ότι τρίτοι, λειτουργοί του Υπουργείου της ή άλλοι, δεν την πληροφόρησαν για το απαράδεκτο του εγχειρήματος της - πόσον μάλλον η στενογράφος Λίζα Σαββίδου η οποία παραδέχθηκε στην αντεξέταση ότι δεν πληροφόρησε σχετικώς τις κοπέλες που της τηλεφώνησαν από το Υπουργείο Υγείας - θα μπορούσε να αποτελέσει σημείο αναφοράς για ανατροπή του ευρήματος περί της πρόθεσης της κατηγορούμενης.»
Την απαίτηση για υποκειμενική υπόσταση, «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση», καθώς ανέφερε, την προσδιόρισε περαιτέρω ως εξής:
«Η πρόθεση που απαιτείται για να αποδειχθεί η υποκειμενική υπόσταση ενός αδικήματος μπορεί να συναχθεί από το σύνολο της μαρτυρίας και της συμπεριφοράς του δράστη. Όπως αναφέρθηκε με άλλη στόχευση κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας της Έλλης Μορφάκη, η φραστική αναφορά σε ύπαρξη ή ανυπαρξία τέτοιας πρόθεσης δεν αποτελεί τον κρίσιμο παράγοντα που θα μπορούσε να οδηγήσει σε εύρημα περί ύπαρξης ή ανυπαρξίας της στην κάθε δεδομένη περίπτωση αν και αποτελεί ασφαλώς αξιολογήσιμο στοιχείο μαρτυρίας το οποίο εντασσόμενο στο σύνολο της εικόνας μπορεί να οδηγήσει προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.»
Το δικαστήριο συμπλήρωσε πως τα όσα συνέθεταν το συμβάν:
«..... οδηγούν αναπόδραστα σε ένα και μόνον συμπέρασμα ότι δηλαδή με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση διενέργησε πράξη προορισμένη να επηρεάσει τη δικαστική διαδικασία στην υπόθεση 585/03 ή με τρόπο που ενδέχετο να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία, με το κατά πόσον τελικώς την επηρέασε ή όχι να παραμένει υπό τις περιστάσεις στοιχείο αδιάφορο.»
Με την έφεση αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης άποψης ως προς το ζήτημα πολλαπλότητας της κατηγορίας. Επίσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κατάληξη ότι αποδείχθηκε η απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση. Τίθεται, σε σχέση με αυτήν, πληθώρα σημείων. Ξεχωρίζουμε ως άξιο συζήτησης μόνο ένα. Αφορά στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε ερμηνευτικά το άρθρο 122(β). Προβάλλεται ότι το δικαστήριο απέτυχε να διακριβώσει τι είναι εκείνο στο οποίο αποβλέπει και να το συσχετίσει με την απαιτούμενη υποκειμενική υπόσταση. Τίθεται και ένα τρίτο ζήτημα. Αφορά στο κατά πόσο η εφεσείουσα ευθυνόταν για το ότι η κα Μορφάκη απηύθυνε την επιστολή στην ίδια τη δικαστή αντί στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Όπως ήδη αναφέραμε, το πρωτόδικο δικαστήριο προέβη σε σχετικό εύρημα με το οποίο απέδωσε την ευθύνη στην εφεσείουσα. Η έφεση δεν προσβάλλει αυτό το εύρημα. Και δεν μπορεί να το αντιστρατεύεται με θέσεις που νόημα θα είχαν μόνο αν το εύρημα δεν υπήρχε.
Αρχίζουμε με το ζήτημα της πολλαπλότητας. Αναφερόμαστε συγκεκριμένα στην περίπτωση πολλαπλότητας στην όψη του κατηγορητηρίου αφού τα δεδομένα καθιστούν αχρείαστη την αναφορά στην περίπτωση πολλαπλότητας κατόπιν συσχετισμού του κατηγορητηρίου με την προσαχθείσα μαρτυρία: βλ. Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 14. Η πολλαπλότητα ορίζεται ως η συμπερίληψη στην ίδια κατηγορία πέραν του ενός αδικήματος. Είναι αυστηρός ο κανόνας ότι η κατηγορία δεν πρέπει να περιέχει περισσότερο από ένα αδίκημα. Για να γνωρίζει η υπεράσπιση επακριβώς τι είναι που αντιμετωπίζει. Αλλιώς ενδέχεται να επηρεαστεί δυσμενώς. Και για να παρέχεται η δυνατότητα διακρίβωσης προηγούμενης καταδίκης ή αθώωσης autrefois convict ή acquit για το ίδιο αδίκημα σε περίπτωση μεταγενέστερης κατηγορίας: βλ. π.χ. The Police v. Economides & Others (1951) XX (Part II) C.L.R. 11. Το κατά πόσο η ποινική διάταξη αποβλέπει στη δημιουργία μόνο ενός αδικήματος ή περισσοτέρων, είναι ζήτημα ερμηνείας, με πρακτική μάλλον παρά με αναλυτική διάθεση, υπό το φως της κοινής λογικής και του τι είναι δίκαιο υπό τις περιστάσεις: βλ. D.P.P. v. Merriman (1973) AC 584 (ιδιαίτερα στις σελ. 593 Α-Ε και 607 C) και Wilson (1979) 69 Cr App. R. 83 (ιδιαίτερα στις σελ. 85-87 και 88). Χωριστά αδικήματα στην ίδια διάταξη έχουμε όταν προβλέπεται για το καθένα διαφορετική, από τη φύση της, πράξη: βλ. Frangiskos Kyriacou v. The Welfare Office (1961) C.L.R. 227, Mallon and another v. Allon (1963) 3 All E.R. 843. Όταν όμως η πράξη είναι βασικά του ίδιου είδους αλλά διαφέρει στη μορφή της δεν έχουμε παρά μόνο ένα αδίκημα: βλ. A.G. v. HjiConstanti (1969) 2 C.L.R. 5, Police v. Economides & Others (ανωτέρω). Το μόνο ένα αδίκημα μπορεί να διαπράττεται με περισσότερο από ένα τρόπο, είτε ως προς την αντικειμενική υπόσταση είτε ως προς την υποκειμενική. Σε τέτοια περίπτωση επιτρέπονται στην ίδια κατηγορία οι διαζεύξεις. Αυτό συνέβηκε και στην προκείμενη περίπτωση.
Οι απαγορευτικές διατάξεις του άρθρου 122 εισήχθησαν στον Ποινικό Κώδικα της Κύπρου με τον τροποποιητικό Ν. 20/55. Ήταν βέβαια, αρχικά διατυπωμένες στην Αγγλική γλώσσα. Ως εξής:
«122. Any person who does any act -
(a) calculated, or which is likely, to deter any person from acting in any judicial capacity or in any manner as counsel, witness or party in any judicial proceedings;
Με τον τροποποιητικό N. 41/64, η παράγραφος (β) επεκτάθηκε ώστε να καλύπτει όχι μόνο δικαστικές διαδικασίες αλλά και αστυνομικές έρευνες που διεξάγονται με σκοπό την έναρξη δικαστικής διαδικασίας όπως και άλλες έρευνες διεξαγόμενες βάσει νόμου. Η εν λόγω παράγραφος διατυπώθηκε τότε ολόκληρη στην Ελληνική γλώσσα. Θα ήταν παράξενο αν γινόταν αλλιώς. Το κείμενο ήταν άλλωστε σύντομο και προφανώς δεν υπήρξε ανησυχία ότι προέκυπτε πρόβλημα πιστής απόδοσης του. Αποφεύχθηκε έτσι το φαινόμενο, το οποίο έχουμε ακόμα σε ορισμένες περιπτώσεις, της δημιουργίας μωσαϊκού ως αποτέλεσμα του εμβολιασμού Αγγλικού κειμένου με τροποποιήσεις στην Ελληνική. Είναι κατά την άποψη μας προφανές ότι δεν υπήρξε βούληση νομοθέτησης εξ υπαρχής. Δεν σκοπείτο η μεταβολή εννοιών. Η διάταξη στο άρθρο 122(β) διαβάζεται λοιπόν τώρα ως εξής:
«122. Όποιος προβαίνει σε οποιαδήποτε πράξη -
(α) .................................................. .................................................. ................................
(β) προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή με οποιοδήποτε τρόπο να επηρεάσει οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία ή οποιαδήποτε αστυνομική έρευνα που διεξάγεται με σκοπό έναρξης δικαστικής διαδικασίας, ή έρευνα που διεξάγεται με βάση τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου,
είναι ένοχος πλημμελήματος και υπόκειται σε φυλάκιση τριών χρόνων.»
Ο συνήγορος υπεράσπισης εισηγήθηκε πρωτοδίκως, όπως και ενώπιον μας, ότι το άρθρο 122(β) κωδικοποιεί τις Αγγλικές αντιλήψεις για περιφρούρηση της απονομής της δικαιοσύνης και επομένως, το κοινό δίκαιο με το ιστορικό του, τα Αγγλικά νομοθετήματα όπου ενσωματώθηκαν κάποιες πτυχές, αλλά κυρίως η τάση την οποία φανερώνει η πιο πρόσφατη Αγγλική νομολογία, αποτελούν απαραίτητες πηγές για την ερμηνεία. Αντίθετη άποψη εξέφρασε η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής. Διατύπωσε την άποψη της ως εξής:
«Έρχομαι στην ερμηνεία του άρθρου και ότι αυτό ουσιαστικά κωδικοποιεί το κοινοδίκαιο. Δε συμφωνώ. Η παράγραφος 122 θεσπίσθηκε απ΄ ευθείας στα ελληνικά δυνάμει του τροποποιητικού Ν. 41/64, δεν αποτελεί μετάφραση αγγλικής ορολογίας, θεσπίσθηκε εξ αρχής στα ελληνικά και αναφέρεται σε πράξη προορισμένη ή ήτις είναι ενδεχόμενο να παρεμποδίσει ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο επηρεάσει δικαστική διαδικασία. Αυτό έχει σημασία γιατί για να ερμηνεύσουμε αυτό το άρθρο θα ανατρέξουμε στις λέξεις που χρησιμοποιούνται και στο πλαίσιο που τίθεται το θέμα ανεξάρτητα από το κοινοδίκαιο.»
Το δικαστήριο απέκλινε προς την άποψη της Κατηγορούσας Αρχής. Θεώρησε πως καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία θα ήταν «όχι μόνο απρόσφορη αλλά και ακροσφαλής».
Έχουμε τη γνώμη ότι η εν λόγω διάταξη δεν δημιούργησε, είτε με την αρχική της μορφή είτε με την τροποποίηση την οποία υπέστη, αδίκημα άγνωστο ως τότε στο σύστημα μας όπως, για παράδειγμα, συνέβηκε πιο πρόσφατα με το αδίκημα προσβολής της μνήμης τεθνεώτος, το οποίο εισήχθη με τον τροποποιητικό Ν. 10/81 ως άρθρο 202Α του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 122 έχει Αγγλικές ρίζες. Αποτελεί μηχανισμό προστασίας της δικαιοσύνης στηριγμένο σε Αγγλικά πρότυπα σκέψης. Δεν είναι λοιπόν νοητή η ερμηνεία του άρθρου 122(β) χωρίς αναφορά στο Αγγλικό σύστημα και τη φιλοσοφία του. Υπενθυμίζουμε γενικότερα και το άρθρο 3 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154, το οποίο προβλέπει για ερμηνευτική προσέγγιση ανάλογη με την Αγγλική. Εισήχθη ως διάταξη γενικής χρήσης διατυπωμένη με ευρύτητα ώστε να καλύπτει μεγάλο φάσμα ποινικών καταφρονήσεων τις οποίες κατέγραφε η νομολογία του κοινού δικαίου, όπως και μέρος τουλάχιστον ορισμένων άλλων περιπτώσεων σε σχέση με τις οποίες είχαν θεσπιστεί στην Αγγλία νομοθετικές απαγορεύσεις. Δεν ήταν η πρώτη νομοθεσία σ΄ αυτό τον τομέα στην Κύπρο. Είχαν ήδη μεταφερθεί και ενταχθεί στους εκάστοτε περί Δικαστηρίων Νόμους διάφορες τέτοιου είδους απαγορεύσεις, αρχικά ως καταφρονήσεις που αντιμετωπίζονταν από το δικαστήριο συνοπτικά - βλ. The Cyprus Courts of Justice Order 1882 - και από το 1949 ως ποινικές διατάξεις: βλ. Ν. 7/49, Ν. 40/53, Ν. 66/55, Ν. 31/58, Ν. 14/60. Σύγκριση μεταξύ εκείνων των διατάξεων και του άρθρου 122(β) ως διάταξης του Ποινικού Κώδικα, αποκαλύπτει έλλειψη ορθολογικού νομοθετικού σχεδιασμού. Ίσως να είναι καιρός για αναθεώρηση. Το πρακτικό πάντως αποτέλεσμα της σύγκρισης του άρθρου 122(β) με τις ποινικές διατάξεις στους περί Δικαστηρίων Νόμους, με τις οποίες διαπλέκεται, είναι ότι σε σχέση με το άρθρο 122(β) χρειάζεται οπωσδήποτε η απόδειξη και υποκειμενικής υπόστασης.
Αυτού του είδους διατάξεις, που απαγορεύουν πράξεις ή συμπεριφορές με ευρεία διατύπωση και με ακαθόριστη διαβάθμιση, παρουσιάζουν ιδιαίτερη δυσκολία ερμηνείας. Μια τέτοια απασχόλησε πρόσφατα το Εφετείο στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Μάρκου, Ποιν. Έφ. 7614, ημερ. 2 Φεβρουαρίου 2005, όπου προσδιορίσαμε περιοριστικά την ποινική απαγόρευση. Επρόκειτο εκεί για το άρθρο 16(1)(β) του περί Πυροβόλων Όπλων Νόμου του 1974 (Ν. 38/74) του οποίου η λεκτική ευρύτητα εμφανιζόταν να ποινικοποιούσε ακόμα και την πιο αθώα κατασκευή παιδικού παιχνιδιού, το ίδιο όπως και του πιο φοβερού φονικού όπλου. Λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Σκοπός του υπό αναφορά Νόμου είναι η προστασία της ζωής και της περιουσίας των πολιτών. Με αυτόν, ρυθμίζεται, γενικά, η κατοχή και η χρήση πυροβόλων ή άλλων αντικειμένων, η χρήση των οποίων δημιουργεί τον κίνδυνο που ο νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει.
Ο τίτλος, κάτω από τον οποίο βρίσκεται το Άρθρο 16(1)(β) του Νόμου - «ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ, ΕΜΠΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ ΠΥΡΟΒΟΛΩΝ ΟΠΛΩΝ» - καταδεικνύει ακριβώς ότι η διάταξη θα πρέπει ερμηνευτικά να προσεγγιστεί κατά τρόπο ώστε να εξυπηρετείται ο σκοπός του νομοθετήματος, που δεν είναι άλλος από του να απαγορεύσει πυροβόλα όπλα και αντικείμενα, χρησιμοποιούμενα έξω από τις συνήθεις δραστηριότητες με δυνατότητα επαγωγής δυσμενών αποτελεσμάτων σε ζωή ή περιουσία.»
Χρειάζεται παρομοίως και εδώ μια ερμηνεία που να αναδεικνύει, με αναφορά στις πραγματικότητες και τις ανάγκες, τον αληθινό σκοπό της διάταξης η οποία νόημα έχει μόνο εφόσον θεωρηθεί ότι αποβλέπει στην ποινικοποίηση ορισμένης συμπεριφοράς ως βλαπτικής για την ορθή απονομή της δικαιοσύνης.
Προχωρούμε αναλυτικότερα. Όπως είπαμε, το ελληνικό κείμενο της υπό αναφορά διάταξης αποβλέπει στη μετάδοση του νοήματος του αγγλικού. Η λέξη «calculated», που μεταφράστηκε με τη λέξη «προορισμένη», έχει στη συνηθισμένη της τώρα χρήση την έννοια της στόχευσης, δηλαδή του υπολογισμού στον οποίο προβαίνει κανείς ώστε η πράξη του να επιφέρει συγκεκριμένο, επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Ωστόσο, στο κοινό δίκαιο δεν είχε νομικώς αυτή την έννοια. Είχε την έννοια του απλού ενδεχομένου. Ήταν συνώνυμη με το «tending or likely to». Η έννοια της λέξης εξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα «Arlidge, Eady & Smith on Contempt» 2η έκδοση (1999) σελ. 292:
«The nature of contempt as understood at common law was that it consisted in an act (or possibly an omission) calculated to interfere with the due administration of justice. "Calculated" in ordinary parlance may import a notion of intention or premeditation. This was no part of its meaning in the common law. Indeed, in the context of contempt, it has long been clear that publication calculated to prejudice the fair trial of a pending case was at common law an offence of strict liability. In the eighteenth and early nineteenth centuries the word "calculated" was used as meaning no more than "tending or likely to". In the result the net of contempt was spread wide, and this prevented, for example, virtually all ex parte statements about a case, and any discussion of the merits of pending litigation.»
Το ίδιο ερμηνεύθηκε αυτή η λέξη και σε άλλους τομείς. Το ακόλουθο απόσπασμα είναι από την απόφαση της Δικαστικής Επιτροπής της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση McDowell v. Standard Oil Company (New Jersey) (1927) AC 632 (σελ. 637):
«.. it has been long ago decided, and is quite clear, that the words "calculated to deceive" which are found in s. 11 of the Trade Marks Act, 1905, do not mean "intended to deceive" but "likely (or reasonably likely) to deceive or mislead the trade of the public".»
Φαίνεται λοιπόν ότι στην προκείμενη περίπτωση, πράξη «προορισμένη ή η οποία είναι ενδεχόμενο να .....» είναι πράξη που έχει εξ αντικειμένου κάποια τάση. Σύμφωνα δε με τα υπόλοιπα που συμπληρώνουν το actus reus, η τάση αυτή πρέπει να είναι «.... να παρεμποδίσει ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπον επηρεάσει οιανδήποτε δικαστικήν διαδικασίαν ....». Το actus reus δεν είναι λοιπόν η οποιαδήποτε πράξη. Είναι η πράξη με τη συγκεκριμένη τάση. Πρέπει, επομένως, να ερμηνεύσουμε και την έννοια της παρεμπόδισης και του επηρεασμού.
Θεωρούμε ότι η σύγχρονη Αγγλική αντιμετώπιση περιπτώσεων όπου ακόμα προβλέπεται αυστηρή ευθύνη, παρέχει χρήσιμο σημείο αναφοράς, ένα μέτρο σύγκρισης. Έχουμε συγκεκριμένα υπόψη τις περιπτώσεις ποινικής καταφρόνησης με δημοσιεύματα. Αυτές ρυθμίστηκαν με το Contempt of Court Act 1981 ύστερα από την υπόδειξη, στην οποία προέβη η Επιτροπή Phillimore λίγο πιο πριν, ότι η απαγόρευση ανεπιθύμητης παρέμβασης (interference) θα πρέπει να αφορά σε δυσμενή επηρεασμό και παρακώληση (prejudice and obstruction) της δικαιοσύνης. Σύμφωνα με το άρθρο 2(2) του εν λόγω νομοθετήματος, ακόμα και ο αυστηρός κανόνας ευθύνης αμβλύνεται. Ισχύει μόνο εφόσον δημιουργείται ουσιαστικός κίνδυνος - ερμηνεύτηκε να μη σημαίνει μεγάλος - ότι η πορεία της δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη διαδικασία θα εμποδιστεί ή θα επηρεαστεί σοβαρά: «..... substantial risk that the course of justice in the proceedings in question will be seriously impeded or prejudiced». Αυτά βέβαια προσδιορίζουν το actus reus. Mens rea δεν χρειάζεται εκεί. Ο δράστης είναι ένοχος εφόσον πρόκειται για εκούσια πράξη, όπως την προσδιορίζει η διάταξη, ανεξάρτητα από πρόθεση. Βλέπουμε λοιπόν ότι, ακόμα και σε περιπτώσεις αυστηρής ευθύνης, απαιτείται πλέον ο εξ αντικειμένου κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού ή παρακώλησης της δικαιοσύνης. Δεν θα μπορούσαμε εμείς, ερμηνεύοντας τη δική μας διάταξη, στη βάση γενικών αρχών παρόμοιων με εκείνων που υποθεμελιώνουν το Αγγλικό νομοθέτημα, να αποκλίνουμε προς το αυστηρότερο. Αυτά σε ό,τι αφορά την αντικειμενική υπόσταση.
Πρέπει κάτι να πούμε και για την υποκειμενική υπόσταση. Ειδική πρόθεση δεν χρειάζεται. Θα χρειαζόταν μόνο εφόσον προβλεπόταν ρητά. Δεν συμβαίνει εδώ αυτό. Η περί του αντιθέτου εισήγηση του συνηγόρου της εφεσείουσας οφείλεται στο ότι εκλήφθηκε το actus reus ως mens rea. Εν προκειμένω, δεν απαιτείται παρά μόνο βασική πρόθεση. Η οποία, γενικά, θα πρέπει να συνοδεύει την κάθε πτυχή του actus reus, εκτός όπου ο δράστης γνώριζε πως η πράξη του ήταν ηθικά μεμπτή αλλά δεν έχουμε εδώ τέτοια περίπτωση.
Η έννοια της πρόθεσης μπορεί να οριστεί με διάφορους τρόπους, ανάλογα και με τη μορφή που προσλαμβάνει. Για τις ανάγκες της προκείμενης περίπτωσης θεωρούμε πως εξυπηρετεί η συνοπτική περιγραφή την οποία βρίσκουμε στο σύγγραμμα Archbold on Criminal Pleading, Evidence and Practice 39η έκδοση, παράγραφος 1441e. Συνίσταται στα εξής: Πρόθεση του δράστη είναι να επιφέρει ό,τι επάγεται η πράξη του (α) όταν το επιθυμεί, ανεξάρτητα από το αν προβλέπει ή όχι ότι πιθανώς να επέλθει• και (β) όταν προβλέπει ότι πιθανώς να επέλθει, είτε το επιθυμεί είτε όχι. Και βέβαια η πρόθεση δεν συναρτάται με το ελατήριο: Πρόκειται και πάλι για κανόνα του κοινού δικαίου που εξηγείται με λεπτομέρεια στη Hyam v. D.P.P. (1974) 2 All E.R. 41. Βρίσκεται και στην τελευταία παράγραφο του άρθρου 9 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154:
«Εκτός των περιπτώσεων, κατά τις οποίες διαφορετικά προβλέπεται ρητά, το ελατήριο από το οποίο ωθήθηκε ο υπαίτιος στη διενέργεια της πράξης ή της παράλειψης ή στη διαμόρφωση της πρόθεσης από την οποία παρακινήθηκε σε τέτοια πράξη δεν επηρεάζει διόλου την ποινική ευθύνη.»
Πρόθεση, για να την εξηγήσουμε με απλά λόγια, σημαίνει ένοχη σκέψη. Δηλαδή, να έχει κατά νου ο δράστης τι θα επιφέρει με την πράξη του ή τουλάχιστον την πιθανότητα των επιπτώσεων. Τα εξωτερικά ή αντικειμενικά στοιχεία της περίπτωσης παρέχουν συχνά το έρεισμα της κατάληξης ως προς την πρόθεση. Δεν προεξοφλούν όμως το αποτέλεσμα. Δεν υπάρχει αμάχητο τεκμήριο περί πρόθεσης να επιφέρει κανείς τις φυσιολογικές επιπτώσεις των πράξεων του. Είναι απαραίτητη η δικαστική κρίση, στη βάση της μαρτυρίας, ότι έτσι σκεφτόταν ο ίδιος ο δράστης. Όχι ότι έτσι θα σκεφτόταν ένας λογικός άνθρωπος αν ήταν στη θέση του δράστη. Η πρόσφατη απόφαση της Δικαστικής Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην R. v. G and Another (2003) 4 All ER 765, σε σχέση με το υποκειμενικό στοιχείο στην περίπτωση αλόγιστης συμπεριφοράς, παρέχει ισχυρή επιβεβαίωση αυτής της επισήμανσης. Υπήρξε λοιπόν πρωτοδίκως εσφαλμένη αυτοκαθοδήγηση ως προς την υποκειμενική υπόσταση αφού το Δικαστήριο εξέτασε την περίπτωση αποκλειστικά «μέσα από μια αντικειμενική θεώρηση των πραγμάτων».
Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρούμε κατ΄ αρχάς πως η επιστολή της εφεσείουσας και η συνοδευτική έκθεση αφορούσαν στον τρόπο μεταχείρισης του αδικοπραγήσαντα σε κατηγορίες τις οποίες είχε παραδεχθεί και όχι σε άλλες ορισμένες για ακρόαση, ούτε υπήρξε ισχυρισμός ότι θα ήταν δυνατόν η δικαστική κρίση να επηρεαστεί σε εκείνες. Έπειτα παρατηρούμε πως δεν υπήρξε ισχυρισμός ότι το περιεχόμενο της επικοινωνίας περιείχε, ως προς τα γεγονότα και ευρύτερα ως προς τις περιστάσεις, οποιαδήποτε ανακρίβεια. Περιλάμβανε όμως και άποψη. Επρόκειτο για την άποψη του Επιστημονικού Συντονιστή του Θεραπευτικού Σπιτιού, περί των επιπτώσεων ποινής φυλάκισης. Και πάντως η επικοινωνία έγινε ακριβώς για να παρασχεθεί στο δικαστήριο πληροφόρηση ειδικά σε σχέση με αυτή την πτυχή. Το υλικό θα ήταν χρήσιμο προκειμένου το δικαστήριο καλύτερα να αντίκριζε την περίπτωση, εφόσον βέβαια παρουσιαζόταν στο δικαστήριο είτε από την Υπεράσπιση είτε από την Κατηγορούσα Αρχή είτε εν τέλει, όπως λέχθηκε στην Χριστοφίδης ν . Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 7487, ημερ. 27 Φεβρουαρίου 2004, με πρωτοβουλία του ίδιου του δικαστηρίου αλλά πάντοτε με τρόπο δικονομικά παραδεκτό. Τέλος, παρατηρούμε ότι στην πραγματικότητα η επικοινωνία δεν προοριζόταν ως προσωπική αλλά ως επίσημη, κρατική.
Το ότι η επικοινωνία δεν ήταν επιτρεπτή είναι δεδομένο. Το ζητούμενο είναι το κατά πόσο επρόκειτο για εγκληματική επικοινωνία. Αυτό εξαρτάται από το κατά πόσο, για να το πούμε με απλά λόγια, υπήρχε σ΄ αυτή την περίπτωση το ενδεχόμενο βλάβης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Και έχει σχέση με το κατά πόσο θεωρούμε τους δικαστές ευεπίφορους σε τέτοιες επιδράσεις. Για την Αγγλία δεν κατέστη δυνατόν να δοθεί αναντίλεκτη απάντηση. Διατηρούνται δύο απόψεις. Η μια υπογραμμίζει την ανθρώπινη αδυναμία, η άλλη την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα του δικαστή να αποφασίζει με βάση μόνο τα δεόντως τεθέντα στοιχεία. Μια σύγχρονη εξήγηση και των δύο απόψεων βρίσκουμε στην υπόθεση Att.-Gen. v. BBC (1981) A.C. 303 η οποία αφορούσε στα μέσα ενημέρωσης. Η πρώτη, από ένα δικαστή, στη σελ. 335 και η δεύτερη, από άλλο δικαστή, στις σελ. 342-343:
-
«It is sometimes asserted that no judge will be influenced in his judgment by anything said by the media and consequently that the need to prevent the publication of matter prejudicial to the hearing of a case only exists where the decision rests with laymen. This claim to judicial superiority over human frailty is one that I find some difficulty in accepting. Every holder of a judicial office does his utmost not to let his mind be affected by what he has seen or heard or read outside the court and he will not knowingly let himself be influenced in any way by the media, nor in my view will any layman experienced in the discharge of judicial duties. Nevertheless it should, I think, be recognised that a man may not be able to put that which he has seen, heard or read entirely out of his mind and that he may be subconsciously affected by it.
- - - - - - - - - - - - - - -
- I am and have always been satisfied that no judge would be influenced in his judgment by what may be said by the media. If he were, he would not be fit to be a judge.»
Καθορίζοντας το μέτρο, καθοδηγούμαστε από ό,τι διακρίνουμε ως την εν προκειμένω πραγματικότητα. Αν καταλήγαμε ότι υπήρχε ο κίνδυνος σοβαρού επηρεασμού, άρα και το ενδεχόμενο βλάβης στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης, θα έπρεπε αναπόφευκτα να λέγαμε ότι και εκεί όπου διεισδύουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, σε κυοφορούμενες ή σε εξέλιξη δικαστικές διαδικασίες, μπορεί να μην απονέμεται δικαιοσύνη επειδή και οι δικαστές, όπως όλοι, παρακολουθούν τα όσα γράφονται και λέγονται. Αν κίνδυνος θα μπορούσε να προκύψει από ορισμένα δημοσιεύματα, θα αφορούσε στους άλλους παράγοντες της διαδικασίας, μάρτυρες και διαδίκους, όχι στους δικαστές. Καταλήγουμε λοιπόν ότι δεν υπήρχε το ενδεχόμενο να λειτουργήσει η υπό αναφορά επικοινωνία βλαπτικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης. Δεν υπήρχε actus reus. Ούτε εν πάση περιπτώσει θα υπήρχε έρεισμα για mens rea.
Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Η εφεσείουσα αθωώνεται και απαλλάσσεται.
Χρ. Αρτεμίδης, Π.
Π. Αρτέμης, Δ.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
Γ.Κ. Νικολάου, Δ.
Α. Κραμβής, Δ.
Ρ. Γαβριηλίδης, Δ.
Ε. Παπαδοπούλου, Δ.
Μ. Φωτίου, Δ.
Μ. Νικολάτος, Δ.