ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2003) 2 ΑΑΔ 581
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Ποινική έφεση αρ. 7559.)
Ημερομηνία 18 Δεκεμβρίου, 2003.
[ΠΙΚΗΣ, Πρόεδρος]
[ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές.]
ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΥ,
Εφεσείων,
- ν -
ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Εφεσιβλήτων.
- - -
Μ. Γεωργίου,
για τον Εφεσείοντα.Φ. Τιμοθέου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους
του Γενικού Εισαγγελέα, για τους Εφεσίβλητους.
- - -
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο
Γ. Μ. Πικής, Π.
- - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΠΙΚΗΣ, Π.: Ο εφεσείων καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας σε ποινή φυλάκισης ενός μηνός παραδεχόμενος ότι επιτέθηκε στον παραπονούμενο με επακόλουθο την πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης σ΄ αυτόν. Τα γεγονότα που περιστοιχίζουν το αδίκημα εξελίχθηκαν ως ακολούθως: Ο παραπονούμενος οδηγούσε το αυτοκίνητο του κατά μήκος της οδού Στασίνου κατευθυνόμενος προς τη λεωφόρο Κέννετυ, την κυρία οδό. Φθάνοντας στη συμβολή των
δύο δρόμων εισχώρησε στη λεωφόρο Κέννετυ. Η τροχαία ήταν πυκνή και συνεχής η ροή των αυτοκινήτων τα οποία ενίοτε ακινητοποιούνταν λόγω της αλλαγής των φώτων τροχαίας. Το αυτοκίνητο του παραπονούμενου σταμάτησε κατ΄ αυτό τον τρόπο εντός της Κέννετυ. Έγνεψε στον εφεσείοντα να οπισθοχωρήσει για να μπορέσει να διεισδύσει στη λωρίδα του δρόμου που θα του επέτρεπε να προχωρήσει. Ο εφεσείων αρνήθηκε να το πράξει. Αγωνιούσε να μεταφέρει την επιβάτιδά του, τη μητέρα του, στο γιατρό.Το τι ακολούθησε διαγράφεται παραστατικά στην απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, το παραθέτουμε:
«... Ο παραπονούμενος ένευσε στον κατηγορούμενο να μετακινηθεί προς τα πίσω με το αυτοκίνητό του για να μπορέσει να εισέλθει στην οδό. Ο κατηγορούμενος μετέφερνε την ηλικιωμένη μητέρα του για εξετάσεις σε κλινική στη Λευκωσία με προτροπή του γιατρού της αφού ήταν διαβητική με καρδιακά προβλήματα και εκείνη τη μέρα είχε κάποιες ενοχλήσεις. Ένεκα τούτου ο κατηγορούμενος δεν του άφηνε χώρο διείσδυσης αφού αγωνιούσε να προχωρήσει. Ο παραπονούμενος συνέχιζε να κάμνει νοήματα με το χέρι του στον κατηγορούμενο για να τον αφήσει να περάσει. Επειδή όμως ο κατηγορούμενος δε φαινόταν να ανταποκρίνεται, άρχισαν να αψιμαχούν. Ο παραπονούμενος έβρισε πρώτος τον κατηγορούμενο με τις φράσεις ΄΄άη γαμήσου΄΄ και ΄΄γαμώ τη μάνα σου΄΄ και αμέσως μετά ο κατηγορούμενος τον παραπονούμενο με τη φράση ΄΄μαλάκα, αλήτη΄΄. Αμέσως ο κατηγορούμενος βγήκε από το αυτοκίνητό του και κατευθύνθηκε προς το αυτοκίνητο του παραπονούμενου. Το παράθυρο του τελευταίου ήταν ανοιχτό. Άρχισε ξαφνικά να τον γρονθοκοπεί στο πρόσωπο. Τον γρονθοκόπησε δυνατά δυο με τρεις φορές με αποτέλεσμα να του προκαλέσει θλαστικό τραύμα στο πηγούνι.»
Το Δικαστήριο κάκισε τη συμπεριφορά του εφεσείοντος ως πράξη ηθελημένης άσκησης βίας για την οποία δεν χωρεί συγχώρεση. Παρέπεμψε προς τούτο στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν.
Τόκκαλος (2001)2 Α.Α.Δ. 95 όπου λέχθηκε: (σ. 98)«Η χρήση βίας κατά του συνανθρώπου συνιστά αδίκημα ιδιάζουσας σοβαρότητας. πλήττει το θεμελιώδες δικαίωμα της σωματικής ακεραιότητας του ατόμου το οποίο κατοχυρώνει το Άρθρο 7.1 του Συντάγματος και καταρρακώνει την αξιοπρέπεια του. Η ωμή χρήση βίας είτε ως μέσο επικράτησης είτε ως μέσο εκδίκησης είτε ως μέσο τιμωρίας, δεν έχει θέση στην κοινωνία των ανθρώπων. Η εκδήλωση της πρέπει να τιμωρείται με την αυστηρότητα που επιβάλλει η σοβαρότητα του εγκλήματος και η ανάγκη για τη γενική καταστολή τέτοιας συμπεριφοράς.»
Άλλο στοιχείο το οποίο επιβάρυνε τη συμπεριφορά του εφεσείοντος εντοπίστηκε στο γεγονός ότι η βία ασκήθηκε σε δημόσιο χώρο, προσδίδουσα στο αδίκημα έντονο αντικοινωνικό χαρακτήρα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκαμε αναφορά στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1998)2 Α.Α.Δ. 327, όπου τονίστηκε ότι το αδίκημα της επίθεσης αποκτά ιδιάζουσα σοβαρότητα όταν διαπράττεται σε δημόσιο χώρο. Το πιο κάτω απόσπασμα κατοπτρίζει την προσέγγιση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην άσκηση και συν αυτό στην επίδειξη ισχύος σε δημόσιο χώρο: (σ.332)
«Η χρήση τέτοιας έκτασης βίας και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, στην παρουσία και άλλων προσώπων αποτελεί απαράδεκτη κοινωνική συμπεριφορά. Δεν επιφέρει μόνο σωματικό τραυματισμό αλλά και βάναυσο τραυματισμό της προσωπικότητας του θύματος. Επιεικής μεταχείριση του εφεσείοντος θα έστελλε λανθασμένα μηνύματα. Η επίλυση προσωπικών διαφορών με τη χρήση βίας δεν μπορεί να γίνει ανεκτή.»
Στον καθορισμό και στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκαν υπόψη όλοι οι μετριαστικοί παράγοντες που θα μπορούσαν να προσμετρήσουν προς άμβλυνση της βαρύτητας της ποινής, περιλαμβανομένης και της λεκτικής πρόκλησης που δέχτηκε ο εφεσείων. Ο κ. Γεωργίου παράπεμψε, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο στη Γεν. Εισ. Δημοκρατίας ν. Αεροπόρου (1997)2 Α.Α.Δ. 17, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο αρνήθηκε να παρέμβει σε απόφαση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να αναστείλει ποινή φυλάκισης 45 ημερών για όμοιο αδίκημα λόγω της πρόκλησης που δέχτηκε ο κατηγορούμενος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι η πρόκληση δεν προσδίδει στις περιστάσεις του αδικήματος εξαιρετικό χαρακτήρα, ώστε να ανευρίσκει έρεισμα η αναστολή της επιβληθείσας ποινής.
Ο κ. Γεωργίου στην αγόρευσή του πραγματεύτηκε την πρόκληση ως στοιχείο μετριαστικό της ποινής γενικά, επικαλούμενος προς τούτο την Αεροπόρου. Υπέβαλε ότι στον παράγοντα αυτό δεν δόθηκε η πρέπουσα βαρύτητα από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Δεν εισηγήθηκε όμως ότι δικαιολογούσε την αναστολή της ποινής. Προδήλως γιατί είχε υπόψη του, όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο, την τροποποίηση που επέφερε στον Υφ΄ όρον Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμο του 1972 (Ν.95/72), ο οποίος ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της απόφασης στην Αεροπόρου, με το Ν.41(1)/97 που περιορίζει την εφαρμογή της αναστολής μόνο όπου τα περιστατικά της υπόθεσης ή οι προσωπικές συνθήκες του κατηγορουμένου ενέχουν το στοιχείο της εξαιρετικότητας.
Ο Ν. 95/72, ως τροποποιήθηκε, υπήρξε το αντικείμενο ερμηνείας και εφαρμογής σε πολλές αποφάσεις, η πρώτη των οποίων ήταν η Παγιαβλάς ν. Αστυνομίας (1998)2 Α.Α.Δ. 240.
Τίποτε το ασύνηθες δεν παρουσιάζουν οι περιστάσεις που περιστοιχίζουν τη διάπραξη του αδικήματος ή οι προσωπικές συνθήκες του παραβάτη.
Το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι αδικήματα βίας βρίσκονται σε έξαρση. Παρέπεμψε στην Πισκόπου ν. Δημοκρατίας (1999)2 Α.Α.Δ
. 342, η οποία συνηγορεί υπέρ της πρόσδοσης αποτρεπτικού χαρακτήρα στην τιμωρία ατόμων που ενέχονται σε αδικήματα αυτής της κατηγορίας.Η χρήση βίας, εκτός από το πλήγμα που επιφέρει στο θύμα, εξευτελίζει την προσωπικότητα του ατόμου. Επίδειξη ισχύος σε δημόσιο χώρο συνιστά μορφή αντιπαράθεσης προς το νόμο, που δεν γίνεται ανεκτή.
Οι ύβρεις του παραπονουμένου συνιστούσαν πρόκληση. Η ανταπόδοσή τους από τον εφεσείοντα, παρόλο που δεν ευρίσκει έρεισμα στο δίκαιο, συσχετίζεται με την πρόκληση. Η μετέπειτα ενέργεια του εφεσείοντος να εξέλθει από το αυτοκίνητο και να επιδοθεί σε βίαια επίθεση κατά του παραπονουμένου, δεν μπορεί παρά να χαρακτηρισθεί ως πράξη χειροδικίας. Ανέλαβε ο εφεσείων το έργο του τιμωρού αντιμαχόμενος το δίκαιο και την έννομη τάξη. Τέτοιες πράξεις περιορίζουν ασφυκτικά τα περιθώρια επιεικούς μεταχείρισης του παραβάτη. Κάτω από αυτά τα δεδομένα η φυλάκιση πρόβαλλε ως η ενδεδειγμένη μορφή τιμωρίας. Το γεγονός ότι η ποινή περιορίστηκε στον ένα μήνα αντανακλά τους μετριαστικούς παράγοντες που το πρωτόδικο Δικαστήριο εξειδίκευσε εξαντλητικά.
Δεν διαπιστώνεται λόγος που θα μπορούσε να δικαιολογήσει επέμβασή μας στην επιβληθείσα ποινή
Η έφεση απορρίπτεται.
Πικής, Π.
Καλλής, Δ.
Κραμβής, Δ.
/ΑυΦ.