ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2003) 2 ΑΑΔ 587

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ. 7529)

 

18 Δεκεμβρίου, 2003

 

[ΠΙΚΗΣ, Π., ΚΑΛΛΗΣ, ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στές]

 

ΤΑΣΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσείοντας,

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητης.

_________________________

Γ. Παπαϊωάννου, για τον Εφεσείοντα.

Π. Ευθυβούλου (κα.), για την Εφεσίβλητη.

______________________________

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Καλλής.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(ex-tempore)

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Στις 30.10.2003 ο εφεσείων κατηγορήθηκε ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) για τη διάπραξη των αδικημάτων του βιασμού, απαγωγής νεαρής γυναίκας κάτω των 16 χρόνων, διαφθοράς νεαρής γυναίκας, αρπαγής ή απαγωγής προσώπου με σκοπό να υποβληθεί στις παρά φύση ορέξεις του, παραφύση ασέλγειας και άσεμνης επίθεσης.

Μετά την απαγγελία των κατηγοριών το Πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι έχουν τηρηθεί οι πρόνοιες του αρ. 3 του περί Ποινικής Δικονομίας (Προσωριναί Διατάξεις) Νόμου του 1974 (Νόμος 42/74 όπως έχει τροποποιηθεί). Διαπίστωσε, επίσης, ότι στο σύνολο της μαρτυρίας, αντίγραφα του οποίου κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και παραδόθηκαν και στο δικηγόρο του εφεσείοντος, περιέχεται επαρκής μαρτυρία η οποία δικαιολογεί την παραπομπή του εφεσείοντος σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου χωρίς να είναι ανάγκη να διεξαχθεί προηγουμένως προανάκριση. Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε τον εφεσείοντα σε δίκη ενώπιον του μονίμου Κακουργιοδικείου το οποίο συνέρχεται σε συνεδρία στη Λευκωσία στις 15.1.2004. Στη συνέχεια το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσο «θα πρέπει να τεθούν κατάλληλοι όροι εγγύησης ή ο κατηγορούμενος θα παραμείνει υπό κράτηση». Η εκπρόσωπος της Κατηγορούσας Αρχής ζήτησε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία της εκδίκασης της υπόθεσης του για τους εξής λόγους:

  1. Για να διασφαλιστεί η παρουσία του στο Δικαστήριο.
  2. Για να μη διαπράξει άλλα αδικήματα.
  3. Για να μην επηρεασθούν μάρτυρες.
  4. Για να μην τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του εφεσείοντος.

Σε σχέση με τον τέταρτο λόγο η Κατηγορούσα Αρχή παρουσίασε τη μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης σύμφωνα με την οποία η οικογένεια της παραπονούμενης - ο πατέρας, η μητέρα και ο μεγάλος αδελφός της - τον παρεκάλεσαν «να μη αφεθεί ο ύποπτος ελεύθερος γιατί θα γίνει μακελειό».

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχαν τεθεί στοιχεία που να δικαιολογούν το συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος πιθανότητας διάπραξης άλλων αδικημάτων. Αναφορικά με τον κίνδυνο μη προσέλευσης του εφεσείοντος κατά τη δικάσιμο το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ο κίνδυνος αυτός καθορίζεται από την σοβαρότητα του αδικήματος, την πιθανότητα καταδίκης και την ποινή που δυνατό να επιβληθεί. Σημείωσε ότι τα αδικήματα τα οποία αποδίδονται στον εφεσείοντα είναι σοβαρότατα - μερικά τιμωρούνται με φυλάκιση δια βίου - και από το μαρτυρικό υλικό μπορεί να πιθανολογηθεί η καταδίκη του. Αναφορικά με τον κίνδυνο για τη ζωή του εφεσείοντος το Πρωτόδικο Δικαστήριο υπέδειξε ότι ανκαι αυτός ο κίνδυνος δεν θα πρέπει να αποβεί τιμωρητικός για τον εφεσείοντα αποτελεί ένα παράγοντα που μπορεί να ληφθεί υπόψη. Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε όπως ο εφεσείων παραμείνει υπό κράτηση μέχρι την ημερομηνία της δίκης του. Έθεσε το θέμα ως εξής:

«Έχει νομολογιακά αποφασιστεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ποινή που δυνατό να επιβληθεί στον κατηγορούμενο τόσο μεγαλύτερος είναι και ο κίνδυνος και το κίνητρο για τον κατηγορούμενο να αποφύγει τη δίκη του. Η αποφυγή της δίκης δεν συνεπάγεται μόνο με την μετάβαση στο εξωτερικό, που άλλωστε μπορεί να υπάρξει κατάλληλος όρος εγγύησης προς αποφυγή αυτού, αλλά γενικά η αποφυγή της δίκης.

Λαμβάνοντας υπόψη όλους τους παράγοντες που έχω αναφέρει και συνεκτιμώντας αυτούς θεωρώ ότι η παρούσα περίπτωση είναι μια από τις περιπτώσεις που θα πρέπει να τηρηθεί η εξαίρεση του κανόνα και ο κατηγορούμενος θα πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής μου ευχέρειας να παραμείνει υπό κράτηση μέχρι τη δικάσιμο που έχει οριστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου, δηλαδή μέχρι την 15.1.2004.»

Η έφεση.

Ο εφεσείων έχει ασκήσει την παρούσα έφεση κατά του πιο πάνω διατάγματος κράτησης του. Ο κ. Παπαϊωάννου, εκ μέρους του εφεσείοντος, έθεσε ευθέως θέμα δικαιοδοσίας. Υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο «στερείτο δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να διατάξει την κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τις 15.1.2004, ημερομηνία κατά την οποία τον παρέπεμψε για δίκη από το Κακουργιοδικείο». Εφόσον - συνέχισε - δεν έγινε προανάκριση και ακουλουθήθηκε η εναλλακτική διαδικασία της παραπομπής με βάση το Ν 42/74, δεν ετύγχανε εφαρμογής η παράγραφος (θ) του άρθρου 93 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, που παρέχει την εξουσία στο Δικαστήριο να «φυλακίζει για ασφαλή κράτηση». Άλλωστε - συμπλήρωσε - το άρθρο 93 στο εισαγωγικό του μέρος αναφέρει «όταν Δικαστής διεξάγει προανάκριση, εφαρμόζονται οι ακόλουθες διατάξεις», μεταξύ των οποίων και η παράγραφος (θ), που δεν ετύγχανε εφαρμογής στη συγκεκριμένη περίπτωση, αφού δεν διεξήχθη προανάκριση.

Τέλος ο κ. Παπαϊωάννου υπέβαλε ότι «βρισκόμαστε σε νομοθετικό κενό γιατί πουθενά δεν υπάρχει στο Νόμο πρόνοια για δυνατότητα κράτησης».

Ο κ. Παπαϊωάννου έχει προβάλει και λόγους έφεσης που σχετίζονται με την ουσία της υπόθεσης. Υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει στις ορθές διαστάσεις της την μαρτυρία του εξεταστή της υπόθεσης, στον οποίο οι παραπονούμενοι εξέφρασαν την παράκληση να μην αφεθεί ελεύθερος ο εφεσείων για να αποφευχθεί, δήθεν, μακελειό, δεδομένου ότι τα όσα αποδίδονται στον εφεσείοντα (που ας σημειωθεί στρέφονται αρκετά χρόνια πίσω) ήταν γνωστά στον πατέρα των φερόμενων θυμάτων, η δε σύλληψη του εφεσείοντος έγινε μια εβδομάδα μετά. Επομένως - συνέχισε - η απόφαση κράτησης είχε σαν αποτέλεσμα την παραβίαση του τεκμηρίου αθωώτητας του εφεσείοντος και την τιμωρία του επειδή η πλευρά των παραπονούμενων «ισχυρίστηκε» ότι θα παρανομήσει παίρνοντας το νόμο στα χέρια της, αν αφεθεί ελεύθευρος.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου - κατέληξε - δεν αναγνωρίζει ως παράγοντα ικανό και κατάλληλο να επηρεάσει τη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου σε θέματα κράτησης τα όσα φέρεται να εκμυστηρεύτηκε η πλευρά των παραπονουμένων στον εξεταστή της υπόθεσης.

Έχουμε την άποψη πως η εισήγηση περί έλλειψης δικαιοδοσίας δεν ευσταθεί για τους εξής λόγους:

Η κράτηση κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη του μπορεί να διαταχθεί δυνάμει των προνοιών του αρ. 157 του Κεφ. 155 ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του αρ. 93(θ). Το λεκτικό του αρ. 157(1) σε συνδυασμό με εκείνο αρ. 157(2) είναι σαφές και δεν έχουμε εντοπίσει οποιοδήποτε νομοθετικό κενό. Επιτρέπει την απόλυση οποιουδήποτε κατηγορουμένου προσώπου με εγγύηση. Ο όρος «δύναται να απολύση» είναι αρκετά σαφής. Σημαίνει την απελευθέρωση κάποιου που βρίσκεται υπό κράτηση (βλ. και Δ. Δημητράκου «Νέον Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης», σελ. 185: απόλυσις, η απελευθέρωσις από δεσμού, απολύτρωσις, απελευθέρωσις κρατουμένου.) Η χρήση του όρου «δύναται να απολύση» παρέχει ευθέως στο δικαστήριο την ευχέρεια να διατάξει την κράτηση κατηγορουμένου εάν το θεωρήσει πρέπον. Στη δε περίπτωση προσώπου που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα που τιμωρείται με θανατική ποινή το κατώτερο δικαστήριο δεν έχει εξουσία να το απολύσει με εγγύηση. Πρέπει να διατάξει την κράτηση του. Τέτοια εξουσία παρέχεται σε δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η πιο πάνω προσέγγιση έχει τύχει της επιβεβαίωσης της νομολογίας (Βλ. Theodossiou v. Police (1963) 1 C.L.R. 93, Attorney-General of the Republic v. Mehmet (1966) 2 C.L.R. 12 και Savva and Another (No. 1) v. Police (1977) 2 C.L.R. 289, 291).

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο ασκούσε ποινική δικαιοδοσία εντός της έννοιας του αρ. 157(1). Τούτο γιατί σύμφωνα με το αρ. 2 του Κεφ. 155 ποινική διαδικασία σημαίνει «οιανδήποτε διαδικασίαν εγειρομένην ενώπιον Δικαστηρίου καθ΄ οιουδήποτε προσώπου προς τιμωρίαν αυτού δια ποινικόν αδίκημα διαπραχθέν κατά παράβασιν οιουδήποτε νομοθετήματος και περιλαμβάνει προανάκρισιν».

Στην κρινόμενη υπόθεση η παραπομπή του εφεσείοντος σε δίκη έλαβε χώραν μετά την καταχώριση στο Δικαστήριο κατηγορητηρίου - με αρ. Ποινικής Υπόθεσης 16418/2003 - το οποίο περιλαμβάνει τις πιο πάνω κατηγορίες. Έχουμε την άποψη πως η καταχώριση κατηγορητηρίου και η διαδικασία της παραπομπής του εφεσείοντος σε δίκη από το Κακουργιοδικείο αποτελούν μέρος της διαδικασίας «που εγείρεται ενώπιον δικαστηρίου εναντίον του εφεσείοντος προς τιμωρίαν αυτού» εντός της έννοιας του πιο πάνω ορισμού του όρου ποινική διαδικασία. Έπεται πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να διατάξει την κράτηση του εφεσείοντος δυνάμει του αρ. 157(1) του Κεφ. 155 ανεξάρτητα από τις διατάξεις του αρ. 93(θ).

Ο δεύτερος λόγος για τον οποίο η εισήγηση περί έλλειψης δικαιοδοσίας δεν ευσταθεί σχετίζεται με τις εξουσίες του Πρωτόδικου Δικαστηρίου δυνάμει του αρ. 3 του Νόμου 42/74. Το άρθρο αυτό έχει ερμηνευθεί στην In re Ellinas (1988) 1 C.L.R. 17, από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε. Κρίθηκε - στη σελ. 24 - ότι το αρ. 3 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο να παραπέμψει τον κατηγορούμενο σε δίκη χωρίς προανάκριση, νοουμένου ότι ικανοποιούνται οι όροι που τίθενται στα εδάφια (α) και (β) του αρ. 3. Κρίθηκε, επίσης, ότι η εξουσία που παρέχεται στο Δικαστήριο με το καταληκτικό μέρος του αρ. 3 σκοπό έχει να διασώσει την εξουσία παραπομπής ανεξάρτητα από τη μη διεξαγωγή προανάκρισης. Τέλος κρίθηκε ότι ενώ η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται με το εν λόγω άρθρο αναφέρεται στη δικαιολόγηση της προανάκρισης, ο Νόμος δεν καταργεί το αρ. 94 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, ούτε και καταργεί το κριτήριο που διέπει την παραπομπή, ήτοι το πιθανό τεκμήριο ενοχής του κατηγορουμένου. Το Δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο το υλικό που τέθηκε ενώπιον του δυνάμει του αρ. 3(β) σε αντικατάσταση των ενόρκων καταθέσεων, ήτοι οι καταθέσεις των μαρτύρων, απαλλαγμένο από οποιαδήποτε σύγκρουση, εγείρει πιθανό τεκμήριο ενοχής του κατηγορουμένου.

Σημειώνουμε ότι η απόφαση στην In re Ellinas εφεσιβλήθηκε και επικυρώθηκε κατ΄ έφεση (βλ. (1988) 1 C.L.R. 57, στις σελ. 63 (απόφαση του Τριανταφυλλίδη, Π.), σελ. 70 (απόφαση Α. Λοϊζου, Δ., όπως ήταν τότε), σελ. 71 (απόφαση Δημητριάδη, Δ.), σελ. 74 (απόφαση Σαββίδη, Δ.) και σελ. 78 (απόφαση Στυλιανίδη, Δ., όπως ήταν τότε).

Αυτό που προκύπτει από τις αποφάσεις στην In re Ellinas (πιο πάνω) είναι τούτο: Ο Νόμος 42/74 έχει καταργήσει τη διαδικασία λήψης ένορκης μαρτυρίας κατά την προανάκριση και την έχει αντικαταστήσει με την παράδοση των καταθέσεων που έδωσαν οι μάρτυρες στις ανακριτικές αρχές, στην υπεράσπιση. Δεν έχει καταργήσει ποσώς την εξουσία του παραπέμποντος Δικαστηρίου σε σχέση με το κριτήριο που διέπει την παραπομπή. Επομένως δεν έχει καταργήσει και την εξουσία του Δικαστηρίου, δυνάμει του αρ. 93(θ), να απολύσει τον κατηγορούμενο με εγγύηση ή να τον φυλακίσει για ασφαλή κράτηση.

Έχουμε βέβαια υπόψη μας την υπόθεση Yerakas and Another v. Police (1984) 2 C.L.R. 5. Πλην όμως ο λόγος (ratio) της υπόθεσης εκείνης δεν σχετίζεται με το θέμα της κράτησης.

Σε σχέση με τον δεύτερο λόγο της έφεσης καθώς έχει νομολογηθεί το θέμα της κράτησης κατηγορουμένου εκκρεμούσης της δίκης του εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Έχουμε εξετάσει προσεκτικά την εκκαλούμενη απόφαση. Έχουμε την άποψη πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει ασκήσει την εξουσία του εντός των παραμέτρων που προδιαγράφονται από τη νομολογία. Οι παράγοντες που έλαβε υπόψη έχουν τύχει της επιδοκιμασίας της νομολογίας και δεν παρέχεται πεδίο επέμβασης μας. Η λήψη υπόψη της στάσης των παραπονουμένων βρίσκει απόλυτο έρεισμα στη νομολογία (Βλ. Theodossiou, πιο πάνω, σελ. 95, και Tsouka v. Police (1962) C.L.R. 261, 263).

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Π.

Δ.

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο