ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2002) 2 ΑΑΔ 368
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 7327
ΕΝΩΠΙΟΝ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΗΛΙΑΔΗ Δ.Δ.
Μεταξύ -
Ανδρέα Παπαντωνίου
Εφεσεί οντα
και
D.K. ANDREOU CO. LTD
Eφεσίβ λητοι
24 Ιουλίου 2002
Για τον εφεσείοντα - Ε. Πουργουρίδης.
Για τους εφεσίβλητους - Κ. Μέσσιος.
Εφεσείων παρών
Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα δοθεί από το Δικαστή Γ. Κωνσταντινίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:
Το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τον εφεσείοντα ένοχο σε κατηγορία έκδοσης επιταγής χωρίς αντίκρυσμα κατά παράβαση του άρθρου 305Α(1) του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 και του επέβαλε ποινή δίμηνης φυλάκισης. Δεν εφεσιβάλλεται η καταδίκη και οι λόγοι έφεσης δεν αφορούν στην έκταση της ποινής που έχει επιβληθεί. Αφορούν στη φύση της. Κατά την εισήγηση του εφεσείοντα δεν ήταν αναπόφευκτη η επιβολή ποινής φυλάκισης όσο και αν η σοβαρότητα του αδικήματος και η συχνότητα με την οποία διαπράττονται αδικήματα αυτής της φύσης δικαιολογούν την επιβολή αποτρεπτικής ποινής. Αποτρεπτική, όπως εξήγησε ο ευπαίδευτος συνήγορός του, θα μπορούσε να ήταν και κάποια αυστηρή ποινή προστίμου.Το κύριο από τα επιχειρήματα του εφεσείοντα ήταν συναρτημένο προς το γεγονός ότι είναι δημόσιος υπάλληλος, δηλαδή Εξεταστής Τελωνείων Α, στη Λεμεσό. Κατά την εισήγηση, η ποινή της φυλάκισης απολήγει εκδήλως υπερβολική αφού, εξ αιτίας της, ο εφεσείων αναποφεύκτως θα υποστεί και το πειθαρχικό μέτρο της απόλυσης από τη δημόσια υπηρεσία, με πρόδηλα καταστρεπτικά αποτελέσματα για τον ίδιο και την οικογένειά του. Επικαλέστηκε συναφώς την υπόθεση Andrew John Yeates κ.α. ν. Αστυνομίας Ποινική ΄Εφεση 6940 κ.α. ημερομηνίας 22.6.00. Η εισήγηση έγινε με γενική αναφορά σε "Κανονισμούς" και ζητήσαμε εξειδίκευση των Κανονισμών οι οποίοι, κατά την αντίληψη του εφεσείοντα, προβλέπουν την αναγκαστική επιβολή τέτοιας πειθαρχικής κύρωσης για τέτοιο λόγο. Εγκρίναμε το αίτημα του κ. Πουργουρίδη για διακοπή της διαδικασίας ώστε να του δοθεί η ευκαιρία να εντοπίσει τους Κανονισμούς στους οποίους αναφερόταν και, όταν επανάρχισε η διαδικασία, το επιχείρημα διαφοροποιήθηκε. Όπως αναγνώρισε ο κ. Πουργουρίδης με αναφορά στο άρθρο 8
4 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Νόμου 1/90), δεν υπάρχει νομοθετική πρόνοια που να εξαρτά το είδος της πειθαρχικής κύρωσης που ενδεχομένως θα επιβάλει η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας από το κατά πόσο θα επιβληθεί ή όχι ποινή φυλάκισης για αδίκημα το οποίο, με την έννοια του Νόμου εκείνου, "ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα". Εν τούτοις, δεν εγκαταλείφθηκε ο λόγος έφεσης επειδή, όπως υποστηρίχθηκε, κατά "πάγια πρακτική" η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας απολύει εκείνους που καταδικάζονται σε φυλάκιση.Ο λόγος έφεσης που συναρτά τη φύση της ποινής που επιβλήθηκε με το επακόλουθο της απόλυσης του εφεσείοντα εξ αιτίας της στερείται υπόβαθρου και δεν είναι δυνατό να λειτουργήσει προς υποστήριξή του η ασύνδετη προς οποιαδήποτε νομοθετική πρόνοια "πάγια πρακτική", πέρα από το ότι και αυτή, ως πραγματικό γεγονός, παραμένει εντελώς ατεκμηρίωτη.
Κατά τα λοιπά, επισημάνθηκαν το γεγονός ότι ο εφεσείων δεν βαρύνεται με προηγούμενες καταδίκες και οι προσωπικές του περιστάσεις. Είναι πατέρας τριών παιδιών, δυο από τα οποία φοιτούν σε πανεπιστήμια της Αγγλίας ενώ η τρίτη, όπως είχε εξηγηθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επιχειρούσε την εισαγωγή της σε πανεπιστήμιο της Ελλάδας. Επίσης, ως ιδιαίτερο ελαφρυντικό, το γεγονός ότι απλώς εξέδωσε επιταγή όχι για δικό του χρέος αλλά ως εγγυητής, η οποία δεν εξαργυρώθηκε επειδή αντιμετώπισε κατά τον κρίσιμο χρόνο ορισμένα οικονομικά προβλήματα. Τελικά, το γεγονός ότι μόλις εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση του Δικαστηρίου εξόφλησε το ποσό όπως και τα έξοδα της διαδικασίας που ανέρχονταν σε £1.200.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσιβλήτων περιορίστηκε στην άποψη πως και κατά τη δική του γνώμη ίσως η ποινή να ήταν υπερβολική. Δήλωση που δεν μας απαλλάσσει βέβαια από το καθήκον να ερευνήσουμε τα δεδομένα για να καταλήξουμε σε δικαστική απόφαση.
Δεν ήταν μια επιταγή που υπέγραψε ο εφεσείων αλλά 32, για συνολικό ποσό £32.000. Αυτό, σε σχέση με τις διεκδικήσεις των εφεσιβλήτων από τη σύζυγο του εφεσείοντα και τον ίδιο ως εγγυητή της αναφορικά με το υπόλοιπο της αξίας εμπορευμάτων που της πωλούσαν για τις ανάγκες καταστήματος πώλησης ενδυμάτων που διατηρούσε στη Λεμεσό. Προηγουμένως, όπως προκύπτει από ενυπόγραφη δήλωση, υπεγράφη γραμμάτιο για το ποσό των £32.000 και ενόψει εκείνης της ρύθμισης αναλήφθηκε υποχρέωση απόσυρσης από τους κατηγόρους των τεσσάρων αγωγών που είχαν ασκήσει εναντίον τους.
Εξαργυρώθηκαν δυο από τις επιταγές και για την τρίτη, που δεν τιμήθηκε, ασκήθηκε η παρούσα ποινική δίωξη. Χρειάστηκαν δυο χρόνια για την τελική διεκπεραίωσή της και, μετά την καταδικαστική απόφαση, ο εφεσείων πλήρωσε το ποσό μαζί με τα έξοδα, το ύψος των οποίων ασφαλώς συναρτάται και προς την ακροαματική διαδικασία που διεξάχθηκε ενόψει του γεγονότος ότι ο εφεσείων αρνήθηκε ενοχή. Παρεμβάλουμε πως η θέση του εφεσείοντα πρωτοδίκως ήταν πως υπέγραψε την επίδικη επιταγή, όπως και τις άλλες, κάτω από εκβιασμό και σημειώνουμε πως αυτός ο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναληθής, μεταξύ άλλων, επειδή η διευθέτηση που απέληξε στην υπογραφή των επιταγών έγινε στην παρουσία του δικηγόρου του εφεσείοντα, με τη σύμφωνη γνώμη και συμβουλή του. Οφείλουμε εν προκειμένω να επισημάνουμε και ό,τι μας φαίνεται ως αντίφαση στις θέσεις που ο εφεσείων προώθησε ενώπιόν μας. Δεν υπάρχει οτιδήποτε που να υποστηρίζει την εκδοχή του πως η επιταγή δεν τιμήθηκε επειδή εκ των υστέρων αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα. Το γεγονός ότι ο ίδιος μας κάλεσε να λάβουμε υπόψη ότι πλήρωσε το ποσό μόλις θεωρήθηκε από την καταδικαστική απόφαση ότι το οφείλει, δείχνει πως οι συνθήκες μή τίμησης της επιταγής ενείχαν το στοιχείο της επιλογής.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιόν του όλα τα δεδομένα. Εξειδίκευσε δε και όσα ο εφεσείων επικαλέστηκε ενώπιόν μας. ΄Εκρινε πως η ποινή θα έπρεπε να είναι αποτρεπτική και, είδαμε, πως δεν διαφωνεί ούτε και ο εφεσείων επ' αυτού. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία μας πάνω στο θέμα. Παρέθεσε συναφώς αποσπάσματα από δυο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ως εξής:
Από την Τηλέμαχος Τηλεμάχου ν. Αστυνομίας, Ποινική ΄Εφεση 7021 ημερομηνίας 8.12.00 στην οποία για όμοιο αδίκημα επικυρώθηκε ποινή φυλάκισης 30 ημερών,
τα ακόλουθα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο δικαστής Καλλής:«Αναφορικά με την εισήγηση για παροχή της τελευταίας ευκαιρίας στον εφεσείοντα δεν υπάρχει κανόνας δικαίου ο οποίος υπαγορεύει την παροχή τέτοιας ευκαιρίας. Η κάθε περίπτωση εξετάζεται ανάλογα με τα δικά της περιστατικά σε συνάρτηση με όλους τους παράγοντες οι οποίοι διέπουν την επιμέτρηση της ποινής. Η επιβολή ποινής φυλάκισης αποτελεί καθόλα θεμιτό μέτρο τιμωρίας και
στις περιπτώσεις παραβατών με λευκό μητρώο αν ένα τέτοιο μέτρο κρίνεται αναπόφευκτο τιμωρητικό μέτρο μετά από συνεκτίμηση της σοβαρότητας του αδικήματος, των γεγονότων της υπόθεσης και των συνθηκών του παραβάτη."
Και από την Ισιδώρου ν. G.M. Christofi Enterprises Ltd κ.α. Ποινική ΄Εφεση 6375 ημερομηνίας 16.2.99 τα ακόλουθα από την απόφαση του Εφετείου που εξέδωσε ο δικαστής Καλλής:
«Αναφορικά με την μεταμέλεια πρέπει να πούμε ότι ήλθε πολύ καθυστερημένα. Σε τέτοια δε περίπτωση, καθώς έχει νομολογηθεί, δεν αποτελεί ισχυρό ελαφρυντικό παράγοντα (Βλ. Pouris and Others v. Republic (1983) 2 CLR 178 και Kyriakides v. Republic (1983) 2 CLR 94). Ωστόσο δεν μπορεί να παραβλεφθεί ολότελα. Για το λόγο αυτό θα δοθεί κάποια βαρύτητα στο στοιχείο της μεταμέλειας.
Ένα άλλο στοιχείο που λαμβάνουμε υπόψη είναι η φύση του αδικήματος. Επηρεάζει τις συναλλαγές και την ιδιοκτησία, η δε διάπραξη του είναι εύκολη. Υπονομεύει την κοινωνική, εμπορική και οικονομική ζωή του τόπου. Με βάση τον μεγάλο αριθμό παρόμοιων υποθέσεων που καταχωρούνται στα Επαρχιακά Δικαστήρια διαπιστώνουμε πως τα αδικήματα αυτά βρίσκονται σε έξαρση. Η έκδοση ακάλυπτων επιταγών έχει προσλάβει ανησυχητικές διαστάσεις. Έχει ορθά χαρακτηριστεί οικονομική μάστιγα. Η διάπραξη του αδικήματος, πρέπει να λεχθεί, οφείλεται και στην ευκολία με την οποία οι παραβάτες εξασφαλίζουν από τις τράπεζες βιβλιάρια επιταγών. Χωρίς οποιοδήποτε ηθικό περισπασμό ή αναστολή οι κάτοχοι των βιβλιαρίων επιταγών εκδίδουν κατά συρροή ακάλυπτες επιταγές. Εκμεταλλεύονται την εμπιστοσύνη που τους εναποθέτουν οι συμπολίτες τους και πολλές φορές την αφέλεια τους. Οι δοσοληψίες με τη χρήση επιταγών από μέσο για τη διευκόλυνση των συναλλαγών έχουν μετατραπεί σε εργαλείο οικονομικής εκμετάλλευσης εξαπάτησης και ταλαιπωρίας των θυμάτων. Οι παράγοντες αυτοί αποτελούν κατά την κρίση μας επιβαρυντικούς παράγοντες.
Ιδιαίτερα επιβαρυντικές στην παρούσα υπόθεση είναι και οι περιστάσεις του αδικήματος. Ο εφεσείων υποβλήθηκε σε δαπάνη και κόπο για την κατασκευή των ξυλουργικών εργασιών για την μπυραρία της εφεσίβλητης 1. Αντί αμοιβής του δόθηκαν ακάλυπτες επιταγές και υποβλήθηκε στην ταλαιπωρία και στην δαπάνη δύο δικαστικών διαδικασιών για να εισπράξει την αμοιβή του για την εργασία που είχε προσφέρει.
Ενόψει λοιπόν της συχνότητας του αδικήματος και των επιπτώσεων του στην οικονομική ζωή του τόπου προβάλλει επιτακτική η ανάγκη για την πάταξη του αδικήματος. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την επιβολή αποτρεπτικών ποινών. (Bλ. Αστυνομία ν. Τοοrac Fashion Ltd (1993) 2 ΑΑΔ 117 και Ηλίας Λάζος Λτδ ν. Πετεβιάν (1994) 2 ΑΑΔ 61).
Έχοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρούμε ότι η αποτροπή μπορεί να επιτευχθεί με την επιβολή ποινής στερητικής της ελευθερίας. Οι ελαφρυντικοί παράγοντες που έχει επικαλεστεί η εφεσίβλητη 2 δεν είναι ικανοί για να μετατρέψουν το είδος της ποινής. Τονίζουμε πως ενόψει της συχνότητας του αδικήματος η αρμόζουσα ποινή είναι η ποινή φυλάκισης εκτός αν συντρέχουν πολύ εξαιρετικές περιστάσεις."
Εξήγησε το πρωτόδικο Δικαστήριο το θεμελιωμένο πως δεν επενεργούσε αρνητικά για τον εφεσείοντα το γεγονός ότι αρνήθηκε ενοχή και αφού αναφέρθηκε στις προσωπικές περιστάσεις του εφεσείοντα κατέληξε πως θα έπρεπε να επιβληθεί ποινή άμεσης φυλάκισης, σημειώνοντας και τα ακόλουθα:
«Οι επιταγές έχουν καταντήσει ένα κοινωνικό πρόβλημα. Από την πείρα μου στην εκδίκαση τέτοιων υποθέσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, έχει διαφανεί ότι ένας Δικαστής μόνο θα πρέπει στο Επαρχιακό τούτο Δικαστήριο να δικάζει υποθέσεις που αφορούν ακάλυπτες επιταγές, καθ΄ ότι ο αριθμός των υποθέσεων είναι τεράστιος.»
Εξετάσαμε όλα τα επιχειρήματα που έχουν αναπτυχθεί. Πράγματι δεν ενυπάρχει σφάλμα αρχής στην πρωτόδικη απόφαση και, περαιτέρω, δεν έχουμε ικανοποιηθεί πως η ποινή που επιβλήθηκε στον εφεσείοντα ήταν εκδήλως υπερβολική, που είναι ο δεύτερος λόγος για τον οποίο το Εφετείο, σύμφωνα με τις καθιερωμένες αρχές, δικαιολογείται να παρέμβει. Και επειδή στην αιτιολογία των λόγων έφεσης περιέχεται και ο ισχυρισμός πως το Δικαστήριο έλαβε υπόψη εξωγενείς και/ή άσχετους παράγοντες, σημειώνουμε πως ούτε έχει εξειδικευθεί κατά την ακρόαση ούτε και εμείς διαπιστώνουμε σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου τέτοιας μορφής. Η έφεση απορρίπτεται.
Κωνσταντινίδης, Δ.
Νικολάου, Δ.
Ηλιάδης, Δ.
/Μσι.
C:\My Documents\2002\PART2\7327.doc