ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2001) 2 ΑΑΔ 546

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

< FONT FACE="Arial,Arial">ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6987 και 6990.

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, ΚΑΛΛΗ, ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.Δ.

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6987.

Λοϊζος Λοϊζου

Εφεσείων

ν.

Δημοκρατίας

Εφεσίβλητης.

___________________

ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 6990.

Λοϊζος Κωνσταντίνου

Εφεσείων

ν.

Δημοκρατίας

Εφεσίβλητης.

____________________

24 Ιουλίου, 2001.

Για τον εφεσείοντα στην Ποιν. 'Εφ. 6987: Γ. Καζαντζής.

Για τον εφεσείοντα στην Ποιν. 'Εφ. 6990: Μ. Σταματάρης.

Για την εφεσίβλητη: Ν. Ταλαρίδου (κα.), Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

_____________________

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα

δώσει ο Δικαστής Π. Καλλής.

__________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΚΑΛΛΗΣ, Δ.:

Το Κατηγορητήριο.

Οι πιο πάνω δύο εφεσείοντες αντιμετώπισαν, μαζί με άλλους δύο συγκατηγορούμενους τους, ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας (το Πρωτόδικο Δικαστήριο) κατηγορητήριο το οποίο περιείχε 16 κατηγορίες. Ο συγκατηγορούμενος τους Ηρακλής Νεοφύτου παραδέχθηκε ενοχή και έδωσε μαρτυρία εναντίον τους. Οι δυο εφεσείοντες μαζί με τον συγκατηγορούμενο τους Αιμίλιο Λοϊζου δεν παραδέχθηκαν ενοχή. Μετά από ακροαματική διαδικασία οι δυο εφεσείοντες κρίθηκαν ένοχοι πάνω στις πιο κάτω κατηγορίες:

(1) Τέσσερεις κατηγορίες για διάρρηξη γραφείου και κλοπή κατά παράβαση των άρ. 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Ποινικού Κώδικα,

Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 1, 12, 14 και 15).

(2) Δύο κατηγορίες για διάρρηξη καταστήματος και κλοπή κατά παράβαση των άρ. 291, 294(α), 255, 20 και 29 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 6 και 13).

(3) Μιά κατηγορία για διάρρηξη γραφείου «επί σκοπώ διαπράξεως

κακουργήματος» δηλαδή να κλέψουν χρήματα κατά παράβαση των

αρ. 291, 295, 20 και 29 του Κεφ. 154 (η κατηγορία 11).

(4) Δύο κατηγορίες για κακόβουλη ζημιά κατά παράβαση του άρ. 324(1) του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 2 και 7).

(5) Δύο κατηγορίες για κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο κατά παράβαση

των άρ. 266(ζ), 255 και 20 του Κεφ. 154 (οι κατηγορίες 3 και 8).

Ο εφεσείων στην 'Εφεση 6990 (ο εφεσείων Κωνσταντίνου) έχει, επίσης, βρεθεί ένοχος πάνω στις εξής κατηγορίες:

(α) Μια κατηγορία για διάρρηξη γραφείου και κλοπή (η κατηγορία 4).

(β) Μια κατηγορία για διάρρηξη περιπτέρου και κλοπή (η κατηγορία 10).

(γ) Μια κατηγορία για κακόβουλη ζημιά (η κατηγορία 5).

Το προϊόν της κλοπής στις κατηγορίες διαρρήξεων στις οποίες είχαν καταδικασθεί και οι δύο εφεσείοντες ήταν κυρίως μετρητά. Ανέρχεται στο ποσό των £1677. Το προϊόν της κλοπής στην μια από τις κατηγορίες - στην κατηγορία 15 - ήταν διάφορα αντικείμενα αξίας £400. Το προϊόν της κλοπής στις κατηγορίες 4 και 10, στις οποίες βρέθηκε ένοχος ο εφεσείων Κωνσταντίνου, ήταν ένα χρηματοκιβώτιο άγνωστης αξίας - στην κατηγορία 4 - και τσιγάρα αξίας £835.50 σεντ - στην κατηγορία 10.

Οι δύο κατηγορίες για κακόβουλη ζημιά στις οποίες κρίθηκαν ένοχοι οι δυο εφεσείοντες αφορούσαν καταστροφή δύο κλαπέντων χρηματοκιβωτίων, το ένα αξίας £500 και ένα άγνωστης αξίας. Η μια κατηγορία για κακόβουλη ζημιά, στην οποία κρίθηκε ένοχος ο εφεσείων Κωνσταντίνου, αφορούσε καταστροφή ενός κλαπέντος χρηματοκιβωτίου αξίας £200.

Σε μερικές από τις πιο πάνω κατηγορίες κρίθηκε ένοχος και ο πρώην συγκατηγορούμενος των εφεσειόντων Αιμίλιος Λοϊζου. Ο τελευταίος απέσυρε την έφεση του (με αρ. 6989) και επομένως η καταδίκη του δεν θα μας απασχολήσει.

 

 

 

Οι ποινές.

Ο εφεσείων στην 'Εφεση 6987 (ο εφεσείων Λοϊζου) καταδικάστηκε στις πιο κάτω ποινές:

Στην κάθε μια από τις κατηγορίες διάρρηξης (οι κατηγορίες 1, 6, 11, 12, 13, 14 και 15) σε φυλάκιση 2½ ετών. Στην κάθε μια από τις κατηγορίες κακόβουλης ζημιάς (οι κατηγορίες 2 και 7) σε φυλάκιση 18 μηνών και στην κάθε μια από τις κατηγορίες κλοπής (οι κατηγορίες 3 και 8) σε φυλάκιση 2 ετών. 'Ολες οι ποινές να συντρέχουν.

Ο εφεσείων Κωνσταντίνου καταδικάστηκε στις πιο κάτω ποινές:

Στην κάθε μια από τις κατηγορίες διάρρηξης (οι κατηγορίες 1, 4, 6, 10, 11, 12, 13, 14 και 15) σε φυλάκιση 4½ ετών. Στην κάθε μια από τις κατηγορίες κακόβουλης ζημιάς (οι κατηγορίες 2, 5 και 7) σε φυλάκιση 2 ετών και στην κάθε μια από τις κατηγορίες κλοπής (οι κατηγορίες 3 και 8) σε φυλάκιση 3 ετών. Οι ποινές να συντρέχουν. Επίσης το Κακουργιοδικείο ενεργοποίησε ποινή φυλάκισης 9 μηνών με αναστολή η οποία είχε επιβληθεί στον εφεσείοντα στις 30.4.98 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για το αδίκημα της παράνομης κατοχής εκρηκτικών υλών.

Η μαρτυρία ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Η μαρτυρία για την ενοχή των δύο εφεσειόντων προερχόταν κυρίως από τον πρώην συγκατηγορούμενο τους Ηράκλη Νεοφύτου (ο Ηράκλης). Ο τελευταίος έδωσε πλήρη περιγραφή της εμπλοκής του, καθώς και για την εμπλοκή των δύο εφεσειόντων, στη διάπραξη των πιο πάνω αδικημάτων. 'Εδωσε δύο καταθέσεις στην Αστυνομία. Στην πρώτη κατάθεση του, όπως ανέφερε, ενέπλεξε τον εαυτό του για να ξεκαθαρίσει και τον εφεσείοντα Κωνσταντίνου εναντίον του οποίου υπήρχαν στοιχεία, «αλλά δεν ήθελε να εμπλέξει τους υπόλοιπους γιατί πίστευε ότι άμεσα υπεύθυνοι ήταν ο ίδιος και ο εφεσείων Κωνσταντίνου». Μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης κατάθεσης πέρασαν περίπου δύο βδομάδες. Αποφάσισε να εμπλέξει και τους άλλους δύο κατηγορούμενους μετά που έμαθε ότι ο εφεσείων Λοϊζου τον κατηγορούσε παρόλον ότι ο ίδιος αρχικά δεν το ενέπλεξε και αφέθηκε ελεύθερος όταν και αυτός είχε αρχικά συλληφθεί.

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι η μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στη μαρτυρία του Ηράκλη, ο οποίος ήταν συνεργός και τέως συγκατηγορούμενος των εφεσειόντων. Για το λόγο αυτό - όπως το έθεσε - «αξιολόγησε τη μαρτυρία του από μόνη της και με ιδιαίτερη προσοχή». 'Ελαβε υπόψη τα επιχειρήματα των δικηγόρων των εφεσειόντων. Οι τελευταίοι εισηγήθηκαν ότι η μαρτυρία του Ηράκλη ήταν ύποπτη και δεν μπορούσε να γίνει δεκτή χωρίς ενίσχυση. Υπέβαλαν, επίσης, ότι η μαρτυρία του ήταν αναξιόπιστη αφού αρχικά δεν τους ενέπλεξε και το έκαμε αρκετές μέρες αργότερα.

Πριν προχωρήσει στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Ηράκλη το Πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τις αρχές που διέπουν τον τρόπο που τα δικαστήρια αντικρύζουν τη μαρτυρία μάρτυρα που «δίδει αντιφατικές καταθέσεις έξω από το Δικαστήριο». 'Εκαμε αναφορά στο πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 172, 197, 198:

«Η αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου ως του κριτή της αξιοπιστίας των μαρτύρων, δε μπορεί να συμβιβαστεί με οποιαδήποτε αρχή η οποία περιορίζει εκ προοιμίου την ευχέρεια του να αξιολογήσει κατά τον τρόπο που το ίδιο το Δικαστήριο κρίνει επιβεβλημένο τη μαρτυρία κάθε μάρτυρα που καταθέτει ενώπιόν του. Τούτο θα ήταν δυνατό μόνο αν ίσχυε αποδεικτικός κανόνας αποκλεισμού της μαρτυρίας των μαρτύρων οι οποίοι έχουν προβεί σε αντιφατικές καταθέσεις.

.................................. .................................................. ......

Αναντίλεκτα οι αντιφατικές του καταθέσεις δημιουργούσαν ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία του και επέβαλλαν την προσέγγιση της μαρτυρίας του με μεγάλη επιφυλακτικότητα. Το Δικαστήριο αξιολόγησε τη μαρτυρία του, όπως προκύπτει από την απόφαση, με σαφή επίγνωση τόσο των αρχών δικαίου όσο και των γεγονότων που έτειναν να ρίξουν φως στην αξιοπιστία του. Δέχθηκε το Δικαστήριο ότι οι καταθέσεις του που περιέχονται στα Τεκμήρια 13 και 14 δεν αντανακλούσαν την αλήθεια και επίσης δέχθηκε ότι έκαμε τις καταθέσεις αυτές κάτω από το βάρος των απειλών εναντίον της ζωής του και εκείνης της οικογένειας του.»

'Εκαμε, επίσης, αναφορά στις υποθέσεις Kouppis v. Republic (1977) 2 C.L.R. 361, Khadar and Another v. Republic (1978) 2 C.L.R. 132 και Πουτζουρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 309, 328 και 329, στην οποία επεξηγήθηκε η απόφαση στη Μιχαηλίδης (πιο πάνω). Κατέληξε ως εξής:

«'Εχοντας υπόψη μας τα πιο πάνω προσεγγίζουμε τη μαρτυρία του Ηράκλη με τη μέγιστη προσοχή και επιφυλακτικότητα. Μας έδωσε έντονα την εντύπωση ανθρώπου που είχε αποφασίσει να πεί την αλήθεια στο Δικαστήριο και όντως έλεγε την αλήθεια. 'Ηθελε όπως είπε να καθαρίσει και ν' αφήσει στο παρελθόν όσα τον συνέδεαν με την παράνομη δραστηριότητα του. Πιστεύουμε ότι ήρθε στο Δικαστήριο να καταθέσει με ειλικρίνεια. 'Εδωσε κάποιες εξηγήσεις για τη διαφορά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης εκδοχής του. Οι εξηγήσεις του φαίνονται και είναι λογικές. Δεν ήθελε να εμπλέξει αρχικά τους Λοϊζο και Αιμίλιο γιατί πίστευε ότι δεν ήταν οι βασικοί υπεύθυνοι. 'Εδωσε και κάποιες εξηγήσεις περαιτέρω γιατί αποφάσισε τελικώς να μιλήσει. 'Εδωσε περισσότερες από μια εξηγήσεις. Αυτό είναι ορθό. 'Ομως οι εξηγήσεις του δεν αλληλοσυγκρούονται. Μπορούν να υπάρχουν σωρευτικά.

.................................. .................................................. ......

Παρά την πρώτη αντιφατική κατάθεση του Ηράκλη και παρά τα όσα πιο πάνω επισημάναμε, πιστεύουμε ότι έλεγε την αλήθεια στο Δικαστήριο. Εξάλλου κάποιες μικρές αντιφάσεις στη μαρτυρία του ή μεταξύ της μαρτυρίας του και άλλων μαρτύρων κατηγορίας είναι σε επουσιώδεις λεπτομέρειες που δεν επηρεάζουν τη συνολική καλή εντύπωση που μας έκαμε. Δεν παραβλέπουμε ότι αναφέρθηκε σε σωρεία υποθέσεων μετά από την πάροδο μάλιστα κάποιου χρονικού διαστήματος και ήταν λογικό κάποιες λεπτομέρειες γεγονότων να του είχαν διαφύγει.»

Ακολούθως το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο Ηράκλης «ήταν συγκατηγορούμενος με τους κατηγορούμενους στην παρούσα υπόθεση σε όλες τις κατηγορίες και ήταν επομένως συνεργός με αυτούς». Η μαρτυρία του, σύμφωνα με το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντικρύζεται με κάποιο ιδιαίτερο τρόπο από τα δικαστήρια. Η νομολογία - συνέχισε το Πρωτόδικο Δικαστήριο - έχει δημιουργήσει κανόνα πρακτικής ότι στην περίπτωση συναυτουργών θα πρέπει ν' απασχολήσει το Δικαστήριο το θέμα κατά πόσον χρειάζεται ν' αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αυτής του συναυτουργού ή όχι όποτε όμως θα πρέπει οι Δικαστές να προειδοποιήσουν τον εαυτό τους για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από μια τέτοια ενέργεια. 'Εκαμε αναφορά στην υπόθεση Zacharia v. Republic (1962) C.L.R. 52, 60, 61 στην οποία «τίθεται ο τρόπος που τα δικαστήρια πρέπει να ενεργούν όταν βρίσκονται μπροστά από μια τέτοια περίπτωση». 'Εκαμε, επίσης, αναφορά στη θεμελιακή απόφαση στην υπόθεση R. v. Baskerville 12 Cr. App. R. 81 ως προς το τί συνιστά ενισχυτική μαρτυρία καθώς και στην υπόθεση Παρμαξής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 224.. Κατέληξε ως εξής:

«Στην περίπτωση που το Δικαστήριο αποφασίσει ότι έχει ενώπιον του μαρτυρία προερχόμενη από συναυτουργό, θα πρέπει ν' αποφασίσει αν θ' αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία ή θα δώσει στον εαυτό του την προειδοποίηση για τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο να στηριχθεί στη μαρτυρία του συναυτουργού.

.................................. .................................................. ......

Επισημαίνουμε όμως ότι ακόμη και στην περίπτωση που το Δικαστήριο μπορεί να εντοπίσει μαρτυρία έχει την ευχέρεια να στηριχθεί στην χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του συναυτουργού (Βλ. μεταξύ άλλων Fourri and Others v. Republic (1980) 2 C.L.R. 152 και Mantis v. Police (1981) 2 C.L.R. 166). Για μια γενικότερη θεώρηση του θέματος της χωρίς ενίσχυση αποδοχής μαρτυρίας συναυτουργού λάβαμε υπόψη τις υποθέσεις Demetriou v. Republic (1961) C.L.R. 309, Zacharias v. Republic (1962) C.L.R. 52 και Peristianis v. Police (1969) 2 C.L.R.. 137.

Ο Ηράκλης ήταν συγκατηγορούμενος με τους κατηγορούμενους και είναι επομένως συνεργός με αυτούς.

'Εχοντας υπόψη μας τα πιο πάνω προειδοποιούμε τους εαυτούς μας για τους κινδύνους που ενυπάρχουν στο να δεχθούμε τη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του Ηράκλη και λέμε είμαστε διατεθειμένοι να στηριχθούμε στη χωρίς ενίσχυση μαρτυρία του, παρά το γεγονός ότι για πλείστα αδικήματα υπάρχει μαρτυρία ανεξάρτητη και αξιόπιστη ενισχυτική αυτής του Ηράκλη.»

Σαν αποτέλεσμα της αποδοχής της μαρτυρίας του μάρτυρα Ηράκλη και της υπόλοιπης μαρτυρίας το Πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε τους εφεσείοντες ένοχους στις κατηγορίες που υποδεικνύονται πιο πάνω.

Οι εφέσεις.

Η 'Εφεση 6987 - του εφεσείοντα Λοϊζου - στρέφεται κατά της καταδίκης. Η δε 'Εφεση 6990 - του εφεσείοντα Κωνσταντίνου - στρέφεται κατά της ποινής.

(Α) Η 'Εφεση 6987 - του εφεσείοντα Λοϊζου.

'Οπως ήταν φυσικό στο επίκεντρο της επιχειρηματολογίας που έχει προβληθεί προς υποστήριξη της έφεσης βρισκόταν η αποδοχή της μαρτυρίας του μάρτυρα Ηράκλη.

Ο κ. Καζαντζής, εκ μέρους του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι το Κακουργιοδικείο έχει καθοδηγηθεί λανθασμένα σε σχέση με τις αρχές που διέπουν την αναγκαιότητα για ενισχυτική μαρτυρία συναυτουργών. 'Οφειλε το Κακουργιοδικείο έστω και αν έκρινε ότι ο συναυτουργός ήταν αξιόπιστος να αναζητήσει ενίσχυση της μαρτυρίας του από άλλη ανεξάρτητη μαρτυρία, άμεση ή περιστατική, η οποία να συνδέει τον εφεσείοντα με τα αδικήματα. 'Οφειλε επίσης να υπενθυμίσει και να προειδοποιήσει τον εαυτό του ότι ήταν επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του συναυτουργού Μ.Κ.1 χωρίς ενίσχυση της.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο - συνέχισε ο κ. Καζαντζής,

(α) Απέτυχε να εξετάσει την προσαχθείσα μαρτυρία ως ενιαίο σύνολο και έκρινε λανθασμένα σε πρώτο στάδιο την αξιοπιστία του μάρτυρα Ηράκλη, συνένοχου και συναυτουργού χωρίς να εξετάσει κατά πόσο οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία είναι ενισχυτική της κατάθεσης του.

(β) Καθοδηγήθηκε λανθασμένα στηριζόμενο σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις οποίες οι μάρτυρες δεν ήταν συνένοχοι ή συναυτουργοί. Δεν θεώρησε και δεν εξέτασε επαρκώς ότι η αντιφατική κατάθεση του μάρτυρα Ηράκλη προερχόταν από συνένοχο και συναυτουργό του οποίου ο ρόλος ήτο κύριος και εστηρίχθη σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όπου η αντιφατικότητα αφορούσε μάρτυρες που δεν είχαν σχέση με τα αδικήματα.

(γ) Λανθασμένα δεν εξέτασε τις δικαιολογίες ή εξηγήσεις που έδωσε ο μάρτυρας Ηράκλης για τις αντιφατικές καταθέσεις του.

(δ) Λανθασμένα δεν έλαβε υπόψη το ποινικό παρελθόν του μάρτυρα Ηράκλη και τον χαρακτήρα του.

(ε) Εσφαλμένα εδέχθη ότι για τα πλείστα αδικήματα υπάρχει ενισχυτική μαρτυρία ανεξάρτητη και αξιόπιστη αυτή του Ηράκλη. 'Οφειλε το Δικαστήριο να εξειδικεύσει για τον κάθε κατηγορούμενο ποία ενισχυτική μαρτυρία υπάρχει.

Σημειώνουμε εδώ τα ακόλουθα: Δέχεται ο εφεσείων ότι υπάρχει ισχυρή ενισχυτική μαρτυρία για την ενοχή όχι μόνο του εφεσείοντα Κωνσταντίνου, τον οποίο ο Ηράκλης είχε εμπλέξει εξ αρχής αλλά και του Αιμίλιου Λοϊζου, τον οποίο ενέπλεξε στη συνέχεια μαζί με τον εφεσείοντα. Ο εφεσείων δεν έχει ασχοληθεί με τη σημασία του γεγονότος ότι όσα εισηγήθηκε για την μεταγενέστερη εμπλοκή του από τον Ηράκλη, ίσχυαν και για τον Αιμίλιο Λοϊζου για την ενοχή του οποίου υπήρχε και ενισχυτική μαρτυρία.

Με άλλο λόγο έφεσης ο κ. Καζαντζής υποστήριξε πως το Πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του εφεσείοντα.

Οι αρχές που διέπουν την προσέγγιση μαρτυρίας συναυτουργού.

Η κλασσική διατύπωση των πιο πάνω αρχών βρίσκεται στην απόφαση του Βασιλειάδη, Δ. - όπως ήταν τότε - στην υπόθεση Zacharia (πιο πάνω), στις σελ. 60, 61. Την παραθέτουμε σε μετάφραση:

«1. 'Οταν το πρωτόδικο δικαστήριο εξετάζει τη μαρτυρία ενός μάρτυρα που μπορεί να είναι ή να μην είναι συναυτουργός στην υπόθεση, το Δικαστήριο οφείλει πρώτα να αποφασίσει κατά πόσο ο μάρτυρας είναι κατά την άποψη του συναυτουργός.

      1. 'Οταν ο μάρτυρας είναι προφανώς

συναυτουργός, ή το δικαστήριο τον θεωρεί τέτοιο, το επόμενο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο, σαν θέμα αξιοπιστίας το δικαστήριο είναι ή δεν είναι διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση. Σχετικά με αυτό, το δικαστήριο έχει νομική υποχρέωση να υπενθυμίσει στον εαυτό του ότι ένας συναυτουργός είναι σπιλωμένος μάρτυρας, που η μαρτυρία του μπορεί να επηρεάζεται από τη σχέση του με το έγκλημα και ότι επομένως είναι επικίνδυνο να βασιστεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση.

 

3. 'Οταν όμως, παρά μια τέτοια προειδοποίηση, το δικαστήριο νομίζει ότι μπορεί να δεχθεί τη μαρτυρία του συγκεκριμένου τούτου συναυτουργού, και αισθάνεται ότι μπορεί με σιγουριά να στηριχθεί στη μαρτυρία του χωρίς ενίσχυση, το δικαστήριο έχει από το νόμο δικαίωμα να το κάνει, δεδομένου βέβαια ότι η υπόθεση δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη των περιπτώσεων που η ενίσχυση απαιτείται θετικά από τον ίδιο το νόμο ανεξάρτητα από τη συμμετοχή του μάρτυρα στο έγκλημα.

4. Αν όμως το δικαστήριο αισθάνεται ότι δεν θα ήταν διατεθειμένο να βασιστεί στη μαρτυρία ενός συναυτουργού χωρίς άλλο στήριγμα, το δικαστήριο πρέπει ν' αναζητήσει ενίσχυση από ανεξάρτητη μαρτυρία (ξεχωριστή από μαρτυρία που προέρχεται από άλλο συναυτουργό) η οποία όχι μόνο να στηρίζει την εκδοχή του συναυτουργού σχετικά με τη διάπραξη του αδικήματος, αλλά και να συνδέει ή να τείνει να συνδέσει τον κατηγορούμενο με το έγκλημα. Και η απόφαση πρέπει να προσδιορίζει που το δικαστήριο βρήκε μια τέτοια ενίσχυση.»

(Βλ. και Ρόπας κ.α. ν. Δημοκρατίας, Ποινικές Εφέσεις 6741, 6742, 6751/30.11.2000, Liatsos v. Police (1968) 2 C.L.R. 15, Vouniotis v. Republic (1975) 2 C.L.R. 34, Psaras v. The Police (1987) 2 C.L.R. 132, Γιουρούκης ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 231, Ττοουλιάς ν. Δημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 258, 266, D.P.P. v. Hester (1972) 3 All E.R. 1056 (H.L.), D.P.P. v. Kilbourne (1973) A.C. 729 (H.L.), Boardman v. D.P.P. (1974) 3 All E.R. 807 (H.L.), R. v. Turner, 61 Cr. App. R. 67 και Attorney-General of Hong Kong v. Wong Muk-ping (1987) 2 All E.R. 488).

Πριν εξετάσουμε τις εισηγήσεις του κ. Καζαντζή θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι δεν έχει διατυπωθεί λόγος έφεσης σε σχέση με το περιεχόμενο της μαρτυρίας του μάρτυρα Ηράκλη. Δεν έχει τεθεί ενώπιον μας επιχειρηματολογία ότι το περιεχόμενο της δεν ήταν ικανό να οδηγήσει σε καταδικαστική απόφαση. Ούτε ότι οι λεπτομέρειες που ο Ηράκλης έδωσε, περιγράφοντας την εμπλοκή του εφεσείοντα, παρουσίαζουν οτιδήποτε που θα ήταν δυνατό να χαρακτηρισθεί ως αδυναμία σχετική με την αξιοπιστία του. Αυτό που έχει υποστηριχθεί σχετίζεται με την ποιότητα ή προέλευση της μαρτυρίας - προέρχεται από συναυτουργό ο οποίος έδωσε δύο αντιφατικές καταθέσεις.

'Εχουμε λάβει υπόψη την καθιερωμένη από τη νομολογία αρχή - ό,τι και στην απουσία ενισχυτικής μαρτυρίας, παρέχεται η δυνατότητα στο δικάζον δικαστήριο να βασιστεί στη μαρτυρία συνεργού, αφού προειδοποιήσει τον εαυτό του δεόντως για τους κινδύνους που εγκυμονεί τέτοιο ενδεχόμενο (Βλ. Γιουρούκης και Ρόπας, πιο πάνω).

'Εχουμε εξετάσει τη σχετική επίδικη προσέγγιση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου την οποία έχουμε ήδη παραθέσει σε κάποια έκταση (βλ. σελ. 5-8, πιο πάνω). 'Εχουμε σαφώς της άποψη ότι συνάδει πλήρως με την επί του προκειμένου θέση της νομολογίας και δεν έχουμε διακρίνει οποιοδήποτε σφάλμα στην προσέγγιση του. Το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει καθοδηγηθεί με τον ορθό τρόπο και έχει προσεγγίσει το θέμα της μαρτυρίας του συναυτουργού με τον τρόπο που έχει προδιαγραφεί από τη νομολογία. Οι σχετικές αρχές της νομολογίας δεν εναποθέτουν υποχρέωση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να αναζητήσει ενισχυτική μαρτυρία αν αισθάνεται - όπως είναι εδώ η περίπτωση - ότι μπορεί να βασιστεί πάνω στη μαρτυρία του συναυτουργού χωρίς ενισχυτική μαρτυρία. Οι λόγοι για τους οποίους έπρεπε να μην είχε γίνει πιστευτή η μαρτυρία του συναυτουργού είχαν τεθεί και ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το τελευταίο, καθώς προκύπτει από την απόφαση του, τους εξέτασε σχολαστικά και έδωσε πειστικούς λόγους για την απόρριψη τους.

Αναφορικά με τις δύο αντιφατικές καταθέσεις του μάρτυρα Ηράκλη η θέση της νομολογίας αντανακλάται στις αποφάσεις στις οποίες έχει αναφερθεί το Πρωτόδικο Δικαστήριο. 'Εχει δε επιβεβαιωθεί πρόσφατα από την απόφαση στη Ρόπα (πιο πάνω) στην οποία λέχθηκε:

«Το Δικαστήριο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Προηγούμενες αντιφατικές καταθέσεις καθώς και οι προεκτάσεις τους συνιστούν γεγονότα που προσμετρούν στην κρίση της αξιοπιστίας του μάρτυρα. Δεν εξουδετερώνουν, όμως, τη μαρτυρία του, ως το αντικείμενο αξιολόγησης (από το δικαστήριο) παραδεκτής, κατά το δίκαιο της αποδείξεως, μαρτυρίας.»

Στην παρούσα υπόθεση το Πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είναι ο κριτής της αξιοπιστίας των μαρτύρων δέχθηκε τη μαρτυρία του Ηράκλη. Η ετυμηγορία του ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του. Επαναλαμβάνουμε την επί του προκειμένου πάγια θέση της νομολογίας. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει στα ευρήματα του πρωτόδικου δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων. Επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το Πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο Πρωτόδικο Δικαστήριο να κάμει τα ευρήματα τα οποία έκαμε σε σχέση με την αξιοπιστία το Εφετείο δεν επεμβαίνει (Βλ. Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 41, 75, Μουζάκης ν. Αστυνομίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 220 - Βλ. επίσης Shioukiouroglou v. Police (1966) 2 C.L.R. 39, 42, Constantinides v. Republic (1978) 2 C.L.R. 337, 378 και Bauer v. Ηροδότου και Υιοί Λτδ (1994) 1 Α.Α.Δ. 325).

Αναφορικά με το λόγο έφεσης που σχετίζεται με τη μαρτυρία του εφεσείοντα Λοϊζου το θέμα της επέμβασης μας διέπεται από τις ίδιες πιο πάνω αρχές. Δεν έχουμε πεισθεί από τον εφεσείοντα, ο οποίος φέρει και το σχετικό βάρος απόδειξης, ότι συντρέχουν λόγοι επέμβασης μας στα ευρήματα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου που σχετίζονται με την αξιοπιστία του Ηράκλη και του ίδιου - του εφεσείοντα. Οι επίδικες καταλήξεις του Πρωτόδικου Δικαστηρίου συνοδεύονται από πολύ πειστικούς λόγους.

Η επικύρωση της επίδικης προσέγγισης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου οδηγεί αναπόφευκτα στην απόρριψη της έφεσης του εφεσείοντα Λοϊζου.

Η έφεση απορρίπτεται.

 

(Β) Η 'Εφεση 6990 - του εφεσείοντα Κωνσταντίνου.

'Οπως έχουμε ήδη υποδείξει αυτή στρέφεται κατά της ποινής. Ο κ. Σταματάρης, συνήγορος του εφεσείοντα, υπέβαλε ότι η ποινή είναι υπερβολική και παραβιάζει την αρχή της ισότητας. Ο ισχυρισμός για άνιση μεταχείριση είχε σαν έρεισμα την ποινή που είχε επιβληθεί στον συγκατηγορούμενο του εφεσείοντα - τον Ηράκλη. Ο τελευταίος παραδέχθηκε ενοχή σε 6 κατηγορίες για διαρρήξεις και κλοπές στην Ποινική Υπόθεση 27909/98 ενώπιον του ίδιου Κακουργιοδικείου. Στην επιμέτρηση της ποινής λήφθηκε υπόψη η παρούσα υπόθεση - 23101/98 - στην οποία ο Ηράκλης παραδέχθηκε ενοχή σε 16 κατηγορίες. Εννέα από αυτές αφορούσαν διαρρήξεις υποστατικών και κλοπές. Λήφθηκε, επίσης, υπόψη και η Υπόθεση 23100/98 στην οποία ο Ηράκλης παραδέχθηκε ενοχή σε 5 κατηγορίες. Μια από αυτές αφορούσε διάρρηξη αποθήκης και κλοπή. Ο Ηράκλης είχε μια προηγούμενη καταδίκη. Στις 23.1.97 καταδικάστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για κλοπή από υπάλληλο και για εξασφάλιση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις και καταδικάστηκε σε 12 μήνες και 18 μήνες φυλάκιση αντίστοιχα. Λήφθηκαν, επίσης, υπόψη 8 παρόμοιες υποθέσεις. Επίσης, ο κ. Σταματάρης, έθεσε θέμα άνισης μεταχείρισης (α) λόγω της απονομής χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας στον Ηράκλη, και (β) λόγω της μείωσης της ποινής του συγκατηγορούμενου του εφεσείοντα Αιμίλιου Λοϊζου από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ο Ηράκλης καταδικάσθηκε σε φυλάκιση 4 ετών την 5.3.99 και αποφυλακίσθηκε στις 21.11.2000.

Ο κ. Σταματάρης ήγειρε και θέμα άνισης μεταχείρισης σε συσχετισμό με την ποινή που έχει επιβληθεί στον εφεσείοντα Λοϊζου και στον πρώην συγκατηγορούμενο του Αιμίλιο Λοϊζου - φυλάκιση 14 μηνών.

Το Πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι ο εφεσείων Κωνσταντίνου έχει δύο προηγούμενες καταδίκες. Καταδικάστηκε την 21.11.94 σε τρεις μήνες φυλάκιση από το Ε.Δ. Λευκωσίας - στην ποινική υπόθεση 31134/93 - για πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης. Επίσης καταδικάστηκε στις 30.4.98 - στην ποινική υπόθεση 36338/97 του Ε.Δ. Λευκωσίας - για παράνομη κατοχή εκρηκτικών υλών σε 9 μήνες φυλάκιση με τριετή αναστολή, και σε £500 πρόστιμο και £30 έξοδα.

Ο κ. Σταματάρης υπέβαλε ότι η πρώτη προηγούμενη καταδίκη είχε παραγραφεί εν όψει του περί Αποκαταστάσεως Καταδικασθέντων Νόμου του 1981 (Ν 70/81), θέση με την οποία συμφώνησε και η κα. Ταλαρίδου.

Η εισήγηση για ανισότητα έχει σαν έρεισμα το άρθρο 28.1 του Συντάγματος το οποίο διασφαλίζει την αρχή της ισότητας. 'Εχει νομολογηθεί ότι αυτή η αρχή τυγχάνει εφαρμογής και στις περιπτώσεις επιμέτρησης της ποινής (Βλ. Nicolaou v. Police (1969) 2 C.L.R. 120, Koukos v. Police (1986) 2 C.L.R. 1, Georghiou & Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 251, Παναγή ν. Δημοκρατίας(1991) 2 Α.Α.Δ. 115, Κάττου κ.α. ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498, Μπαλής ν. Δημοκρατίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 273, Θεοχάρους ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 67 και Παναγιώτου ν. Αστυνομίας, Ποινική 'Εφεση 6734/24.6.99). Ωστόσο, η αρχή της ισότητας δεν έχει ως λόγο την αριθμητική εξίσωση της ποινής η οποία επιβάλλεται (βλ. Ευαγόρου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 593). Ο όρος «ίσοι ενώπιον του Νόμου» στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας, 2 R.S.C.C. 125).

Στην Koukos (πιο πάνω) λέχθηκαν τα εξής από τον Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στη σελ. 16:

"For disparity to make an impact on appeal, the difference between the sentences imposed must be substantial, such as to suggest, in the face of strong similarity in the position of the accused, that justice is not done and for that reason liable to generate feelings of injustice on the part of the appellant. Unjustified differences in the treatment of persons jointly accused tend to undermine faith in the law and the administration of justice."

Σε μετάφραση:

«Για να έχει επίδραση η ανισότητα στην έφεση, η διαφορά ανάμεσα στις ποινές που επιβλήθηκαν πρέπει να είναι ουσιαστική, τέτοια που να προτείνει, παρά την μεγάλη ομοιότητα της θέσης των κατηγορουμένων, ότι δεν απονέμεται δικαιοσύνη και για το λόγο αυτό τείνει να προκαλέσει αισθήματα αδικίας εκ μέρους του εφεσείοντα. Αδικαιολόγητες διαφορές στην μεταχείριση συγκατηγορουμένων τείνουν να υπονομεύσουν την πίστη προς το Νόμο και την απονομή της δικαιοσύνης.»

 

Στην Μπαλής (πιο πάνω) λέχθηκε πως η ανισότητα μεταχείρισης σαν λόγος εφέσεως σπάνια είναι αποτελεσματική ως ένα ανεξάρτητο επιχείρημα. Περαιτέρω στην ίδια απόφαση υιοθετήθηκε απόσπασμα από το σύγγραμμα Principles of Sentencing, 2nd ed. του D.A. Thomas στη σελ. 71 στο οποίο αναφέρεται: «Η ανισότητα μεταχείρισης πρέπει να είναι δυσμενής και να μη στηρίζεται σε λογικά, νομικά κριτήρια και να είναι τόσο συνταρακτική που το Εφετείο να αισθανθεί ότι ήτο υπόχρεο να μειώσει την ποινή και να αποτελεί άρνηση δικαιοσύνης που να αφήνει τον εφεσείοντα να υποφέρει από ένα μεγάλο πραγματικό αίσθημα παραπόνου. Είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια ο βαθμός της διαφοροποίησης ο οποίος θα είναι αρκετά σοβαρός που να δικαιολογεί τη μείωση μιας κατά τα άλλα κατάλληλης ποινής. Δηλαδή πρέπει αυτή να προκαλεί στον εφεσείοντα βάσιμο αίσθημα παραπόνου ή να είναι έκδηλη η άρνηση δικαιοσύνης».

Σχετικό με το θέμα που μας απασχολεί είναι και το πιο κάτω απόσπασμα από το σύγγραμμα "Sentencing References 1998" του David Thomas, σελ. 45:

"There is no disparity if a difference in sentence reflects a difference in the respective responsibilities of the offenders, or a difference in their ages, previous convictions, or the existence of personal mitigating factors peculiar to one of them. Where one offender has the benefit of personal mitigation which is not available to other offenders, the other offenders should not be given the benefit of that mitigation."

Σε μετάφραση:

"Δεν προκύπτει ανισότητα εάν η διαφορά στην ποινή αντανακλά τη διαφορά στις αντίστοιχες ευθύνες των παραβατών, ή διαφορά στην ηλικία τους, προηγούμενες καταδίκες, ή την ύπαρξη προσωπικών μετριαστικών παραγόντων οι οποίοι σχετίζονται με ένα από αυτούς. ΄Οπου ένας παραβάτης διαθέτει το ευεργέτημα προσωπικών ελαφρυντικών περιστάσεων, το οποίο δεν διαθέτουν οι άλλοι παραβάτες, στους άλλους παραβάτες δεν πρέπει να δοθεί το ευεργέτημα εκείνου του ελαφρυντικού."

Καθώς φαίνεται από την εκκαλούμενη απόφαση κατά την επιμέτρηση της ποινής το Πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη συνολική εγκληματική συμπεριφορά ενός εκάστου των κατηγορουμένων, τον τρόπο συμμετοχής και την έκταση στην προετοιμασία και το σχεδιασμό της κάθε παράνομης ενέργειας.

Ο τρόπος συμμετοχής των 4 κατηγορουμένων περιγράφεται στην απόφαση με την οποία οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν ένοχοι καθώς και στην απόφαση με την οποία επιβλήθηκε η εκκαλούμενη ποινή. Μεταφέρουμε σχετικό απόσπασμα από την τελευταία:

«Οι λεπτομέρειες για τη δράση του κάθε κατηγορούμενου φαίνονται στην απόφαση μας. Περιοριζόμαστε να πούμε ότι στις πλείστες από τις περιπτώσεις ενεργούσαν με τον ίδιο τρόπο. Ο Κωνσταντίνου μαζί με το Ηράκλη, επιστράτευαν και το Λοϊζο του οποίου χρησιμοποιούσαν βασικά το αυτοκίνητο και επεδίδοντο σε διαρρήξεις και κλοπές στην περιοχή της Λευκωσίας και σε τρεις μάλιστα περιπτώσεις αφαιρούσαν από τα υποστατικά στα οποία έκαμναν διάρρηξη χρηματοκιβώτια τα οποία στη συνέχεια μετέφεραν στα υποστατικά του Αιμίλιου στον Κόρνο. Εκεί με τη βοήθεια του τελευταίου άνοιγαν τα χρηματοκιβώτια σε αναζήτηση χρημάτων ή άλλων πολίτιμων αντικειμένων. Φαίνεται ότι πρωταγωνιστικό ρόλο στην όλη εγκληματική δραστηριότητα είχε ο Κωνσταντίνου με τον Ηράκλη. Σε κάποιες από τις περιπτώσεις μάλιστα τη σύλληψη της ιδέας και το σχεδιασμό είχε ο Κωνσταντίνου, όπως είναι για παράδειγμα η διάρρηξη του γραφείου της εταιρείας της Χρύσως Κίττου, του οποίου η διάρρηξη ήταν καθαρά ιδέα του Κωνσταντίνου, ο οποίος και γνώριζε το γραφείο από προηγούμενη σ' αυτό νόμιμη επίσκεψη. Η ιδέα επίσης της διάρρηξης του Τμήματος Οδικών Μεταφορών φαίνεται ότι ανήκε και πάλι στον Κωνσταντίνου. Θέλουμε να τονίσουμε επίσης ευθύς αμέσως ότι ο ρόλος του Λοίζου ήταν λιγότερο ενεργός αυτού των δύο άλλων κατηγορουμένων και ότι εδέχετο όπως φαίνεται να συνεργαστεί μαζί τους χωρίς προηγούμενο προσχεδιασμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τους ακολουθούσε όποτε του ζητούσαν τη βοήθεια του. Σημειώνουμε σε αυτό το σημείο και τη θέση του Ηράκλη ότι χρησιμοποιούσαν το Λοϊζο επειδή χρειάζονταν το αυτοκίνητο του το οποίο δεν είχε επισημανθεί από τη αστυνομία.

Λέμε επίσης όσον αφορά τον Αιμίλιο ότι ήταν αυτός με τη μικρότερη συμμετοχή στα αδικήματα. Αποδέχετο, αφού οι άλλοι κατηγορούμενοι μαζί με τον Ηράκλη έφθαναν στα υποστατικά του, να τους βοηθήσει να ανοίξουν τα χρηματοκιβώτια χωρίς οποιαδήποτε προηγούμενη μαζί τους συνεννόηση. Υπενθυμίζουμε συναφώς αυτό που μας είχε πει ο Ηράκλης, ότι μετά τη διάρρηξη της εταιρείας Χρύσως Κίττου δεν είχαν υπόψη τους πού να μεταφέρουν το χρηματοκιβώτιο και αποφάσισαν την τελευταία στιγμή να μεταβούν στο κτήμα του Αιμίλιου. Σημειώνουμε επίσης ότι και πάλι σύμφωνα με τον Ηράκλη ο Κωνσταντίνου επεδίωκε να έχει επαφές με τον Αιμίλιο λόγω των ιδιαίτερων σχέσεων που είχε με τη σύζυγο του. Αποσαφηνίζουμε δε ότι οι κατηγορίες που ο Αιμίλιος αντιμετωπίζει αφορούν την πρόκληση κακόβουλης ζημιάς και την κλοπή από κλειδωμένο κιβώτιο και όχι τη διάρρηξη.»

Είναι πρόδηλο από το πιο πάνω απόσπασμα ότι γενικά ο ρόλος του εφεσείοντα Κωνσταντίνου στη διάπραξη των αδικημάτων θα μπορούσε να θεωρηθεί ως πιο πρωταγωνιστικός ακόμα και από εκείνο του Ηράκλη. Ο ενεργότερος ρόλος στη διάπραξη των αδικημάτων δικαιολογεί τη διαφοροποίηση (βλ. Μεϊτανής ν. Αστυνομίας, Ποινική 'Εφεση 6733/22.3.2000). Περαιτέρω ο ρόλος του εφεσείοντα Λοϊζου ήταν λιγότερο ενεργός από αυτό του Ηράκλη και του εφεσείοντα Κωνσταντίνου. Τέλος ο κατηγορούμενος Αιμίλιος Λοϊζου είχε τη μικρότερη από όλους τους κατηγορούμενους συμμετοχή στη διάπραξη των αδικημάτων.

Σημειώνουμε, επίσης, ότι ο εφεσείων Λοϊζου και ο κατηγορούμενος Αιμίλιος Λοϊζου δεν είχαν προηγούμενες καταδίκες.

Στην παρούσα υπόθεση τα γεγονότα παρουσιάζουν τον εφεσείοντα να ήταν ο υποκινητής της διάπραξης δύο από τις διαρρήξεις. 'Εχει δε νομολογηθεί ότι «δεν υφίσταται αντιρρήσιμη ανισότητα αν η διαφορά στην ποινή αντανακλά το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος στον οποίο έχει επιβληθεί πιο αυστηρή ποινή ήταν ο υποκινητής του αδικήματος» (βλ. R. v. Belton and Petrow (1997) 1 Cr. App. R. (S) 215).

Περαιτέρω στην παρούσα υπόθεση ο Ηράκλης έχει παραδεχθεί ενοχή και έχει συνεργασθεί με την Αστυνομία για την εξιχνίαση των αδικημάτων της παρούσας υπόθεσης, καθώς και άλλων αδικημάτων τα οποία, όπως σημείωσε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, «δεν θα ανιχνεύοντο χωρίς τη βοήθεια του». Σημειώνουμε ότι η καταδικαστική απόφαση στην παρούσα υπόθεση οφείλεται αποκλειστικά στη μαρτυρία του Ηράκλη.

Η παραδοχή ενοχής και η βοήθεια προς την αστυνομία έχουν αναγνωρισθεί από τη νομολογία ως ελαφρυντικοί παράγοντες (Βλ. Ghafari v. Αστυνομίας, Ποινική 'Εφεση 7076/21.7.2001). Αυτοί οι παράγοντες συντρέχουν μόνο στην περίπτωση του Ηράκλη και δεν συντρέχουν στην περίπτωση του εφεσείοντα Κωνσταντίνου. 'Εχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται αντιρρήσιμη ανισότητα όπου η διαφορά στην ποινή αντανακλά την ύπαρξη ενός μετριαστικού παράγοντα ο οποίος ανήκει μόνο στον ένα από τους κατηγορουμένους (Βλ. Tremarco (1979) 1 Cr. App. R. (S) 286).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη τα όσα έχουμε επισημάνει πιο πάνω, ήτοι:

(α) Τον ενεργότερο ρόλο του εφεσείοντα Κωνσταντίνου στη διάπραξη των

αδικημάτων.

(β) Την ύπαρξη μετριαστικών παραγόντων στην περίπτωση του Ηράκλη -

η παραδοχή ενοχής και η συνεργασία του με την αστυνομία - οι οποίοι δεν υπάρχουν στην περίπτωση του εφεσείοντα Κωνσταντίνου.

(γ) Τον περιορισμένο ρόλο του εφεσείοντα Λοϊζου και του κατηγορούμενου

Αιμίλιου Λοϊζου.

'Εχουμε σαφώς την άποψη ότι οι πιο πάνω παράγοντες δικαιολογούν επαρκώς την επίδικη διαφοροποίηση της ποινής. Η διαφοροποίηση στηρίζεται σε λογικά κριτήρια και δεν δημιουργεί πραγματικό αίσθημα αδικίας. Δεν απολήγει με κανένα τρόπο σε δυσμενή μεταχείριση του εφεσείοντα. 'Επεται πως ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Η εισήγηση για απονομή χάριτος στον Ηράκλη και για μείωση της ποινής του κατηγορούμενου Αιμίλιου Λοϊζου είχε σαν έρεισμα την απόφαση στην Καύκαρος κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 2 Α.Α.Δ. 51, στην οποία αποφασίσθηκε ότι, στον καθορισμό της ποινής, προσμετρά η χορήγηση χάριτος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε συγκαταδικασθέντα του εφεσείοντα σε φυλάκιση. Υπενθυμίζουμε ωστόσο ότι στην Ιωάννου ν. Αστυνομίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 267 η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανέτρεψε κατά πλειοψηφία την Καύκαρος (βλ. και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Ποινική 'Εφεση 6493/6.4.99 στην οποία γίνεται αναφορά στην Ιωάννου, πιο πάνω). Ακολουθεί πως ο εφεσείων Κωνσταντίνου δεν μπορεί να οικοδομήσει επί του θέματος της απονομής χάριτος και μείωσης της ποινής. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.

Σε σχέση με την ενεργοποίηση της ποινής ο κ. Σταματάρης υπέβαλε ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να εξετάσει τους λόγους της αναστολής «γιατί αλλιώς η ενεργοποίηση της ποινής θα ήταν δεύτερη ποινή». Δεν συμφωνούμε με τη σχετική εισήγηση. Οι εξουσίες του Πρωτόδικου Δικαστηρίου προδιαγράφονται από τις διατάξεις του άρ. 4 του περί της Υφ' 'Ορων Αναστολής της Εκτελέσεως Ποινής Φυλακίσεως εις Ωρισμένας Περιπτώσεις Νόμου του 1972 (Ν 95/72) οι οποίες δεν του παρέχουν εξουσία να εξετάσει τους λόγους αναστολής.

Αυτό που πρέπει να λαμβάνει υπόψη του το Πρωτόδικο Δικαστήριο είναι όπως η συνολική τιμωρία, ήτοι η ποινή επί του κυρίως αδικήματος και η ενεργοποιημένη ποινή, μη είναι υπερβολική.

Θα εξετάσουμε λοιπόν κατά πόσο η συνολική ποινή είναι υπερβολική γιατί έχει υποβληθεί και σχετικός λόγος έφεσης.

Το καθήκον επιμέτρησης της ποινής βρίσκεται στους ώμους του πρωτόδικου δικαστηρίου. Αυτό έχει τονιστεί επανειλημμένα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν καταφαίνεται ότι η ποινή είναι έκδηλα υπερβολική ή όταν είναι το αποτέλεσμα σφάλματος αρχής.

Ποινή μπορεί να κριθεί ως εσφαλμένη για λόγους αρχής εφόσο "παρεισφρείουν στον καθορισμό της εξωγενείς παράγοντες και έκδηλα υπερβολική, οποτεδήποτε το στοιχείο της υπερβολής καταφαίνεται εξ αντικειμένου (βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245, Ιωάννου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1996) 2 Α.Α.Δ. 200, 207).

Στην παρούσα υπόθεση λαμβάνουμε υπόψη τη σοβαρότητα και τη φύση των αδικημάτων. Ιδιαίτερα λαμβάνουμε υπόψη το σύνολο της εγκληματικής συμπεριφοράς στην οποία έχει εμπλακεί ο εφεσείων Κωνσταντίνου. 'Ενας άλλος επιβαρυντικός παράγοντας είναι η συχνότητα με την οποία διαπράττονται αυτά τα αδικήματα η οποία - συχνότητα - συνηγορεί υπέρ της επιβολής αποτρεπτικών ποινών. 'Οπως λέχθηκε στην Αντάρτης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 138 η ανάγκη για την αυστηρή αντιμετώπιση των πιο πάνω αδικημάτων λόγω κυρίως της συχνότητας τους έχει τονιστεί σε κάθε περίπτωση από το Ανώτατο Δικαστήριο.

Θεωρούμε επομένως ότι επιβάλλεται αυστηρή αντιμετώπιση λόγω της συχνότητας με την οποία διαπράττονται τα πιο πάνω αδικήματα και για την προστασία της κοινωνίας (Βλ. και Μιχαήλ ν. Αστυνομίας, Ποινική 'Εφεση 6532/23.12.98).

'Εχουμε εξετάσει την εκκαλούμενη ποινή υπό το φως των αρχών που επιτρέπουν την επέμβαση μας και των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης ιδιαίτερα του συνόλου της εγκληματικής συμπεριφοράς του εφεσείοντα και του πρωταγωνιστικού ρόλου του. Εν όψει της ανάγκης για επιβολή αποτρεπτικών ποινών θεωρούμε ότι η εκκαλούμενη ποινή αν και αυστηρή δεν είναι υπερβολική έτσι ώστε να καθίσταται επιβεβλημένη η παρέμβαση μας. Ο σχετικός λόγος της έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Αναφορικά με τη διαγραφή της πρώτης προηγούμενης καταδίκης του εφεσείοντα αυτή αφορούσε διαφορετικό αδίκημα. Δεν νομίζουμε ότι έχει διαδραματίσει οποιοδήποτε ρόλο στην επιμέτρηση της ποινής δοθέντος ότι ο εφεσείων βαρυνόταν και με δεύτερη προηγούμενη καταδίκη.

Για τους πιο πάνω λόγους η έφεση του εφεσείοντα Κωνσταντίνου απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

Δ.

 

 

 

 

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο