ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 2 ΑΑΔ 516

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ 6609, 6610 & 6611

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ,Π., ΝΙΚΗΤΑ, Χ" ΧΑΜΠΗ, ΔΔ

 

Ποινική Έφεση αρ. 6609

Busy Bodys Wine Bar & Restaurant Limited

Eφεσείουσας

- εναντίον -

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

Εφεσιβλήτου

--------------------

Ποινική Έφεση αρ. 6610

Ηρακλής Νικολάου, από τη Λεμεσό

Εφεσείων

- εναντίον -

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

Εφεσιβλήτου

-----------------------

Ποινική έφεση αρ. 6611

Ελένη Νικολάου Πατάτα, από τη Λεμεσό

Εφεσείουσα

- εναντίον -

Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας

Εφεσιβλήτου

---------------------

 

 

Ημερομηνία: 21 Οκτωβρίου, 1999

Για τους εφεσείοντες σε όλες τις

εφέσεις: Μιχ. Ιωάννου

Για τον εφεσίβλητο: Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της

Δημοκρατία ς

------------------------

Γ. ΠΙΚΗΣ, Π: Την απόφαση του δικαστηρίου θα δώσει ο δικαστής

Σ. Νικήτας

-----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΣΟΛΩΝ ΝΙΚΗΤΑΣ, Δ: Η εφεσείουσα στην Π.Ε. 6609 είναι ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Καταδικάστηκε σε ποινές προστίμου, αφού κρίθηκε ένοχη, ύστερα από ακροαματική διαδικασία, σε κατηγορητήριο αποτελούμενο από 7 κατηγορίες. Επρόκειτο για αδικήματα που, σύμφωνα με την εκκαλούμενη απόφαση, διαπράχθηκαν κατά παράβαση συγκεκριμένων προνοιών των περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμων 1990 έως 1994 σε συνδυασμό με κανονισμούς που θεσπίστηκαν κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του, δηλαδή, της Κ.Δ.Π. 206/91.

Η ουσία των κατηγοριών αυτών είναι πως η εταιρεία παρέλειψε να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) εμπρόθεσμα. Η κάθε κατηγορία αναφέρεται σε ξεχωριστή φορολογική περίοδο. Καλύπτονται ορισμένες τέτοιοι περίοδοι από 1/7/92 μέχρι 31/12/95. Λεπτομέρειες αναγράφονται στο κατηγορητήριο. Συγκατηγορούμενοι της εφεσείουσας ήταν δύο από τους διευθυντές της. Δεν παραδέχθηκαν ενοχή. Η δίκη απέληξε και στη δική τους καταδίκη. Με αποτέλεσμα να τιμωρηθούν επίσης με χρηματική ποινή.

Ακολούθησαν τρεις χωριστές εφέσεις που στρέφονται κατά της καταδίκης μόνο. Όπως ήταν φυσικό τις ακούσαμε μαζί. Ας σημειωθεί ότι η εφεσείουσα εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση στις 5/3/98. Ύστερα από υπόδειξη μας η έφεση προωθήθηκε, αφού λήφθηκε η εξουσιοδότηση του Επίσημου Παραλήπτη ως εκκαθαριστή.

Μέσα από τη μαρτυρία των διευθυντών κατά τη δίκη διαγράφεται η κοινή γραμμή υπεράσπισης των εφεσειόντων. Αρνήθηκαν ότι αποστάληκε στην εταιρεία η βεβαίωση των φορολογιών στις 29/7/94, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος. Ήταν η θέση του τελευταίου ότι ειδοποίησε γραπτώς, με την επιστολή του τεκμ. 3 ημερ. 29/4/96, την εφεσείουσα εταιρεία να εξοφλήσει το χρέος της, που απέρρεε από την προηγηθείσα επιβολή φορολογίας. Όμως δε συμμορφώθηκε. Ο εφεσείων Ηρακλής Νικολάου ανέφερε στη μαρτυρία του ότι δεν πήραν ποτέ τέτοια επιστολή. Του δόθηκε όταν επισκέφθηκε τα γραφεία της Υπηρεσίας Φ.Π.Α. μετά την επίδοση του κατηγορητηρίου.

Ας λεχθεί εδώ ότι το τεκμ. 3 απευθυνόταν στην εφεσείουσα εταιρεία, αλλά έχει ως μόνη διεύθυνση αριθμό ταχυδρομικής θυρίδας στη Λεμεσό. Όντως η μαρτυρία αυτή έγινε δεκτή. Η πρωτόδικος δικαστής, αφού αναφέρθηκε στη μαρτυρία, συμπέρανε στο προκείμενο ότι:

"Η επιστολή με την οποία κοινοποιείτο στην κατηγορουμένη 1 εταιρεία η βεβαίωση φόρου ουδέποτε παρελήφθη από την κατηγορούμενη 1 εταιρεία λόγω του ότι η ορθή διεύθυνση της εταιρείας είναι η Λεωφ. Αμαθούντας 9 και 10."

Σύμφωνα με το άρθρ. 34(7) του νόμου για να καταστεί ποσό φόρου, από οποιαδήποτε βεβαίωση, οφειλόμενο και εισπρακτέο, πρέπει προηγουμένως ο ΄Εφορος να ειδοποιήσει το πρόσωπο που αφορά η βεβαίωση. Μόνο με αυτό τον τρόπο μπορεί ο φορολογούμενος να έχει την ευκαιρία να συμμορφωθεί προς τις φορολογικές του υποχρεώσεις ή να ασκήσει τα δικαιώματα του αναφορικά με την αμφισβήτηση της φορολογίας. Η κοινοποίηση της βεβαίωσης είναι και προϋπόθεση για τη θεμελίωση ποινικής ευθύνης στην περίπτωση που ο φορολογούμενος παραλείπει ή αμελεί να πληρώσει το ποσό φόρου που βεβαιώθηκε. Η κοινοποίηση των εγγράφων βεβαίωσης ενεργείται, με βάση τις διατάξεις του άρθρ. 56 του νόμου, με συστημένη επιστολή που ο Έφορος έχει καθήκον να απευθύνει στη συνηθισμένη διεύθυνση της κατοικίας ή επιχείρησης του φορολογουμένου. Ο Έφορος διαζευκτικά μπορεί να προβεί σε προσωπική επίδοση των σχετικών εγγράφων.

Η πρωτόδικος δικαστής οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η παραπάνω βεβαίωση φόρου στάληκε στην εφεσείουσα εταιρεία με συστημένη επιστολή ημερ. 29/4/96 στη λεωφόρο Αμαθούντος 11 στη Λεμεσό. Τη διεύθυνση αυτή, σύμφωνα με τα ευρήματα της, δήλωσε η εφεσείουσα κατά την εγγραφή της στο μητρώο χωρίς να γνωστοποιήσει έκτοτε οποιαδήποτε αλλαγή της. Κατ' ακολουθίαν ο Έφορος είχε εκπληρώσει το καθήκον που του επιβάλλει ο νόμος αφού:

"απέστειλε σχετική ειδοποίηση κοινοποιώντας τη βεβαίωση φόρου που διενεργήθη από Λειτουργό του Φ.Π.Α. κατόπιν σχετικού ελέγχου στην ορθή τελευταία γνωστή διεύθυνση της κατηγορούμενης εταιρείας ....... και δεν έχει σημασία το γεγονός ότι οι κατηγορούμενοι 1, 2 και 3 δεν έλαβαν αυτή την ειδοποίηση."

Αμφισβητήθηκε από την πλευρά των εφεσειόντων, με εύστοχες παραπομπές στο πρακτικό της μαρτυρίας, η ορθότητα των παραπάνω ευρημάτων. Η κύρια εισήγηση του δικηγόρου τους είναι ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το άρθρ. 56. Ναι μεν η υπεύθυνη του αρχείου του Φ.Π.Α. (Μ.Κ.3) έδωσε μαρτυρία πως ταχυδρόμησε την επίδικη βεβαίωση με συστημένη επιστολή, αλλά δεν προσκομίστηκε η απαραίτητη μαρτυρία από την ταχυδρομική υπηρεσία για να αποδείξει το γεγονός. Πέραν τούτου, ο συνήγορος υποστήριξε ότι από τα μαρτυρικά στοιχεία προκύπτει πως η βεβαίωση δεν στάληκε στη σωστή διεύθυνση, ενώ η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε το αντίθετο, παραπέμποντας μας στα τεκμ. 2, 3 και 4.

Θα μπορούσε εδώ να λεχθεί ότι η ακριβής διεύθυνση του παραλήπτη του φακέλου που περιέχει την ειδοποίηση, αποτελεί προϋπόθεση της εγκυρότητας ταχυδρόμησης της. Το άρθρ.2 του περί ερμηνείας νόμου, Κεφ. 1, που επικαλέστηκε η πρωτόδικος δικαστής ορίζει ότι:

"...... η επίδοση θα λογίζεται ότι γίνεται με την κανονική αποστολή, προπληρωμή και ταχυδρόμηση επιστολής που περιέχει το έγγραφο ........"

Στην Pitsiakkos v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1700, ερμηνεύοντας όμοιες διατάξεις ο Λ. Λοϊζου Δ., ύστερα από επισκόπηση της σχετικής νομολογίας, επεσήμανε στη σελ. 1718:

"The conclusion to be drawn from the above authorities is briefly this:

That the service of a notice under s. 42 is proved if the letter containg the notice is sent (a) by registered post, (b) it is correctly addressed to either the addressee's business or private address and, in view of the practice of the postal authorities in Cyprus as disclosed by the evidence, (c) the register slip notifying the addressee that the letter awaits collection at the post office is left at his address."

Κατά την άποψη μας, η μαρτυρία δεν υποστηρίζει τα σχετικά ευρήματα του δικάσαντος δικαστηρίου. Η πραγματικότητα είναι ότι τα αντιστρατεύεται. Και αναφερόμαστε πρώτα στα παραδεκτά γεγονότα. Από τη δήλωση τεκμ. Α προκύπτει ότι άλλη ήταν η διεύθυνση του εγγεγραμμένου γραφείου της εφεσείουσας εταιρείας και ότι αυτή δεν άλλαξε ποτέ. Η δικαστής δεν ασχολήθηκε καθόλου με αυτή την πτυχή της υπόθεσης. Υπήρξε όμως και μια άλλη όψη της μαρτυρίας, που δείχνει καθαρά ή έπρεπε τουλάχιστον να αφήσει αμφιβολίες ως προς την ορθότητα της διεύθυνσης που στάληκε η βεβαίωση. Το τεκμ. 3 έχει ως προορισμό συγκεκριμένη ταχυδρομική θυρίδα η οποία, όμως, ανήκει σε τρίτο, πράγμα που ο ίδιος βεβαίωσε ως μάρτυς της υπεράσπισης.

Το τεκμ. 4 είναι αίτηση για ακύρωση της εγγραφής της εταιρείας στο Μητρώο. Υπογράφεται από τον εφεσείοντα Ηρακλή Νικολάου. Η διεύθυνση που δίνει στο έντυπο αυτό είναι η λεωφόρος Αμαθούντος αρ. 11. Όμως η δήλωση αυτή έγινε πολύ μεταγενέστερα από την κρίσιμη ημερομηνία δηλαδή την 29/7/94, ημερομηνία αποστολής της βεβαίωσης, όπως ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος. Το ίδιο μειονέκτημα παρατηρείται και για το τεκμ. 2, που είναι φορολογική δήλωση της εταιρείας. Δεν είναι επιτρεπτό σε ποινική υπόθεση να καταφύγουμε σε υποθέσεις ότι η μεταγενέστερη έδρα της επιχείρησης της εφεσείουσας ήταν η ίδια με τη διεύθυνση που είχε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Το υπόβαθρο της υπόθεσης, που αφορά την αποστολή της βεβαίωσης, δημιουργεί τουλάχιστον λογικές αμφιβολίες για την ακρίβεια της διεύθυνσης στην οποία είχε απευθύνει ο Έφορος το ουσιώδες έγγραφο της υπόθεσης.

Θα προσθέταμε περαιτέρω ότι δεν αποδείχθηκε ότι η επιστολή ήταν συστημένη. Δεν ήταν αρκετό για την υπάλληλο του αρχείου να αναφέρει πως έστειλε τέτοια επιστολή. Το γεγονός έπρεπε να αποδειχθεί και με πρόσθετη κατάλληλη μαρτυρία.

Υπό τις περιστάσεις και για τους λόγους που εκθέσαμε καμιά από τις κατηγορίες δεν μπορούσε να ευσταθήσει. Θα επιτρέψουμε τις εφέσεις παραμερίζοντας την πρωτόδικη καταδικαστική απόφαση καθώς και τις επιβληθείσες ποινές προστίμου. Οι εφεσείοντες αθωώνονται και απαλλάσσονται.

 

Π.

Δ.

Δ.

/Κασ

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο