ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 299
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Ποινική έφεση αρ.6433
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΑΡΤΕΜΙΔΗ, ΚΡΑΜΒΗ, ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ/στωνΣταύρος Νεοφύτου
εφεσείων
- και -
Σάββας Κυριακίδης
εφεσίβλητος
........................
4.6.1999
Για τον εφεσείοντα: κ.Π.Αγγελίδης
Για τον εφεσίβλητο: κ.Ε.Πουργουρίδης
........................
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(ΠΟΙΝΗ)
ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ.: Το ιστορικό της ιδιωτικής ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσίβλητου-κατηγορούμενου εκτίθεται, σε ότι αφορά στα γεγονότα, στην απόφαση μας με την οποία έγινε αποδεκτή η έφεση του κατήγορου εναντίον της αθωωτικής απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η οποία και αντικαταστάθηκε με καταδίκη. (δες σχετική απόφαση της 8.3.99). Αναφορικά δε με την πορεία της διαδικασίας, αυτή περιγράφεται στην απόφαση μας που εκδόθηκε πριν από 3 ημέρες. Συζητήσαμε εκεί την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου για ακύρωση της ετυμηγορίας μας στην έφεση. Η απόφαση μας εκείνη επισυνάπτεται στην παρούσα, όπου ασχολούμαστε με την επιμέτρηση της ποινής, έτσι που να μεταδίδεται πλήρης και συγκροτημένη αντίληψη του θέματος.
Ο εφεσίβλητος βρέθηκε ένοχος από το Εφετείο μας σε δυο κατηγορίες για διάπραξη ισάριθμων αδικημάτων έκδοσης επιταγών χωρίς αντίκρισμα, κατά παράβαση των άρθρων 305(Α)(1,2) 26 και 29 του Ποινικού Κώδικα. Συναφώς ο εφεσίβλητος εξέδωσε στις 24.9.95 και 20.10.95 δυο επιταγές για £32.100 και £34.240 αντίστοιχα προς όφελος του κατήγορου οι οποίες, αφού παρουσιάστηκαν στην τράπεζα για πληρωμή, δεν τιμήθηκαν λόγω ελλείψεως διαθέσιμων κεφαλαίων του εκδότη - εφεσίβλητου, που παρέλειψε να τις εξοφλήσει σε 15 μέρες από την ημερομηνία που έλαβε γνώση του γεγονότος αυτού.
Η πρώτη εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου για μετριασμό της ποινής ήταν πως ο κατήγορος καταχράστηκε της διαδικασίας του Δικαστηρίου. Και τούτο γιατί ενώ ενήγαγε τον εφεσίβλητο στο πολιτικό Δικαστήριο για είσπραξη της απαιτήσεως του, προχώρησε εναντίον του και με ποινική δίωξη με τον ίδιο στόχο. Η θέση αυτή του δικηγόρου προκύπτει από την απάντηση που έδωσε ο κατήγορος σε ερώτηση του, κατά τη διάρκεια της ακρόασης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, γιατί προχώρησε με την ποινική δίωξη και αυτός απάντησε: «για να εισπράξω τα χρήματα μου». Με αυτό το δεδομένο, ο δικηγόρος του εφεσίβλητου διατείνεται πως η κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου έγκειται στο γεγονός πως ο κατήγορος χρησιμοποίησε παράλληλα την ποινική δίωξη με σκοπό να εισπράξει το λαβείν του, ενώ η φύση της ποινικής διαδικασίας είναι για να κριθεί η ενοχή ή μη του κατηγορουμένου, και στην περίπτωση που βρίσκεται ένοχος, να τιμωρηθεί.
΄Εχουμε τη γνώμη πως η πιο πάνω εισήγηση δεν έχει έρεισμα. Συμφωνούμε όμως πως, ο σκοπός της ποινικής διαδικασίας είναι για να διαπιστωθεί η ενοχή του κατηγορούμενου, που μπορεί βεβαίως να απολήξει και στην αθωώτητα του, και σε περίπτωση καταδίκης του η τιμωρία του με την επιβολή της αρμόζουσας ποινής. Αυτό είναι και το έργο μας στην παρούσα υπόθεση, ανεξάρτητα από τα ελατήρια που ώθησαν τον κατήγορο στην έναρξη της ποινικής δίωξης εναντίον του εφεσίβλητου, που έγινε βεβαίως αφού τηρήθηκαν οι νόμιμες διαδικασίες, και που δεν μπορούσε με κανένα τρόπο να απολήξει στην είσπραξη του λαβείν του.
Στην απόφαση μας της 1ης Ιουνίου 1999, που επισυνάπτεται στην παρούσα, καταλήγουμε με τα εξής:
«Το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει το ζήτημα της αρμόζουσας ποινής και προς τούτο θα ακούσει αυτά που έχουν να πουν οι συνήγοροι του εφεσείοντα και του εφεσίβλητου, περιλαμβανόμενης και οποιασδήποτε αναφοράς τους στις επιπτώσεις που δυνατό να έχει στην ποινή ο επίμαχος τροποποιητικός Νόμος».
Ο δικηγόρος του εφεσίβλητου μας είπε, επί του προκειμένου, πως με την τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 305(Α) του βασικού Νόμου ο περί Ποινικού Κώδικα (Τροποποιητικός αρ.2) Νόμος του 1999 37(1)/99, αν δικαζόταν σήμερα ο εφεσίβλητος θα αθωωνόταν, ενόψει του ευρήματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η συναλλαγή, για την οποία και εξέδωσε τις επιταγές, ήταν παράνομη.
Είναι γεγονός πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο πιο πάνω συμπέρασμα, το οποίο δεν μας απασχόλησε στην έφεση ενόψει της κατάληξης μας αναφορικά με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 305(Α). Επί του προκειμένου παραπέμπουμε στη σχετική απόφαση μας. Για τους σκοπούς όμως συζήτησης της αρμόζουσας ποινής, και μόνο, οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως η κρίση αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου, που ήταν σύμφωνη και με την εισήγηση του δικηγόρου του εφεσίβλητου, είναι νομικά εσφαλμένη. Σύμβαση η οποία προβλέπει τόκο μεγαλύτερο από το νόμιμα επιτρεπόμενο, δεν είναι παράνομη αλλά, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 5(1) του περί Τόκου Νόμου του 1977, Ν.2/77, ο τόκος που υπερβαίνει τον επιτρεπόμενο δεν εισπράττεται, μήτε χρεώνεται. Υπάρχει δε και νομολογία επί του θέματος αυτού, με τελευταία την απόφαση Τράπεζα Κύπρου και άλλοι ν. Κoudounaris Food Products και άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 641. Και αυτά που είπαμε ισχύουν μόνο αν γίνει θεωρητικά δεκτή και η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η επίδικη συναλλαγή αφορούσε δάνειο με όρους τοκογλυφίας, κάτι που ισχυρίστηκε ο εφεσίβλητος.
Δεν θα συζητήσουμε τις πρόνοιες του τροποποιητικού Νόμου 37(1)/99. Θα ερμηνευθούν, όταν τούτο χρειαστεί, από τα Δικαστήρια, τη μόνη αρμόδια εξουσία σύμφωνα με το Σύνταγμα να ερμηνεύει τους νόμους και να επιβάλλει συμμόρφωση σ΄αυτούς, όπως ο νόμος ορίζει. Για τους σκοπούς όμως του ζητήματος που μας απασχολεί θα παρατηρούσαμε πως θα μας φαινόταν παράδοξο αν θεωρείτο πως με τον τροποποιητικό Νόμο παρέχεται τώρα υπεράσπιση σε κατηγορούμενο, ο οποίος δυνατό να είναι αποκλειστικά υπεύθυνος ή συνεργός σε παράνομη ή ανήθικη συναλλαγή, για την οποία και εκδίδει επιταγή που πιθανό να βρίσκεται στα χέρια αθώου νόμιμου κομιστή προς εξαργύρωση, όταν η επιταγή δεν τιμάται από την τράπεζα, για το λόγο που καθορίζει ο Νόμος, ο εκδότης κατηγορούμενος να μπορεί να προβάλει τη δική του παρανομία ή ανηθικότητα ως υπεράσπιση.
Θεωρούμε πολύ σοβαρά τα γεγονότα της υπόθεσης, και βεβαίως λαμβάνουμε υπόψη και το μεγάλο χρηματικό ποσό των επίδικων επιταγών. ΄Εχει επανειλημμένα τονιστεί από τα Δικαστήρια η σοβαρότητα των αδικημάτων που αφορούν στην έκδοση επιταγών χωρίς αντίκρισμα και οι δυσμενείς επιπτώσεις που έχουν στις συναλλαγές των ανθρώπων, και κυρίως στον κλονισμό της αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Ο εφεσίβλητος δεν έχει προηγούμενες καταδίκες. Κρίνουμε, υπό τις περιστάσεις, πως η μόνη αρμόζουσα ποινή είναι αυτή της φυλάκισης. Ο εφεσίβλητος - κατηγορούμενος καταδικάζεται σε τρίμηνη φυλάκιση σε κάθε κατηγορία. Οι ποινές θα συντρέχουν.
Δ.
Δ.
Δ.
/MAA