ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 2 ΑΑΔ 363
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΥΠΟΜΝΗΜΑ ΑΡ. 338.
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΝΙΚΗΤΑ, ΑΡΤΕΜΗ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, ΚΑΛΛΗ, ΗΛΙΑΔΗ,
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.Δ.
Δημοκρατία
ν.
Μιχαλάκη Ευσταθίου Πανή
__________________
25 Ιουνίου, 1999
.Για την Κατηγορούσα Αρχή: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
Για τον Κατηγορούμενο: Ε. Ευσταθίου με Α. Ευσταθίου (κα.).
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.
: Τα πραγματικά περιστατικά που σχετίζονται με τα επίδικα ερωτήματα έχουν τεθεί στην απόφαση του Πική, Π.. Δεν παρίσταται ανάγκη να τα επαναλάβω.Θεωρώ σκόπιμο να προβώ στις πιο κάτω επισημάνσεις:
(α) Με την ένσταση της υπεράσπισης είχε εγερθεί και θέμα δεκτότητας του γεγονότος της συγκατάθεσης της συζύγου από τη σκοπιά του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9.
(β) Στην απόφαση της πλειοψηφίας αναφέρεται: "... η συγκατάθεση όχι ως θέμα εξ ακοής μαρτυρίας αλλά ως μαρτυρία συζύγου εναντίον συζύγου
για τους σκοπούς της υπόθεσης δεν είναι τίποτε άλλο παρά μαρτυρία
προερχόμενη από τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Δόθηκε από την ίδια, πρόσωπο στερούμενο δικαιώματος να δώσει μαρτυρία. Το γεγονός ότι επιχειρείται να δοθεί στο Δικαστήριο όχι με προσωπική εμφάνιση της, δεν διαφοροποιεί την κατάσταση. ΄Αλλωστε τέτοια δυνατότητα για το είδος αυτό της μαρτυρίας δεν παρέχεται".
Αναπόφευκτη κατάληξη του σκεπτικού της παραγ. (β), πιο πάνω, είναι ότι το γεγονός της συγκατάθεσης δεν αποτελούσε αποδεκτή μαρτυρία. Εφόσο η σύζυγος δεν ήταν "ικανός μάρτυρας" και δεν μπορούσε η ίδια να δώσει μαρτυρία για το γεγονός της συγκατάθεσης της τέτοια μαρτυρία δεν μπορούσε, εν οψει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9, να δοθεί από τρίτο πρόσωπο.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη, στο πρώτο επίδικο ερώτημα αναφέρεται ότι το αίμα λήφθηκε με τη συγκατάθεση της συζύγου και στο δεύτερο αναφέρεται ότι λήφθηκε νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της (Η υπογράμμιση είναι του δικαστηρίου). Η περίληψη του υπογραμμισμένου κειμένου στα επίδικα ερωτήματα σημαίνει ότι ενώπιον του δικαστηρίου υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ότι το αίμα λήφθηκε νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της συζύγου. Ωστόσο, σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου, δεν υπάρχει τέτοια μαρτυρία. ΄Οπως έχει ήδη υποδειχθεί σύμφωνα με την κρίση της πλειοψηφίας τέτοια μαρτυρία αντιστρατεύεται το άρ. 14(1) του Κεφ. 9. Επομένως το σχετικό πραγματικό υπόβαθρο, όπως αυτό τίθεται στα δύο επίδικα ερωτήματα - ότι το αίμα λήφθηκε νόμιμα ή με τη συγκατάθεση της συζύγου - δεν υφίσταται. Αναιρείται από την πιο πάνω κρίση της πλειοψηφίας του δικαστηρίου που σχετίζεται με τη δεκτότητα του γεγονότος της συγκατάθεσης.
Παρά τις πιο πάνω επισημάνσεις θα προχωρήσω στην εξέταση των επίδικων ερωτημάτων όπως αυτά έχουν διατυπωθεί από το πρωτόδικο δικαστήριο γιατί αντικείμενο της διαδικασίας στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 148 του Κεφ. 155 μπορεί να είναι μόνο το ορισμένο ερώτημα που επιφυλάσσεται εφόσον είναι νομικό και εγείρεται στη δίκη (Βλ. Δημοκρατία ν. Κυπριανίδη κ.α. (1994) 2 Α.Α.Δ. 37, 50).
Ικανός μάρτυρας, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο εκπρόσωπο της Κατηγορούσας Αρχής, είναι εκείνος που μπορεί να δώσει μαρτυρία. Η ικανότητα αφορά την ικανότητα να δώσει μαρτυρία σε δίκη ή σε άλλη δικαστική διαδικασία. Η απαγόρευση του άρθρου 14 του Κεφ. 9 αφορά μόνο τη μαρτυρία συζύγου στην επί δικαστηρίω διαδικασία και δεν αποκλείει τη δυνατότητα παρουσίασης αποδεικτικού υλικού που λήφθηκε νόμιμα από την ή τον σύζυγο κατηγορουμένου προσώπου.
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου έχει προβάλει τις πιο κάτω θέσεις:
Το άρθρο 14(1) του Κεφ. 9 ενσωματώνει το κοινοδίκαιο. Δεν μπορεί να δοθεί οποιαδήποτε μαρτυρία της οποίας πηγή είναι η σύζυγος του κατηγορουμένου. Εάν η κατηγορούσα αρχή δεν μπορεί να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου την επίδικη μαρτυρία με το να καλέσει τη σύζυγο δεν μπορεί να το κάμει με πλάγιο τρόπο.
Πράγματι ο κανόνας που διατυπώνεται στο πιο πάνω άρθρο 14(1) πηγάζει από το κοινοδίκαιο και αυτό επεξηγείται παραστατικά από διάφορες σχετικά πρόσφατες αποφάσεις (Cross on Evidence, 5th ed., σελ. 173)
.Ο Cross (πιο πάνω) σελ. 182-183 επιχειρεί μια θεώρηση των λόγων που οδήγησαν στον πιο πάνω κανόνα του κοινοδικαίου. Αυτοί είναι:
(1) Η ενότητα μεταξύ των συζύγων.
(2) Το ενδιαφέρον της συζύγου ή του συζύγου για το αποτέλεσμα της
διαδικασίας.
(3) Η πιθανότητα ότι ένας σύζυγος θα ήταν προκατειλημμένος ευνοϊκά υπέρ
του άλλου συζύγου.
(4) Ο κίνδυνος ότι η συζυγική ειρήνη και η εμπιστευτική φύση της έγγαμης
σχέσης θα παρενοχληθούν αδικαιολόγητα αν επιτραπεί στους συζύγους
να δίνουν μαρτυρία ο ένας εναντίον του άλλου.
(5) Η ανάγκη να λαμβάνεται δεόντως υπόψη το δημόσιο αίσθημα.
Σε σχέση με τον παράγοντα (3) ο ευπαίδευτος συγγραφέας παρατηρεί ότι αυτό είναι ζήτημα που αφορά τη βαρύτητα παρά την ικανότητα της μαρτυρίας ("competence of the testimony"). Σε σχέση δε με τον τελευταίο παράγοντα υποδεικνύει ότι είναι πολύ σημαντικό πως οι κανόνες απόδειξης πρέπει να συνάδουν με το γενικό αίσθημα.
Στην Hawkins v. U.S. 358 U.S. 74 σελ. 125 υποδεικνύεται ότι ο βασικός λόγος για την ύπαρξη του σχετικού κανόνα ήταν η ανάγκη για την διατήρηση της οικογενειακής γαλήνης όχι μόνο για το καλό του συζύγου, της συζύγου και των παιδιών, αλλά και για το καλό του κοινού. Τέτοια ανάγκη δεν ήταν ποτέ παράλογη. Ενοχοποιητική μαρτυρία η οποία δίδεται σε ποινική διαδικασία θα έτεινε να καταστρέψει σχεδόν οποιοδήποτε γάμο. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι εξακολουθεί να υπάρχει μια ευρέως διαδομένη πίστη, η οποία βασίζεται πάνω στις σημερινές συνθήκες, πως ο Νόμος δεν πρέπει να εξαναγκάζει ή να ενθαρρύνει μαρτυρία η οποία δυνατόν να αποξενώσει τον σύζυγο και τη σύζυγο ή να προκαλέσει ανάφλεξη σε υφιστάμενες συζυγικές διαφορές. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις το δικαστήριο στην
Hawkins δεν συμφώνησε με την εισήγηση για εγκατάλειψη ενός κανόνα αποκλεισμού ο οποίος βασίζεται πάνω στις έμμονες τάσεις αρκετών αιώνων.Στο Jowitt's Dictionary of English Law, σελ. 403, ο όρος "Competent" ("ικανός") επεξηγείται ως εξής:
"Competency; Competent. A person is said to be competent to testify, or a competent witness, when he is allowed by law to give evidence on a trial or other judicial inquiry........................................... .......................................".
Σε ελληνική μετάφραση
:"
΄Ενα πρόσωπο είναι ικανό σαν μάρτυρας εφόσο νόμιμα μπορεί να κληθεί να δώσει μαρτυρία σε μια διαδικασία (Βλ. Cross, πιο πάνω, σελ. 163 και John A. Andrew's and Michael Hirst CRIMINAL EVIDENCE, σελ. 173).
Στην προσπάθεια επίλυσης του υπό εξέταση ζητήματος έχω αντλήσει καθοδήγηση από μια άλλη αρχή του δικαίου της απόδειξης. Αυτή σχετίζεται με τις επιθανάτιες δηλώσεις. Μπορούν να τεθούν ενώπιον του δικαστηρίου. Αποτελούν εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία (Phipson on Evidence, 9η έκδοση, σελ. 331). Ωστόσο η προσαγωγή της επιθανάτιας δήλωσης δεν είναι αυτόματη. Σύμφωνα με τον Phipson (πιο πάνω), σελ. 332
:"The declarant must have been competent as a witness; thus imbecility or tender age will exclude the declaration (R. v. Drummond, 1 Lea. C.C. 338; R. v. Pike, 3 C. & P. 598; R. v. Perkins, 9 C. & P. 395)".
Σε ελληνική μετάφραση
:"Ο δηλώσας έπρεπε να ήταν ικανός σαν μάρτυρας
. έτσι η μωρία ή η τρυφερή ηλικία θα αποκλείσουν τη δήλωση (R. v. Drummond, 1 Lea. C.C. 338; R. v. Pike, 3 C. & P. 598; R. v. Perkins, 9 C. & P. 395)".Στο σύγγραμμα CRIMINAL EVIDENCE (πιο πάνω), σελ.
515 το θέμα τίθεται ως εξής:"The statement must be one which the deceased could have repeated in Court had he lived. Thus, if the deceased would not have been a competent witness (R. v. Pike (1829) 3 C. & P. 598 - child of 4 years) or if his statement was itself based on inadmissible hearsay, then it cannot be admissible as a dying declaration."
Σε ελληνική μετάφραση
:"Η δήλωση πρέπει να είναι δήλωση την οποία ο αποθανών μπορούσε να επαναλάβει στο δικαστήριο εάν ζούσε έτσι, αν ο αποθανών δεν θα ήταν ικανός μάρτυρας (R. v. Pike (1829) 3 C. & P. 598 - παιδί 4 ετών) ή αν αυτή τούτη η δήλωση του βασιζόταν πάνω σε μη αποδεκτή εξ ακοής μαρτυρία, τότε δεν μπορεί να είναι αποδεκτή σαν επιθανάτια δήλωση."
Στην R. v. Pike (πιο πάνω) η επιθανάτια δήλωση κοριτσιού 4 ετών δεν έγινε δεκτή. Το δικαστήριο παρατήρησε ότι η αντίληψη της ήταν αδύνατο να ήταν επαρκής για το σκοπό.
Παρά το ότι, στην περίπτωση της μεταθανάτιας δήλωσης, είναι δυνατή η μεταφορά της στο δικαστήριο από πρόσωπο άλλο από εκείνο το οποίο είχε κάμει τη δήλωση η ικανότητα του τελευταίου παραμένει σταθερός και απαρασάλευτος δείκτης που διέπει τη δεκτότητα της. Στην απουσία τέτοιας ικανότητας δεν είναι δυνατή η παρουσίαση της σχετικής μαρτυρίας έστω και αν αποτελεί εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει την εξ
ακοής μαρτυρία. Η ανικανότητα του προσώπου που έκαμε τη δήλωση δεν μεταβάλλεται σε ικανότητα απλώς και μόνο επειδή η δήλωση παρουσιάζεται στο δικαστήριο από άλλο πρόσωπο. Η ικανότητα του προσώπου από το οποίο προέρχεται η δήλωση και το οποίο αν ζούσε θα εκαλείτο να δώσει τη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου εξακολουθεί να διαδραματίζει τον καίριο και αποφασιστικό ρόλο της. Δεν παραγνωρίζεται η ικανότητα του προσώπου εκείνου απλώς επειδή η επιθανάτια δήλωση αποτελεί αποδεκτή μαρτυρία ως εξαίρεση του κανόνα που αποκλείει την εξ ακοής μαρτυρία, ή απλώς επειδή, σύμφωνα με την κατηγορούσα αρχή, η μαρτυρία έχει εξασφαλιστεί νόμιμα.Καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί και από τη νομολογία η οποία σχετίζεται με μια άλλη κατηγορία μη ικανών μαρτύρων.
Σύμφωνα με τον
Phipson, πιο πάνω, σελ. 471 , υπάρχει και ανικανότητα λόγω διανοητικής καθυστέρησης. Μάρτυρας ο οποίος εμποδίζεται από φρενοβλάβεια, μέθη, ανηλικιότητα και τα παρόμοια από του να αντιληφθεί τη φύση του όρκου και να δώσει λογική μαρτυρία δεν είναι ικανός μάρτυρας.΄Εχει νομολογηθεί ότι μαρτυρία, π.χ. πρώτο παράπονο, η οποία έχει σαν πηγή πρόσωπα που ανήκουν στις πιο πάνω κατηγορίες, δεν μπορεί να δοθεί στο δικαστήριο από το δέκτη του παραπόνου οσάκις τα πρόσωπα - πηγή της μαρτυρίας - δεν δίνουν μαρτυρία λόγω ανικανότητας.
Στην
Rex v. Brazier Leach 199; 1 East, P.C. 443, ο κατηγορούμενος αντιμετώπιζε κατηγορία επίθεσης με σκοπό τον βιασμό κοριτσιού κάτω των 7 ετών. Η ανήλικη λόγω της υποτιθέμενης ανικανότητας της δεν έδωσε μαρτυρία στη δίκη. Επειδή, όμως, μόλις είχε φθάσει στο σπίτι της κατά την ημέρα της διάπραξης της επίθεσης είχε προβεί σε δήλωση στη μητέρα της για τις λεπτομέρειες της ισχυριζόμενης επίθεσης είχε επιτραπεί στη μητέρα της να αποδείξει τη δήλωση. Κρίθηκε ότι εφόσον δεν είχε δοθεί ένορκη μαρτυρία για τη διάπραξη του εγκλήματος η μαρτυρία για τη δήλωση που έκαμε η ανήλικη στη μητέρα της δεν έπρεπε να είχε γίνει δεκτή (Βλ. επίσης Reg. v. Guttridge 9 C. & P. 471 και R. v. Burke 47 Ir. L.T. 111 στην οποία η ανήλικη δεν είχε κληθεί να δώσει μαρτυρία λόγω διανοητικής καθυστέρησης. Η μαρτυρία της μητέρας της στην οποία είχε κάμει παράπονο δεν έγινε δεκτή).Η αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες που σχετίζονται με τη δεκτότητα επιθανάτιων δηλώσεων και πρώτου παραπόνου από πρόσωπα τα οποία δεν είναι ικανοί μάρτυρες είναι τούτη:
Εφόσον τα πρόσωπα εκείνα λόγω ανικανότητας δεν μπορούσαν να κληθούν να δώσουν τη σχετική μαρτυρία η μαρτυρία τους δεν μπορεί να δοθεί στο δικαστήριο από τρίτο πρόσωπο.
Είναι αυτονόητο ότι, εν όψει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9, η σύζυγος του κατηγορουμένου δεν θα μπορούσε να κληθεί από την Κατηγορούσα Αρχή και να δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία που σχετίζεται με το αίμα της. Δεν θα μπορούσε - για να χρησιμοποιήσω τον όρο που χρησιμοποιείται στο CRIMINAL EVIDENCE (πιο πάνω) - να επαναλάβει τη μαρτυρία στο δικαστήριο. Ούτε - για τον ίδιο λόγο - θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία για το γεγονός της συγκατάθεσης της για να της ληφθεί αίμα. Τονίζεται ότι αυτό το γεγονός αποτελεί το βάθρο στη βάση του οποίου είχε επιχειρηθεί η προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας.
Μπορεί λοιπόν η σχετική μαρτυρία να δοθεί από τρίτο πρόσωπο; Η απάντηση πρέπει να είναι αρνητική για τους πιο κάτω λόγους:
Ο κανόνας που διατυπώνεται στο άρθρο 14(1) του Κεφ. 9 είναι κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας
(Βλ. Hawkins, πιο πάνω, σελ. 129). Είναι πολύ καλά εμπεδωμένος κανόνας. ΄Εχει καθιερωθεί από το κοινοδίκαιο και δεν έχει μεταβληθεί από τη Νομολογία παρά τις κατά καιρούς επικρίσεις που έχει δεχθεί.Εφόσο είναι κανόνας αποκλεισμού μαρτυρίας αυτό που αποκλείει είναι αυτή τούτη τη μαρτυρία όταν πηγή της είναι μη ικανός μάρτυρας, δηλαδή πρόσωπο που δεν θα μπορούσε νόμιμα να κληθεί για να δώσει τη μαρτυρία ενώπιον του δικαστηρίου. Μαρτυρία η οποία έχει σαν πηγή της μη ικανό μάρτυρα δεν μεταβάλλει τον χαρακτήρα της όταν προσφέρεται από τρίτο πρόσωπο. Η ανικανότητα που δημιουργεί η προέλευση της μαρτυρίας, όπως και στις περιπτώσεις της επιθανάτιας δήλωσης και του πρώτου παραπόνου, εξακολουθεί να παραμένει και μεταδίδεται και στο τρίτο πρόσωπο.
΄Οπως και στην περίπτωση της επιθανάτιας δήλωσης και του πρώτου παραπόνου η πηγή της μαρτυρίας εξακολουθεί να διαδραματίζει το ρόλο της. Η μαρτυρία πρέπει να είναι μαρτυρία την οποία ο μάρτυρας - πηγή της μαρτυρίας - θα μπορούσε ο ίδιος να δώσει - ενώπιον του δικαστηρίου. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω, στην παρούσα περίπτωση η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία είναι ο μάρτυρας πηγή της μαρτυρίας δεν θα μπορούσε, εν όψει του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9, να δώσει μαρτυρία που σχετίζεται με το αίμα της. Ακολουθεί πως η επίδικη μαρτυρία δεν μπορεί να γίνει δεκτή.
Τονίζεται ότι στην Πανή ν. Δημοκρατίας, Υπόμνημα 331/24.3.99 το ζήτημα της δεκτότητας της συγκατάθεσης της συζύγου δεν είχε εξεταστεί και από τη σκοπιά του άρθρου 14(1) του Κεφ. 9. Επομένως αυτό το ζήτημα παραμένει ανοικτό. ΄Αλλωστε είχε εξεταστεί και αποφασιστεί και από το πρωτόδικο δικαστήριο. ΄Εχω ήδη εξετάσει και αυτό το ζήτημα. Προσθέτω ότι αυτό που συνδέει την επίδικη μαρτυρία - τα μπουκαλάκια με το αίμα - με τη σύζυγο του κατηγορουμένου είναι η συγκατάθεση της για τη λήψη αίματος. Στην απουσία της
συγκατάθεσης η επίδικη μαρτυρία παραμένει μετέωρη γιατί αφαιρείται το βάθρο που επιτρέπει την προσαγωγή της. Δεν μπορεί πλέον η επίδικη μαρτυρία να συνδεθεί με τη σύζυγο του κατηγορουμένου. Τα δύο - η επίδικη μαρτυρία και η συγκατάθεση - είναι άρρηκτα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Δεν μπορούν να διαχωρισθούν. Η συγκατάθεση αποτελεί το συνδετικό στοιχείο το οποίο καθιστά δυνατή την προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας. Αποτελείται από γραπτή δήλωση της συζύγου. Εφόσο η ίδια η σύζυγος του κατηγορουμένου, η οποία είναι το πρόσωπο που έκαμε τη δήλωση-συγκατάθεση δεν θα μπορούσε να δώσει μαρτυρία για το γεγονός της συγκατάθεσης-δήλωσης της, τέτοια μαρτυρία δεν μπορεί να δοθεί από τρίτο πρόσωπο. Στην απουσία τέτοιας μαρτυρίας το βάθρο το οποίο καθιστά δυνατή την προσαγωγή της επίδικης μαρτυρίας έχει καταρρεύσει και δεν υφίσταται. Η προσαγωγή της από τρίτο πρόσωπο δεν ήταν δυνατή και γι΄ αυτό τον πρόσθετο λόγο.Ακολουθεί πως η κατάληξη της πλειοψηφίας του Κακουργιοδικείου για τη μη δεκτότητα της επίδικης μαρτυρίας ήταν ορθή.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.