ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1997) 2 ΑΑΔ 332

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 6340 & 6341

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΠΙΚΗ, Π., ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στών

1. Michael Andrew Flack, από την Αγγλία,

2. Paul William Whybrow, από την Αγγλία,

Εφεσείοντες

- ν. -

Κυπριακής Δημοκρατίας,

Εφεσίβλητης

---------------------------

19 Σεπτεμβρίου 1997

Για τους εφεσείοντες: Ν. Κληρίδης.

Για την εφεσίβλητη: Π. Κληρίδης, Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

---------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

ΠΙΚΗΣ, Π.: Την απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Νικολάου.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες είναι Άγγλοι ντετέκτιβς με έδρα το Λονδίνο. Τους ανατέθηκε από εταιρείες του εξωτερικού, οι οποίες κατείχαν δικαιώματα ευρεσιτεχνίας φαρμάκων, η διερεύνηση πιθανών παραβιάσεων από Κυπριακές φαρμακοβιομηχανίες και η συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων. Επισκέφθηκαν για τον σκοπό αυτό την Κύπρο κατά διάφορα διαστήματα. Η τελευταία φορά ήταν στις 13 Φεβρουαρίου 1997, κατόπιν που κάποιος τους παρέστησε ότι τρίτο πρόσωπο στην Κύπρο θα τους εφοδίαζε με έγγραφα σχετικά με το θέμα. Μετά που αφίχθησαν, το πρόσωπο εκείνο επικοινώνησε μαζί τους. Δεν διέθετε όμως έγγραφα προς παράδοση. Τα έγγραφα που ενδιέφεραν ανήκαν σε εκτελωνιστικό γραφείο στη Λεμεσό όπου και φυλάσσονταν. Αποφάσισαν λοιπόν, με προτροπή και συνδρομή του τρίτου, να διαρρήξουν το γραφείο και να κλέψουν τα έγγραφα.

Πραγμάτωσαν τον σκοπό τους ενωρίς το βράδυ της 15 Φεβρουαρίου 1997. Επιχείρησαν να εγκαταλείψουν την Κύπρο το ίδιο βράδυ, πρώτες πρωινές ώρες της 16 Φεβρουαρίου. Τους σταμάτησε όμως η αστυνομία στο αεροδρόμιο Λάρνακας την τελευταία στιγμή. Η επιτυχής ιχνηλάτηση είχε ως αφετηρία το τηλεφώνημα πολίτη ο οποίος, βρισκόμενος στο χώρο στάθμευσης του αυτοκινήτου τους, θεώρησε ύποπτες τις κινήσεις τους και σημείωσε τον αριθμό. Στην κατοχή τους βρέθηκαν μερικά από τα κλαπέντα ενώ τα υπόλοιπα, μαζί με φακέλους στους οποίους ήταν τοποθετημένα, εντοπίστηκαν σε σημείο που εκείνοι υπέδειξαν. Αποτελούσαν όλα μέρος του αρχείου και δεν προορίζονταν για μελλοντική χρήση. Ως εκ τούτου υπολογίστηκε η αξία τους, από άποψης χαρτικής ύλης, σε ποσό £44.

Προσήφθη εναντίον των εφεσειόντων κοινή κατηγορία για διάρρηξη γραφείου και κλοπή κατά παράβαση των άρθρων 294(α) και 20 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154. Παραδέχθηκαν ενοχή και τους επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης δεκαοκτώ μηνών.

Προσβάλλουν την ποινή για δύο λόγους. Με τον ένα εμφανίζουν το Κακουργιοδικείο να στηρίχθηκε για την επιμέτρηση της ποινής σε βάθρο ανασφαλές δεδομένου ότι, καθώς προτείνουν, αποδέχθηκε, σε σχέση με ορισμένες πτυχές των γεγονότων, την εκδοχή της Κατηγορούσας Αρχής την οποία αμφισβήτησε η υπεράσπιση, ενώ το Κακουργιοδικείο όφειλε είτε να αντιμετωπίσει τη διάσταση με τη διεξαγωγή σχετικής ακρόασης είτε να λάβει ως βάση την ευνοϊκότερη για τους εφεσείοντες εκδοχή. Ο συνήγορος τους επικαλέστηκε αναφορικά με αυτό το ζήτημα την R. v. Newton (1982) 4 Cr. App. R. (S) 388 και άλλη συναφή Αγγλική νομολογία. Επισημαίνουμε ότι στην Κύπρο η προσέγγιση εκτίθεται στις αποφάσεις του Εφετείου στις Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ανδρέα Αεροπόρου, Ποιν. Έφ. Αρ. 6137, ημερ. 21 Ιανουαρίου 1997 και Mousa Abdel Hady Haggag v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. Αρ. 6061, ημερ. 12 Μαρτίου 1997. Με τον άλλο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ποινή ως έκδηλα υπερβολική επί των όσων εύλογα θα μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη. Έγινε, ως προς αυτό το ζήτημα, αναφορά σε στοιχεία και παράγοντες που, κατά τους εφεσείοντες, είτε εσφαλμένα ήταν που προσμέτρησαν σε βάρος τους, είτε δεν βάρυναν όσο θα έπρεπε υπέρ τους. Με αποτέλεσμα την υπέρμετρη υπερίσχυση της αποτροπής έναντι της εξατομίκευσης.

Δεν συμμεριζόμαστε την άποψη οτι παρέμεινε εν τέλει οποιαδήποτε σημαντική, ως προς την επιμέτρηση της ποινής, διάσταση γεγονότων μεταξύ Κατηγορούσας Αρχής και υπεράσπισης ώστε να ετίθετο ζήτημα επιλογής για επίλυση. Τα γεγονότα, όπως αποκρυσταλλώθηκαν, διαμόρφωναν βάθρο σταθερό και σίγουρο. Οι επί μέρους θέσεις που διατύπωσαν οι εφεσείοντες σχετίζονται όχι με το βάθρο καθ΄αυτό αλλά με την αντίκρυση και την αξιολόγηση του. Επομένως νόημα έχουν μόνο σε συνάρτηση με την επιμέτρηση της ποινής. Και άπτονται του λόγου που φέρει την ποινή ως έκδηλα υπερβολική. Πρόκειται για τις ακόλουθες θέσεις:

α) Πρώτο, ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέληξε ότι υπήρξε σχεδιασμός. Ο συνήγορος των εφεσειόντων επεσήμανε σχετικά ότι το Κακουργιοδικείο παρανόησε επί του θέματος μία συγκεκριμμένη πτυχή των γεγονότων. Η επισήμανση είναι ορθή. Αλλά αφορά σε εντελώς επουσιώδη πτυχή και δεν αφαιρεί από την ορθότητα της κατάληξης που στηρίχθηκε και σε άλλα πλέον ουσιώδη και πειστικά στοιχεία.

β) Δεύτερο, ότι το Κακουργιοδικείο δεν διέκρινε τη σημασία του ρόλου του τρίτου προσώπου. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή την άποψη. Διαπιστώνουμε ότι το Κακουργιοδικείο τη διέκρινε πλήρως και ορθά την αξιολόγησε ως περιορισμένης σημασίας εφόσον στην προκείμενη περίπτωση δεν προέκυπτε ζήτημα ανισότητας στη μεταχείριση εξ αιτίας της μη διώξης του τρίτου, δεδομένου ότι δεν κατέστη γνωστή η ταυτότητα του: βλ. Kyriakides v. Republic (1983) 2 C.L.R. 94, Georghiou and Others v. Republic (1986) 2 C.L.R. 109, Dirazo ν. Δημοκρατίας (1992) 2 Α.Α.Δ. 197 και, κατ΄ αναλογία την Κάττου & άλλος ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 498 .

γ) Τρίτο, ότι το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα κατέταξε το αδίκημα από άποψης σοβαρότητας στο είδος του, με αναφορά στην πιθανολόγηση ανεπίτρεπτου εξωγενούς στοιχείου, ήτοι, του ενδεχομένου πρόκλησης ζημίας σε Κυπριακές φαρμακοβιομηχανίες με τη χρήση των όσων περιήλθαν σε γνώση των εφεσειόντων εκ των κλαπέντων εγγράφων. Διαπιστώνουμε πως πράγματι εδώ υπήρξε σφάλμα. Το Κακουργιοδικείο πιθανολόγησε με τρόπο γενικό και αόριστο την πρόκληση ζημίας σε τρίτους. Χωρίς μορφοποίηση με αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία τέτοια ζημία δεν μπορούσε να προσμετρήσει. Πέρα όμως από αυτό, δεν εξετάστηκε από το Κακουργιοδικείο το κατά πόσο εν πάση περιπτώσει ό,τι θα υφίσταντο οι τρίτοι από την αποκάλυψη της παρανομίας στην οποία κατ΄ ισχυρισμό επιδίδονταν - τα έγγραφα δεν θα επιδρούσαν δυσμενώς αν η δραστηριότητα τους ήταν νόμιμη - θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ζημία ώστε να επιτείνεται η σοβαρότητα του αδικήματος που διέπραξαν οι εφεσείοντες.

Τέλος, σε ό,τι αφορά τη γενικότερη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου, δεν συμφωνούμε με τη θέση των εφεσειόντων ότι δεν αξιολογήθηκαν και δεν αποτιμήθηκαν δεόντως τα όσα είχαν τεθεί ως ελαφρυντικά στοιχεία και μετριαστικοί για την ποινή παράγοντες. Ακολούθησε, ωστόσο, σφάλμα κατά τη στάθμιση της εξατομίκευσης με την αποτροπή. Την προσπάθεια για αποτροπή μέσω της ποινής την καθιστά κοινωνικά απαραίτητη η έξαρση που παρατηρείται σε αδικήματα διαρρήξεων και κλοπών. Αλλά το αδίκημα που διέπραξαν οι εφεσείοντες δεν εντασσόταν στο γενικό κλίμα. Είχε τη δική του ιδιαιτερότητα. Η οποία βέβαια το καθιστούσε αφ΄ευατής σοβαρό. Όμως αυτή η σοβαρότητα θα έπρεπε να είχε αντικρυστεί με γνώμονα τη δική της υφή. Δεν επρόκειτο για αδίκημα χαρακτηριστικό των περιπτώσεων προς τις οποίες απευθύνονται οι συνήθεις αποτρεπτικές ποινές. Ενδεικνυόταν λοιπόν κάποια διαφοροποίηση. Που δεν έγινε.

Αναφερθήκαμε σε δύο σφάλματα στην προσέγγιση του Κακουργιοδικείου. Τα οποία, καθώς φαίνεται, επέδρασαν ουσιωδώς στον καθορισμό του ύψους της ποινής. Η άμεση φυλάκιση καθίστατο εν προκειμένω αναπόφευκτη. Ωστόσο, η επιβληθείσα ποινή ήταν εξ αντικειμένου και με την εφαρμογή ορθών κριτηρίων, έκδηλα υπερβολική: βλ. Philippou v. Republic (1983) 2 C.L.R. 245 και Γεωργίου ν. Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 525. Και πρέπει να παραμεριστεί.

Με αυτή την εξέλιξη είναι πια έργο δικό μας η συνεκτίμηση των όσων συνθέτουν την περίπτωση υπό το φως της πολιτικής των Δικαστηρίων στην εφαρμογή του Ποινικού Δικαίου. Έχοντας σταθμίσει το κάθετι με προσοχή, καταλήγουμε ότι η αρμόζουσα ποινή είναι φυλάκιση εννέα μηνών. Στην οποία καταδικάζουμε τους εφεσείοντες.

Π.

Δ.

Δ.

/ΕΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο