ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D515
(2016) 1 ΑΑΔ 2567
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΝΑΥΤΟΔΙΚΕΙΟΥ
(Αγωγή Ναυτοδικείου Αρ.: 9/2013)
11 Νοεμβρίου, 2016
[Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.]
BUNKERNET LTD,
Ενάγοντες,
- ΚΑΙ -
1. PNO SHIPMANAGEMENT LTD,
2. KINGFISHER MARITIME CORPORATION LTD,
3. EVERGLADES SHIPPING CORPORATION LTD,
4. ΠΑΝΙΚΟΣ ΟΝΟΥΦΡΙΟΥ,
Εναγόμενοι.
----------------------------
Αίτηση Εναγομένων, ημερομηνίας 1.9.2015, για Αναστολή
Χριστάκης Παύλου, για τους Αιτητές-Εναγόμενους 1 & 4.
Έλενα Πεύκου (κα), για Χ. Π. Σαββίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ και εκ μέρους του Ανδρέα Θεοφίλου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση-Ενάγοντες.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.:- Στις 17.2.2011, οι εναγόμενοι υπέγραψαν συμφωνία αναγνώρισης χρέους και εγγύησης (Debt Confirmation and Guarantee Agreement) με τους ενάγοντες. Επικαλούμενοι όρο διαιτησίας στην εν λόγω συμφωνία, οι εναγόμενοι 1 και 4, με την παρούσα αίτηση επιδιώκουν την απόρριψη και/ή παραμερισμό και/ή την αναστολή της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής. Να σημειωθεί ότι οι εναγόμενοι 2 και 3 δεν λαμβάνουν μέρος στη διαδικασία, αφού η επίδοση σε αυτούς του κλητηρίου εντάλματος παραμερίστηκε από το Δικαστήριο σε προγενέστερο στάδιο της αγωγής.
Σύμφωνα με τον εν λόγω όρο, 10.2 της επίδικης συμφωνίας (στο εξής «ο όρος διαιτησίας»):
«Any dispute or difference arising out of or in connection with this Agreement (including a dispute regarding the existence, validity or termination of this Agreement) (a "Dispute") shall be referred to and finally resolved by arbitration in accordance with the ICC Arbitration Rules (the "rules") before a single member arbitral tribunal appointed in accordance with the Rules with the place of arbitration Limassol, Cyprus and language of arbitration English».
Οι ενάγοντες, ενίστανται στην αίτηση. Βασική τους θέση είναι ότι ο όρος διαιτησίας «έχει ήδη παραμεριστεί συναινετικά από τα μέρη στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης 430/2011 Ε.Δ. Λεμεσού, με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ. 23/10/2013». Επικαλούνται και άλλους λόγους στους οποίους δεν χρειάζεται να γίνει αναφορά στο παρόν στάδιο.
Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα όσα θα απασχολήσουν στη συνέχεια, καθίσταται αναγκαίο όπως παρατεθούν οι ισχυρισμοί των δύο πλευρών, όπως προβάλλονται στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση, αντίστοιχα.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του εναγομένου 4, οι εναγόμενοι πληροφορήθηκαν με επιστολή δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων, ημερομηνίας 19.4.2011, για οδηγίες τους από τους ενάγοντες να αρχίσουν διαιτητική διαδικασία στη βάση του παραπάνω όρου διαιτησίας, με τον κ. Patrick Elston ως μοναδικό διαιτητή, ζητώντας παράλληλα όπως οι εναγόμενοι επιβεβαιώσουν τον διορισμό του κ. Elston διαφορετικά θα αποτείνονταν στο Δικαστήριο για το διορισμό του. Παρόλο που οι εναγόμενοι δεν απάντησαν στην επιστολή, οι ενάγοντες παράνομα και παράτυπα διόρισαν τον κ. Elston ως μοναδικό διαιτητή, χωρίς να αποταθούν στο Δικαστήριο για το διορισμό του, ο οποίος στη συνέχεια, με ηλεκτρονικό του μήνυμα (email), ημερομηνίας 10.6.2011, κοινοποίησε τις οδηγίες του προς τα μέρη.
Στις 16.6.2011 οι εναγόμενοι καταχώρησαν, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, τη Γενική Αίτηση Αρ.430/11 (στο εξής «η Γενική Αίτηση»), ζητώντας την ακύρωση του διορισμού του κ. Elston ως μοναδικού διαιτητή (αιτητικό Α) καθώς και του όρου διαιτησίας (αιτητικό Β). Στα πλαίσια δε της Γενικής Αίτησης αποτάθηκαν μονομερώς και επέτυχαν στην έκδοση διατάγματος με το οποίο διατάσσονταν οι ενάγοντες να αναστείλουν τη διαιτητική διαδικασία μέχρι την αποπεράτωση της. Αφού τους επιδόθηκε, οι ενάγοντες στις 13.7.2011 αποδέχτηκαν όπως το διάταγμα γίνει απόλυτο, ενώ στη συνέχεια, με επιστολή τους ημερομηνίας 1.8.2011 προς τους εναγόμενους και τον κ. Elston, έδωσαν ειδοποίηση τερματισμού της διαιτητικής διαδικασίας.
Ακολούθως, στις 3.8.2011, οι ενάγοντες αποτάθηκαν στη Γραμματεία του Διεθνούς Διαιτητικού Δικαστηρίου, μέσω των τότε δικηγόρων τους, με αίτημα για τη διεξαγωγή διαιτητικής διαδικασίας προς επίλυση της διαφοράς τους με τους εναγόμενους, στη βάση του όρου διαιτησίας, διάβημα το οποίο, κατά τους εναγόμενους, καλυπτόταν από το διάταγμα αναστολής που είχε καταστεί απόλυτο από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού στις 13.7.2011. Ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι καταχώρησαν αίτηση παρακοής εναντίον των εναγόντων, η οποία αποσύρθηκε στις 11.11.2011 μετά από δήλωση των τότε δικηγόρων των εναγόντων ότι το παραπάνω διάταγμα αναστολής περιλάμβανε και τη διαδικασία σε οποιοδήποτε διεθνές Δικαστήριο. Η διεθνής διαιτητική διαδικασία παρέμεινε σε εκκρεμότητα μέχρι τον Μάρτη 2013, οπότε οι ενάγοντες απέσυραν το αίτημα τους για διαιτησία με σχετική επιστολή των νυν δικηγόρων τους προς το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο. Ακολούθως, στις 5.4.2013, οι ενάγοντες καταχώρησαν την υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή Ναυτοδικείου.
Απορρίπτοντας σχετικό ισχυρισμό που προβάλλεται στην Αναφορά των εναγόντων, ο ομνύων, εναγόμενος 4, διατείνεται ότι οι εναγόμενοι ουδέποτε αποποιήθηκαν του δικαιώματος ενεργοποίησης του όρου διαιτησίας, ούτε συγκατατέθηκαν στην παραπομπή των διαφορών τους με τους ενάγοντες, προς εκδίκαση ενώπιον αρμόδιου Δικαστηρίου. Αυτό που συνέβη, ισχυρίζεται, ήταν ότι στις 23.10.2013 οι δικηγόροι των εναγόντων δήλωσαν στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης ότι αποποιούνται του δικαιώματος ενεργοποίησης του όρου διαιτησίας και, με βάση τη δήλωση αυτή, ο δικηγόρος των εναγομένων απέσυρε τη Γενική Αίτηση χωρίς να εκδικαστεί στην ουσία της. Δηλώνοντας ταυτόχρονα την ετοιμότητα και προθυμία του ιδίου προσωπικά και των εναγόμενων 1, να συμμετάσχουν «σε μια νόμιμη διαιτητική διαδικασία», ο ομνύων διατείνεται ότι η μονομερής δήλωση των εναγόντων στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης δεν εξουδετερώνει ή ακυρώνει τον όρο διαιτησίας, ούτε νομιμοποιεί τους ενάγοντες να αγνοήσουν την ύπαρξη του και να αποταθούν στο Δικαστήριο για επίλυση των διαφορών τους με τους εναγόμενους, οι οποίες σχετίζονται με παράβαση από τους ενάγοντες ουσιαστικών όρων της συμφωνίας ημερομηνίας 17.2.2011 που οδήγησαν στον τερματισμό της.
Απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς των εναγομένων, περί παράνομου και παράτυπου διορισμού του κ. Elston και σε σχέση με το ιστορικό των μεταξύ των διαδικασιών, οι ενάγοντες μέσα από την ένορκη δήλωση της κας Παναγιώτας Τσομπανίδου, δικηγόρου στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων, παραθέτουν τη δική τους εκδοχή. Ισχυρίζονται ότι η επιστολή των δικηγόρων των εναγόντων για απόσυρση της Διαιτησίας ενώπιον του ICC International Court of Arbitration όσο και το πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερομηνίας 23.10.2013, έγιναν λόγω του αιτητικού στη Γενική Αίτηση των εναγομένων για ακύρωση ή παραμερισμό του όρου διαιτησίας και παραπομπής της υπόθεσης σε αρμόδιο δικαστήριο. Σε σχέση, ειδικότερα, με το τελευταίο, παραπέμπουν στην παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης του εναγόμενου 4, η οποία υποστήριζε τη Γενική Αίτηση στην οποία αναφέρει:
«Οι Αιτητές εξ αιτίας της ανωτέρω παράνομης συμπεριφοράς των Καθ' ων η Αίτηση και του Διαιτητή έχουν απωλέσει την εμπιστοσύνη των εις τον θεσμό της Διαιτησίας και επιζητούν την αναίρεση και ή ανάκληση του σχετικού όρου διαιτησίας (όρος 10.2 της συμφωνίας ημερ. 17/02/2011) ούτως ώστε η οποιαδήποτε διαφορά ή αμφισβήτηση που απορρέει από τη συμφωνία ημερ. 17/2/2011 να εκδικασθεί σύμφωνα με τους Νόμους και Κανονισμούς από Επαρχιακό Δικαστήριο ως το κατ' εξοχή ανεξάρτητο θεσμικό όργανο απονομής της Δικαιοσύνης»
Κατά τους ενάγοντες, το πρακτικό του Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.10.2013 αντανακλά και αποτυπώνει συμφωνία των μερών για μερική αποδοχή του αιτήματος των εναγομένων στη Γενική Αίτηση τους για ακύρωση και/ή παραμερισμό και/ή ανάκληση του όρου διαιτησίας, με παραμερισμό του όρου διαιτησίας δια της δήλωσης «αποποίησης από τους Ενάγοντες του δικαιώματος ενεργοποίησης» του όρου αυτού και την αποδοχή της αποποίησης από τους εναγόμενους με τη δήλωση του δικηγόρου τους: «Ενόψει της δήλωσης, αποσύρω την αίτηση.».
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω θέση τους, οι ενάγοντες διατείνονται ότι η αξίωση τους, η οποία αφορά στην προμήθεια καυσίμων στο πλοίο ALFA K και όχι στη συμφωνία ημερομηνίας 17.2.2011, δεν εμπίπτει στον όρο διαιτησίας. Η επίκληση της εν λόγω συμφωνίας στην Αναφορά τους γίνεται «συμπληρωματικά» προς υποστήριξη άλλων ισχυρισμών τους, όπου εκτίθεται αναλυτικά η βάση της απαίτησης τους. Η ύπαρξη δε όρου διαιτησίας δεν καταργεί τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σε κατάλληλες περιπτώσεις, όπως η παρούσα.
Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση, ως έχει ήδη αναφερθεί, έγινε από δικηγόρο στο γραφείο των δικηγόρων των εναγόντων. Για την εξουσιοδότηση της να προβεί η ίδια στην ένορκη δήλωση και για την πηγή της γνώσης της, η ομνύουσα αναφέρει τα ακόλουθα:
«2. Γνωρίζω τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, όπως εκτίθενται κατωτέρω, από το φάκελο της δικογραφίας και από πληροφορίες που μου έχουν δοθεί από τους Ενάγοντες και από τους δικηγόρους που χειρίζονται προσωπικά την υπόθεση. Συνεπώς, προβαίνω στην παρούσα ένορκη δήλωση εξ' όσων η ίδια γνωρίζω και πιστεύω και εξ΄όσων πληροφορούμαι από τους Ενάγοντες και τους δικηγόρους τους.
3. Περαιτέρω, προβαίνω στην παρούσα ένορκη δήλωση πλήρως εξουσιοδοτημένη από τους Ενάγοντες καθώς ο διευθυντής των Εναγόντων, κος Γρηγόρης Γρηγορίου είναι άρρωστος και κλινήρης και αδυνατεί να μετακινηθεί από την οικία του για την όρκιση της παρούσας. Επιπλέον, πλείστα των ζητημάτων και γεγονότων αφορώσιν την παρούσα ένορκη δήλωση, τα γνωρίζω ως βοηθός του κου Χαράλαμπου Σαββίδη κατά το χειρισμό του επί της παρούσας υπόθεσης και όπως αυτά εκτίθενται στο φάκελο της υπόθεσης».
Με τη γραπτή αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων εισηγείται, παραπέμποντας σε νομολογία, ότι εφόσον η ομνύουσα στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση δεν γνωρίζει προσωπικά τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται και δεν κατονομάζει ή δεν κατονομάζει ικανοποιητικά τις πηγές της γνώσης της, η ένορκη δήλωση της θα πρέπει να αγνοηθεί και/ή να διαγραφεί από το Δικαστήριο και η ένσταση να απορριφθεί γιατί δεν θα υποστηρίζεται από οποιαδήποτε ή οποιαδήποτε ικανοποιητική μαρτυρία. Η ένορκη δήλωση πρέπει να αγνοηθεί και/ή διαγραφεί και για τον πρόσθετο λόγο ότι έγινε από δικηγόρο και όχι από τους ενάγοντες - καθ' ων η αίτηση, χωρίς να δίνεται οποιαδήποτε εξήγηση και/ή ικανοποιητική εξήγηση για αυτό. Επισημαίνει παράλληλα, χωρίς να αμφισβητεί ότι ο διευθυντής των εναγόντων, κ. Γρηγορίου, ασθενούσε στις 4.11.2015, ότι δεν ήταν «αδύνατο» για αυτό να μεταβεί στο Πρωτοκολλητείο του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή να γίνουν άλλες διευθετήσεις ώστε να προβεί ο ίδιος στην ένορκη δήλωση, παρά μόνο «πολύ δύσκολο», κατά τους ενάγοντες.
Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση Πέτρου Ζωγράφου κ.ά ν. Drosoneri Farm Limited, Πολιτική Έφεση Αρ.379/2012, ημερομηνίας 21.5.2015, ECLI:CY:AD:2015:A362 όπου επίσης προβλήθηκε ισχυρισμός για το παράτυπο ένορκης δήλωσης εκ μέρους δικηγόρου λέχθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία απαντούν, κατά την άποψη μου, στη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγομένων επί του θέματος της όμνυσης της ένορκης δήλωσης από δικηγόρο:
«Παρά το ανεπιθύμητο της πρακτικής αυτής, η νομολογία μας δεν απαγορεύει την όμνυση από δικηγόρο σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα, που ο ομνύων δεν χειρίζεται την υπόθεση, ώστε να αγνοείται ή να απορρίπτεται η ένορκη αυτή δήλωση (βλ. Dimitry Rybolovlev v. Elena Rybolovleva (2010) 1 A.A.Δ 82). Όπως έχει νομολογηθεί, «η απαγόρευση αφορά την όμνυση ένορκης δήλωσης από δικηγόρο, ο οποίος είναι ή στη συνέχεια της διαδικασίας, καθίσταται μάρτυρας γεγονότων οπότε και θεωρείται ασυμβίβαστος ο περαιτέρω εκ μέρους του χειρισμός της υπόθεσης ..» (βλ. Investylia Public Company Ltd ν. Τζοζεφίν Γαβριηλίδου, Πολιτική Έφεση 326/10, ημερομηνίας 13.6.2013).»
Λέχθηκε περαιτέρω στη Rybolovlev (ανωτέρω):
«Στις πιο πάνω καλά καθιερωμένες αρχές δεν κρίνουμε ορθό να προσθέσουμε ή να αναγνωρίσουμε και άλλη αρχή σύμφωνα με την οποία εάν ο ομνύων είναι δικηγόρος και δεν επεξηγεί με επάρκεια γιατί προβαίνει ο ίδιος στην ένορκη δήλωση και όχι ο πελάτης του, τότε η ένορκη δήλωση πάσχει και θα πρέπει ν' αγνοηθεί ή απορριφθεί. Ούτε και συμφωνούμε ότι μια τέτοια απόλυτη αρχή εξάγεται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Dulai Dulai (ανωτέρω)...».
Εν προκειμένω, θεωρώ ότι η ομνύουσα, κα Τσομπανίδου, εξηγεί με επάρκεια και παραθέτει καλό λόγο γιατί προέβηκε η ίδια στην ένορκη δήλωση και όχι ο διευθυντής των εναγόντων, κατονομάζοντας με σαφήνεια και την πηγή της γνώσης της για τα γεγονότα στα οποία αναφέρεται. Ούτε με βρίσκουν σύμφωνη τα όσα προβλήθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγόμενων σε σχέση με την επάρκεια της γνώσης της εν λόγω ομνύουσας, η οποία δεν αμφισβητήθηκε είτε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση είτε με προσπάθεια αντεξέτασης της. Εν πάση περιπτώσει, η ένσταση των εναγόντων σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται σε έγγραφα τα οποία επισυνάπτονται στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις των διαδίκων και κυρίως των εναγομένων. Συνακόλουθα, δεν θεωρώ ότι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση θα πρέπει να αγνοηθεί από το Δικαστήριο.
Στρέφομαι τώρα να εξετάσω κατά προτεραιότητα, λόγω της καταλυτικής σημασίας του ζητήματος για την τύχη της αίτησης των εναγομένων, τη θέση των εναγόντων ότι ο όρος διαιτησίας «έχει ήδη παραμεριστεί συναινετικά από τα μέρη» στις 23.10.2013, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης αρ. 430/2011.
Η εισήγηση των εναγόντων φέρνει στο προσκήνιο το δόγμα της εγκατάλειψης (doctrine of abandonment), η εφαρμογή του οποίου εξαρτάται από τη συντέλεση συμφωνίας εγκατάλειψης, ζήτημα για το οποίο ισχύουν οι συνηθισμένες αρχές περί συμβάσεων. Κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η συμπεριφορά των διαδίκων ήταν τέτοια που να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι συμφώνησαν σιωπηρά για την εγκατάλειψη (abandonment) της συμφωνίας για διαιτησία.
Παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε τη Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων στην υπόθεση Paal Wilson & Co v Partenreederei Hannah Blumenthal, The Hannah Blumenthal [1983] 1 All ER 34, όπου παρατηρήθηκαν τα ακόλουθα σχετικά από το δικαστή Lord Brandon:
«The concept of the implied abandonment of a contract as a result of the conduct of the parties to it is well established in law: see Chitty on Contracts (23rd edn, 1968) vol 1, para 1231 and cases there cited. Where A seeks to prove that he and B have abandoned a contract in this way, there are two ways in which A can put his case. The first way is by showing that the conduct of each party, as evinced to the other party and acted upon by him, leads necessarily to the inference of an implied agreement between them to abandon the contract. The second method is by showing that the conduct of B, as evinced towards A, has been such as to lead A reasonably to believe that B has abandoned the contract, even though it has not in fact been B's intention to do so, and that A has significantly altered his position in reliance on that belief. The first method involves actual abandonment by both A and B. The second method involves the creation by B of a situation in which he is estopped from asserting, as against A, that he, B has not abandoned the contract (see Pearl Mill Co Ltd v Ivy Tannery Co Lts [1919] 1 KB 78 [1918-1919] All ER Rep 702).»
Στην ίδια υπόθεση ο Λόρδος Diplock ανέφερε:
«To create a contract by exchange of promises between two parties where the promise of each party constitutes the consideration for the promise of the other, what is necessary is that the intention of each as it has been communicated and understood by the other (even though that which has been communicated does not represent the actual state of mind of the communicator) should coincide»
Προσεγγίζοντας το θέμα διαφορετικά, ο δικαστής Λόρδος Brightman θεώρησε ότι για να μπορεί το ένα μέρος ("the sellers") να στηριχθεί στην εγκατάλειψη της συμφωνίας για διαιτησία, ήταν αρκετό να καταδειχθεί:
«that the buyers so conducted themselves as to entitle the sellers to assume, and that the sellers did assume, that the contract was agreed to be abandoned sub silentio.»
(Βλ. επίσης Allied Marine Ltd. ν. Vale do Rio Doce S.A. [1985] 1 W.L.R. 925).
Εν προκειμένω, η συμπεριφορά του κάθε διάδικου και η πρόθεση του, όπως κοινοποιήθηκε (communicated) και έγινε αντιληπτή από τον άλλο, οδηγούν αναπόφευκτα στο συμπέρασμα ότι συμφώνησαν σιωπηρά να εγκαταλείψουν τη συμφωνία για διαιτησία η οποία περιέχεται στον όρο 10.2 της μεταξύ τους συμφωνίας ημερομηνίας 17.2.2011. Αναφέρομαι ειδικότερα στην καταχώρηση της Γενικής Αίτησης από τους εναγόμενους, στην οποία ένα από τα δύο αιτήματα τους ήταν η έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου «δυνάμει του οποίου να ακυρώνεται και ή παραμερίζεται και ή ανακαλείται ο περί Διαιτησίας όρος που περιέχεται στη συμφωνία ημερ. 17/02/2011, όρος 10.2 μεταξύ των διαδίκων» και στη δήλωση του εναγόμενου 4 στην παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης που συνόδευε τη Γενική Αίτηση ότι οι εναγόμενοι εκ της συμπεριφοράς των εναγόντων έχουν απωλέσει την εμπιστοσύνη τους στο θεσμό της διαιτησίας και επιζητούν την ανάκληση του όρου διαιτησίας ώστε η μεταξύ των διαδίκων διαφορά να εκδικασθεί από Επαρχιακό Δικαστήριο. Αναφέρομαι, επίσης, στην εν συνεχεία ανεπιφύλακτη δήλωση των εναγόντων στις 23.10.2013, στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης, «αποποίησης» των δικαιωμάτων τους ενεργοποίησης του όρου διαιτησίας, στην απόσυρση από τους εναγόμενους της Γενικής Αίτησης «ενόψει» της προαναφερόμενης δήλωσης των εναγόντων και, τέλος, στην απόρριψη της από το Δικαστήριο «ως διευθετηθείσα» με ταυτόχρονη σημείωση της δήλωσης των εναγόντων.
Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνεται πως η θέση των εναγόντων ότι ο όρος διαιτησίας εγκαταλείφθηκε κοινή συναινέσει των διαδίκων, είναι ορθή και εύλογη, και, ως εκ τούτου, οι εναγόμενοι εμποδίζονται από του να ισχυρίζονται πως ουδέποτε αποποιήθηκαν του δικαιώματος ενεργοποίησης του εν λόγω όρου.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση των εναγομένων δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη και απορρίπτεται χωρίς να υπάρχει ανάγκη εξέτασης οποιουδήποτε άλλου εγειρόμενου θέματος.
Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 4, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΠΑΝΑΓΗ, Δ.
/ΣΓεωργίου