ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A342
(2016) 1 ΑΑΔ 1701
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2016)
8 Ιουλίου, 2016
[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΝΑΓΗ, ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/στές]
KAT΄ ΕΦΕΣΙΝ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΑΡΝΑΚΑΣ ΣΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΑΙΤΗΣΗ ΑΡΙΘΜΟΣ 03/2016, ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΙΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΩΝ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ ΕΚΖΗΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕΛΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΙΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ ΝΟΜΟ, Ν.133(Ι)/2004.
ΜΕΤΑΞΥ:
ANTHONY ANTONIOU, ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΟ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΙΚΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ,
Εφεσείοντα,
ΚΑΙ
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου.
_________________________
Σ. Μάτσας με Γ. Πολυχρόνη προσωπικά και εκ μέρους Α. Πελεκάνου, και Ε. Χριστοδούλου (κα.), για τον Εφεσείοντα.
Μ. Σπηλιωτοπούλου (κα.), για τον Εφεσίβλητο.
__________________________
Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Νικολάτος, Π..
________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η ορθότητα πρωτόδικης απόφασης αναφορικά με την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίον εκδόθηκε, εναντίον του εφεσείοντα, την 18.12.2015 από αρμόδιο δικαστήριο του Leeds της Αγγλίας.
Ο εφεσείων συνελήφθη από την Κυπριακή Αστυνομία, δυνάμει του άρθρου 17(1) του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Συλλήψεως και Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νόμου, Ν 133(Ι)/2004 (Ο Νόμος), και προσήχθη ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου (Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας) την 29.2.2016.
Το πρωτόδικο δικαστήριο, αφού εξέτασε τη νομική πτυχή του θέματος και αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, προχώρησε στην εξέταση των εγερθέντων ζητημάτων. Τα βασικά ζητήματα που ηγέρθησαν πρωτοδίκως ήταν τα εξής:
(α) Δυνάμει του άρθρου 13(ε) του Νόμου αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, προς το σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας, στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός (όπως στην προκείμενη περίπτωση) και η Κυπριακή Δημοκρατίας αναλαμβάνει την υποχρέωση (το πρόσωπο) να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους (στην Κύπρο), τότε η Δικαστική Αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, αρνείται την εκτέλεσή του. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως παρατήρησε το πρωτόδικο δικαστήριο, η Κυπριακή Δημοκρατία ενεργούσα δια του Υπουργού Δικαιοσύνης, μέσω του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, απέρριψε αίτημα του εφεσείοντα για εκτέλεση της ποινής του στην Κύπρο, σύμφωνα με τους ποινικούς νόμους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το ζήτημα που, κυρίως, τέθηκε πρωτόδικα ήταν ποιό όργανο είναι αρμόδιο για να αποφασίσει επί του εν λόγω θέματος, εκ μέρους της Δημοκρατίας, είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης ή άλλο όργανο; Σημειώνεται συναφώς ότι ο ίδιος ο εφεσείων υπέβαλε το αίτημα του δυνάμει του άρθρου 13(ε) του Νόμου και δυνάμει του άρθρου 14(1) (ζ) του Νόμου για εκτέλεση της ποινής του στην Κυπριακή Δημοκρατία, απευθυνόμενος προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως αναγνωρίζοντάς τον, ουσιαστικά ως τον αρμόδιο εκπρόσωπο της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το πρωτόδικο δικαστήριο, αναφερόμενο σε αυθεντίες και στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας, αποφάσισε ότι ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως νόμιμα εκπροσώπησε την Κυπριακή Δημοκρατία κατά την εφαρμογή των άρθρων 13(ε) και 14(1) (ζ) του Νόμου.
(β) Αναφορικά με τον τύπο του εντάλματος, το πρωτόδικο δικαστήριο παρατήρησε ότι συνάδει, στο βαθμό που απαιτείται, με τον τύπο του Παραρτήματος Α, εκδόθηκε από αρμόδια Δικαστική Αρχή της Αγγλίας και εδράζεται σε λόγο που εξυπηρετεί την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως, δηλαδή «την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας». Επομένως, κατά τον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, το εκδοθέν ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι σύμφωνο με τις πρόνοιες του άρθρου 12(1) του Νόμου και μπορεί να εκτελεστεί ως περιέχον τα αναγκαία στοιχεία σύμφωνα με το άρθρο 4 του Νόμου.
(γ) Αναφορικά με το κατά πόσον στο νομικό σύστημα του Κράτους έκδοσης του εντάλματος ισχύουν διατάξεις για την επανεξέταση της επιβληθείσας ποινής, το πρωτόδικο δικαστήριο αναφέρθηκε στο άρθρο 15(1) του Νόμου και παρατήρησε ότι στον εφεσείοντα, επιβλήθηκε ποινή διά βίου φυλάκισης ελάχιστης διάρκειας 14 ετών, για το αδίκημα του φόνου. Η περίοδος των 14 ετών έληξε την 19.1.2010 και το Συμβούλιο Αποφυλάκισης στην Αγγλία αποφάσισε την αποφυλάκιση του με άδεια υπό όρους. Οι όροι παραβιάστηκαν από τον εφεσείοντα με αποτέλεσμα να ανακληθεί η άδεια του και ο ίδιος να κληθεί πίσω στη φυλακή. Εφόσον ο εφεσείων παραδοθεί στις αρμόδιες Βρετανικές Αρχές, δυνάμει του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, θα έχει την ευκαιρία να προβάλει τους ισχυρισμούς του αναφορικά με την κλήση του πίσω στη Φυλακή, ενώπιον του Βρετανικού Συμβουλίου Αποφυλάκισης. Κατά συνέπεια, οι πρόνοιες της Βρετανικής Νομοθεσίας παρέχουν τις απαραίτητες διασφαλίσεις επανεξέτασης της επιβληθείσας ποινής στον εκζητούμενο-εφεσείοντα και δεν υπάρχει κώλυμα εκτέλεσης του εντάλματος στη βάση του άρθρου 15(1) του Νόμου, έκρινε το πρωτόδικο δικαστήριο.
Εν κατακλείδι, το πρωτόδικο δικαστήριο ενέκρινε την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εναντίον του εφεσείοντα.
Οι λόγοι έφεσης είναι τρεις:
1. Ο εφεσείων δεν έτυχε δίκαιης δίκης και η διαδικασία που ακολουθήθηκε πρωτόδικα δεν ήταν δίκαιη.
2. Το πρωτόδικο δικαστήριο παρερμήνευσε και/ή εφάρμοσε εσφαλμένα τις πρόνοιες του Νόμου και συγκεκριμένα τα άρθρα 13(ε) και 14(1) (ζ) αναφορικά με την έννοια του όρου «Κυπριακή Δημοκρατία».
3. Διαζευκτικά και εφόσον θεωρηθεί ότι αρμόδιος να εκπροσωπεί την Κυπριακή Δημοκρατίας είναι ο Υπουργός Δικαιοσύνης, εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο δεν έλεγξε την αιτιολογία και/ή τους λόγους που οδήγησαν στην άρνηση της ανάληψης υποχρέωσης εκτέλεσης της ποινής του εφεσείοντα σύμφωνα με τους ποινικούς νόμους της Δημοκρατίας.
Τέταρτος λόγος έφεσης, ο οποίος αφορούσε σε κατ΄ ισχυρισμό εσφαλμένη εκτίμηση των ενώπιον του στοιχείων και αξιολόγηση της μαρτυρίας, ο οποίος αναγράφεται στην ειδοποίηση εφέσεως, δεν προωθήθηκε και ως εκ τούτου εγκαταλείφθηκε.
Θα εξετάσουμε καταρχάς τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά στα άρθρα 13(ε) και 14(1) (ζ) του Νόμου, τα οποία προνοούν ότι, αν το πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς τον σκοπό της εκτέλεσης ποινής ή μέτρου ασφαλείας στερητικών της ελευθερίας, είναι ημεδαπός (άρθρο 13(ε)) ή κατοικεί ή διαμένει στην Κύπρο (άρθρο 14(1) (ζ)) και η Κυπριακή Δημοκρατία αναλάβει την υποχρέωση να εκτελέσει την ποινή ή το μέτρο ασφαλείας σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους, τότε η Δικαστική Αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος, στην περίπτωση του άρθρου 13(ε), ή δύναται να αρνηθεί την εκτέλεση του εντάλματος, στην περίπτωση του άρθρου 14(1) (ζ). Στην προκείμενη περίπτωση υπενθυμίζομε ότι ο ίδιος ο εκζητούμενος-εφεσείων απευθύνθηκε στον Υπουργό Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ζητώντας του να αναλάβει η Κυπριακή Δημοκρατία την υποχρέωση εκτέλεσης της ποινής του, σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους. Ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ενεργώντας μέσω του Γραφείου του Γενικού Εισαγγελέα, έδωσε αρνητική απάντηση χωρίς να αιτιολογήσει την άρνηση.
Αφού εξετάσαμε τα ενώπιον μας στοιχεία κρίνομε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο θεώρησε τον Υπουργό Δικαιοσύνης ως το αρμόδιο όργανο για να επιληφθεί του αιτήματος του εφεσείοντος και να απαντήσει εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξης ως Κεντρική Αρχή για σκοπούς του Νόμου «επικουρεί» τις αρμόδιες Αρχές Έκδοσης και Εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, σύμφωνα με το άρθρο 5 του Νόμου. Επιπρόσθετα, το Άρθρο 58 του Συντάγματος προνοεί ότι έκαστος Υπουργός προίσταται του Υπουργείου του και έχει την εξουσία της εκτέλεσης των Νόμων των σχετικών προς τις αρμοδιότητες του Υπουργείου του και τη διοίκηση των ζητημάτων και υποθέσεων που εμπίπτουν, κατά τα γενικώς κρατούντα, εις την αρμοδιότητα του Υπουργείου του.
Άλλωστε το ζήτημα που εγείρεται με τον δεύτερο λόγο έφεσης είναι ζήτημα παρεμφερές με εκείνο που εξετάστηκε και αποφασίστηκε στην υπόθεση Re John Constantinides, Πολιτική Έφεση αρ. 347/2014, ημερ. 5.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:A155, στην οποίαν ο Υπουργός Δικαιοσύνης και Δημοσίας Τάξεως, εκπροσωπώντας την Κυπριακή Δημοκρατία, πληροφόρησε τις αρμόδιες Αρχές ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ανέλαβε την εκτέλεση των ποινών που είχαν επιβληθεί στον (ημεδαπόν) εφεσείοντα, στην υπόθεση εκείνη, από τα Ελληνικά Δικαστήρια, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(ε) του Νόμου. Το Ανώτατο Δικαστήριο σημείωσε στην απόφαση του ότι «η Κυπριακή Δημοκρατία έχει αναλάβει, μέσω του αρμόδιου Υπουργού, την υποχρέωση να εκτελέσει τις ποινές που του έχουν επιβληθεί από τα Ελληνικά Δικαστήρια, σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους».
Συμφωνούμε με την προσέγγιση του Εφετείου στην υπόθεση Constantinides (ανωτέρω) και θεωρούμε πως ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε ότι το Υπουργείο Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως και ο αρμόδιος Υπουργός νόμιμα ενήργησαν εκ μέρους της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά στη μή αιτιολόγηση της απόφασης του Υπουργού. Παρατηρούμε όμως ότι η διαδικασία εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως έγινε ενώπιον του αρμοδίου Επαρχιακού Δικαστηρίου και το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία, υπό τις περιστάσεις, να ελέγξει τη νομιμότητα ή την επάρκεια της απόφασης του Υπουργού.
Με τα προαναφερόμενα, αναφορικά με το τρίτο λόγο έφεσης, θεωρούμε ότι καλύπτεται και ο πρώτος λόγος έφεσης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά σε, κατ΄ ισχυρισμό, μη δίκαιη δίκη κατά παράβαση των Άρθρων 11 και 30 του Συντάγματος και των αντίστοιχων άρθρων 5 και 6 της ΕΣΔΑ, επειδή το πρωτόδικο δικαστήριο δεν επέτρεψε στον εφεσείοντα να λάβει γνώση των εγγράφων που είχε στην κατοχή της η Κεντρική Αρχή στα οποία καταγράφονταν οι λόγοι για τους οποίους απορρίφθηκε το αίτημά του για έκτιση της ποινής του στην Κυπριακή Δημοκρατία, σύμφωνα με τους ποινικούς της νόμους. Αυτό το ζήτημα έχει άμεση σχέση με την αρμοδιότητα εξέτασης της νομιμότητας και ουσιαστικά της μή αιτιολόγησης της απόφασης του Υπουργού Δικαιοσύνης, ζητήματα που δεν μπορούσαν να εξεταστούν από το πρωτόδικο Επαρχιακό Δικαστήριο στα πλαίσια της διαδικασίας εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η δίκη που έγινε πρωτόδικα και η διαδικασία που διεξήχθη ήταν άδικη για τον εφεσείοντα, εφόσον το πρωτόδικο δικαστήριο ήταν αναρμόδιο να υπεισέλθει στα θέματα της νομιμότητας της απόφασης του Υπουργού και ειδικά της επαρκούς αιτιολόγησής της.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε η έφεση απορρίπτεται.
Π.
Δ.
Δ.
/ΕΑΠ.