ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D239
(2016) 1 ΑΑΔ 1181
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Αίτηση Αρ. 52/2016)
13 Μαΐου, 2016
[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 5, 9, 11 ΚΑΙ 15 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (Ν. 33/1964) ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 19 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1960 (Ν. 14/60)
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΚΑΙ/Η ΤΙΣ ΟΔΗΓΙΕΣ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΣΗ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 24.4.16 ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΚΑΙ/Η ΟΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝΤΟΣ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟΥ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28.3.16 ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.4.16 ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΑΙΤΗΤΗ ΠΟΥ ΥΠΕΓΡΑΨΕ ΩΣ ΟΡΟ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28.3.16 ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΕΤΡΗΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.4.16 ΠΟΥ ΟΡΙΣΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕ ΤΟ ΠΑΡΕΜΠΙΠΤΟΝ ΑΠΑΓΟΡΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΣΩΡΙΝΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28.3.16 ΚΑΙ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ/ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 15.4.16 ΠΟΥ ΑΠΕΡΡΙΨΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8.4.16 ΓΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΗΣ ΕΓΓΥΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΑ ΠΟΥ ΥΠΕΓΡΑΨΕ ΩΣ ΟΡΟ ΕΚΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28.3.16 ΣΕ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΓΓΥΗΣΗ Η ΚΑΤΑΘΕΣΗ ΜΕΤΡΗΤΩΝ ΣΤΟΝ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΑΓΩΓΗΣ ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ 4568/15 ΜΕΤΑΞΥ ΤΟΥ
ΑΝΔΡΕΑ ΚΑΜΙΝΑΡΙΔΗ
ΚΑΙ
ΜΙΧΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΑ
_ _ _ _ _ _
Χρ. Παρασκευάς, για τον Αιτητή.
Αιτητής, παρών.
_ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά τις ακόλουθες θεραπείες:
«Α. Την άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για καταχώρηση Αίτησης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, που θα ακυρώνει την απόφαση και/ή τις οδηγίες του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για «συνεκδίκαση» της Αίτησης για την έκδοση και/ή οριστικοποίηση του παρεμπίπτοντος απαγορευτικού προσωρινού διατάγματος ημερομηνίας 28/03/16 και της Αίτησης ημερομηνίας 08/04/16 για τροποποίηση ή μεταβολή της προσωπικής εγγύησης του Ενάγοντα Αιτητή που υπέγραψε ως όρο έκδοσης του διατάγματος ημερομηνίας 28/03/16, σε τραπεζική εγγύηση ή κατάθεση μετρητών στον Πρωτοκολλητή.
Β. Την Άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για καταχώρηση αίτησης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, που θα ακυρώνει το διάταγμα/απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ημερομηνίας 15/04/16 που οριστικοποίησε το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα ημερομηνίας 28/03/16.
Γ. Την άδεια του Σεβαστού Δικαστηρίου για καταχώρηση Αίτησης ενώπιον του Ανώτατου Δικαστηρίου, για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari, που θα ακυρώνει το διάταγμα/απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ημερομηνίας 15/04/16, που απέρριψε την Αίτηση ημερομηνίας 08/04/16 για τροποποίηση ή μεταβολή της προσωπικής εγγύησης του Ενάγοντα που υπέγραψε ως όρο έκδοσης του διατάγματος ημερομηνίας 28/03/16, σε τραπεζική εγγύηση ή κατάθεση μετρητών στον Πρωτοκολλητή.
Δ. Διάταγμα και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου που να αναστέλλει το παρεμπίπτον απαγορευτικό διάταγμα ημερομηνίας 28/03/16 και/ή την ισχύ του εν λόγω Διατάγματος μέχρι πλήρους εκδικάσεως της Αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari.»
Τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν μου με την έκθεση που συνοδεύει την αίτηση, καθώς και την ένορκη δήλωση του αιτητή αποκαλύπτουν ότι ο αιτητής είναι εναγόμενος στην αγωγή 4568/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας. Στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής ο ενάγων, μετά από μονομερή αίτηση, πέτυχε στις 28.3.2016 την έκδοση προσωρινού διατάγματος εναντίον του αιτητή, με το οποίο απαγορεύεται, μεταξύ άλλων, η αποξένωση συγκεκριμένης ακίνητης περιουσίας, καθώς και ενός μηχανοκίνητου οχήματος. Στις 8.4.2016 καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή ένσταση και ταυτόχρονα αίτηση για τροποποίηση της προσωπικής εγγύησης που δόθηκε από τον ενάγοντα στα πλαίσια έκδοσης του παρεμπίπτοντος διατάγματος, σε τραπεζική εγγύηση και/ή σε κατάθεση του ανάλογου ποσού στο Πρωτοκολλητείο.
Κατά την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης στις 12.4.2016, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των δύο πιο πάνω ενδιαμέσων αιτήσεων, κάτι που έγινε στις 15.4.2016 και εκδόθηκε, ex tempore, μία ενιαία απόφαση και για τις δύο αιτήσεις.
Ο αιτητής παραπονείται ότι τέτοια διαδικασία είναι άγνωστη στο δίκαιό μας, δεν προβλέπεται από τους σχετικούς κανονισμούς ή το νόμο και πως το Δικαστήριο ενήργησε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας, κατά παράβαση των κανόνων της δίκαιης δίκης και κατά παράβαση της δικαιοδοσίας του, ήτοι της άσκησης της εξουσίας του, σύμφωνα με το καθορισμένο δίκαιο και τους διαδικαστικούς κανόνες. Λόγω της συνεκδίκασης των δύο αιτήσεων, ισχυρίζεται ο αιτητής, υπήρξε συγχώνευση επιδίκων θεμάτων των δύο αιτήσεων, με αποτέλεσμα να υπάρξει έκδηλη παρανομία όσον αφορά τα δικόγραφα και τη μαρτυρία που λήφθηκε υπόψη από το Δικαστήριο, αφού και οι δύο αιτήσεις και ενστάσεις καθώς και οι ένορκες δηλώσεις που καταχωρήθηκαν στις αιτήσεις κατέστησαν δικόγραφα και των δύο διαδικασιών και δεν έγινε ακρόαση των δύο αιτήσεων ξεχωριστά, κατά παράβαση της προβλεπόμενης διαδικασίας ακρόασης αιτήσεων. Επέβαλε, επίσης, το Δικαστήριο ως χρόνο αγορεύσεων δέκα λεπτά για την κάθε πλευρά. Ως αποτέλεσμα τούτου, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι απώλεσε το συνταγματικό δικαίωμα της ακρόασης, πρόσβασης στη δικαιοσύνη και δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες και το προβλεπόμενο δίκαιο.
Στην απόφαση του Δικαστηρίου, αναφέρεται ότι η συνεκδίκαση των δύο αιτήσεων έγινε με την σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών, όμως, σύμφωνα παντοτε με τον αιτητή, δεν τίθεται θέμα συγκατάθεσης σε διαδικασία εκτός των δικονομικών πλαισίων και ότι δε θα μπορούσε να δοθεί η δική του συγκατάθεση, ως αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν γνώριζε ότι με το όρο «συνεκδίκαση» δε θα γινόταν ξεχωριστή ακρόαση των δύο αιτήσεων, σύμφωνα με τους δικονομικούς κανόνες, ότι θα συγχωνεύονταν τα επίδικα θέματα των δύο αιτήσεων, ότι οι αιτήσεις, ενστάσεις και ένορκες δηλώσεις θα θεωρούνταν δικόγραφα και των δύο διαδικασιών και θα εκδιδόταν μία απόφαση.
Αποτελεί θέση του αιτητή ότι η εσφαλμένη διαδικασία της συνεκδίκασης των δύο αιτήσεων του προκαλεί σύγχυση σε ό,τι αφορά το δικαίωμά του για άσκηση έφεσης, καθότι δεν είναι σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο θα πρέπει να καταχωρηθεί μία ή δύο εφέσεις, καθώς και στη βάση ποίων δικογράφων, ενόρκων δηλώσεων και γεγονότων θα στηρίξει την έφεσή του. Αυτά τα στοιχεία αποτελούν εξαιρετικές περιστάσεις που επιτρέπουν την έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων και, επίσης, καταδεικνύεται ότι η έφεση δεν αποτελεί αποτελεσματική θεραπεία.
Ανεξάρτητα από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω, ο αιτητής ισχυρίζεται περαιτέρω ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ακόμη ένα σφάλμα. Όπως αναφέρεται ρητά στην απόφαση του Δικαστηρίου, παρά το ότι στην ένσταση του αιτητή για την οριστικοποίηση του προσωρινού διατάγματος αναφέρετο ότι επισυνάπτονται ένορκη δήλωση του αιτητή και τεσσάρων άλλων προσώπων, το Δικαστήριο δεν εντόπισε την ένορκη δήλωση του αιτητή στο φάκελο. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι είχε νομίμως επισυνάψει την ένορκή του δήλωση στην ένσταση που καταχώρησε και το Δικαστήριο όφειλε, από τη στιγμή που γινόταν μνεία γι αυτήν στην ένσταση, να το επισημάνει στις 12.4.2016 που ήταν η υπόθεση ορισμένη ενώπιόν του, έτσι ώστε να γίνουν οι ανάλογες ενέργειες για να εντοπιστεί από το Πρωτοκολλητείο. Επισημαίνεται επίσης ότι στην περίπτωση του ενάγοντα, όταν κατά την ημέρα της ακρόασης δεν βρισκόταν η ένστασή του καταχωρημένη στο φάκελο, το ίδιο το Δικαστήριο ζήτησε από τον κλητήρα να την εντοπίσει στο Πρωτοκολλητείο και να την καταχωρήσει στο φάκελο. Η δυσμενής αυτή ενέργεια του Δικαστηρίου, αποτελεί, σύμφωνα με τον αιτητή δυσμενή διάκριση και αποτελεί παράβαση των αρχών περί ισότητας των νομικών όπλων και αρχών της δίκαιης δίκης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ανέπτυξε τα εγειρόμενα με την αίτηση θέματα σε εμπεριστατωμένη αγόρευση. Τονίστηκε από το συνήγορο, με αναφορά σε νομολογία, ότι οι δύο αιτήσεις έχουν διαφορετικό αντικείμενο και με τον τρόπο που τις επιλήφθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά προέβη σε συγχώνευση των επιδίκων θεμάτων. Ο κ. Παρασκευάς παρέπεμψε στις υποθέσεις Επιφανείου (2010) 1 ΑΑΔ 1682, Γεώργιος Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.1) (1996) 1 ΑΑΔ 49, Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ.2) (1996) 1 ΑΑΔ 1718, προς υποστήριξη της εισήγησής του ότι δικαιοδοσία του Δικαστηρίου σημαίνει την εξουσία να επιληφθεί θεμάτων και να αποφασίζει σύμφωνα με το νόμο και τους διαδικαστικούς κανονισμούς. Στην παρούσα περίπτωση, παρατηρείται παράβαση των δικονομικών κανόνων, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να έχει ενεργήσει καθ΄ υπέρβαση της δικαιοδοσίας του. Αναφορικά με την παράλειψη του Δικαστηρίου να προβεί σε ενέργειες εντοπισμού της ένορκης δήλωσης του αιτητή, που αναφέρεται στην ένστασή του, ο συνήγορος παρέπεμψε στην υπόθεση Παπαχριστοφόρου ν. Ρέϋνποου Πλήτσινγκ και Ντάιγκ Κο. Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 332. Ως προς τις ειδικές περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης ο συνήγορος διευκρίνισε ότι η «συνεκδίκαση» των δύο αιτήσεων και η έκδοση μίας δικαστικής απόφασης προκαλεί σύγχυση στον αιτητή κατά πόσο θα πρέπει να καταχωρήσει μία ή δύο εφέσεις. Περαιτέρω, ακόμη και στο στάδιο εκδίκασης των εφέσεων θα υπάρξει σύγχυση ως προς τα επίδικα θέματα και, περαιτέρω, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι δεν έχουν γίνει ενέργειες για τον εντοπισμό της ένορκης δήλωσης του αιτητή που συνόδευε την ένστασή του στο προσωρινό διάταγμα, θα δημιουργήσει περιπλοκή στην εξέταση της έφεσης, καθότι δεν θα υπάρχει ενώπιον του Εφετείου αυτό το στοιχείο για να κριθεί. Τέλος, ο συνήγορος πληροφόρησε το Δικαστήριο ότι έχουν στο μεταξύ καταχωρηθεί δύο εφέσεις εναντίον της επίδικης απόφασης, στις οποίες εγείρονται ως λόγοι έφεσης και τα θέματα που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.
Άδεια για καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari παρέχεται εκεί όπου αποκαλύπτεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση και διαφαίνεται υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας, νομικό σφάλμα εμφανές στο πρακτικό, προκατάληψη ή συμφέρον από τα πρόσωπα που λαμβάνουν την απόφαση, δόλο ή ψευδορκία στη λήψη της απόφασης ή παραβίαση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης (Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδης (2003) 1 ΑΑΔ 1298, Τζεννάρο Περρέλα (Αρ. 2) (1995) 1 ΑΑΔ 692).
Περαιτέρω, ακόμα και σε περιπτώσεις όπου υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση, η άδεια δεν δίδεται όπου προσφέρεται άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός και αν καταδειχθούν επαρκώς εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα (Hellenger Trading Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 1965, Σ. Μαρκίδης (2004) 1 ΑΑΔ 552, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 ΑΑΔ 1535).
Εξέτασα την αίτηση υπό το φως της νομολογίας και αφού έλαβα υπόψη μου τα γεγονότα της υπόθεσης όπως παρατίθενται στην έκθεση και στην ένορκη δήλωση του αιτητή και τα επισυνημμένα σε αυτή τεκμήρια, καθώς και τα όσα ανέφερε προφορικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προς υποστήριξη της αίτησης.
Είναι γεγονός ότι δεν υπάρχει πρόνοια στους διαδικαστικούς κανονισμούς για συνεκδίκαση αιτήσεων. Στην προκείμενη περίπτωση όμως, αυτό έγινε με τη σύμφωνη γνώμη των δύο πλευρών, όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου. Βέβαια, ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η συγκατάθεση που δόθηκε ήταν για να ακουστούν οι δύο αιτήσεις μαζί, όχι με τον τρόπο που τελικά εξελίχθηκε η διαδικασία. Στην απουσία πρακτικού που να καταγράφει το ζήτημα αυτό, δεν θα μπορούσα να καταλήξω ως προς το τι ακριβώς συμφωνήθηκε και κατά πόσο ακολουθήθηκε διαδικασία που συμφωνήθηκε με τους διαδίκους εκ των προτέρων. Ως προς το δεύτερο θέμα που εγείρεται, αυτό της απουσίας της ένορκης δήλωσης του αιτητή από την ένσταση που βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου, και της διαφορετικής στάσης που τήρησε το Δικαστήριο, επίσης δεν υπάρχει πρακτικό που να υποδηλεί πως έχει χειριστεί το θέμα το Δικαστήριο. Βέβαια, έχω την άποψη πως από τη στιγμή που γινόταν αναφορά στην ένσταση σε ένορκη δήλωση του αιτητή, το Δικαστήριο θα έπρεπε να διευκρινίσει το θέμα προτού εκδώσει την απόφασή του. Σημειώνεται ότι η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν περιλαμβάνεται στα τεκμήρια που επισυνάπτονται στην παρούσα αίτηση και δεν υπάρχει ενώπιόν μου οποιονδήποτε στοιχείο που να υποδηλοί κατά πόσο έγιναν προσπάθειες εντοπισμού της εν λόγω ένορκης δήλωσης από το Δικαστήριο ή από τον αιτητή στο παρόν στάδιο.
Ανεξάρτητα όμως από τα πιο πάνω, ακόμα και σε περίπτωση που που η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήθελε κριθεί ότι είναι κατά παράβαση των διαδικαστικών κανονισμών, κάτι για το οποίο δεν αποφαίνομαι, ενόψει των ελλείψεων που έχω εντοπίσει, ή ακόμα και σε περίπτωση που το Δικαστήριο αγνόησε το γεγονός ότι δεν υπήρχε στην ένσταση η ένορκη δήλωση του αιτητή, χωρίς να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια εντοπισμού του, όπως έπραξε με την ένσταση του ενάγοντα, δεν θα ενέκρινα την αίτηση, γιατί υπάρχει υπαλλακτική θεραπεία, αυτή της έφεσης, την οποία άλλωστε ο αιτητής έχει ασκήσει, όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος κατά την αγόρευσή του.
Αποτελεί θεμελιωμένη αρχή που διέπει την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων, ότι άδεια για έκδοση εντάλματος certiorari, όπως ζητείται με την παρούσα, δεν εκδίδεται όταν υπάρχει άλλο ένδικο μέσο ή θεραπεία, εκτός εάν ο αιτητής πείσει το Δικαστήριο ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις για την έκδοσή του.
Βέβαια, δεν είναι σε κάθε περίπτωση που η ύπαρξη εναλλακτικής θεραπείας οδηγεί σε απόρριψη της αίτησης. Εάν ο αιτητής δείξει την ύπαρξη ειδικών περιστάσεων, τότε είναι δυνατόν να δοθεί η αιτούμενη άδεια. Στην προκείμενη περίπτωση, ο αιτητής ως ειδικές περιστάσεις επικαλείται κυρίως τη δυσκολία που αντιμετωπίζει ως προς το κατά πόσο θα πρέπει να υποβάλει μία ή δύο εφέσεις, κάτι που έχει επιλυθεί αφού έχει ήδη προβεί στην καταχώρηση δύο εφέσεων, όπου εγείρονται, ως ανέφερε ο συνήγορος, και τα ζητήματα που επικαλείται ο αιτητής στην παρούσα αίτηση. Επιπρόσθετα, οι δυσκολίες που επικαλείται ότι θα υπάρξουν κατά την εξέταση της έφεσης, δεν μπορούν να αποτελέσουν ειδικές περιστάσεις τέτοιες που απαιτούνται από τη νομολογία σε τέτοιου είδους υποθέσεις, λαμβανομένου υπόψη ότι στο πλαίσιο της πρωτόδικης απόφασης το Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τις δύο αιτήσεις, χωρίς βέβαια να αποφαίνομαι για την ορθότητα ή όχι της απόφασης.
Για τους πιο πάνω λόγους η αίτηση απορρίπτεται.
Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ,
Δ.
/ΧΤΘ