ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ναθαναήλ, Στέλιος Σταύρου Μιχαηλίδου, Δέσπω Οικονόμου, Τεύκρος Θ. Α.Σ. Αγγελίδης, για την εφεσείουσα. Χ. Κληρίδης και Α. Πετουφάς, για την εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-05-16 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΧΡΥΣΟΥΛΛΑΣ ΣΕΡΓΙΔΗ ν. ΜΑΡΙΑΣ ΣΑΒΒΑ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΣΑΒΒΑ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 317/2010, 16/5/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A240

(2016) 1 ΑΑΔ 1192

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 317/2010)

 

16 Μαΐου 2016

 

 

(ΣΤ. ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Τ.Θ. ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, ΔΔ.)

 

 

ΧΡΥΣΟΥΛΛΑΣ ΣΕΡΓΙΔΗ, ΤΟ ΓΕΝΟΣ ΣΑΒΒΑ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ

Εφεσείουσας/Εναγόμενης

ΚΑΙ

ΜΑΡΙΑΣ ΣΑΒΒΑ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ, ΣΥΖΥΓΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΟΥΚΟΥ, ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΟΒΟΛΟ, ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΓΑΛΑΤΕΙΑΣ ΣΑΒΒΑ ΧΑΤΖΗΠΑΥΛΟΥ, ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΟ ΣΤΡΟΒΟΛΟ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ ΕΚΔΟΘΕΝΤΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΕΩΣ 727/2007 Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

-----------------------

 

Α.Σ. Αγγελίδης, για την εφεσείουσα.

Χ. Κληρίδης και Α. Πετουφάς, για την εφεσίβλητη.

------------------

 

Ναθαναήλ, Δ.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί                            από τον Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

---------------

 

A Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ, Δ.:  Η Γαλάτεια Σάββα Χατζηπαύλου είχε μεταβιβάσει κατά καιρούς την τεράστια περιουσία της, εξ ίσου και εξ αδιαιρέτου, στις τρεις θυγατέρες της.  Κράτησε μόνο την οικία όπου διέμενε με το σύζυγό της, στη λεωφόρο Τσερίου.  Ακολούθως τη μεταβίβασε αρχικά, το 1995, στη θυγατέρα της Χρυσούλλα, εφεσείουσα, η οποία όμως το 1997 την επαναμεταβίβασε στη μητέρα της.  Το 1998 η μητέρα συνέστησε διαθήκη με κληροδόχους της οικίας τις άλλες δύο θυγατέρες της.  Το 2006 ανεκάλεσε τη διαθήκη εκείνη με άλλη διαθήκη δια της οποίας όριζε όπως η οικία πωληθεί μετά το θάνατό της και όπως το προϊόν διανεμηθεί εξ ίσου στις τρεις θυγατέρες της. 

 

Εν τέλει όμως, στις 23.1.2007 υπέγραψε έγγραφο δωρεάς της οικίας στη θυγατέρα της Χρυσούλλα και ειδικό πληρεξούσιο έγγραφο, με το οποίο διόρισε την εν λόγω θυγατέρα της ως αντιπρόσωπο της για υλοποίηση της δωρεάς στο Κτηματολόγιο.  Τα έγγραφα ετοιμάστηκαν από το δικηγόρο κ. Κ. Μακρίδη στο γραφείο του κατόπιν οδηγιών της αποβιωσάσης.  Την αμοιβή του όμως κατέβαλε η εφεσείουσα η οποία ήταν παρούσα καθ΄όλη τη συνάντηση της αποβιωσάσης με τον εν λόγω δικηγόρο.  Την επομένη, η οικία μεταβιβάστηκε δυνάμει δωρεάς στη Χρυσούλλα.

 

Η μεγαλύτερη θυγατέρα, Μαρία, πληροφορήθηκε τα διαδραματισθέντα, ήδη από τις 23.1.2007 και την επομένη κλήθηκε ο δικηγόρος κ. Α. Πετουφάς για διαβουλεύσεις περί του πρακτέου.  Το αποτέλεσμα ήταν να σταλεί αυθημερόν επιστολή της αποβιώσασας προς τον Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας με την οποία ανακαλούσε το πληρεξούσιο και επιστολή προς τον κ. Μακρίδη, ληφθείσα στις 2.2.2007, με τον ισχυρισμό ότι η αποβιώσασα δεν είχε αντιληφθεί το περιεχόμενο των εγγράφων που είχε υπογράψει, ότι τελούσε υπό ψυχική πίεση και ότι είχε πρόθεση να ακυρώσει την πράξη.  Όμως η μεταβίβαση είχε ολοκληρωθεί ήδη στις 24.1.2007, οι ισχυρισμοί αυτοί απορρίφθηκαν και μια εβδομάδα αργότερα, η Γαλάτεια Χατζηπαύλου καταχώρισε αγωγή εναντίον της θυγατέρας της Χρυσούλλας, νυν εφεσείουσας, ζητώντας ακύρωση της μεταβίβασης ως το προϊόν δόλου και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή αθέμιτου επηρεασμού (undue influence) και ακύρωση του πληρεξουσίου επειδή κατά τη σύνταξη και πιστοποίησή του δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου. 

 

Εκκρεμούσης της αγωγής η Γαλάτεια Χατζηπαύλου απεβίωσε και η αγωγή συνεχίστηκε από τη θυγατέρα της Μαρία, ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσης, νυν εφεσίβλητη.

 

Στην έκθεση απαίτησης γίνεται λόγος για «δόλο και/ή ψευδείς παραστάσεις και/ή αθέμιτο επηρεασμό (undue influence)».  Οι δοθείσες όμως λεπτομέρειες δεν αποκαλύπτουν οτιδήποτε σε σχέση με δόλο και ψευδείς παραστάσεις.  Όπως ούτε και η μαρτυρία.  Σε ότι δε αφορά τον «αθέμιτο επηρεασμό», η εκδοχή της εφεσίβλητης δεν στηρίχθηκε σε άμεση μαρτυρία για άσκηση ψυχικής πίεσης, αλλά είχε ως έρεισμα το τεκμήριο ψυχικής πίεσης του άρθρου 16 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

Το άρθρο 16 έχει ως ακολούθως:

 

«16.-(1) Η σύμβαση θεωρείται ότι συνάφθηκε συνεπεία "ψυχικής πίεσης" όταν οι σχέσεις που υπάρχουν μεταξύ των μερών είναι τέτοιες ώστε το ένα από αυτά να είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να εξασφαλίσει αθέμιτο όφελος έναντι του άλλου.

(2) Ειδικότερα και χωρίς επηρεασμό της πιο πάνω αρχής, θεωρείται ότι είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, κάθε πρόσωπο το οποίο-

(α) έχει πραγματική ή προφανή εξουσία επί του άλλου ή βρίσκεται σε σχέση εμπιστοσύνης έναντι του άλλου~ ή

(β) καταρτίζει σύμβαση με πρόσωπο, του οποίου η πνευματική ικανότητα είναι προσωρινά ή μόνιμα επηρεασμένη λόγω ηλικίας, ασθένειας ή πνευματικής ή σωματικής κατάπτωσης.

(3) Όταν πρόσωπο το οποίο είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης άλλου, συμβάλλεται μαζί με αυτόν, και η συναλλαγή φαίνεται από μόνη της ή από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, ότι είναι υπέρμετρα επαχθής, το βάρος απόδειξης ότι η σύμβαση δεν συνάφθηκε συνεπεία ψυχικής πίεσης φέρει το πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.»

 

Συνεπώς, όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 16(2)(α) ή 16(2)(β) δημιουργείται τεκμήριο ότι το ένα μέρος είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου.

 

Σύμφωνα, δε, με το άρθρο 16(3) όταν το άλλο μέρος είναι πρόσωπο που κυριαρχεί επί της θέλησης του προσώπου που επηρεάζεται και η συναλλαγή είναι υπερβολικά επαχθής για τον τελευταίο, τότε δημιουργείται τεκμήριο άσκησης ψυχικής πίεσης. 

 

Σε τέτοια περίπτωση δεν απαιτείται η απόδειξη, ως πραγματικό γεγονός άμεσης άσκησης ψυχικής πίεσης.  Αρκεί να στοιχειοθετηθούν οι προϋποθέσεις οι οποίες, κατά νόμο στην Κύπρο, μεταθέτουν στο πρόσωπο που είναι σε θέση να κυριαρχεί επί της θέλησης του άλλου, το βάρος να αποδείξει ότι ο επηρεαζόμενος ενήργησε με ελεύθερη βούληση και όντας καλά πληροφορημένος (Allcard v. Skinner [1887] 36 Ch.D. 145, Κεφάλας κ.α. ν. Νικόλα (2000) 1 ΑΑΔ 1226, Χριστοφόρου ν. Ιακώβου (2002) 1 ΑΑΔ 33).

 

Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε, υπό το φως των γεγονότων, ότι η αποβιώσασα ήταν ευάλωτη σε πιέσεις και ότι οι συνθήκες υπό τις οποίες έγινε η επίδικη δωρεά ήσαν ύποπτες.  Υπ΄αυτές τις περιστάσεις, ο ευπαίδευτος Πρόεδρος που επελήφθη πρωτοδίκως θεώρησε ότι υπήρχε τεκμήριο ψυχικής πίεσης το οποίο η εφεσείουσα απέτυχε να αποσείσει, οπότε και ακύρωσε τη δωρεά.

 

Η εφεσείουσα τώρα ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι η δωρεά έγινε κατόπιν ψυχικής πίεσης «βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εφαρμογή των νομικών αρχών και/ή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή μη λαμβάνοντας επαρκώς υπόψιν και παρερμηνεύοντας την προσαχθείσα μαρτυρία και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφασή της.»  Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι το γεγονός της ύπαρξης σχέσης εμπιστοσύνης μεταξύ μητέρας και θυγατέρας, ήτοι της αποβιώσασας και της εφεσείουσας δεν συνεπάγετο αφ΄εαυτού την ύπαρξη ψυχικής πίεσης.  Ισχυρίζεται επίσης ότι το Δικαστήριο κατέληξε σε αντίθετα συμπεράσματα από την κοινή θέση ότι η αποβιώσασα παρουσίαζε μεν ήπια μείωση των νοητικών της ικανοτήτων, πλην όμως είχε την ικανότητα να αντιλαμβάνεται και σε συμπεράσματα που αντιστρατεύονται την ιατρική μαρτυρία προς αυτή την κατεύθυνση, την οποία αποδέχθηκε (Μ.Υ.2 Δρ Δ. Παπαμιχαήλ).  Γενικά δε, ότι εφάρμοσε λανθασμένα τις νομικές αρχές και παρερμήνευσε την προσαχθείσα μαρτυρία.

 

Είναι γεγονός ότι, κατά σφάλμα αρχής, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ αποδέχθηκε ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του δικηγόρου κ. Μακρίδη και μιας υπαλλήλου της ΣΠΕ Στροβόλου (M.Y.4), που αφορούσαν την ικανότητα αντίληψης, σε κρίσιμο χρόνο και την έκφραση εκ μέρους της αποβιωσάσης επιθυμίας να προβεί στην επίδικη δωρεά, ρητά δεν της απέδωσε βαρύτητα, όπως έπραξε με την ιατρική μαρτυρία που άκουσε, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δύο εν λόγω πρόσωπα δεν είναι ειδικοί επί του θέματος.  Η νομολογία, όμως, υποδεικνύει ότι δεν πρέπει να υπερεκτιμάται η ιατρική μαρτυρία ως προς τη δυνητική, κατά τον ουσιώδη χρόνο, ικανότητα, όπως ήταν εν προκειμένω η ιατρική μαρτυρία, έναντι μιας άμεσης και θετικής μαρτυρίας που προέρχεται μεν από μη ειδικούς, αλλά αναφέρεται στην πραγματική ικανότητα κατά τον ουσιώδη χρόνο (Karaolis v. The Estate of the Deceased Christodoulos (alias Towlis) Savvas Karaolis (1965) 1 CLR 24, Moumdjis v. Michaelidou and Others (1974) 1 CLR 226, Antoniades and Another v. Solomonidou (1980) 1 CLR 441).

 

H παράλειψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου να συνεκτιμήσει τη μαρτυρία των μη ειδικών, που κατά τ΄άλλα αποδέχθηκε ως αξιόπιστη, ενεργοποιεί την εξουσία του Εφετείου για αναθεώρηση της προσαχθείσας μαρτυρίας προς συναγωγή δικών του συμπερασμάτων (βλ. υπόθεση Karaolis, ανωτέρω, άρθρο 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου και Δ.35, κ.8 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών).

 

Προς τούτο, λαμβάνουμε υπόψη την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία των δύο εν λόγω προσώπων ως προς τις δηλώσεις και τη συμπεριφορά της αποβιωσάσης κατά τον κρίσιμο χρόνο.

 

Ειδικότερα:

 

Στις 19.1.2007, τέσσερις ημέρες πριν την επίμαχη ημερομηνία, η αποβιώσασα είχε επισκεφθεί τη ΜΥ4, υπάλληλο της ΣΠΕ Στροβόλου, συνοδευόμενη από την εφεσείουσα.  Όπως η ΜΥ4 ανέφερε, η αποβιώσασα της είπε ότι ήθελε να μεταβιβάσει την επίδικη οικία στην εφεσείουσα και για το σκοπό αυτό ζήτησε την έγκριση της ΣΠΕ προς όφελος της οποίας η οικία ήταν υποθηκευμένη.  Η ΜΥ4 της εξήγησε ότι το αίτημα της θα γινόταν αποδεκτό, αλλά το χρέος θα συνέχιζε να είναι στο όνομα της και η οικία θα παρέμενε υποθηκευμένη, κάτι που η αποβιώσασα δέχθηκε.  Τέλος, η ΜΥ4 ανέφερε ότι η αποβιώσασα της φάνηκε να είναι μια χαρά («. ήταν μια χαρά και μάλιστα τη ρώτησα ξανά για τη μεταβίβαση και ήθελε να την κάμει») και πως αν την έβλεπε διστακτική θα την παρέπεμπε στο διευθυντή. 

 

Στην ίδια πλέον την επίμαχη ημέρα αναφέρθηκε ο δικηγόρος κ. Μακρίδης (ΜΥ1).  Ανέφερε ότι εκείνη την ημέρα, μετά από τηλεφώνημα της αποβιωσάσης, τον επισκέφθηκε στο γραφείο του μαζί με την εφεσείουσα, όπου η αποβιώσασα του ζήτησε να ενεργήσει προκειμένου να μεταβιβάσει την επίδικη οικία στην εφεσείουσα.  Επειδή είχε προηγηθεί η δεύτερη διαθήκη, που ο ίδιος είχε συντάξει, τη ρώτησε το λόγο της διαφοροποίησης και εκείνη του απάντησε ότι τις άλλες δύο θυγατέρες της, τις είχε βοηθήσει προηγουμένως και επέμενε να γίνει η δωρεά.  Στη συνέχεια ρώτησε τον κ. Μακρίδη κατά πόσο θα έπρεπε να μεταβεί η ίδια στο Κτηματολόγιο και της εξήγησε ότι η δωρεά θα μπορούσε να γίνει με πληρεξούσιο και στη βάση αυτής της εξήγησης του είπε να προχωρήσει.  Οπότε ο κ. Μακρίδης ετοίμασε τα δύο έγγραφα, πληρεξούσιο και δωρεά και κάλεσε τον πιστοποιούντα υπάλληλο κ. Α. Αντωνίου για τη σχετική πιστοποίηση, όπως και έγινε.  Πριν όμως υπογράψει η αποβιώσασα, της διάβασε λέξη προς λέξη και τα δύο έγγραφα τα οποία υπέγραψε αφού συμφώνησε.  Ο κ. Μακρίδης κατέληξε λέγοντας ότι η αποβιώσασα παρέμεινε στο γραφείο του γύρω στην 1½ ώρα χωρίς ο ίδιος να αντιληφθεί ότι δεν καταλάβαινε τα έγγραφα.   Η εντύπωση που σχημάτισε, παρά τη συνεχή παρουσία της εφεσείουσας η οποία και κατέβαλε την αμοιβή του, ήταν πως η αποβιώσασα ήθελε να δωρίσει την οικία στην εφεσείουσα και η κατάστασή της δεν ήταν τέτοια που, παρά την ηλικία και την ασθένειά της, να μην αντιλαμβάνεται τις πράξεις της.

 

Αλλά και η ιατρική μαρτυρία, εν πάση περιπτώσει, δεν ήταν ότι η κατάσταση της αποβιώσασας ήταν, γενικά, τέτοια ώστε να μην αναμένετο κατά τον κρίσιμο χρόνο να έχει αντίληψη και δικαιοπρακτική ικανότητα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο άκουσε τρεις γιατρούς από πλευράς εφεσίβλητης και δύο γιατρούς από πλευράς εφεσείουσας.

 

Η δρ Στ. Ζησίμου (ΜΕ5), της οποίας τη μαρτυρία το Δικαστήριο αποδέχθηκε, ανέφερε ότι η αποβιώσασα την επισκεπτόταν τακτικά για διάφορες ασθένειες κατά την περίοδο 1998-Μάϊο 2006.  Ανέφερε ότι η κατάσταση της επιδεινώθηκε τέλος 2004-αρχές 2005 γιατί τότε εμφάνισε καρκίνο στο πάγκρεας.  Ήταν καταβεβλημένη, ψυχικά ευάλωτη και με μειωμένη πνευματική διαύγεια, αλλά είχε την ικανότητα να σκέφτεται και να καταλαβαίνει.

 

Το Δικαστήριο αποδέχτηκε και τη μαρτυρία δύο νευρολόγων, ένα για κάθε πλευρά.  Ο δρ Κ. Πούγιουρος (ΜΕ7) υπέβαλε την αποβιώσασα στις 12.7.2006 σε εξέταση, χρησιμοποιώντας ως εργαλείο ανίχνευσης το MMSE (Mini Mental Status Examination) το οποίο κατέδειξε ήπια μείωση των νοητικών ικανοτήτων.  Βάσει αυτού και των παρακολουθήσεων που ακολούθησαν (2.2.2007 και 29.8.2007) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι παρουσίαζε προοδευτική έκπτωση των ανώτερων ψυχικών λειτουργιών που πιθανότατα σχετίζονταν με τη γενική κατάσταση της υγείας της (καρκίνος), τη χημειοθεραπεία, τη μειωμένη λήψη τροφής, την καταθλιπτική διάθεση, την αναιμία.  Επίσης, ανέφερε ότι ήταν σωματικά και ψυχικά ευάλωτη από τον Ιούλιο 2006 και ότι αν τότε διάβαζε ένα κείμενο, μέχρι το τέλος του πιθανόν να ξεχνούσε τι διάβασε στην αρχή, αλλά εξαρτάται από τις εξηγήσεις που θα της δίδονταν.  Τέλος, είπε ότι αν τέτοιες εξηγήσεις της δόθηκαν κατά τη διάρκεια ή μερικές ημέρες μετά τη χημειοθεραπεία, δεν θα ήταν σε θέση να αντιληφθεί τι σημαίνει δωρεά.

 

Ο νευρολόγος που κάλεσε η άλλη πλευρά, ο δρ Κυριακίδης (ΜΥ3) αναφερόμενος στο τεστ MMSE που διεξήγαγε ο ΜΕ7 και στο πιστοποιητικό που κατέθεσε ο τελευταίος, ανάφερε ότι αυτά υποδηλώνουν ότι η αποβιώσασα έπασχε από ήπιας μορφής άνοια, δηλαδή παρουσίαζε ήπια έκπτωση των γνωστικών της ικανοτήτων.  Ενδεχομένως, αλλά όχι απαραίτητα, να ήταν επιρρεπής, σημειώνοντας ότι όταν κάποιος κάμνει κάτι τη μια μέρα και την επομένη το αναιρεί, αυτό δείχνει ότι πιθανό να είναι επιρρεπής.  Δεν ήταν όμως σε θέση να γνωρίζει κατά πόσο, κατά το συγκεκριμένο χρόνο, μπορούσε να αντιληφθεί τα επίμαχα έγγραφα.

 

Ως μάρτυρες, ένας για κάθε πλευρά, κλήθηκαν και δύο παθολόγοι/ογκολόγοι. 

 

Ο δρ Π. Δράκος, μάρτυρας της εφεσίβλητης (ΜΕ6) ανέφερε ότι η αποβιώσασα είχε λάβει συστηματικά χημειοθεραπεία με γενταμικίνη για περίοδο 6 μηνών.  Η χημειοθεραπεία, είπε, σε συνδυασμό με την ηλικία, τις ηπατικές μεταστάσεις και τη λήψη αγχολυτικών, είχε επιβαρύνει την κατάσταση της και ως εκ του γεγονότος ότι την προτεραία, στις 23.1.2007, έλαβε χημειοθεραπεία, κατά την άποψή του, είχε λιγότερες αντιστάσεις και οι δυνατότητες της για αντίληψη νομικών εγγράφων ήταν μειωμένες.

 

Από την άλλη, ο δρ Δ. Παπαμιχαήλ, μάρτυρας της εφεσίβλητης (ΜΥ2), κατ΄αρχάς ανέφερε ότι στην αποβιώσασα χορηγήθηκε γεμψιταβίνη και όχι γενταμικίνη.  Επί της ουσίας δε, ήταν η θέση του ότι κατά την περίοδο Σεπτεμβρίου 2006-Μαρτίου 2007 που η αποβιώσασα τελούσε υπό χημειοθεραπεία, ήταν σε αρκετά καλή φυσική κατάσταση και ο ίδιος δεν διαπίστωσε σημαντική διακύμανση της φυσικής, νοητικής και ψυχολογικής της κατάστασης.  Η κατάστασή της, είπε, επιβαρύνθηκε το Μάρτιο 2007 όταν παραπέμφθηκε για παρηγορητική θεραπεία, διαφωνώντας ρητώς και ευθέως με τη θέση του ΜΕ6 ότι η χημειοθεραπεία είχε επιβαρύνει σοβαρά την κατάστασή της.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που εξήγησε, αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ2 παρά του ΜΕ6.  Έλαβε προς τούτο υπόψη ότι η αποβιώσασα λάμβανε θεραπεία στο Ογκολογικό Κέντρο της Τράπεζας Κύπρου και παρακολουθείτο από το ΜΥ2, ο οποίος υπηρετούσε ως διευθυντής της Παθολογικής και Ογκολογικής Κλινικής του Κέντρου, ενώ ο ΜΕ6 την είδε μόνο μια φορά, στις 17.9.2007, δέκα μέρες πριν αποβιώσει.

 

Το Δικαστήριο, ειδικότερα, αποδέχθηκε τη σαφή και θετική προερχομένη από το γιατρό που την παρακολουθούσε, μαρτυρία του ΜΥ2 ότι η χημειοθεραπεία δεν την κατέστησε ευάλωτη.  Παρά ταύτα, στο τέλος, στα ευρήματα και τις βασικές επισημάνσεις, ανάμεσα στους παράγοντες που το Δικαστήριο έλαβε υπόψη σε σχέση με το κατά πόσον η δωρεά ήταν προϊόν «ψυχικής πίεσης», ήταν και το γεγονός ότι η αποβιώσασα λάμβανε συστηματική χημειοθεραπεία, επί τη βάσει, προφανώς, της απορριφθείσας μαρτυρίας του δρος Πούγιουρου, περί ανικανότητας αντίληψης λόγω χημειοθεραπείας.

 

Γενικότερα είναι που δεν δόθηκε η δέουσα σημασία στη μαρτυρία του ΜΥ2 η οποία καταδείκνυε ότι η αποβιώσασα δεν είχε νοητικό πρόβλημα αντίληψης ως εκ της κατάστασης της υγείας της.  Τούτο προφανώς με αφορμή μια παρατήρηση απλώς του ΜΥ2 ότι ο ίδιος δεν είναι ψυχίατρος και δεν υπεισήλθε στο ψυχολογικό μέρος.

 

Εκείνο όμως που έχει σημασία, ως παράγοντας που πρέπει να συνεκτιμηθεί, είναι η διαπίστωση πως η αποβιώσασα δεν είχε, γενικά, νοητικό πρόβλημα αντίληψης λόγω της κατάστασής της, κάτι που συνάδει με την περιγραφή της συμπεριφοράς της κατά τους ουσιώδεις χρόνους.

 

Από την άλλη, δεν παραβλέπουμε ότι το δόγμα της ψυχικής πίεσης εισήχθη από τα Δικαστήρια της Επιείκειας προς αντιμετώπιση εκείνων των περιπτώσεων όπου, ενώ εξωτερικεύεται η βούληση του επηρεαζομένου, υπάρχει τέτοια σχέση μεταξύ επηρεαζομένου-επωφελουμένου ή τέτοιες περιστάσεις, ώστε να είναι ορθό και δίκαιο, ως ζήτημα δημόσιας πολιτικής και έντιμης συμπεριφοράς, να κληθεί ο ωφεληθείς από τη σύμβαση να αποδείξει ότι ο επηρεαζόμενος ενήργησε όντως και όχι απλώς φαινομενικά, οικειοθελώς (βλ. Allcard v. Skinner, ανωτέρω).

 

Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε από τον Lord Eldon L.C. στην υπόθεση Huguenin v. Baseley (1807) 14 Ves. 273, όταν εγείρεται ζήτημα ψυχικής πίεσης το βασικό ερώτημα:

 

«.is, not, whether she knew what she was doing, had done, or proposed to do, but how the intention was produced.»

 

Οπότε, όταν πρόκειται για περίπτωση που δημιουργείται τεκμήριο ψυχικής πίεσης, απαιτείται η προσαγωγή μαρτυρίας από το μέρος που ωφελήθηκε «that the donor was acting independently of any influence from the donee and with full appreciation of what he was doing (Inche Noriah v. Shaik Allie Bin Omar [1928] All ER, Rep 189).  Ο συνηθέστερος δε, όχι όμως ο μόνος, τρόπος ανατροπής του τεκμηρίου είναι η απόδειξη πως ο επηρεαζόμενος έτυχε ανεξάρτητης νομικής συμβουλής (Inche Noriah, ανωτέρω, Joan Humphreys v. Dennis Humphreys [2004] EWHC 2001 Cj, Κεφάλας ν. Νικόλα, ανωτέρω).

 

Το πρωταρχικό όμως ερώτημα είναι κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης, δημιουργείται τεκμήριο κυριαρχίας επί της βούλησης και, συνεπακόλουθα, τεκμήριο ψυχικής πίεσης.

 

Κατ΄αρχάς, η σχέση ενήλικα τέκνου - ηλικιωμένου γονέα, δεν εγείρει, από μόνη της, τεκμήριο ψυχικής πίεσης, το οποίο όμως μπορεί να εγερθεί μέσα από το σύνολο των γεγονότων της υπόθεσης (βλ. Chitty on Contracts, Vol. 1, 31st Ed., para 7-078, σελ. 718  και Indian Contract and Specific Relief Acts, Pollock & Mulla, 14η έκδοση, σελ. 344, με αναφορά αμφοτέρων στην υπόθεση Avon Finance Co Ltd v. Bridger [1985] 2 All ER 281).  Ούτε η αδυναμία και η ασθενικότητα λόγω μεγάλης ηλικίας είναι παράγοντες από μόνοι τους επαρκείς προς ενεργοποίηση του τεκμηρίου.  Είναι και πάλι ζήτημα συνεκτίμησης όλων των σχετικών περιστάσεων (βλ. Pollock & Mulla (ανωτέρω) σελ. 350-351 και Chitty on Contracts, ανωτέρω, ibid).

 

Ως προς τους λοιπούς παράγοντες θα πρέπει να συνεκτιμήσουμε, περαιτέρω, τη διαπίστωση σε σχέση με τη γενική ικανότητα αντίληψης της αποβιωσάσης και ιδιαιτέρως τη σταθερή συμπεριφορά της κατά τους ουσιώδεις χρόνους.

 

Θα πρέπει να ληφθεί υπόψιν ότι με σταθερότητα, ήδη από τις 19.1.2007, εκδήλωσε τη βούλησή της να δωρίσει την οικία στην εφεσείουσα, βούληση που διατήρησε, χωρίς να δείξει δεύτερη σκέψη ή δισταγμό, ακόμα και μετά που η ΜΥ4 της εξήγησε ότι θα παρέμενε υπόλογη για το χρέος.  Η μαρτυρία της ΜΥ4 ήταν χαρακτηριστική.  Όχι μόνο σχημάτισε την εικόνα ότι η αποβιώσασα ήθελε να δωρίσει στην εφεσείουσα την οικία, όχι μόνο δεν διαπίστωσε δισταγμό, αλλά και της φάνηκε η αποβιώσασα «να είναι μια χαρά».

 

Η συνάντηση με τον κ. Μακρίδη ήταν μακρά και περιεκτική.  Ο κ. Μακρίδης δεν περιορίστηκε να εκτελέσει άνευ ετέρου τις οδηγίες της, αλλά ζήτησε εξηγήσεις ενόψει της προηγουμένης, διαφορετικού περιεχομένου, διαθήκης.  Ούτε περιορίστηκε να λάβει την υπογραφή της, παρά της διάβασε τα έγγραφα λέξη προς λέξη πριν υπογράψει.  Ήταν κι αυτού χαρακτηριστική η αναφορά του ότι η αποβιώσασα επέμενε να γίνει η δωρεά.

 

Δεν παραβλέπουμε ότι στην υπόθεση Inche Noriah θεωρήθηκε ότι υπήρχαν περιστάσεις τέτοιες που κατέστησαν απαραίτητη τη νομική συμβουλή προς την αποβιώσασα, με δεδομένο ότι θα μεταβίβαζε την οικία της που αποτελούσε και την τελευταία περιουσία που της απέμεινε, για το ότι θα μπορούσε να ευεργετήσει το δωρεοδόχο, με το ίδιο τελικό αποτέλεσμα, διά διαθήκης.  Όμως, εν προκειμένω, η αποβιώσασα είχε, ως άνω, συντάξει στο παρελθόν δύο διαθήκες με αντικείμενο την επίδικη οικία και συνεπώς είχε γνώση τέτοιας επιλογής.  Είναι δε σε σχέση με την αλλαγή στάσης από τη δεύτερη διαθήκη, με την οποία κληροδοτούσε την οικία εξ ίσου στις θυγατέρες της, που ο κ. Μακρίδης της ζήτησε, ως άνω, εξηγήσεις.

 

Δεν παραβλέπουμε επίσης ότι στην υπόθεση Κεφάλας ν. Νικόλα (ανωτέρω) λήφθηκε υπόψη η παράλειψη συμβουλής προς το δωρητή ότι θα μπορούσε να κατοχυρώσει δι΄εγγραφής στο Κτηματολόγιο το δικαίωμα κατοχής και χρήσης εφ΄όρου ζωής, κάτι που δεν έγινε ούτε εν προκειμένω όπως φαίνεται από τη Δήλωση Μεταβίβασης (Τεκμήριο 4).  Προκύπτει όμως, φανερά, από το χρόνο, ότι η αποβιώσασα με την επίδικη πράξη ρύθμιζε την τύχη της περιουσίας που της απέμενε, ενόψει του επερχομένου τέλους της, που επήλθε 8 μήνες μετά.

 

Σημειώνουμε σχετικά ότι, με δεδομένο ότι κάθε περίπτωση κρίνεται επί των δικών της γεγονότων και τηρουμένης της δυνατότητας έγερσης του τεκμηρίου στις κατάλληλες περιπτώσεις, η γενικότερη στάση του δικαίου έναντι οικογενειακής φύσεως διευθετήσεων σε σχέση με οικογενειακή περιουσία, που λαμβάνουν δικαιοπρακτική μορφή, είναι ευνοϊκή  (Chitty on Contracts, ανωτέρω, para 7-078, σελ. 718).

 

Δεν παραβλέπουμε, επίσης, το γεγονός ότι την επομένη η αποβιώσασα εκδηλώθηκε προς ακύρωση της δωρεάς και εντός ημερών κατεχώρισε σχετική αγωγή, κάτι που το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη στις συνθήκες που εγείρουν σοβαρά, κατά την κρίση του, ερωτηματικά και υποψίες, όπως το έθεσε.  Όμως ο προβληματισμός αυτός έγινε χωρίς, ως άνω, να ληφθούν υπόψη οι άμεσες με τον επίδικο χρόνο περιστάσεις.

 

Περιπλέον δε, εντελώς παραβλέφθηκε πρωτοδίκως, ότι πέραν του ότι οι δύο αδελφές, εφεσείουσα-εφεσίβλητη, χαρακτήρισαν τη μητέρα τους ως ευάλωτη στις πιέσεις, φροντίζοντας όμως η καθεμία να ισχυρίζεται ότι ήταν ευάλωτη μόνο σε πιέσεις από την άλλη, δεν προσφέρθηκε κάποιο συγκεκριμένο στοιχείο που να υποδηλώνει ότι η αποβιώσασα τελούσε υπό την εξουσία της εφεσείουσας ή ότι βρισκόταν σε σχέση βιοτικής ή ψυχολογικής εξάρτησης ή ανάγκης, ως εκ της ηλικίας και/ή της υγείας της, προς την εφεσείουσα.  Το συγκεκριμένο στοιχείο που σχετικά τέθηκε στη μαρτυρία είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση της κυριαρχίας ή πίεσης που τείνει να καταδείξει.  Αναφερόμαστε στην προαναφερθείσα επαναμεταβίβαση, μετά από δωρεά και πάλιν, της επίδικης κατοικίας από την εφεσείουσα στη μητέρα της, δύο χρόνια προηγουμένως.  Όσο και αν ο λόγος που το έκανε αμφισβητήθηκε από την άλλη πλευρά, που ισχυρίστηκε ότι η επαναμεταβίβαση έγινε λόγω εξόφλησης κάποιου δανείου της εφεσείουσας από τη μητέρα της, δεν είναι χωρίς σημασία το γεγονός πως η εφεσείουσα συνεργάστηκε με τη μητέρα της με αντικείμενο την ίδια περιουσία και την επέστρεψε.

 

Συνεπώς, η μετέπειτα αντίδραση της αποβιωσάσης, που εκδηλώθηκε μετά που έλαβε γνώση η άλλη της θυγατέρα, είναι υπό το φως όλων των περιστάσεων που έπρεπε να συνεκτιμηθεί, περιλαμβανομένης της αμοιβαίας εχθρότητας εφεσίβλητης-εφεσείουσας, χωρίς να της δοθεί η καθοριστική σημασία που της δόθηκε.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν θεωρούμε ότι υπήρχε σχέση τέτοια ή περιστάσεις τέτοιες ώστε χωρίς μαρτυρία για άμεση ψυχική πίεση να μπορούσε να ακυρωθεί η δωρεά επί της συνδρομής των τεκμηρίων κυριαρχίας και ψυχικής πίεσης, τεκμήρια τα οποία δεν έχουν στοιχειοθετηθεί.

 

Κατά συνέπεια, η έφεση θα επιτύχει.

 

Ό,τι θα θέλαμε να προσθέσουμε είναι πως η επίκληση και η εφαρμογή του τεκμηρίου ψυχικής πίεσης από τα Δικαστήρια, ενόψει και της νομοθετικής ρύθμισης στην Κύπρο, αναμένεται να γίνεται με ρητή αναφορά και προσεκτική στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων που τίθενται από το άρθρο 16, τόσο σε σχέση με το ζήτημα της κυριαρχίας επί της θέλησης του άλλου με βάση τα προνοούμενα στο εδάφιο (2) (α) και (β), όσο και σε σχέση με την εξίσου απαιτούμενη προϋπόθεση του εδαφίου (3) που απαιτεί στοιχειοθέτηση ότι η συναλλαγή, είτε από μόνη της, είτε από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσάχθηκαν, φαίνεται ότι είναι υπέρμετρα επαχθής.

 

Υπάρχει όμως και αντέφεση, σύμφωνα με την οποία η δωρεά θα έπρεπε ούτως ή άλλως, να ακυρωθεί λόγω του ότι το Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι το πληρεξούσιο έγγραφο ήταν έγκυρο και ότι η πιστοποίηση της υπογραφής έγινε από Πιστοποιούντα Υπάλληλο (Α. Αντωνίου) που γνώριζε προσωπικά την αποβιώσασα.

 

Εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος δικηγόρος της εφεσίβλητης ότι το Δικαστήριο δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφασή του να μην κάνει πιστευτή τη μαρτυρία της επί του σημείου αυτού, ότι δηλαδή είχε ρωτήσει τη μητέρα της κατά πόσο γνώριζε τον κ. Α. Αντωνίου κι αυτή της απάντησε αρνητικά.  Υπέδειξε περαιτέρω ότι εσφαλμένα καταγράφεται στην πρωτόδικη απόφαση ότι ο κ. Μακρίδης ανέφερε ότι μόλις ο Πιστοποιών Υπάλληλος μπήκε στο γραφείο του χαιρέτησε την αποβιώσασα με τη φράση «Γεια σου Γαλάτεια μου, τι κάνεις;», που υποδηλώνει προηγούμενη γνωριμία.  Όντως, τα πρακτικά αποκαλύπτουν ότι κάτι τέτοιο τέθηκε στον κ. Μακρίδη και αυτός το αρνήθηκε.

 

Δεν έχει όμως υποδειχθεί κανένας καλός λόγος επί του οποίου θα είχαμε έρεισμα να παρέμβουμε στο έργο της αξιολόγησης της μαρτυρίας της εφεσίβλητης.  Ούτε αναμένεται από τα δικαστήρια να ασχολούνται με τον κάθε επιμέρους ισχυρισμό ενός μάρτυρα του οποίου η μαρτυρία αξιολογείται επαρκώς συνολικά, όπως έγινε εν προκειμένω με την εφεσίβλητη.

 

Ως εκ των άνω, παρά το παραπάνω σφάλμα, δεν μας υποδείχθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο ότι υπάρχει μαρτυρία που να καταδεικνύει ότι η αποβιώσασα δεν ήταν γνωστό πρόσωπο στον Πιστοποιούντα Υπάλληλο, ως η καταγραφείσα βεβαίωσή του.  Ούτε εν πάση περιπτώσει έχει προσφερθεί νομική επιχειρηματολογία προς υποστήριξη της θέσης ότι τυχόν παρατυπία ή παράβαση νομοθετικής πρόνοιας ως προς τη νενομισμένη διαδικασία, θα μπορούσε αυτόματα να έχει καταλυτικές συνέπειες στη δωρεά, δεδομένου πως ό,τι αμφισβητήθηκε, δεν ήταν ότι έθεσε την υπογραφή της η ενάγουσα στο πληρεξούσιο, αλλά το κατά πόσο είχε δικαιοπρακτική ικανότητα και ελεύθερη βούληση για τη δωρεά.

 

Για όλους τους παραπάνω λόγους η έφεση επιτρέπεται, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄έφεση υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον της εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν.

 

Η αντέφεση απορρίπτεται με ίδια διαταγή για τα έξοδα.

                                                                  

                                                                   Στ. Ναθαναήλ, Δ.

 

                                                                   Δ. Μιχαηλίδου, Δ.

 

                                                                   Τ.Θ. Οικονόμου, Δ.

 

 

/ΚΧ»Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο