ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:D205
(2016) 1 ΑΑΔ 992
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Αίτηση Αρ. 44/2016)
15 Απριλίου 2016
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 (33/1964)
ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ΄ ΑΡ. 8690/2015 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΠΟΥ ΚΑΤΑΧΩΡΗΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ 1. C.P. COLLECTION D' ART LTD ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ ΚΑΙ 2. PAVEL ROMANENKO ΑΠΟ ΤΗ ΡΩΣΙΑ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ
1. CATHERINE LOUISE BARZYK, 2. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΚΑΙ ΑΛΛΩΝ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) CARHERINE LOUISE BARZYK, ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ
(2) ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΦΥΣΕΩΣ
CERTIORARI ΚΑΙ MANDAMUS
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 26/10/2015 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΚΑΤΟΠΙΝ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΑΙΤΗΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑΣ ΑΡΧΗΣ, ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ CATHERINE LOUISE BARZYK ΚΑΙ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΔΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΩΣ ΕΠΙΣΗΣ ΚΑΙ ΣΕ ΜΙΑ ΑΓΓΛΟΦΩΝΗ
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΑΓΚΥΠΡΙΑΣ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΔΙΑ ΘΥΡΟΚΟΛΛΗΣΗΣ ΣΤΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΗΣ 3, COLLECTION D' ART TAPESTRY CDA LTD ΚΑΘΩΣ ΚΑΙ ΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΡΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΝ ΠΙΝΑΚΑ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΓΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ 10 ΗΜΕΡΩΝ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡ. 19.2.2016 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡ. 8690/2015 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ, ΜΕ ΤΗΝ ΟΠΟΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΕΝ ΕΠΕΤΡΕΨΕ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ 1. CATHERINE LOUISE BARZYK ΚΑΙ 2. ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ ΝΑ ΠΡΟΣΚΟΜΙΣΟΥΝ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΟΙΚΟΙ ΕΛΛΑΔΟΣ ΚΑΙ ΩΣ ΕΚ ΤΟΥΤΟΥ Η ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΠΟΥ ΔΙΑΤΑΧΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΠΑΡΑΒΙΑΖΕΙ ΤΗ ΣΥΜΒΑΣΗ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕΤΑΞΥ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΕ ΘΕΜΑΤΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΥ, ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ Η ΟΠΟΙΑ ΚΥΡΩΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 55/1984 ΚΑΙ/Η ΑΡΝΗΘΗΚΕ ΝΑ ΕΞΕΤΑΣΕΙ ΤΟ ΕΝΔΕΧΟΜΕΝΟ ΑΚΥΡΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΕΝ ΛΟΓΩ ΕΠΙΔΟΣΗΣ ΚΑΙ/Η ΤΟΥ ΕΝΔΙΑΜΕΣΟΥ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΟΣ ΗΜΕΡ. 26/10/2015
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 19.2.2016 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡ. 8690/2015 Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΗ ΕΠΙΔΟΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ ΣΤΟΥΣ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΥΣ
1. CATHERINE LOUISE BARZYK ΚΑΙ
2. ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, ΜΕ ΤΟΝ ΙΔΙΟ ΤΡΟΠΟ ΟΠΩΣ ΠΡΟΝΟΟΥΣΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡ. 26/10/2015, ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΕΧΕΙ ΠΡΟΗΓΗΘΕΙ ΣΧΕΤΙΚΟ ΑΙΤΗΜΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΣΑ ΑΡΧΗ
- ΚΑΙ -
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΣΤΙΣ 23/3/2016, ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ΄ ΑΡ. 8690/2015
Ε.Δ. ΛΕΜΕΣΟΥ, ΕΝΑΝΤΙΟΝ ΤΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΩΝ 1. CATHERINE LOUIZE BARZYK ΚΑΙ
2. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ
-------------------------------
Α. Μιχαηλίδης, για τους Αιτητές.
-------------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι αιτητές επιδιώκουν τη λήψη άδειας για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari με σκοπό την ακύρωση των διαταγμάτων ημερ. 26.10.2015 και 19.2.2016 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, τα οποία εκδόθηκαν στο πλαίσιο εκδίκασης της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης υπ΄ αρ. 8690/2015.
Με τα πιο πάνω διατάγματα το κατώτερο Δικαστήριο έδωσε άδεια για υποκατάστατο επίδοση του κατηγορητηρίου στους κατηγορουμένους 1 και 2, νυν αιτητές, δυνάμει του άρθρου 46(1Α) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 (το διάταγμα ημερ. 26.10.2015), ενώ με αντίστοιχη απόφαση του αρνήθηκε να εξετάσει αίτημα ακύρωσης του διατάγματος μη επιτρέποντας στους αιτητές να παρουσιάσουν μαρτυρία ότι κατά το χρόνο της καταχώρησης της εν λόγω ποινικής υπόθεσης αυτοί ήσαν κάτοικοι Ελλάδος (η απόφαση ημερ. 19.2.2016).
Επιδιώκεται επίσης άδεια να καταχωρηθεί σχετική αίτηση για έκδοση εντάλματος Certiorari ώστε να ακυρωθεί και η έτερη διαταγή του Δικαστηρίου ημερ. 19.2.2016, με την οποία το Δικαστήριο επέτρεψε και πάλι την υποκατάστατη επίδοση του κατηγορητηρίου κατά τους ίδιους τρόπους που προνοούσε το αρχικό διάταγμα ημερ. 26.10.2015, καθώς και να ακυρωθεί το συνακόλουθο ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε μεταγενέστερα εναντίον αμφοτέρων των αιτητών στις 23.3.2016.
Για όλα τα πιο πάνω, επιδιώκεται ταυτόχρονα και η αναστολή των περαιτέρω διαβημάτων και διαδικασιών στην εν λόγω ποινική υπόθεση στο βαθμό που αφορούν τους αιτητές ως κατηγορουμένους.
Τα προβλήματα τα οποία ανέκυψαν και οδήγησαν στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης περιγράφονται στην έκθεση και ένορκη δήλωση που καθηκόντως συνοδεύουν την αίτηση. Στις 7.5.2015, οι C.P. Collection D' Art Ltd και ο Pavel Romanenko, διευθυντής της εταιρείας, καταχώρησαν ιδιωτική ποινική υπόθεση με κατηγορουμένους τους αιτητές και δύο άλλους, την Collection D' Art CDA Ltd και τον Λοίζο Νικολάου. Η υπόθεση αφορά κατηγορίες για απόσπαση χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, απάτη και συνωμοσία για διάπραξη κακουργήματος. Η εδώ αιτήτρια 1, Catherine Louise Barzyk, περιγράφεται ως έμμεση ιδιοκτήτρια του 40% του μετοχικού κεφαλαίου της C.P. Collection D' Art Ltd, ο δε Pavel Romanenko είναι ο ιδιοκτήτης του υπολοίπου 60% των μετοχών της εταιρείας.
Μετά από αίτηση της κατηγορούσας αρχής, το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού εξέδωσε το διάταγμα ημερ. 26.10.2015 στη βάση του οποίου το κατηγορητήριο θα έπρεπε να επιδοθεί στους αιτητές με τρεις τρόπους: (α) Με δημοσίευση σε μια ημερήσια ελληνόφωνη εφημερίδα παγκύπριας κυκλοφορίας, καθώς επίσης και σε μια παρόμοιας κυκλοφορίας αγγλόφωνη εφημερίδα. (β) Με θυροκόλληση του κατηγορητηρίου στη διεύθυνση της κατηγορούμενης 3 εταιρείας και (γ) με ανάρτηση στον πίνακα του Δικαστηρίου για τουλάχιστο 10 ημέρες. Οι επιδόσεις αυτές θα έπρεπε να γίνουν τουλάχιστον 15 ημέρες πριν τις 16.12.2015, όταν η υπόθεση είχε οριστεί ενώπιον του Δικαστηρίου.
Κατά την ανωτέρω ημερομηνία οι αιτητές εμφανίσθησαν διά δικηγόρου αποκλειστικά με σκοπό να αμφισβητήσουν την επίδοση, στις δε 19.2.2016 στο πλαίσιο σχετικής ακρόασης, το Δικαστήριο δεν επέτρεψε στους αιτητές να προσκομίσουν μαρτυρία όπως επεδίωκαν, η οποία μαρτυρία στόχο είχε να αποδείξουν ότι από το Νοέμβριο του 2014 αυτοί ήσαν κάτοικοι Ελλάδος και επομένως η οποιαδήποτε επίδοση του κατηγορητηρίου θα έπρεπε να είχε διαταχθεί δυνάμει του Κυρωτικού της Σύμβασης Νομικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ελληνικής Δημοκρατίας σε Θέματα Αστικού, Οικογενειακού, Εμπορικού και Ποινικού Δικαίου Νόμου αρ. 55/84 (εφεξής «η Σύμβαση»). Μετά την εν λόγω απόφαση, το ίδιο το Δικαστήριο προχώρησε να εξετάσει την ορθότητα της επίδοσης του κατηγορητηρίου στους αιτητές, διαπιστώνοντας δε ότι και οι τρεις τρόποι επίδοσης δεν έλαβαν χώρα εντός του καθορισμένου χρονικού πλαισίου που έθεσε, έκρινε την επίδοση άκυρη. Χωρίς όμως σχετικό αίτημα από την κατηγορούσα αρχή, το ίδιο το Δικαστήριο εξέδωσε νέο διάταγμα υποκατάστατης επίδοσης του κατηγορητηρίου με τους ίδιους τρόπους, όπως και προηγουμένως. Στην πορεία, στις 23.3.2016, το Δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι αυτή τη φορά η επίδοση είχε γίνει σύμφωνα με τις οδηγίες του, εξέδωσε ένταλμα σύλληψης εναντίον των αιτητών οι οποίοι δεν ήταν παρόντες στο Δικαστήριο, παρά την παρουσία δικηγόρου εκ μέρους τους με σκοπό και πάλι την αμφισβήτηση της επίδοσης.
Απορρέει ως κυρίαρχη θέση των αιτητών τόσο μέσα από την υπό κρίση αίτηση, όσο και μέσα από τα λεχθέντα κατά την αγόρευση του συνηγόρου τους, ότι οι κατήγοροι δόλια παραπλάνησαν το Δικαστήριο κατά την έκδοση του αρχικού διατάγματος ημερ. 26.10.2015 για να διαταχθεί υποκατάστατη επίδοση, ενώ πολύ καλά γνώριζαν ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο οι αιτητές δεν ήσαν κάτοικοι Κύπρου. Αυτό φαινόταν από προγενέστερη ένορκη δήλωση του διευθυντή της C.P. Collection D' Art Ltd που συνόδευε ενδιάμεση αίτηση στην αγωγή 1383/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού στην οποία οι ενάγοντες, κατήγοροι στην ποινική υπόθεση, επεδίωξαν ανεπιτυχώς την έκδοση διαφόρων ενδιαμέσων απαγορευτικών διαταγμάτων.
Επομένως, το Δικαστήριο υπερέβη τις εξουσίες του χρησιμοποιώντας το άρθρο 46(1Α), το οποίο δεν τυγχάνει εφαρμογής εφόσον οι αιτητές από το Νοέμβριο του 2014 δεν βρίσκονται στην Κύπρο, αλλά είναι κάτοικοι Ελλάδας. Το θέμα όφειλε να είχε ρυθμιστεί δυνάμει των προνοιών της Σύμβασης, η οποία έχει δυνάμει του Άρθρου 169.3 του Συντάγματος αυξημένη ισχύ έναντι του ημεδαπού Νόμου. Το κατώτερο Δικαστήριο υπερέβη επίσης την εξουσία του εφόσον δεν επέτρεψε την προσαγωγή μαρτυρίας σχετικά με τον τόπο διαμονής των αιτητών κατά τον ουσιώδη χρόνο της καταχώρησης του κατηγορητηρίου, διαπράττοντας έτσι πρόδηλο νομικό σφάλμα εφόσον συνακόλουθα δεν εξέτασε τη θέση ότι το θέμα της επίδοσης ρυθμιζόταν από τη Σύμβαση. Αλλά και τα παρεπόμενα διαβήματα του Δικαστηρίου έγιναν καθ΄ υπέρβαση εξουσίας εφόσον, κρίνοντας ότι η επίδοση ήταν άκυρη, προχώρησε αυτεπαγγέλτως στην έκδοση νέου διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης παρά το γεγονός ότι στο στάδιο εκείνο το Δικαστήριο ήδη γνώριζε πλέον για τη θέση των αιτητών ότι αυτοί διαμένουν στην Ελλάδα. Το ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε στη συνέχεια είναι και αυτό άκυρο λόγω προφανούς νομικού σφάλματος ως απόρροια των προηγουμένων λανθασμένων ενεργειών του κατώτερου Δικαστηρίου.
Υπό το φως της νομολογίας που διέπει τη χορήγηση άδειας για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος με ιδιαίτερη έμφαση στην κατ΄ εξαίρεση χορήγηση τέτοιας άδειας ως το κατάλοιπο εξουσίας ελέγχου των κατωτέρων Δικαστηρίων και το ότι η επίκληση της προνομιακής αυτής δικαιοδοσίας δεν έχει σκοπό την υποκατάσταση του ενδίκου μέσου της έφεσης ή οποιουδήποτε άλλου μέσου προσφέρεται στα περιστατικά της υπόθεσης, η αίτηση δεν μπορεί να εγκριθεί. Όλη η διαδικασία που αφορά την αίτηση για λήψη άδειας περιστρέφεται γύρω από το νέο άρθρο 46(1Α) του Κεφ. 155. Το άρθρο αυτό προστέθηκε στην ποινική δικονομία ώστε να δίδεται διέξοδος στις περιπτώσεις εκείνες που παρουσιάζεται αδύνατη η επίδοση ενός κατηγορητηρίου κατά τους γνωστούς δικονομικούς τρόπους επίδοσης. Το άρθρο εισήχθηκε στο Κεφ. 155 στις 4.4.2014 με την τροποποίηση που επήλθε με το Νόμο αρ. 42(Ι)/2014. Το κατώτερο Δικαστήριο εγκρίνοντας στις 26.10.2015, το αίτημα της κατηγορούσας αρχής για υποκατάστατο επίδοση σημείωσε ρητά στο σκεπτικό του, όπως αυτό έχει καταγραφεί στο σχετικό πρακτικό που είναι Παράρτημα Α της έκθεσης γεγονότων που συνοδεύει την παρούσα αίτηση, ότι στη βάση ενόρκων δηλώσεων ιδιωτών επιδοτών, δεν είχε καταστεί δυνατή η επίδοση του κατηγορητηρίου στους αιτητές, «.. ουσιαστικά λόγω ενεργειών και προσπαθειών των τελευταίων να αποφεύγουν την επίδοση.». Από τα τεκμήρια που η Κατηγορούσα Αρχή είχε προσκομίσει στο στάδιο εκείνο, οι αιτητές παρουσιάζονταν πρόσθετα να ενοικίαζαν υποστατικό στη Λεμεσό σε άγνωστη όμως διεύθυνση, να δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία μέσω της κατηγορουμένης 3 εταιρείας, ενώ καταγραφόταν και η πρόθεση τους να μην εγκαταλείψουν την Κύπρο στην οποία βρίσκονται κατά τακτά χρονικά διαστήματα.
Επομένως το Δικαστήριο ενήργησε εντός της εξουσίας που του παρέχει το νέο άρθρο 46(1Α) αφού η επίδοση με τον συνήθη τρόπο δεν φαινόταν να μπορούσε να επιτευχθεί. Το Δικαστήριο ήταν προσεκτικό ταυτόχρονα, προφανώς έχοντας υπόψη τον ποινικό χαρακτήρα της ενώπιον του υπόθεσης, να διασφαλίσει την επίδοση του κατηγορητηρίου με κάθε εύλογο τρόπο και γι΄ αυτό διέταξε την επίδοση κατά τους τρεις προαναφερθέντες τρόπους. Στο σκεπτικό του σημείωσε ότι καθ' όσον αφορούσε τη θυροκόλληση στη διεύθυνση της κατηγορουμένης 3, είχε γίνει και προηγουμένως επίδοση, ενώ οι ένορκες δηλώσεις των ιδίων των κατηγορουμένων 1 και 2, παρόντων αιτητών, που αποτελούσαν μέρος της προσκομισθείσας ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, έδειχναν ότι αυτοί δραστηριοποιούνται στην Κύπρο μέσω της εταιρείας αυτής. Το Δικαστήριο δεν παρέλειψε επίσης να σημειώσει το λόγο άρνησης του να αποδεχθεί επίδοση στους δικηγόρους των αιτητών επικαλούμενο προς τούτο το ανεπιθύμητο επίδοσης κατά υποκατάστατο τρόπο σε δικηγόρο και της επαγγελματικής αμηχανίας που θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα τέτοιας επίδοσης.
Με δεδομένη πλέον τη θέση ότι η αρχική έγκριση της υποκατάστατης επίδοσης έγινε στο πλαίσιο της εξουσίας και αρμοδιότητας του Δικαστηρίου, η εκ των υστέρων απόφαση του να εγκρίνει νέα υποκατάστατη επίδοση στις 19.2.2016, δεν μπορεί να κατακριθεί ως ενέργεια που θα ενέπιπτε σε εκείνες τις περιπτώσεις για τις οποίες δίδεται άδεια για την καταχώρηση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος εφόσον το Δικαστήριο δεν ενήργησε με έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, με έκδηλη πλάνη περί το νόμο, με προκατάληψη ή συμφέρον ή κατά παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης, (δέστε σχετικά τις υποθέσεις Αναφορικά με τον Genaro Perella (1995) 1 Α.Α.Δ. 692, Αίτηση του Αλέκου Κωνσταντινίδου (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298, Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535, Hellenger Trading Ltd (2000) 1 Α.Α.Δ. 1965 και Σ. Μαρκίδης (2004) 1 Α.Α.Δ. 552).
Το Δικαστήριο ενήργησε ex abundanti cautela όταν ελέγχοντας την επίδοση έκρινε ότι η ανάρτηση στον πινάκιο του Δικαστηρίου έγινε μεν για την περίοδο των 10 ημερών, αλλά όχι 15 ημέρες πριν την ημερομηνία που ήταν ορισμένη η υπόθεση, με αποτέλεσμα να εκδώσει νέες οδηγίες επαναλαμβάνοντας τους τρεις τρόπους επίδοσης. Προστίθεται ότι δεν είναι ορθή η θέση του συνηγόρου των αιτητών ότι δεν ζητήθηκε από την κατηγορούσα αρχή να εκδοθεί σχετική οδηγία σε περίπτωση που το Δικαστήριο κατά τον έλεγχο της επίδοσης θα διέκρινε κάποιο πρόβλημα. Στο τηρηθέν πρακτικό, ημερ. 19.2.2016, η διατυπωθείσα θέση από το δικηγόρο της κατηγορούσας αρχής ήταν ακριβώς να δοθούν οδηγίες - διάταγμα ως προς τον τρίτο τρόπο την ανάρτηση δηλαδή στο πινάκιο, σε περίπτωση που το Δικαστήριο θεωρούσε ότι δεν είχαν εκπληρωθεί οι όροι του διατάγματος επίδοσης. Ούτε και ο κ. Μιχαηλίδης μπορεί τώρα να προτείνει με την αίτηση του ότι ήταν λανθασμένη η ενέργεια του Δικαστηρίου να διατάξει εκ νέου επίδοση εφόσον η θέση του πρωτοδίκως στις 19.2.2016, ήταν απλώς ότι δεν θα τοποθετείτο στο ερώτημα κατά πόσο έγινε σωστά ή όχι η επίδοση βάσει του διατάγματος ημερ. 26.10.2015, αφήνοντας το θέμα αυτό στο Δικαστήριο να το εξετάσει. Και αυτό, παρόλο που το Δικαστήριο έδωσε το λόγο στον κ. Μιχαηλίδη να τοποθετηθεί ως προς την ορθότητα της αρχικής επίδοσης.
Παραμένει προς εξέταση το παράπονο ότι δεν επετράπη στους αιτητές η προσκόμιση μαρτυρίας ως προς την κατοικία τους κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το Δικαστήριο ανεφέρθη στην απόφαση Αναφορικά με την Αίτηση των Erishan Kurazov από τη Ρωσία κ.ά., Πολιτική Αίτηση 39/15 ημερ. 17.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D183, καθώς και σε άλλες που η δική του έρευνα εντόπισε, (Re Farrell's Application for Judicial Review (2005) NIJB 357, R. V. Garett-Pegge, ex p Brown (1911) KB 880, Minister of Agriculture v. McGeough (1955) NI 139, Francis McGirl, Applicant, v. District Justice Donal McArdle, Respondent(1989) IR 596, Vysick v. Commisioner of Police (1971) 17 WIR 391), η ουσία των οποίων έγκειται στο ότι η δυνατότητα αμφισβήτησης επίδοσης αφορά στον έλεγχο της ορθότητας της διαδικασίας επίδοσης και στην τήρηση των όρων που τέθηκαν. Όπως έχει εξηγηθεί στην υπόθεση Kurazov - ανωτέρω -, η τροποποίηση του Κεφ. 155 δεν εξισώνει την ποινική διαδικασία με πολιτικής φύσεως διαδικασία, εφόσον ακόμη και μετά την προσθήκη του άρθρου 46(1Α), ολόκληρο το Κεφ. 155 δεν περιέχει οποιαδήποτε πρόνοια για παραμερισμό επίδοσης.
Σαφώς η πρόθεση του νομοθέτη ήταν να δώσει εναλλακτικό τρόπο επίδοσης κατηγορητηρίων είτε από τη Δημοκρατία, είτε από ιδιώτες, ώστε να επιταχύνεται η διεκπεραίωση της ποινικής δίωξης. Το ζητούμενο είναι να ενημερωθεί το κατηγορούμενο άτομο για την ύπαρξη εναντίον του υπόθεσης ώστε να έχει την ευκαιρία να εμφανισθεί και να υπερασπίσει εαυτό. Ελεγχομένης δε της ορθότητας της επίδοσης, κατά το άρθρο 46(2), δικαιωματικά το Δικαστήριο εκδίδει ένταλμα σύλληψης εφόσον ικανοποιηθεί για τη νομιμότητα της επίδοσης. Αν η επίδοση δεν ικανοποιήσει, διατάσσεται νέα επίδοση ή επανακλήτευση, (δέστε Γ.Μ. Πική: Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, 2η Έκδ. σελ. 137). Αυτό συνάδει και με τη δήλωση του ευπαιδεύτου συνηγόρου των αιτητών στο κατώτερο Δικαστήριο στις 19.2.2016, ως προς το ότι οι αιτητές δεν επιδίωκαν τη μη δίωξη ή τη μη εμφάνιση τους ενώπιον του Δικαστηρίου, υπό τον όρο και την προϋπόθεση της τήρησης της ορθής διαδικασίας.
Δεν μπορεί όμως να μην παρατηρηθεί ότι ενώ οι αιτητές διατείνονται ότι από το Νοέμβριο του 2014 διαμένουν στην Ελλάδα με ταυτόχρονη δηλωμένη την πρόθεση τους να μην αποφύγουν την εναντίον τους ποινική υπόθεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού, εντούτοις ουδέν στοιχείο δίδουν περί της διεύθυνσης τους στην Ελλάδα, παρόλο που η κατηγορούσα αρχή διά του δικηγόρου της κατέγραψε ρητά τη θέση της ότι είχε ζητηθεί από το συνήγορο των αιτητών να τοποθετηθεί γραπτώς ως προς την έννοια της μόνιμης κατοικίας στην Ελλάδα και την εκεί διαμονή τους χωρίς, ως συνάγεται, ουσιαστική ανταπόκριση.
Το Δικαστήριο επομένως ορθά κινούμενο στο πλαίσιο της νομολογίας της Kurazov - ανωτέρω - αρνήθηκε την προσαγωγή μαρτυρίας ως προς τη διαμονή των αιτητών για να μην μετατραπεί η ποινική διαδικασία σε πολιτική ή αστικής φύσεως υπόθεση. Δεν ενήργησε καθ΄ υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά πλάνη περί το νόμο, αλλά αντίθετα εξάσκησε τη διακριτική του ευχέρεια για υποκατάστατη επίδοση στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε ενώπιον του έχοντας υπόψη την εγγραφή της κατηγορουμένης 3 ως κυπριακής εταιρείας δραστηριοποιημένης στη Δημοκρατία, μέσω της οποίας εργάζονται οι αιτητές και στη βάση του ότι προηγούμενες προσπάθειες επίδοσης κατά το συνήθη τρόπο είχαν αποτύχει.
Το ζήτημα της εφαρμογής στην υπόθεση της Σύμβασης στην ουσία δεν εγείρεται διότι η κατηγορούσα αρχή δεν είχε ζητήσει την υποκατάστατη επίδοση του κατηγορητηρίου δυνάμει αυτής. Το γεγονός αυτό διαφοροποιεί τις υποθέσεις Johannes Heeren v. Uwe Scaper και Άλλων (1995) 1 Α.Α.Δ. 1069 και Earlsfield Steel Ltd v. Joint Stock Company Elecgrometallurgical Steel Works Dneprospetsstal For A.N. Kyjmin (2009) 1 Α.Α.Δ. 1350 στις οποίες αναφέρθηκε ο συνήγορος. Στην πρώτη, η υποκατάστατη επίδοση με διπλοσυστημένη επιστολή απαγορευόταν από την ένσταση που είχε καταθέσει η Γερμανία στη χρήση τέτοιας μεθόδου δυνάμει του Εν τη Αλλοδαπή Επίδοσης Δικαστικών και Ετέρων Εγγράφων εις Αστικάς και Εμπορικάς Υποθέσεις Νόμου αρ. 40/82. Στη δεύτερη, η υποκατάστατη επίδοση είχε γίνει δυνάμει του περί της Συμφωνίας μεταξύ της Δημοκρατίας και της Ουκρανίας για Νομική Συνεργασία σε Αστικά Θέματα (Κυρωτικού Νόμου) Αρ. 8(ΙΙΙ)/2005. Επομένως πέραν του γεγονότος ότι οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν αμιγώς αστική διαδικασία, ήταν και δεδομένη η απευθείας επίκληση και εφαρμογή της ανάλογης Διακρατικής Σύμβασης.
Η Σύμβαση που επικαλούνται οι αιτητές δεν περιέχει πρόνοια περί κατ΄ αποκλειστικότητα εφαρμογής της. Οι διατάξεις των άρθρων 1, 2, 3 και 4 της Σύμβασης αφορούν στην ουσία δυνητικές πρόνοιες ως προς τον τρόπο δικαστικής αρωγής που οι δύο χώρες μπορούν να προσφέρουν μέσω των Δικαστικών αρχών και των αντίστοιχων Υπουργείων Δικαιοσύνης. Η δικαστική αρωγή περιλαμβάνει τη διαβίβαση και επίδοση εγγράφων, αλλά αυτό ισχύει όταν χρησιμοποιείται ο μηχανισμός της Σύμβασης. Σύμφωνα με το άρθρο 1.3, που αφορά την έννομη προστασία, οι υπήκοοι εκάστου συμβαλλομένου μέρους «... έχουν το δικαίωμα να απευθύνονται ελεύθερα στα Δικαστήρια ..» και «... μπορούν να εμφανίζονται, να υποβάλλουν αιτήσεις και να εγείρουν αγωγές ενώπιον των πιο πάνω αρχών ...». Ιδιαίτερα ως προς τη συνεργασία σε θέματα ποινικού δικαίου με την οποία ασχολείται το άρθρο 31 που αποτελεί και το μοναδικό άρθρο στο Κεφ. Έκτο της Σύμβασης, η απλή διάταξη του άρθρου αυτού είναι ότι, «Τα συμβαλλόμενα μέρη ανταλλάσσουν μεταξύ τους πληροφορίες για τις καταδικαστικές, ποινικές αποφάσεις που αφορούν υπηκόους τους.». Προνοείται δε γενικώς στο άρθρο 5, ότι η αίτηση που υποβάλλεται για δικαστική αρωγή πρέπει να περιέχει μεταξύ άλλων το πλήρες όνομα των διαδίκων, την ιθαγένεια, τη μόνιμη διαμονή, το επάγγελμα, τον χρόνο και τον τόπο της γέννησης τους.
Πέραν λοιπόν του γεγονότος ότι η Σύμβαση δεν είναι αντίθετη με οποιαδήποτε μορφή επίδοσης που επιτρέπει η δικονομία στη Δημοκρατία, είναι φανερό ότι για να ενεργοποιηθεί αυτή η Σύμβαση θα πρέπει να υπάρχουν εκ των προτέρων δεδομένα τα στοιχεία της μόνιμης διαμονής με την αναγκαία λεπτομέρεια. Η κατηγορούσα αρχή με όσα έθεσε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου μπορούσε κάλλιστα να ζητήσει την επίδοση του κατηγορητηρίου εντός της Δημοκρατίας για τους λόγους που έχουν ήδη εξηγηθεί. Η απόφαση Deutsche Bank AGT and 1. Sebastian Holdings Inc, (2) Alexander Vik (2014) EWHC 112, στην οποία παρέπεμψε ο συνήγορος των αιτητών, παρά τα όσα ενδιαφέροντα εκεί αναφέρονται, δεν μπορεί να αποτελέσει καθοδήγηση για το παρόν Δικαστήριο στα δεδομένα της υπόθεσης. Ενώπιον του Αγγλικού Δικαστηρίου είχε τεθεί θέμα επίδοσης σε πρόσωπο που είχε προστεθεί εκ των υστέρων ως διάδικος για ζητήματα που αφορούσαν τα έξοδα μόνο που είχαν επιδικαστεί ήδη υπέρ της Deutshe Bank AGT για 243,023,089.00 δολλάρια πλέον 32 εκατομμύρια στερλίνες ως έξοδα. Ο προστεθείς για σκοπός εξόδων διάδικος διατηρούσε κατοικίες σε διάφορα μέρη του κόσμου και είχε διαταχθεί επίδοση εκτός δικαιοδοσίας στην κατοικία που διατηρούσε στο Connecticut των Η.Π.Α. Το Αγγλικό Δικαστήριο έχοντας υπόψη ότι γινόταν επίκληση της δικαιοδοσίας του να επιδώσει σε ξένο εν πάση περιπτώσει υπήκοο, εκτός της Αγγλικής επικράτειας, έκρινε ότι ο ορθός τρόπος επίδοσης ήταν δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης, η οποία φαίνεται να διείπε το θέμα της επίδοσης εφόσον οι νέοι Αγγλικοί Δικονομικοί Θεσμοί C P R Rule 6.15.1, επιτρέπουν στο Δικαστήριο για καλό λόγο να εγκρίνει επίδοση με μεθοδολογία που κατά τα άλλα δεν επιτρέπεται από τους Θεσμούς. Η επίδοση δυνάμει της Σύμβασης της Χάγης σύμφωνα με την υπόθεση Knauf UK GmbH v. British Cypsum Ltd & anor (2002) 1 W.L.R. 907, αποτελούσε πρωταρχική μέθοδο επίδοσης και θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί εκείνη η μέθοδος, με την απλή επιθυμία ενός διαδίκου για γρήγορη επίδοση με άλλο τρόπο να μην αποτελεί καλό λόγο εντός της εννοίας του C P R 6.15.1.
Προκύπτει, επομένως, ότι πολύ διαφορετικά ήταν τα δεδομένα της πιο πάνω απόφασης εφόσον εκεί είχε ήδη διαταχθεί επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με δεδομένο ότι ο προστεθείς διάδικος δεν ήταν κάτοικος Αγγλίας. Εδώ οι αιτητές θεωρούνται ως ευρισκόμενοι εντός δικαιοδοσίας, και γι΄ αυτό έγινε η επίκληση της υποκατάστατης μεθόδου επίδοσης. Υπενθυμίζεται ότι η παρούσα υπόθεση αφορά ιδιωτική ποινική δίωξη στην οποία δεν επιτρέπεται η εμπλοκή της διαδικασίας με θέματα επίδοσης που ανάγονται καθαρά στο αστικό δίκαιο.
Να προστεθεί εν κατακλείδι ότι υπάρχει εναλλακτικός τρόπος ή ένδικο μέσο θεραπείας και αυτός ήδη χρησιμοποιήθηκε με την εμφάνιση των αιτητών ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού προς αμφισβήτηση της επίδοσης. Η δε απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου στο τέλος της εκδίκασης της ενώπιον του υπόθεσης υπόκειται ασφαλώς σε έφεση όπου και δύναται να εγεργούν ανάλογα ζητήματα. Δεν προκύπτουν εν πάση περιπτώσει εξαιρετικές περιστάσεις για παρέκκλιση από τον κανόνα αυτό και σαφώς η παρούσα αίτηση δεν εμπίπτει ούτε και ενεργοποιεί την προνομιακή δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η αίτηση απορρίπτεται.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
/ΕΘ