ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Χριστοδούλου, Μιχαλάκης Ψαρά-Μιλτιάδου, Τάσια Γ.Παπαθεοδώρου, για τους εφεσείοντες Α.Παναγιώτου, για τους εφεσίβλητους CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-03-24 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ε. ΔΑΜΤΣΑΣ κ.α. ν. D. OUZOUNIAN M. SULTANIAN AND COMPANY (CARS) LTD, Πoλιτική ΄Εφεση αρ. 133/2011, 24/3/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:D170

(2016) 1 ΑΑΔ 805

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                   oλιτική ΄Εφεση αρ. 133/2011)

 

24 Mαρτίου, 2016

 

Γ.ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Μ.ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στες

 

1.   ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Ε. ΔΑΜΤΣΑΣ

2.   ΠΕΤΡΟΣ Ε. ΔΑΜΤΣΑΣ

3.   ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ Ε. ΔΑΜΤΣΑΣ

Εφεσείoντες/Ενάγοντες

                και

                D. OUZOUNIAN M. SULTANIAN AND COMPANY (CARS) LTD

                Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι

                - - - - - - - - -

Γ.Παπαθεοδώρου, για τους εφεσείοντες

Α.Παναγιώτου, για τους εφεσίβλητους

- - - - - - - - - -

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ:   Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί

από τη Δικαστή Τ.Ψαρά-Μιλτιάδου.

          

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.: Οι εφεσείοντες/ενάγοντες είναι οι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου στην ΄Εγκωμη το οποίο και ενοικίασαν δυνάμει ενοικιαστηρίου εγγράφου ημ. 30.7.2003 στους εφεσίβλητους.  Η κατ΄ισχυρισμόν παράλειψη των εφεσιβλήτων να πληρώσουν το ποσό των €12,301.93 για καθυστερημένα ενοίκια από 1.9.2007 μέχρι 31.12.07, οδήγησε στην καταχώρηση αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.  Με δήλωση ότι η παράδοση της κατοχής του ακινήτου από τους εφεσίβλητους στους εφεσείοντες συντελέστηκε στις 28.2.08, η ακροαματική διαδικασία έλαβε χώρα και οι 3 εφεσείοντες κατέθεσαν ως μάρτυρες για την πλευρά τους, ενώ για τους εφεσίβλητους έδωσαν μαρτυρία ο κ.Ζηντίλης διευθυντής αυτών όπως και ο κ.Ταλαττίνης σε σχέση με την εκτίμηση της ενοικιαστικής αξίας του επίδικου ακινήτου.  Το Δικαστήριο τόνισε ότι τα περισσότερα επίδικα θέματα δεν ήταν αμφισβητούμενα παρά τη διαφορά αντιμετώπισης τόσο του τεκμηρίου 1 που αποτελούσε την επίδικη συμφωνία όσο και άλλων θεμάτων νομικής περισσότερο φύσεως.  Δυνάμει της επίδικης συμφωνίας, τεκμ. 1 το εν λόγω ακίνητο ενοικιάστηκε από τους εφεσίβλητους για περίοδο 4 χρόνων και ενός μηνός.  Οι επίδικες ρυθμίσεις του έχουν ως εξής:

 

«2. Η περίοδος ενοικίασης θα είναι τέσσερα (4) χρόνια και ένας (1) μήνας ήτοι από 1/9/2003 μέχρι 30/9/2007.

 

Ο ενοικιαστής δικαιούται να τερματίσει την συμφωνία στις 31/8/2007 με γραπτή συστημένη επιστολή προς τον ιδιοκτήτη με προειδοποίηση τουλάχιστον δύο μηνών οπότε και δεν θα είναι υπόχρεος να καταβάλει το ενοίκιο του Σεπτεμβρίου 2007. Σε αυτήν την περίπτωση νοείται ότι θα παραδώσει το ακίνητο στην ίδια κατάσταση που το παρέλαβε με δικά του έξοδα όπως προνοείται στην παράγραφο 9 κατωτέρω στις 30/9/2007.

 

3. Το πληρωτέο ενοίκιο συμφωνείται στο ποσό των £100,00 (εκατόν λιρών) μηνιαίως για τα πρώτα δύο χρόνια ήτοι από 01/09/2003 έως 31/08/2005, £120,00 (εκατόν είκοσι λιρών) μηνιαίως για τα επόμενα δύο χρόνια ήτοι από 01/09/2005 έως 31/08/2007 και £2000 (δύο χιλιάδες λίρες) μηνιαίως από 31/08/2007 έως 30/09/2007».

 

Ο τονισμός της τελευταίας φράσης γίνεται για να καταδειχθεί ακριβώς το σημείο το οποίο υπήρξε το κύριο ζητούμενο της αντιπαράθεσης των δύο πλευρών.  Η πρόβλεψη αυτή για καταβολή ενοικίου ΛΚ2.000 για ένα μήνα μόνο προκάλεσε αμφισβητήσεις της πλευράς των εφεσιβλήτων εφόσον διατυπώθηκε η εισήγηση ότι δεν θα πρέπει να δοθεί ισχύς στην πρόνοια αυτή καθόσον συνιστά ποινική ή τιμωρητική ρήτρα. 

 

Άλλο σημείο αμφισβήτησης υπήρξε το γεγονός της αρχικής αίτησης παράτασης της ενοικίασης εκ μέρους των εφεσιβλήτων και όσων ακολούθησαν.  Αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι    «την 12.6.2007 με το Τεκμήριο 3 οι Εναγόμενοι ζήτησαν παράταση της ενοικίασης. Οι Ενάγοντες με το Τεκμήριο 4 την 28.6.2007 απάντησαν αρνητικά, και ανέφεραν στους Εναγόμενους ότι επιθυμία τους είναι να τερματίσουν την Συμφωνία. Την 4.7.2007 οι Εναγόμενοι απέστειλαν στους Ενάγοντες την επιστολή Τεκμήριο 5 με την οποία ανέφεραν ότι οι ίδιοι τερματίζουν την Συμφωνία από 31.8.2007. Οι Ενάγοντες την 3.1.2008 απάντησαν ότι αυτοί τερματίζουν την ενοικίαση του ακινήτου. Στο μεταξύ οι Εναγόμενοι παρέμειναν μέσα στο ακίνητο, το οποίο και παραδόθηκε από αυτούς στους Ενάγοντες την 28.2.2008».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η πιο πάνω πρόνοια δεν συνιστά ποινική ρήτρα με αναφορά στο άρθρο 74(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 και σε σχετική νομολογία. Όπως εξήγησε η ευπαίδευτη πρωτόδικος δικαστής από τις ως άνω παραγράφους 2 και 3 της επίδικης συμφωνίας προέκυπτε ότι οι εφεσίβλητοι είχαν δύο επιλογές:  είτε να τερμάτιζαν τη συμφωνία της 31.8.2007, με τον προβλεπόμενο από την παραγρ.2 τρόπο, οπότε και θα αποκόμιζαν οικονομικό όφελος ύψους ΛΚ2,000 είτε να μην το πράξουν αλλά να υποχρεούνται πλέον στην καταβολή αυτού του ποσού ως ενοικίου για το 2007.  Στη βάση αυτής της προσέγγισης θεωρήθηκε πρωτοδίκως ότι δεν πρόκειται για ποινική ρήτρα αλλά για μια έγκυρη και εκτελεστή συμβατική πρόνοια.  Συσχετίζοντας δε αυτό το θέμα με τις αξιούμενες θεραπείες, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείοντες έχουν αποδείξει ότι δικαιούντο στην καταβολή ενοικίου ύψους ΛΚ2,000 για το Σεπτέμβρη του 2007 αντί του καταβληθέντος ποσού των ΛΚ120. 

 

Αναφορικά με τα λοιπά θέματα το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι εφόσον η επίδικη ενοικίαση ήταν για την περίοδο από 1.9.2003 μέχρι 30.9.2007 και εκ της ανταλλαγείσας αλληλογραφίας διαφάνηκε ότι ποτέ δεν έγινε αποδεκτή παράταση ή ανανέωση αυτής, το αναπόδραστο συμπέρασμα το οποίο προκύπτει είναι ότι η συμφωνία έληξε την 30.9.2007.  Οι παρεπόμενες διαφορετικές θέσεις των διαδίκων για το πότε έγινε τερματισμός και ποιος τερματισμός ισχύει εκρίθη ότι δεν έχουν σημασία.  Τίθεται το θέμα ως εξής:

«Στα πλαίσια αυτά θεωρώ ότι δεν έχει ουσιαστική σημασία ποιος «τερματισμός» της συμφωνίας ισχύει. Θέση των Εναγόντων είναι ότι η προσπάθεια των Εναγομένων να τερματίσουν την Συμφωνία από 31.8.2007 με το Τεκμήριο 5 καμία σημασία έχει, αφού στην Συμφωνία προβλέπεται ότι θα έπρεπε να την τερματίσουν με γραπτή συστημένη επιστολή δίδοντας προειδοποίηση τουλάχιστον δύο μηνών. Από ανάγνωση της παραγράφου 2 της Συμφωνίας Τεκμήριο 1, όμως, προκύπτει ότι η παροχή της προειδοποίησης αυτής συνδέεται με την υποχρέωση των Εναγομένων να καταβάλουν το τελευταίο ενοίκιο των Λ.Κ.2.000,00. Δεδομένου του ότι η προειδοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 2 δεν δόθηκε από τους Εναγόμενους στους Ενάγοντες με τον απαιτούμενο τρόπο, οι Εναγόμενοι έχουν απωλέσει το δικαίωμα μη καταβολής του ενοικίου του Σεπτεμβρίου 2007.

 

Πέραν τούτου, όμως, παρατηρώ ότι με την επιστολή Τεκμήριο 3, οι Εναγόμενοι ζήτησαν την 12.6.2007 την παράταση της Συμφωνίας. Οι Ενάγοντες απερίφραστα εξέφρασαν την επιθυμία τους όπως η Συμφωνία λήξει όντως κατά την 30.9.2007, και τερματιστεί η οποιαδήποτε περαιτέρω ενοικίαση του ακινήτου. Συνεπώς, ούτε και η αναφορά στην επιστολή Τεκμήριο 2 ημερομηνίας 3.1.2008 την οποία απέστειλαν οι δικηγόροι των Εναγόντων στους Εναγόμενους ότι «λόγω της πιο πάνω αντισυμβατικής συμπεριφοράς σας με την παρούσα μου τερματίζω την ενοικίαση του άνω ακινήτου» μπορεί να έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ. Ουσιαστικά επιχειρήθηκε με την επιστολή αυτή ο τερματισμός μίας συμφωνίας η οποία δεν ήταν πλέον σε ισχύ, αφού αυτή είχε λήξει κατά την 30.9.2007.»

 

Με δεδομένο το πρωτόδικο εύρημα της λήξης της συμφωνίας στις 30.9.2007 και την απόρριψη εκ μέρους των εφεσειόντων του αιτήματος παράτασης από τους εφεσίβλητους θεωρήθηκε περαιτέρω ότι από τις 30.9.2007  και μετά οι εφεσίβλητοι επενέβαιναν παράνομα στο ακίνητο των εναγόντων και η επέμβαση αυτή έληξε με την παράδοση του ακινήτου στις 28.2.2008.  Απασχολούμενο δε στη συνέχεια το Δικαστήριο για το θέμα των αποζημιώσεων έκρινε στη βάση και της αξιολόγησης της μαρτυρίας του κ.Ταλαττίνη ότι η αγοραία ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου ήταν ΛΚ129.60 (€221,43) μηνιαίως για τους μήνες που κατείχαν παράνομα το ακίνητο.  Αφού δε υπολόγισε τα ήδη πληρωθέντα ποσά εξέδωσε απόφαση υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων για ποσό €3.294,18 πλέον νόμιμο τόκο επί του ποσού αυτού από 17.1.2008 μέχρι εξοφλήσεως και πλέον έξοδα. 

 

Η απόφαση θεωρήθηκε λανθασμένη και από τους δύο διάδικους, πλήττεται δε με έφεση και αντέφεση.  Οι λόγοι που προβάλλει η πλευρά των εφεσειόντων είναι ότι το εύρημα για ύπαρξη παράνομης επέμβασης των εφεσιβλήτων από 30.9.2007 μέχρι 28.2.2008 είναι λανθασμένο.  Η δε συνακόλουθη απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει το ποσό των €221,43 το μήνα ως αποζημιώσεις για παράνομη κατοχή ομοίως είναι λανθασμένη γιατί ακριβώς έχει ως βάση τη πλανημένη κατάληξη ότι οι εφεσίβλητοι κατέστησαν παράνομοι κάτοχοι στο επίδικο ακίνητο.  Στην αιτιολογία του λόγου αυτού ο κ.Παπαθεοδώρου αναφέρει ότι οι εφεσίβλητοι από την 1.10.2007 ημερ. λήξης του ενοικιαστηρίου (ή έστω από την 3.1.2008 ημερομηνία κατά την οποία οι εφεσείοντες με συστημένη επιστολή τους προς αυτούς τερμάτισαν την ενοικίαση), μετατράπηκαν σε ενοικιαστές από μήνα σε μήνα μέχρι την ημερομηνία παράδοσης.  Συνεπώς το πληρωτέο ενοίκιο θα έπρεπε να ήταν ΛΚ2.000 (€3.417,00) μηνιαίως, ως η επίδικη συμφωνία. 

 

Δια της αντέφεσης οι εφεσίβλητοι πλήττουν ως λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η επίδικη πρόνοια για πληρωμή ΛΚ2.000 για τον τελευταίο μήνα της ενοικίασης δεν είναι ποινική ρήτρα. 

 

Κρίνουμε ορθότερο να εξετάσουμε πρωτίστως το θέμα αυτής καθ΄ευατής της ιδιότητας των εφεσιβλήτων κατά τη λήξη της συμφωνίας ενοικίασης.  ΄Εχουμε μελετήσει το σχετικό απόσπασμα της πρωτόδικης απόφασης υπό το πρίσμα των εισηγήσεων των δύο πλευρών και της νομολογίας που επικαλούνται.  Θεωρούμε ότι η πρωτόδικη προσέγγιση ήταν απόλυτα σωστή και εναρμονισμένη με τη νομολογία.  Η μετατροπή μιας ενοικίασης σε ενοικίαση από μήνα σε μήνα ως η εισήγηση του κ.Παπαθεοδώρου είναι θέμα περιστάσεων και κυρίως βάσει της διαμορφούμενης εν τοις πράγμασι πρόθεσης των μερών για τη συνέχιση της ενοικίασης αυτής.  Εν προκειμένω, όπως εξηγεί αναλυτικά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτή η πρόθεση δεν υπήρξε.  Οι εκατέρωθεν τερματισμοί της επίδικης συμφωνίας επίσης αυτό καταδεικνύουν.  Η θέση του κ.Παπαθεοδώρου όπως εκφράστηκε είναι απόλυτη και αγνοεί τα περιστατικά της υπόθεσης όπως διαμορφώθηκαν.  Στο Ηalsbury' s Laws of England 3η έκδοση, Τόμος 38, παρ.1194 αναφέρεται ότι η επέμβαση συνίσταται σε παράνομη πράξη υποδεικνύουσα αμφισβήτηση ή ενόχληση της κατοχής της περιουσίας κάποιου αντίθετα με τη θέληση του.  (βλ. Λάμπρου ν. Κεφάλα (2000) 1 Γ. Α.Α.Δ. 1516, Παπακοκκίνου κ.ά. ν. Σμυρλή κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1653 και Γεώργιος Κώστα Μάρκου ν. Γεώργιου Π. Χρυσοστόμου κ.ά (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 813).

 

Στη βάση λοιπόν της εκφρασμένης αντίθεσης της πλευράς των εφεσειόντων για παράταση της επίδικης συμφωνίας η παραμονή των εφεσιβλήτων στο ακίνητο χωρίς οποιανδήποτε ένδειξη θέλησης παράτασης μόνο σαν παράνομη επέμβαση μπορεί να θεωρηθεί. Όπως τίθεται στο ίδιο Σύγγραμμα ανωτέρω, στην παρα.1207:

 

"Tenant trespasser.  If a tenancy determines by effuxion of time or otherwise, and the former tenant remains in possession against the will of the rightful owner, the former tenant is, apart from statutory protection, a trespasser from the date of the determination of the tenancy."

 

Δεν βρίσκουμε ότι έχει βάση η αντίθεση του κ.Παπαθεοδώρου για την εφαρμογή εν προκειμένω των υποθέσεων Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου ν Αρχή Λιμένων Κύπρου 1992 1 Α.Α.Δ. 882 και Adrian Holdings Ltd ν. Δημοκρατίας 1998 1 Α.Α.Δ. 1836.  Η αναφορά ότι υπήρξε πρωτοδίκως λανθασμένη καθοδήγηση από την υπόθεση Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου επειδή το ακίνητο αποτελούσε αντικείμενο άδειας χρήσης και είχε παραχωρηθεί άνευ ενοικίου, χωρίς προηγούμενη συμφωνία μίσθωσης, με όλο το σεβασμό δεν θεωρούμε ότι έχει βάση.  Εκείνο που προκύπτει από την υπόθεση Ναυτικός ΄Ομιλος Πάφου και έχει σημασία εδώ είναι και πάλιν η πρόθεση των μερών και η συνάρτηση της υπόθεσης έγινε με γνώμονα τη συνέχιση της κατοχής των υποστατικών ενώ δεν υπήρχε αντίστοιχη θέληση απ΄αυτούς που τους παρείχαν την άδεια.  Σ΄αυτό δε το πλαίσιο έγινε και ο υπολογισμός των αποζημιώσεων. 

 

Για τη υπόθεση Adrian Holdings Ltd (ανωτέρω) ο κ.Παπαθεοδώρου ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής εν προκειμένω διότι σε αυτή υπήρξε παράνομη και χωρίς κανένα συμβατικό ή άλλο δικαίωμα είσοδος και κατοχή ακίνητης περιουσίας χωρίς συμφωνημένο ενοίκιο.  Όμως είναι φανερό από την απόφαση ότι έγινε αναφορά στην υπόθεση Adrian κάτω από το κεφάλαιο των αποζημιώσεων για να καθοριστεί το μέτρο των αποζημιώσεων ως προς την αγοραία ενοικιαστική αξία ενός ακινήτου και δεν υπήρξε ευρύτερη αναφορά της υπόθεσης αυτής ως προς το εύρημα αυτό καθ΄εαυτό της παράνομης επέμβασης. 

 

Ερχόμενοι τώρα στο θέμα της αντέφεσης και του ευρήματος για μη ύπαρξη ποινικής ρήτρας το οποίο θεωρείται λανθασμένο από τους εφεσίβλητους δεν έχουμε παρά να υιοθετήσουμε πλήρως την ανάλυση που γίνεται πρωτόδικα με τις σχετικές παραπομπές στη νομολογία.  Επί του προκειμένου είναι ο κ.Παναγιώτου που θεωρεί ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε με την αναφορά και τη συσχέτιση της παρούσας υπόθεσης με την υπόθεση Σύλλογος «Ανόρθωσις» Αμμοχώστου ν. «Απόλλων» Αθλητικός Ποδοσφαιρικός ΄Ομιλος Λεμεσού, (2002)1(Α) Α.Α.Δ. 518.   Δεν βρίσκουμε λόγο να θεωρήσουμε λανθασμένη την αναφορά στην απόφαση αυτή τόσο σε σχέση με τη νομική έννοια της ποινικής ρήτρας όσο και σε σχέση με τις νομικές αρχές που το πρωτόδικο Δικαστήριο με καθοδήγηση την υπόθεση εφάρμοσε.  Θα προσθέταμε ότι η απόφαση της ευπαιδεύτου δικαστού είναι καθόλα εναρμονισμένη με τη νομολογία.

 

Στη  Τρύφωνας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Liberty Life (2011) 1 A.A.Δ. 1739 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 74(1)* του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, ο προκαθορισμός της ζημιάς στη σύμβαση δεν είναι δεσμευτικός, επενεργεί μόνο στην οριοθέτηση του ανωτάτου ορίου της αποζημίωσης που μπορεί να επιδικασθεί. Εκεί όπου η προβλεπόμενη αποζημίωση ενέχει χαρακτήρα ποινικής ρήτρας  

----------------------------------

* «74.-(1) Εάν εν τη συμβάσει διαλαμβάνηται όρος ως προς το ποσόν το καταβλητέον εν περιπτώσει παραβάσεως ταύτης ή ποινική ρήτρα, εν περιπτώσει παραβάσεως της συμβάσεως υπό του ενός των συμβαλλομένων, ο έτερος δικαιούται, και αν έτι δεν αποδεχθή ότι υπέστη εκ ταύτης πραγματικήν ζημίαν ή απώλειαν, να λάβη παρά του υπαιτίου εύλογον αποζημίωσιν μη υπερβαίνουσαν το ούτω ορισθέν ποσόν, ή αναλόγως της περιπτώσεως, την ποινικήν ρήτραν.

 

Ρήτρα περί καταβολής ηυξημένου τόκου από της υπερημερίας δύναται να θεωρηθή ως ποινική ρήτρα.»

 

 

(penalty) αυτή αγνοείται, ενώ εκεί που συνιστά γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς την οποία θα υποστεί το αθώο μέρος από την παράβαση της συμφωνίας, τότε μετρά ως στοιχείο σχετικό στον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης και λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο (βλ. The Holy Monastery of Ayios Neophytos v. Antoniades (1968) 1 C.L.R. 10, Panayiotou v. Island Beach Development Ltd. (1985) 1 C.L.R. 623, Χαραλάμπους v. A.N. Stasis Estates Ltd. κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ. 418, Παγιάση κ.ά. v. Σπύρος Σταυρινίδης Κέμικαλς Λτδ. (1993) 1 Α.Α.Δ. 232 και Σύλλογος «Ανόρθωσις» Αμμοχώστου v. «Απόλλων» Αθλητικός Ποδοσφαιρικός Όμιλος Λεμεσού (πιο πάνω)).

 

Όπως πολύ ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο επεσήμανε, το ζήτημα που εγείρεται είναι νομικό, εφόσον υπάρχει όντως θέμα ερμηνείας της σύμβασης δυνάμει της οποίας εφεσίβλητοι και εφεσείων 1 συνεργάζοντο. Κρίσιμος χρόνος είναι ο χρόνος σύναψης των εν λόγω συμφωνιών και όχι ο χρόνος παράβασής τους (βλ. Indian Contract and Specific Relief Act υπό Pollock and Mulla, σελ. 578).»

 

Ομοίως, στην κρινόμενη περίπτωση, οι επιλογές που προσφέρονταν στην υιοθέτηση ή μη του τελευταίου ενοικίου ως προς τη συνέχιση ή μη της ενοικίασης, καθιστούσε την πρόνοια ως ένα όρο όχι καθορισμού ζημίας αλλά ως ένα όρο της σύμβασης για πληρωμή αυτού του ποσού εάν η επιλογή ασκείτο προς μια κατεύθυνση. 

 

Για τους λόγους που έχουμε εξηγήσει θεωρούμε ότι τόσο η έφεση όσο και η αντέφεση πρέπει να απορριφθούν.  Συνεπώς απορρίπτονται.  Ενόψει της κοινής αποτυχίας δεν επιδικάζονται έξοδα.

 

 

                                                          ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.

 

                                                          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.

 

                                                          ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο