ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια Χρ. Σκορδής με Αλ. Γαβριηλίδη, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η Αίτηση Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια. Χρ. Σκορδής με Αλ. Γαβριηλίδη, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η αίτηση. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2016-02-02 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ONEWORLD LIMITED ν. OJSC BANK OF MOSCOW, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/15, 2/2/2016 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2016:A62

(2016) 1 ΑΑΔ 263

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε32/15)

02 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ.]

Μεταξύ:

ONEWORLD LIMITED

Εφεσείουσας/Αιτήτριας

ν.

 

OJSC BANK OF MOSCOW

Εφεσίβλητης/Καθ΄ ης η Αίτηση

-------------------------

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 16.3.15 ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ ΤΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗΣ/ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΟΥ  Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 23.1.15

 

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια

Χρ. Σκορδής με Αλ. Γαβριηλίδη, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η Αίτηση

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ Π:   Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.  Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Παρπαρίνος, με την οποία συμφωνώ.  Την απόφαση της μειοψηφίας θα δώσει ο Δικαστής Λιάτσος.

--------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.:  Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας με ενδιάμεση απόφαση του ημερ. 23.1.15 εξέδωσε εναντίον των Αιτητών/Εναγομένων Διατάγματα:

 

(1)  τύπου Norwich Pharmacal σε ευρεία κλίμακα (καλύπτουν 6 δακτυλογραφημένες σελίδες - drawn up order).   

(2)  να παραδώσουν αντίγραφα όλων των εγγράφων που θα αποκαλύψουν,

(3)  να δώσουν εντολή, είτε οι ίδιοι είτε συνδεδεμένες με αυτούς εταιρείες, προς κάθε Τράπεζα, που διατηρεί λογαριασμούς, όπου φαίνεται ως τελικός δικαιούχος ιδιοκτήτης η Καθ' ης η αίτηση/Ενάγουσα, να της παράσχει ή να της δώσει πλήρεις λεπτομέρειες.

 

Η Αιτήτρια εφεσίβαλε την πιο πάνω απόφαση και με την υπό εξέταση αίτησή της ημερ. 16.3.15 αιτείται αναστολής εκτέλεσης των άνω Διαταγμάτων.  Προηγουμένως, αίτησή της προς την ίδια κατεύθυνση, απερρίφθη στις 12.3.15 από το Πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Η Αιτήτρια, η οποία να σημειωθεί ότι είναι εταιρεία παροχής υπηρεσιών εις Κύπρο, δια μέσω της Ένορκης Δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση, στηρίζει το αίτημα, μεταξύ άλλων, στο ότι:

 

(α)        Οι λόγοι της έφεσης είναι ουσιαστικοί, η έφεση δεν είναι κακόπιστη και έχει ορατές πιθανότητες επιτυχίας.

 

(β)        Τα διατάγματα προστάσσουν μια εκτεταμένη και ευρεία αποκάλυψη και παροχή πληροφοριών και εγγράφων/επιστολών

 

(γ)        Αν αποκαλυφθούν τα πιο πάνω και υπάρχει συμμόρφωση πριν την εκδίκαση της έφεσης, σημαίνει στην πραγματικότητα, ότι εάν επιτύχει η Αιτήτρια στην Έφεση της, το αποτέλεσμα θα είναι θεωρητικό και ακαδημαϊκό, καθότι θα προκύψουν καταστάσεις μη αναστρέψιμες.

 

(δ)        Από την άλλη, εν τω μεταξύ, η Καθ΄ ης η Αίτηση θα καρπωθεί του προϊόντος των ακυρωθέντων διαταγμάτων με αποτέλεσμα τη δημιουργία μίας έκδηλης και προφανούς αδικίας εξανεμίζοντας πλήρως την αξία της Έφεσης.

 

(στ)      Τυχόν αναστολή των διαταγμάτων θα προκαλέσει απλώς μια καθυστέρηση στο θέμα συμμόρφωσης μέχρι την εκδίκαση της Έφεσης.

 

(ε)        Εάν δοθεί, δι΄ ενόρκου δηλώσεως, μαρτυρία όπως και έγγραφο υλικό στην Καθ'  ης η Αίτηση, τότε αυτό θα χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία εναντίον της πρώην Διεύθυνσης της Καθ΄ ης η αίτηση σε ποινικές υποθέσεις στη Ρωσία, αλλά και διά ποινική δίωξη της Αιτήτριας η οποία θεωρείται σαν συνωμότρια στη διάπραξη, ψευδώς, των ισχυριζομένων αδικημάτων υπεξαιρέσεως.

 

(ζ)        Δεν υπάρχει κίνδυνος να μην εντοπιστούν περιουσιακά στοιχεία σε πιθανή αγωγή της Καθ΄ ης η Αίτηση ή να γίνει αποξένωση των στοιχείων αυτών. Τέτοιος κίνδυνος δεν στοιχειοθετήθηκε από την Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

(η)        Η Αιτήτρια είναι έτοιμη να συμμορφωθεί με οποιουσδήποτε όρους και/ή διαταγή εγγυήσεως δια την αναστολή, το Δικαστήριο ήθελε νομίμως εγκρίνει.

 

Η Καθ΄ ης η Αίτηση κατεχώρισε ένσταση προβάλλοντας συνολικά 20 λόγους. Δεν εξυπηρετεί οτιδήποτε η καταγραφή τους. Η εστίαση της ένστασης ευρίσκεται στο ότι δεν έχουν καταδειχθεί επαρκείς ή εξαιρετικοί λόγοι που να δικαιολογούν την αιτούμενη αναστολή της απόφασης. Ειδικότερα, προβάλλεται ότι είναι αναγκαίο να αποκαλυφθούν σ' αυτό το στάδιο οι πληροφορίες και τα έγγραφα που αναφέρονται στα πρωτόδικα Διατάγματα ώστε η Καθ΄ ης η Αίτηση η οποία είναι θύμα αδικοπραξιών  που διενεργήθησαν από μέλη της πρώην διοικήσεως, να εντοπίσει τα τεράστια κεφάλαια ($2 δισ) που αποσπάστηκαν παράνομα από αυτήν και προωθήσει διαδικασίες ανάκτησης τους. Εάν δεν γίνει η αποκάλυψη τώρα θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης Δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Οι σχετικές πληροφορίες και έγγραφα αφορούν την ίδια και οι πράξεις και συναλλαγές έγιναν για λογαριασμό της με οδηγίες της, σύμφωνα με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας και δεν μπορεί να τίθεται θέμα παραβίασης εμπιστευτικής σχέσεως ή απορρήτου ή του Συντάγματος. Η αναστολή των επίδικων διαταγμάτων θα απολήξει στη ματαίωση των σκοπών έκδοσής τους και η Καθ΄ ης η Αίτηση/Εφεσίβλητη θα αποστερηθεί του οφέλους της πρωτόδικης απόφασης.  Θα προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά, εάν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα, διότι οι πιθανότητες εντοπισμού των υπεξαιρεθέντων τεράστιων χρηματικών ποσών μέχρι την εκδίκαση της έφεσης θα καταστούν ανύπαρκτες. Αντίθετα, η Αιτήτρια/Εφεσείουσα ουδεμία ζημία θα υποστεί εάν εκτελεστεί το επίδικο διάταγμα. Τυχόν πρόκληση ζημιάς στην Αιτήτρια, θα τύχει αποκατάστασης ή επανόρθωσης. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας διά ποινική δίωξη της ή αυτοενοχοποίηση της σε περίπτωση μη συμμόρφωσής της είναι ατεκμηρίωτοι και αντιφατικοί. Σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, το Δικαστήριο μπορεί να δώσει θεραπείες για προστασία της Εφεσείουσας. Προβάλλεται ακόμα, ότι η Έφεση είναι αβάσιμη και ότι στα περιστατικά της υπόθεσης ο κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στην Εφεσίβλητη, σε περίπτωση αναστολής του επίδικου διατάγματος είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιάς στην Εφεσείουσα, σε περίπτωση απόρριψης της υπό κρίση αίτησης.

 

Η αίτηση στηρίζεται στη Δ.35 θ.18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που έχουν ως ακολούθως:

 

«18.  An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order, and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct.  Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed.  If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.

 

19.  Wherever under these rules an application may be made either to Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below."

 

Και σε δική μας μετάφραση:

 

18.  Μια έφεση δεν θα ενεργεί σαν αναστολή εκτελέσεως ή διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται ή του Εφετείου ή ενός Δικαστού των ανωτέρω Δικαστηρίων και ουδεμία ενδιάμεση πράξη ή διαδικασία θα παύει να ισχύει εκτός κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται.  Προτού εκδοθεί διάταγμα που να αναστέλλει την εκτέλεση το πρόσωπο που θα ζητήσει το διάταγμα θα πρέπει να παράσχει τέτοια εγγύηση (αν υπάρχει) που θα διαταχθεί.  Αν η ασφάλεια θα δοθεί υπό τύπο γραμματίου, το γραμμάτιο θα γίνει προς όφελος του διαδίκου υπέρ του οποίου η υπό έφεση απόφαση εδόθη.

 

19. Οποτεδήποτε μια αίτηση βασιζόμενη σ' αυτούς τους κανονισμούς μπορεί να γίνει είτε στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο ή σε ένα Δικαστή των ανωτέρω Δικαστηρίων, πρέπει πρώτα γίνεται στο Δικαστήριο ή τον Δικαστή του κατωτέρου Δικαστηρίου.»

  

Στην Penderhill Holdings Limited και Άλλοι ν. Ιωάννη Κλουκινά και Άλλων (2011) 1 Α.Α.Δ. 1921 λέχθηκαν τ' ακόλουθα:

 

«Με βάση τη νομολογία που  ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη (βλ. μεταξύ άλλων Katarina Shipping Inc. v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355, Essex Overseas Trade Services Ltd v. Legend Shipping Co. Ltd. a.o. (1981) 1 C.L.R. 263, "Phoenix" Greek General Insurance Co. S.A. v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673. Mavrochanna a.o. v. Michael (1984) 1 C.L.R. 760, Aristidou v. Aristidou (1985) 1 C.L.R. 649, E.Y.R.I.K. a.o v. Kotsonis (1986) 1 C.L.R. 617, Ιωσηφάκης ν. Αρτιστοδήμου (1990) 1. Α.Α.Δ. 284, Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, Α.Β.Ρ. Holdings Ltd. κ.α. ν. Κιταλίδη κ.α. (Αρ. 1) (1994) 1. Α.Α.Δ. 287, Θωμά ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και  Σάββα ν. Υπουργού Δικαιοσύνης (αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 195) το όλο θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης:

 

(α)  Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας του.

 

(β)  Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

 

Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο είναι οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης αλλά αυτές είναι μόνο οριακής σημασίας (Βλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου  πιο πάνω).  Στην υπόθεση Ιωσηφάκη ν. Αριστοδήμου, πιο πάνω, σελ. 288, ο Δικαστής (όπως ήταν τότε) Πικής διατύπωσε τους πιο κάτω παράγοντες ως εξής:

 

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την αναστολή πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης.  Πρώτο, η διασφάλιση της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου και την παράλληλη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του διάδικου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και δεύτερο, η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.  Οι δυο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.»

 

Ο πυρήνας της επιχειρηματολογίας του ευπαίδευτου συνήγορου δια την Εφεσείουσα είναι ότι αποκάλυψη των διαταχθέντων καθιστά την έφεση άνευ ουσίας, αναποτελεσματική και ανύπαρκτη ουσιαστικά και παραδίδει στα χέρια των ρωσικών διωκτικών αρχών υλικό για την πολιτική καταδίωξη τόσο της πρώην Διεύθυνσης αλλά και της Εφεσείουσας/Εναγομένης και της Διεύθυνσης της.

 

Επίσης η Εφεσείουσα/Εναγομένη ως μεγάλη εταιρεία, παροχέας υπηρεσιών στη Κύπρο, δεν μπορεί ως επαγγελματίας να διασύρει το όνομά της και με μεγάλη ευκολία να παραβιάζει απόρρητο επικοινωνίας και πληροφόρησης  πελατών της, διαλύοντας το καλό όνομα και φήμη της έναντι των πελατών της.

 

Προβάλλει ακόμα ότι η Εφεσίβλητη/Ενάγουσα εξασφάλισε ήδη αποφάσεις για τα δάνεια που αποκαλεί «υπεξαιρεθέντα ποσά» και προωθεί σε εκκαθάριση κυπριακών εταιρειών οι οποίες είναι δανειολήπτριες.  Από τη μια, σύμφωνα με το συνήγορο, η Εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι είναι κλοπιμαίο το προϊόν των δανείων και από την άλλη ότι είναι δάνεια τα οποία διεκδικεί δικαστικώς. Εν πάση περιπτώσει η Εφεσείουσα/Εναγομένη, ισχυρίζεται ότι έχουν εξοφληθεί αυτά, διά της μεταβιβάσεως περιουσιακών στοιχείων ύψους $3.3 δις πίσω στην Εφεσίβλητη/Ενάγουσα.  Υπ'  αυτά τα δεδομένα είναι σχήμα οξύμωρο να ισχυρίζεται ότι υπάρχει θέμα κλοπής και πολύ περισσότερο ότι αν ανασταλεί η απόφαση θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να εντοπίσει περιουσιακά στοιχεία.

 

Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη/Καθ΄ ης η Αίτηση πρόβαλε σθεναρή ένσταση στην ικανοποίηση του αιτήματος της Αιτήτριας. Μεταξύ άλλων πρόβαλε ότι η Εφεσίβλητη/Καθ' ης η Αίτηση είναι Τράπεζα από την οποία διοχετεύθησαν δισεκατομμύρια δολάρια από την παλαιά διοίκηση, υπό μορφή φερομένων δανείων, σε ένα σκιώδες και περίπλοκο πλέγμα υπεράκτιων εταιριών και εμπιστευμάτων στα πλαίσια ενός σχεδίου για το οποίο ουδεμία πληροφορία και ουδέν στοιχείο φαίνεται να υπάρχει στα αρχεία της Εφεσίβλητης Τράπεζας. Με την αίτησή της ενώπιον του πρωτοδίκου Δικαστηρίου, ζήτησε την αποκάλυψη πληροφοριών και εγγράφων που αφορούν την ίδια και πράξεις και συναλλαγές/σύσταση εταιρειών στις οποίες χορηγήθησαν τα δάνεια, σύσταση εμπιστεύματος κ.λ.π που σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, έγιναν για λογαριασμό και οδηγίες της Τράπεζας η οποία ήταν πελάτης της.  Τα εκδοθέντα Διατάγματα αφορούν ακριβώς αυτά τα στοιχεία.

 

Με αναφορά σε Αγγλική-Ιρλανδική Νομολογία και αποφάσεις Κυπριακών Επαρχιακών Δικαστηρίων προσπάθησε να αναδείξει ότι:

 

(α)  Ο γενικός κανόνας είναι να μην δίδεται αναστολή.

(β) Για να δοθεί αναστολή θα πρέπει ο Αιτητής να δείξει ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν τη χορήγηση της αναστολής και συγκεκριμένα ότι θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση εκτέλεσης της απόφασης.

(γ) Σε περίπτωση που ο Αιτητής αποσείσει το βάρος αυτό, τότε το Δικαστήριο εξισορροπεί την πιθανή αδικία που  μπορεί να προκληθεί στον κάθε διάδικο.

(δ)  Εάν το αποτέλεσμα της εξισορρόπησης αυτής είναι οριακό, τότε μπορεί να ληφθεί υπόψιν και η προοπτική επιτυχίας της Έφεσης.

(ε) Οι καθιερωμένες αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για χορήγηση αναστολής εκτέλεσης εκκρεμούσης έφεσης τυγχάνουν εφαρμογής και στην περίπτωση διατάγματος τύπου Norwich Pharmacal. Θα πρέπει σε τέτοια περίπτωση να καταδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιπτώσεων που να δικαιολογούν την χορήγηση της αναστολής και να παρουσιαστεί συγκεκριμένη και πειστική μαρτυρία από την οποία να προκύπτει ότι σε περίπτωση μη χορήγησης της ο Αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη βλάβη.

 

Σύμφωνα λοιπόν με τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσίβλητης στα περιστατικά της παρούσας αίτησης, δεν ικανοποιούνται τα πιο πάνω διότι:

 

(α) Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, που προβλήθηκαν ενώπιον του Πρωτόδικου Δικαστηρίου, ήδη δόθηκαν από τον Απρίλιο/Μάιο 2012  «14 Βox  files» έγγραφα και υλικό που αφορά όλα τα θέματα που σχετίζοντο με την αίτηση της Καθ' ης η Αίτηση/Ενάγουσας τα οποία διαβιβάστηκαν στις ρωσικές αρχές μέσω των Κυπριακών Αρχών. Συνεπώς ποια είναι η ανεπανόρθωτη ζημιά που θα προκληθεί στην Αιτήτρια εάν το υλικό που αναφέρεται στα Διατάγματα δοθεί στην Καθ' ης η Αίτηση. 

 

(β)  Η Καθ' ης η Αίτηση δεσμεύεται στο παρόν στάδιο, όπως δεσμεύτηκε και πρωτόδικα, ότι το υλικό που θα αποκαλυφθεί δεν θα χρησιμοποιηθεί για σκοπούς ποινικών διαδικασιών, αλλά για σκοπούς εντοπισμού των υπεξαιρεθέντων κεφαλαίων και έγερσης αστικών διαδικασιών, κατά των αδικοπραγήσαντων, για την ανάκτηση των κεφαλαίων ή και στην καταβολή αποζημιώσεων. Επίσης προβάλλονται διάφοροι άλλοι ισχυρισμοί και επιχειρήματα προκειμένου να καταδειχθεί ότι η αιτήτρια δεν κινδυνεύει από οιανδήποτε δίωξη ποινικής μορφής.  Το ίδιο ισχύει και για τους δύο πρώην Διευθυντές της Τράπεζας οι οποίοι έτυχαν πολιτικού ασύλου στη Μεγάλη Βρετανία.

 

(γ) Δεν τίθεται θέμα κινδύνου αυτοενοχοποίησης της Αιτήτριας σε περίπτωση συμμόρφωσης της με το διάταγμα.

 

(δ)  Τυχόν έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος αναστολής συνεπάγεται σοβαρότατο κίνδυνο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας στην Καθ' ης η Αίτηση,  καθότι θα είχε ως αποτέλεσμα, την ανατροπή της Ενδιάμεσης Απόφασης για αποκάλυψη η οποία ήδη κρίθηκε δικαιολογημένη και τυχόν άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου, υπέρ της Αιτήτριας, θα ισοδυναμούσε εν πολλοίς με εκ νέου άσκηση της ευχέρειας του Δικαστηρίου σε προϋποθέσεις και σημεία τα οποία ήδη κρίθηκαν.

 

(ε)  Η μη έγκαιρη αποκάλυψη των πληροφοριών και εγγράφων με την συνεπαγόμενη καθυστέρηση λήψης δικαστικών μέτρων εγκυμονεί κινδύνους παραγραφής των αξιώσεων της Καθ' ης η Αίτηση.

 

(στ)  Όπως και το Πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, απορρίπτεται ως αβάσιμος ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί αποπληρωμής ποσού $3.3 δις. 

 

(ζ)   Η ζημιά που θα υποστεί η Καθ' ης η Αίτηση σε περίπτωση χορήγησης της αιτούμενης αναστολής θα είναι τεράστια και η Αιτήτρια δεν είναι σε θέση να παράσχει οποιαδήποτε ασφάλεια ικανή να καλύψει τέτοιου μεγέθους ζημιά. 

 

(η)  Ο κίνδυνος πρόκλησης ζημιάς στην Καθ' ης η Αίτηση σε περίπτωση που διαταχθεί η αναστολή είναι ασύγκριτα μεγαλύτερος από τον κίνδυνο πρόκλησης ζημιάς στην Αιτήτρια σε περίπτωση απόρριψης της αίτησής της.

 

Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Εφεσίβλητη, εισηγήθηκε, σε αντίθεση των όσων εισηγήθηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος της Εφεσείουσας περί του αντιθέτου, ότι η Penderhill (άνω), δεν εφαρμόζεται στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης καθότι τα γεγονότα εκεί ήταν ουσιωδώς διαφορετικά Αντίθετη βεβαίως ήταν η εισήγησή του ευπαίδευτου συνήγορου για την Εφεσείουσα.

 

Στην Penderhill (άνω)  τα γεγονότα προσομοίαζαν σε αρκετά μεγάλο βαθμό με τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε Διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal εναντίον των Εναγομένων με το οποίο διατάσσοντο όπως εντός καθορισμένου χρόνου προβούν σε ένορκη αποκάλυψη όλων των εγγράφων που είχαν στην κατοχή ή εξουσία τους και παραδώσουν αντίγραφα στους δικηγόρους των Εναγόντων για σκοπούς εντοπισμού όλων των αδικοπραγησάντων και περιουσίας που είχε δολίως μεταβιβαστεί και αποξενωθεί ώστε να προωθηθούν αγωγές στην Κύπρο και Ελλάδα για επανάκτηση της.

 

Από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαγιγνώσκεται ξεκάθαρα ότι και στις περιπτώσεις που η αναστολή αφορά Διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal εφαρμόζονται οι ίδιες νομικές αρχές όπως και στις άλλες περιπτώσεις διαφορετικής φύσεως Διαταγμάτων.  Επίσης, καθοριστικό στο αποτέλεσμα αίτησης για αναστολή, είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση.

 

«Από τις νομικές αρχές που παραθέσαμε πιο πάνω προκύπτει ότι τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης παίζουν ουσιαστικό ρόλο ως προς την άσκηση της διακριτικής ευχέρεια  του Δικαστηρίου.  Αφού συνεκτιμήσαμε όλους τους σχετικούς παράγοντες έχουμε καταλήξει ότι η πλάστιγγα κλίνει υπέρ της έγκρισης των αιτήσεων για τους εξής λόγους:  Με την έγκριση απλώς θα προκληθεί κάποιου βαθμού καθυστέρηση στην εξασφάλιση των πληροφοριών και εγγράφων που οι αιτητές/εναγόμενοι διατάχθηκαν να δώσουν στον εφεσίβλητο για σκοπούς εντοπισμού όλων των αδικοπραγήσαντων για προώθηση της αγωγής του στην Κύπρο και την Ελλάδα.  Αν από την άλλη οι αιτήσεις απορριφθούν και οι αιτητές υποχρεωθούν (γιατί διαφορετικά θα βρίσκονται σε παρακοή διατάγματος), να δώσουν τα στοιχεία που διατάχθηκαν, τότε τυχόν επιτυχία των εφέσεων τους θα είναι άνευ αντικειμένου.»

 

Συμφωνούμε πλήρως με τα πιο πάνω και είναι η κατάληξή μας ότι η Penderhill εφαρμόζεται πλήρως στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης που αφορά επίσης ιχνηλάτηση περιουσιακών στοιχείων  αδικοπραγήσαντων.

 

Με βάση λοιπόν τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε το αίτημα της Εφεσείουσας πάντοτε υπό το πρίσμα των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης. Θα πρέπει να λεχθεί ότι η «αναζήτηση της χρυσής τομής μεταξύ της άμεσης συγκομιδής των καρπών της δικαστικής νίκης και της ανάγκης να μη καταστεί μάταιη η κατ' έφεση δικαίωση γίνεται βήμα προς βήμα με οδηγό την παρατήρηση των φαινομένων της δικαστικής ζωής» (βλ. The Governor and the Company of the Bank of Scotland ν. Του πλοίου S.S. Sapphire Seas (2001) 1 Α.Α.Δ. 955).

 

Με την Έφεση της (Αρ. Ε32/15) η Εφεσείουσα με 31 λόγους προσβάλλει την πρωτόδικη Ενδιάμεση Απόφαση ημερ. 31.5.13 ως λανθασμένη.  Εξετάζοντας τους λόγους αυτούς κρίνουμε ότι η πιθανότητα επιτυχίας της δεν μπορεί να αποκλειστεί, με αποτέλεσμα αυτό να συνυπολογίζεται με τους άλλους παράγοντες στη λήψη της απόφασης για αναστολή ή μη.

 

Όσον αφορά όλους τους άλλους παράγοντες και γεγονότα της υπόθεσης αφού τους συνεκτιμήσαμε είναι η κατάληξή μας ότι η περίπτωση είναι κατάλληλη για αναστολή.  Λάβαμε ιδιαίτερα υπόψιν μας τους κινδύνους που εγκυμονεί τυχόν  αναστολή, όπως αυτοί μας υπεδείχθησαν από τον ευπαίδευτο  συνήγορό της Εφεσίβλητης, χωρίς όμως να μας διαφεύγει ότι η αίτηση στο Πρωτόδικο Δικαστήριο για αποκάλυψη κατεχωρήθη στις 7.9.12 και συνεπώς λίγο αργότερα περιήλθε σε γνώση της Εφεσίβλητης. Παρήλθαν δηλαδή περισσότερο από τρία χρόνια αφότου η Εφεσείουσα έλαβε γνώση της αίτησης για αποκάλυψη με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Από την άλλη λάβαμε εξίσου σοβαρά υπόψιν ότι τυχόν συμμόρφωση της Εφεσείουσας με το διάταγμα θα έχει ως αναπόφευκτο αποτέλεσμα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσής της, αυτή να καταστεί άνευ σημασίας και ουσίας με περαιτέρω αποτέλεσμα η ιδέα της Δικαιοσύνης να μένει έκθετη και να χάνει την αξιοπιστία της.  Πιστεύουμε ότι στην προκειμένη περίπτωση και με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, το δεύτερο είναι πολυτιμότερο και άξιον προστασίας από το πρώτο (βλ. The Governor and the Company of the Bank of Scotland (άνω)).

 

Στην Μegaleasing UK Ltd and others v. Vincent Barrett and others (1992) 1 IR 219 λέχθηκαν τα ακόλουθα σχετικά από το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας (με τα οποία συμφωνούμε) σε ομόφωνη απόφαση του σχετικά με παρόμοιο θέμα όπως το εξεταζόμενο, από το Δικαστή McCarthy:

 

"If the order stands without any stay of execution, then the compliance by the defendants with its provisions will end that case as a reality.  Any further proceedings in it by way of appeal or otherwise will be a moot as the determination of the notice of motion in favour of the plaintiffs determines the action.  On the other hand, it is said that there is urgency in the compliance with the order because of the need to pursue the defendants and, perhaps others, so as to recover the money.  Such an argument presupposes success on all fronts for the plaintiffs.  Granting a stay of execution on the order of the High Court does no more than allow for the possibility of the appeal being successful on the procedural issue.  I am quite satisfied that the interests of justice demand that such a stay should be granted and I would order accordingly."

 

Σύμφωνα με τη Δ.35 κ.18 ο διάδικος που λαμβάνει διάταγμα αναστολής θα πρέπει να παρέχει ασφάλεια. Λαμβάνοντας υπόψιν τα περιστατικά της υπόθεσης διατάσσουμε όπως η Αιτήτρια/Εφεσείουσα δώσει Τραπεζική Εγγύηση ύψους €5.000.000 (πέντε εκατομμυρίων ευρώ) ως ασφάλεια για τυχόν ζημιά που μπορεί να υποστεί η Εφεσίβλητη/ Καθ' ης η Αίτηση λόγω της αναστολής εκτέλεσης. Η αναστολή εκτέλεσης να ισχύει από σήμερα.  Τυχόν παράλειψη της Αιτήτριας να συμμορφωθεί με τον άνω όρο της εγγύησης σε 15 ημέρες από σήμερα, θα έχει ως αποτέλεσμα η αναστολή εκτέλεσης να τερματιστεί αυτόματα.

 

Ενόψει των άνω εκδίδεται Διάταγμα αναστολής εκτέλεσης της Ενδιάμεσης Απόφασης ημερ. 23.1.2015 που εκδόθηκε στην αγωγή αρ. 6029/12  Ε.Δ. Λευκωσίας υπό τον πιο πάνω όρο μέχρι την τελική αποπεράτωση της Έφεσης αρ. Ε32/15.

 

Τα έξοδα  της αίτησης θα είναι έξοδα δίκης στην Έφεση αλλά εν πάση περιπτώσει όχι εις βάρος της Εφεσείουσας/Αιτήτριας.

 

 

            Π.                                                                                Δ.

 

/γκ

 

 

 

 

 

 

 

 


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. Ε32/2015)

 

2 Φεβρουαρίου, 2016

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ONEWORLD LIMITED,

Εφεσείουσα-Αιτήτρια,

ν.

 

OJSC BANK OF MOSCOW,

Εφεσίβλητης-Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

ΑΙΤΗΣΗ ΗΜΕΡ. 16.3.2015 ΓΙΑ ΑΝΑΣΤΟΛΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗΣ

ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ/ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΟΥ Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡ. 23.1.2015

_ _ _ _ _ _

 

Χρ. Κληρίδης, για την Εφεσείουσα-Αιτήτρια.

Χρ. Σκορδής με Αλ. Γαβριηλίδη, για την Εφεσίβλητη-Καθ΄ ης η αίτηση.

_ _ _ _ _ _

 


 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

(Μειοψηφίας)

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Εχω μελετήσει την απόφαση της πλειοψηφίας, αλλά, με κάθε σεβασμό, διαφωνώ, για τους λόγους που εκτίθενται στη συνέχεια.     

 

Στα πλαίσια της αγωγής 6029/2012 η Εφεσίβλητη τράπεζα, ως ενάγουσα, καταχώρησε και αίτηση ημερομηνίας 7 Σεπτεμβρίου, 2012, αξιώνοντας την έκδοση σειράς διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal εναντίον της Εφεσείουσας, παροχέα διοικητικών υπηρεσιών. Η αξίωσή της αυτή στηρίχθηκε, επιγραμματικά, στην προσπάθεια ιχνηλάτισης και ανάκτησης κεφαλαίων που φέρεται να υπεξαιρέθηκαν με ενέργειες της παλαιάς διοίκησης της τράπεζας, πιο συγκεκριμένα των πρώην Προέδρου και Αντιπροέδρου κατά την περίοδο 2006-2011, Andrey Borodin και Ddemedry Akulinin, αντίστοιχα. Όπως τέθηκε, δισεκατομμύρια δολάρια διοχετεύθηκαν υπό τη μορφή φερόμενων δανείων  σε ένα σκιώδες και περίπλοκο πλέγμα υπεράκτιων εταιρειών που ελέγχονταν από τα πιο πάνω πρόσωπα. Τα δανειακά αυτά κεφάλαια χρησιμοποιήθηκαν για να αγορασθούν περιουσιακά στοιχεία, τα οποία, στη συνέχεια, μεταφέρθηκαν σε εμπίστευμα, στα πλαίσια ενός σχεδίου για το οποίο ουδεμία πληροφορία και ουδέν στοιχείο εντοπιζόταν στα αρχεία της τράπεζας. Επίτροπος του εμπιστεύματος ήταν η Εφεσείουσα, η οποία είχε επίσης συστήσει και διαχειριζόταν τις κυπριακές εταιρείες στις οποίες είχαν χορηγηθεί τα δάνεια.

 

Η Εφεσίβλητη ζήτησε να της αποκαλυφθούν πληροφορίες και έγγραφα που αφορούσαν την ίδια και μόνο και πράξεις και συναλλαγές που έγιναν για λογαριασμό και με οδηγίες της. Τα στοιχεία των οποίων επιζητείτο η αποκάλυψη τέθηκαν ως απαραίτητα, προκειμένου η Εφεσίβλητη να εντοπίσει και ανακτήσει τα απωλεσθέντα κεφάλαιά της, ως και να προωθήσει επιτυχώς δικαστικές διαδικασίες εναντίον των αδικοπραγούντων.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ανέλυσε σε έκταση τη νομική διάσταση και τις αρχές που καλύπτουν την έκδοση διαταγμάτων της πιο πάνω μορφής, κατέληξε ότι οι προϋποθέσεις έκδοσης του συνόλου των αξιουμένων διαταγμάτων είχαν καλυφθεί και έκρινε ότι το δημόσιο συμφέρον επέβαλλε την αποκάλυψη των επίδικων στοιχείων, ως αναγκαίων για να μπορέσει η Εφεσίβλητη να εντοπίσει τους υπεύθυνους των ελλειμμάτων και για να συλλέξει την απαραίτητη μαρτυρία προκειμένου να κινηθεί δικαστικά εναντίον των αδικοπραγούντων προς εντοπισμό και ανάκτηση του ποσού που αποσπάστηκε με επιλήψιμο τρόπο και κάτω από ύποπτες συνθήκες, ύψους περίπου USD 2.000.000.000. Κατά συνέπεια προχώρησε στην έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων, καθορίζοντας ως χρόνο συμμόρφωσης διάστημα 30 ημερών από την επίδοση του διατάγματος. Επέβαλε επίσης όρο ότι η Εφεσίβλητη θα αποζημιώσει την Εφεσείουσα για οποιαδήποτε ζημιά και/ή έξοδα ήθελε αυτή υποστεί λόγω της συμμόρφωσής της προς το εκδοθέν διάταγμα.

 

Την πιο πάνω απόφαση, ημερομηνίας 23.1.2015, εφεσίβαλε η Εφεσείουσα με την υπό αναφορά πολιτική έφεση Ε32/15. Ακολούθως καταχώρησε την υπό κρίση Αίτηση με την οποία εξαιτείται την αναστολή εκτέλεσης της προαναφερθείσας ενδιάμεσης απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας και κάθε περαιτέρω διαδικασίας μέχρι της εκδίκασης και έκδοσης απόφασης στην έφεση.

 

Παρεμβάλλω ότι σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας, στις 26.3.2015, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Εφεσίβλητης, προς το σκοπό διευκόλυνσης της όλης διαδικασίας, δήλωσαν ότι δεν θα λάβουν οποιαδήποτε μέτρα εναντίον της Εφεσείουσας σε σχέση με το επίδικο διάταγμα αποκάλυψης ή ως προς την εφαρμογή του, μέχρι την έκδοση απόφασης στην παρούσα Αίτηση. Παρεμβάλλω ακόμη ότι η ενώπιόν μας διαδικασία ανεβλήθη κατ΄ επανάληψη προκειμένου να υποβοηθηθεί προσπάθεια των μερών για διευθέτηση της επίδικης διαφοράς.

 

Οι βασικοί ισχυρισμοί της πλευράς της Εφεσείουσας, όπως καταγράφονται στη συνοδευτική της Αίτησης ένορκη δήλωση και αναπτύχθηκαν από τον ευπαίδευτο συνήγορό της, περιστρέφονται γύρω από τις θέσεις ότι οι λόγοι έφεσης είναι ουσιαστικοί και έχουν πολύ καλές πιθανότητες επιτυχίας, ότι σε περίπτωση συμμόρφωσης με τα εκδοθέντα διατάγματα και αποκάλυψης των αιτουμένων στοιχείων θα δημιουργηθούν τετελεσμένα τα οποία θα καταστήσουν άνευ αντικειμένου την έφεσή τους, ότι με την αποκάλυψη παραβιάζονται συνταγματικά δικαιώματα τρίτων προσώπων τα οποία εμπλέκονται στο εμπίστευμα και ότι στην πραγματικότητα το μαρτυρικό υλικό που επιζητείται να αποκαλυφθεί θα χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία σε σχέση με εκκρεμούσες στη Ρωσία ποινικές υποθέσεις, εναντίον της πρώην διεύθυνσης της Εφεσίβλητης. Τίθεται περαιτέρω ότι με την αναστολή των διαταγμάτων η Εφεσίβλητη ουδεμία ζημιά θα υποστεί, πέραν της καθυστέρησης, καθότι ουδέποτε τέθηκε ζήτημα περί ύπαρξης ενδεχομένου απώλειας και/ή καταστροφής των σχετικών εγγράφων και/ή πληροφοριών.

 

Οι περί του αντιθέτου θέσεις της αντίδικης πλευράς, της Εφεσίβλητης, κινούνται γύρω από την προσέγγιση ότι δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικοί και/ή επαρκείς λόγοι που να δικαιολογούν την αναστολή της απόφασης και πως τυχόν επιτυχία της Αίτησης θα της προκαλέσει ανεπανόρθωτη ζημιά, αφού περαιτέρω καθυστέρηση στη λήψη των επίδικων στοιχείων θα καταστήσει εξαιρετικά απίθανο τον εντοπισμό και την ανάκτηση των τεραστίων χρηματικών ποσών που υπεξαιρέθηκαν και μηδαμινές τις πιθανότητες λήψης αποτελεσματικών νομικών μέτρων εις βάρος των αδικοπραγούντων. Εισηγείται περαιτέρω ότι η Εφεσείουσα ουδεμία ζημία θα υποστεί σε περίπτωση που αναγκασθεί να συμμορφωθεί με τα επίδικα διατάγματα πριν από την εκδίκαση της έφεσης και πως οι ισχυρισμοί της περί κινδύνου εκδικητικής άσκησης ποινικής δίωξης από τις αρχές της Ρωσικής Ομοσπονδίας σε περίπτωση συμμόρφωσής της είναι αντιφατικοί και συνιστούν ατεκμηρίωτες εικασίες.

 

Είναι αχρείαστη εκτεταμένη αναφορά στις αρχές που διέπουν το ζήτημα της αναστολής εκτέλεσης απόφασης εκκρεμούσης της έφεσης. Τίθενται εξαντλητικά στην σχετικά πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Penderhill Holdings Limited κ.ά. v. Κλουκίνα κ.ά. (2011) 1 ΑΑΔ 1921, η οποία επίσης διαπραγματεύεται αναστολή εκτέλεσης απόφασης διαταγμάτων τύπου Norwich Pharmacal.  Παραθέτω σχετικό απόσπασμα, από τις σελίδες 1931-1933:

 

«Νομική βάση των αιτήσεων είναι ουσιαστικά η Δ.35, Κ. 18 και 19 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που διαλαμβάνει ως εξής:

 

«18. An appeal shall not operate as a stay of execution or of proceedings under the decision appealed from except so far as the Court appealed from or the Court of Appeal, or a Judge of either Court, may order; and no intermediate act or proceeding shall be invalidated, except so far as the Court appealed from may direct. Before any order staying execution is entered, the person obtaining the order shall furnish such security (if any) as may have been directed. If the security is to be given by means of a bond, the bond shall be made to the party in whose favour the decision under appeal was given.

 

19. Wherever under these rules an application may be made either to Court below or to the Court of Appeal, or to a Judge of either Court, it shall be made in the first instance to the Court or Judge below."

 

Kαι σε δική μας μετάφραση:

 

«18. Μια έφεση δεν θα ενεργεί σαν αναστολή εκτελέσεως ή διαδικασίας στην απόφαση που εφεσιβάλλεται εκτός κατόπιν διατάγματος του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται ή του Εφετείου ή ενός Δικαστού των ανωτέρω Δικαστηρίων και ουδεμία ενδιάμεση πράξη ή διαδικασία θα παύει να ισχύει εκτός κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου που εφεσιβάλλεται. Προτού εκδοθεί διάταγμα που να αναστέλλει την εκτέλεση το πρόσωπο που θα ζητήσει το διάταγμα θα πρέπει να παράσχει τέτοια εγγύηση (αν υπάρχει) που θα διαταχθεί. Αν η ασφάλεια θα δοθεί υπό τύπο γραμματίου, το γραμμάτιο θα γίνει προς όφελος του διαδίκου υπέρ του οποίου η υπό έφεση απόφαση εδόθη.

 

19. Οποτεδήποτε μια αίτηση βασιζόμενη σ' αυτούς τους κανονισμούς μπορεί να γίνει είτε στο κατώτερο Δικαστήριο ή στο Εφετείο ή σε ένα Δικαστή των ανωτέρω Δικαστηρίων, πρέπει πρώτα να γίνεται στο Δικαστήριο ή τον Δικαστή του κατωτέρου Δικαστηρίου.»

 

Με βάση τη νομολογία που ερμήνευσε την πιο πάνω διάταξη (βλ. μεταξύ άλλων Katarina Shipping Inc. v. The Cargo on Board the Ship "Poly" (1978) 1 C.L.R. 355, Essex Overseas Trade Services Ltd v. Legend Shipping Co. Ltd. a.o. (1981) 1 C.L.R. 263, "Phoenix" Greek General Insurance Co. S.A. v. Al Khalaf Exhibition (1981) 1 C.L.R. 673, Μavrochanna a.o. v. Μichael (1984) 1 C.L.R. 760, Αristidou v. Αristidou (1985) 1 C.L.R. 649, Ε.Y.R.I.K. a.o. v. Κotsonis (1986) 1 C.L.R. 617, Ιωσηφάκης v. Αριστοδήμου (1990) 1 Α.Α.Δ. 284, Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, A.B.P. Holdings Ltd. κ.ά. v. Κιταλίδη κ.ά. (Aρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 287, Θωμά v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 797 και Σάββα v. Υπουργού Δικαιοσύνης (αρ. 1) (2002) 1 Α.Α.Δ. 195) το όλο θέμα είναι στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου η οποία ασκείται δικαστικά και με βάση τους εξής παράγοντες που θα πρέπει να εξισορροπηθούν με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης:

 

(α) Ο διάδικος ο οποίος επιτυγχάνει στην υπόθεση του δεν πρέπει να στερείται, χωρίς ουσιαστικό λόγο, του καρπού της επιτυχίας τους.

 

(β) Το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητας του.

 

Μεταξύ των κριτηρίων που λαμβάνει υπόψη το δικαστήριο είναι οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης αλλά αυτές είναι μόνο οριακής σημασίας. (Bλ. Ναυτικός Όμιλος Πάφου v. Αρχής Λιμένων Κύπρου, πιο πάνω). Στην υπόθεση Ιωσηφάκη v. Αριστοδήμου, πιο πάνω σελ. 288, ο Δικαστής (όπως ήταν τότε) Πικής διατύπωσε τους πιο κάνω παράγοντες ως εξής:

 

«Δύο είναι οι παράγοντες που κατά κύριο λόγο διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου για την αναστολή πρωτόδικης απόφασης μέχρι την εκδίκαση της έφεσης. Πρώτο, η διασφάλιση της οριστικότητας (finality) των αποφάσεων του πρωτόδικου δικαστηρίου και την παράλληλη κατοχύρωση των δικαιωμάτων του διάδικου υπέρ του οποίου εκδόθηκε η απόφαση και δεύτερο, η εξασφάλιση της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης.  Οι δυο αυτοί παράγοντες εξισορροπούνται με γνώμονα τα συμφέροντα της δικαιοσύνης.»

 

 

 

 

Χωρίς αμφιβολία, σε αιτήσεις αυτής της μορφής, δεν είναι πάντοτε εύκολο το καθήκον του Δικαστηρίου για εξισορρόπηση των προαναφερόμενων ουσιαστικών παραγόντων και θέσεων των δύο πλευρών. Προβάλλει σε όλες τις περιπτώσεις, ως βασικό κριτήριο, το κατά πόσο υπάρχει ενδεχόμενο να προκληθεί αδικία στο ένα ή στο άλλο μέρος εάν το Δικαστήριο, ανάλογα, χορηγήσει ή αρνηθεί την αναστολή. Η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης. Παραμένει όμως ως ουσιαστικό ερώτημα το κατά πόσο υπάρχει κίνδυνος πρόκλησης αδικίας σε ένα από τους δύο διάδικους, ή ακόμη και στους δύο, στην περίπτωση έκδοσης ή μη του διατάγματος αναστολής. Όπως τέθηκε στην υπόθεση Hammond Suddard Solicitors v. Agrichem International Holdings Ltd (2001) EWCA Civ 2065, para. 22, προβάλλουν ως ερωτήματα τα οποία χρήζουν απάντησης:

 

«...if a stay is refused what are the risks of the appeal being stifled? If a stay is granted and the appeal fails, what are the risks that the respondent will be unable to enforce the judgment? On the other hand,  if a stay is refused and the appeal succeeds, and the judgment is enforced in the meantime, what are the risks of the appellant being able to recover any monies paid from the respondent?...»

 

 

 

 

Εχω μελετήσει με πολλή προσοχή τις αντίστοιχες θέσεις των μερών, όπως αυτές αναπτύχθηκαν ενώπιόν μας από τους ευπαίδευτους συνήγορούς τους. Θα πρέπει να υπομνήσω ότι προβάλλει ως βασική αρχή μέσα από τη νομολογία μας πως ο επιτυχών διάδικος δεν πρέπει, χωρίς ουσιαστικό λόγο, να στερείται τον καρπό της επιτυχίας του. Μόνο η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων είναι δυνατό να κλίνει την πλάστιγγα υπέρ της αρχής ότι το ένδικο μέσο της έφεσης, το οποίο ασκείται δικαιωματικά, δεν πρέπει να αποστερείται της αποτελεσματικότητάς του (Χ"Ευαγγέλου ν. Dorami Marine Ltd and Others (1991) 1 ΑΑΔ 172). Επαναλαμβάνω επίσης ότι οι προοπτικές επιτυχίας μιας έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά αποκτά αποφασιστική σημασία και σπουδαιότητα μόνο στις περιπτώσεις όπου, με βεβαιότητα, μπορεί να γίνει πρόγνωση ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς δηλαδή περαιτέρω συζήτηση του θέματος (Ναυτικός Ομιλος Πάφου (ανωτέρω)).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση το αποτέλεσμα της έφεσης είναι αβέβαιο. Παρά τα σοβαρά θέματα που καλύπτουν οι λόγοι έφεσης, είναι αδύνατο να γίνει πρόγνωση, με βεβαιότητα, ως προς την επιτυχία της, στοιχείο που υπό τα δεδομένα αυτά δεν επιδρά ως αποφασιστικός παράγοντας στα πλαίσια της παρούσας Αίτησης.

 

Η προσέγγιση του ευπαίδευτου συνήγορου της Εφεσείουσας ότι η άμεση παροχή των πληροφοριών θα καταστήσει χωρίς αντικείμενο την έφεση σε περίπτωση επιτυχίας της, συνιστά μεν σοβαρό παράγοντα, θα πρέπει όμως να αξιολογηθεί και εξισορροπηθεί υπό το φως του συνόλου των περιστατικών της υπόθεσης. Δεν μπορεί να παραγνωρισθεί ότι η ενώπιόν μας περίπτωση είναι ιδιόμορφη, αφού όλα τα στοιχεία και πληροφορίες που αφορούν τα εκδοθέντα διατάγματα και τα οποία έχει διαταχθεί να αποκαλύψει η Εφεσείουσα αφορούν την περιουσία και μόνο της Εφεσίβλητης και σχετίζονται με συναλλαγές  και δάνεια που η ίδια χορήγησε. Είναι δηλαδή στοιχεία και δεδομένα τα οποία ανήκουν στην Εφεσίβλητη και τα οποία θα έπρεπε υπό κανονικές συνθήκες να βρίσκονται αρχειοθετημένα στα γραφεία της. Τα δεδομένα αυτά δεν μπορούν να παραβλεφθούν στην όλη προσπάθεια του Δικαστηρίου για εξισορρόπηση προς το σκοπό εξυπηρέτησης των ευρύτερων συμφερόντων της δικαιοσύνης.

 

Ούτε και οι αναφορές περί παραβίασης συνταγματικών δικαιωμάτων και περί κινδύνου χρησιμοποίησης των πληροφοριών για ποινικές διώξεις συνιστούν, υπό τις συνθήκες, εξαιρετικές περιστάσεις. Τα ζητήματα αυτά εξετάστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο και αποτελούν μέρος των λόγων έφεσης. Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο συνήγορο της Εφεσείουσας ότι σκοπός έκδοσης των διαταγμάτων τύπου Norwich είναι η αξιοποίηση των πληροφοριών προκειμένου να καταστεί δυνατός ο εντοπισμός αδικοπραγούντα και η στοιχειοθέτηση αγωγής εις βάρος του και όχι η τεκμηρίωση ποινικών αδικημάτων και η διευκόλυνση έγερσης ποινικών διώξεων εναντίον του. Οι ισχυρισμοί όμως περί κινδύνου αυτοενοχοποίησης της Εφεσείουσας και ποινικών διώξεων στη Ρωσική Ομοσπονδία πέραν της γενικότητας που τους καλύπτει, είναι και αντιφατικοί. Δεν μου διαφεύγει ότι προβάλλεται ως ουσιαστικός λόγος στην Αίτηση η θέση της Εφεσείουσας ότι οι ισχυρισμοί περί υπεξαίρεσης είναι παντελώς ανυπόστατοι και ψευδείς και πως καμία τέτοια υπεξαίρεση δεν υπάρχει αφού τα διάφορα δάνεια χορηγήθηκαν σε εταιρείες που συστάθηκαν με οδηγίες της Εφεσίβλητης και χρησιμοποιήθηκαν για την αγορά περιουσιακών στοιχείων, τα οποία, σε αξία, υπερκαλύπτουν και εξοφλούν τα υπό αναφορά δάνεια. Με δεδομένη λοιπόν τη βασική αυτή προσέγγιση της Εφεσείουσας ότι κανένα ποσό δεν υπεξαιρέθη ή κανένα υπόλοιπο δανείων δεν υφίσταται, παραμένει μετέωρη η εισήγηση περί κινδύνου ποινικών διώξεων σε περίπτωση αποκάλυψης στοιχείων τα οποία ανήκουν στην Εφεσίβλητη και μέσα από τα οποία μάλιστα, κατά την Εφεσείουσα, αποδεικνύεται το νόμιμο των όλων συναλλαγών.

 

Προέβαλε επίσης η πλευρά της Εφεσείουσας ότι δεν υφίσταται πλέον κάτι το επείγον ως προς την αποκάλυψη ούτε και κίνδυνος απώλειας των πληροφοριών, αφού ήδη παρήλθαν τρία περίπου χρόνια από την δημιουργία του όλου ζητήματος και την έγερση της αγωγής 6029/2012. Δεν με βρίσκει σύμφωνο ούτε αυτός ο τρόπος αντίκρυσης του υπό κρίση ζητήματος. Κατ΄ αρχάς, ουδεμία ευθύνη βαραίνει την Εφεσίβλητη για την όποια καθυστέρηση. Είναι η πολυπλοκότητα της όλης διαδικασίας αναζήτησης των υπό κρίση διαταγμάτων και τα ενδιάμεσα διαβήματα που μεσολάβησαν που οδήγησαν στην παρέλευση του, όντως, σημαντικού χρονικού διαστήματος. Η πάροδος όμως του χρόνου δεν θεμελιώνει αφ΄ εαυτής και εξάλειψη των κινδύνων. Σκοπός της εξασφάλισης διαταγμάτων τύπου Norwich δεν είναι μόνο η έγκαιρη αναζήτηση πληροφοριών και η εκμηδένιση του κινδύνου απώλειας οποιωνδήποτε στοιχείων. Πρωτίστως, είναι η ιχνηλάτιση, μέσω των πληροφοριών του αδικοπραγήσαντα, ο εντοπισμός του και η χωρίς καθυστέρηση λήψη αστικών μέτρων εναντίον του προς διασφάλιση των συμφερόντων της πλευράς που υπέστη τη ζημιά. Υπό το φως αυτών των δεδομένων η όποια περαιτέρω καθυστέρηση ενέχει κινδύνους, ιδιαίτερα ορατούς στις περιπτώσεις όπως την παρούσα, όπου αναζητούνται δισεκατομμύρια, τα οποία, κατ΄ ισχυρισμό, εξαφανίστηκαν με τη χρήση πέπλου εταιρειών και δαιδαλωδών διαδικασιών.

 

Η απόφαση Penderhill (ανωτέρω), επί της οποίας στηρίχθηκε ιδιαίτερα η πλευρά της Εφεσείουσας, αφορούσε διάπραξη διαφόρων αδικοπραξιών εναντίον του ενάγοντα καθώς και άλλες καταδολιευτικές ενέργειες λόγω διαδοχικών μεταβιβάσεων της ακινήτου περιουσίας του σε κάποιους από τους εναγόμενους.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η πλάστιγγα θα έπρεπε να κλίνει υπέρ έγκρισης της αίτησης για αναστολή. Η κρίση του αυτή στηρίχθηκε στα στοιχεία και δεδομένα που κάλυπταν την υπόθεση και με βάση τα οποία κατέληξε πως με την αναστολή θα προκαλείτο κάποιου βαθμού καθυστέρηση στην εξασφάλιση των πληροφοριών που οι εναγόμενοι είχαν διαταχθεί να αποκαλύψουν για σκοπούς εντοπισμού όλων των αδικοπραγήσαντων, χωρίς όμως περαιτέρω δραστικές επιπτώσεις. Υπό το φως αυτών των δεδομένων έγινε αποδεκτό το αίτημα για αναστολή, χωρίς, βεβαίως, να εισαχθεί πάγια αρχή Δικαίου ότι σε σχέση με κάθε διάταγμα τύπου Norwich θα πρέπει να εκδίδεται και διάταγμα αναστολής εκκρεμούσης της έφεσης.

 

Τα δεδομένα της υπό κρίση περίπτωσης, για τους λόγους που εξηγήθηκαν, διαφοροποιούνται από τα γεγονότα που κάλυπταν την υπόθεση Penderhill και τα οποία οδήγησαν στην έγκριση αιτήματος για αναστολή. Στην υπό κρίση Αίτηση δεν έχουν καταδειχθεί εξαιρετικές περιστάσεις, τέτοιες που να δικαιολογούν αποστέρηση του καρπού της πρωτόδικης επιτυχίας της Εφεσίβλητης. Πολύ περισσότερο εάν συνυπολογισθεί το ύψος του ποσού το οποίο διακυβεύεται από την όποια περαιτέρω καθυστέρηση και ο κίνδυνος οριστικής αποστέρησής του για την Εφεσίβλητη. Κίνδυνο για τον οποίο δεν έχει την οικονομική δυνατότητα και δεν θα ήταν σε θέση να καλύψει με την παροχή ικανοποιητικής εγγύησης η πλευρά της Εφεσείουσας, εάν το αίτημά της για αναστολή γινόταν αποδεκτό.

 

Με βάση τα πιο πάνω θα απέρριπτα την Αίτηση, με ανάλογη διαταγή ως προς τα έξοδα και με προσθήκη όρου για περιορισμένη χρήση των επίδικων στοιχείων.

 

 

 

                                                               Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

ΣΦ.

 

­­


                                                              

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο