ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2016:A21
(2016) 1 ΑΑΔ 92
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτική Έφεση Αρ. 93/2011)
18 Ιανουαρίου, 2016
[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ/στές]
ΙΩΣΗΦ ΣΟΛΩΜΟΥ ΠΕΚΡΗΣ,
Εφεσείων/Ενάγων,
v.
1. ΑΝΤΩΝΑΚΗ ΤΖΙΑΝΝΑΡΟΥ,
2. ΑΓΓΕΛΑΣ ΤΖΙΑΝΝΑΡΟΥ,
3. ΜΑΡΙΟΥ ΤΖΙΑΝΝΑΡΟΥ,
Εφεσιβλήτων/Εναγομένων.
Ν. Θεοδώρου για Πεκρή και Θεοδώρου, για τον Εφεσείοντα.
Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους.
Δικαστήριο: Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δώσει ο Δικαστής Γ. Ερωτοκρίτου.
_____________________________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων-Ενάγων διεκδίκησε με αγωγή από τους Εφεσίβλητους-Εναγομένους, το ποσό των Λ.Κ.9.362 για παράβαση προφορικής συμφωνίας και διαζευκτικά για άδικο πλουτισμό. Οι Εφεσίβλητοι με ανταπαίτηση αξίωσαν αναγνωριστική απόφαση, ότι ουδέν ποσό οφείλουν στον Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να την εφεσιβάλει.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, ο Εφεσείων και η Εφεσίβλητη 2 είναι αδέλφια, ο Εφεσίβλητος 1, επ' αδελφή γαμπρός του, ενώ ο Εφεσίβλητος 3, γιος των Εφεσιβλήτων 1 και 2, ανιψιός του Εφεσείοντα.
Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Εφεσείων διέμενε με την οικογένειά του στη Μεγάλη Βρετανία. Ο Εφεσίβλητος 3 εξασφάλισε θέση σε Πανεπιστήμιο του Λονδίνου και η φοίτησή του θα ξεκινούσε το Φθινόπωρο του 2003. Επειδή οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 την περίοδο εκείνη, κατά τον ισχυρισμό του Εφεσείοντα, είχαν οικονομικά προβλήματα, του ζήτησαν να τους διευκολύνει οικονομικά, καταβάλλοντας τα πρώτα χρήματα που απαιτούσε το Πανεπιστήμιο για τα δίδακτρα και τη διαμονή του υιού τους, Εφεσίβλητου 3. Ο Εφεσείων, λόγω της στενής συγγένειας με την Εφεσίβλητη 2 δέχθηκε και τον Αύγουστο του 2003, μέσω της πιστωτικής του κάρτας, ισχυρίζεται ότι κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ.180 ως προκαταβολή για τη διαμονή του Εφεσίβλητου 3, καθώς και Λ.Κ.2.500 ως προκαταβολή για τα δίδακτρά του. Σε σχέση με αυτά τα έξοδα, στις 6.10.2003 η Εφεσίβλητη 2 κατάθεσε στο λογαριασμό του Εφεσείοντα στην Κύπρο, το ποσό των Λ.Κ.4.000.
Στα πλαίσια της ίδιας προφορικής συμφωνίας, ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι κατέβαλε και πάλι μέσω της πιστωτικής του κάρτας τα ακόλουθα ποσά:- Στις 15.10.2003 το ποσό των Λ.Κ.1.563,24 ως έξοδα διαμονής, στις 27.10.2003 το ποσό των Λ.Κ.7.000 για δίδακτρα, στις 26.1.2004 το ποσό των Λ.Κ.1.566,60 ως έξοδα διαμονής και στις 10.5.2004 το ποσό των Λ.Κ.748,23, επίσης για έξοδα διαμονής. Επίσης, σε δύο περιπτώσεις τον Ιανουάριο και Απρίλιο του 2004 έδωσε στον Εφεσίβλητο 3 το ποσό των Λ.Κ.500 σε μετρητά, κάθε φορά. Τέλος, όταν ο Εφεσείων και η οικογένειά του εγκατέλειψαν τη Μεγάλη Βρετανία για να εγκατασταθούν στην Κύπρο, άφησε στον Εφεσίβλητο 3 την πιστωτική του κάρτα, μέσω της οποίας ο τελευταίος απέσυρε διάφορα ποσά συμποσούμενα στις Λ.Κ.3.000.
Ο Εφεσείων ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι έναντι της επίδικης οφειλής, η Εφεσίβλητη 2 κατάθεσε στις 15.6.2004 σε τραπεζικό λογαριασμό του στην Κύπρο, το ποσό των Λ.Κ.2.000, καθώς και Λ.Κ.150 που η ίδια πλήρωσε για δίδακτρα του γιου του Εφεσείοντα. Εφόσον το υπόλοιπο ποσό συνέχιζε να οφείλεται, τον Μάιο του 2004, ο Εφεσείων ζήτησε από τους Εφεσίβλητους την εξόφληση του υπολοίπου και όταν οι Εφεσίβλητοι δεν το έπραξαν, τους απέστειλε δύο επιστολές και στη συνέχεια τους ενήγαγε. Ο Εφεσείων ήταν ο μόνος μάρτυρας για προώθηση της αγωγής του.
Για την υπεράσπιση κατέθεσε μόνο η Εφεσίβλητη 2 η οποία απέρριψε όλους τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα. Όπως εξήγησε στο δικαστήριο τόσο κατά τον ουσιώδη χρόνο, όσο και όταν κατάθετε στο δικαστήριο, η οικογένειά της είχε την οικονομική δυνατότητα να συντηρεί το γιο της και να καταβάλλει τα δίδακτρα για τη φοίτησή του και ουδέποτε χρειάστηκαν την οικονομική στήριξη του Εφεσείοντα.
Το πρωτόδικο δικαστήριο για τους λόγους που εκτενώς παρέθεσε στην απόφασή του, έκρινε ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα δεν ήταν αξιόπιστη και επομένως δεν μπορούσε με ασφάλεια να βασιστεί σε αυτή για να διατυπώσει ευρήματα επί των αμφισβητούμενων πτυχών της υπόθεσης. Συνακόλουθα, η κρίση του δικαστηρίου επεκτάθηκε και στην κατάσταση λογαριασμών που είχε καταρτήσει εκ των υστέρων ο ίδιος ο Εφεσείων. Ως προς την αποδεικτική αξία των συγκεκριμένων καταστάσεων, έγινε αναφορά σε σχετική νομολογία. Το πρωτόδικο δικαστήριο, κρίνοντας αξιόπιστη την Εφεσίβλητη 2, κατέληξε ότι ο Εφεσείων απέτυχε να αποδείξει τους ισχυρισμούς του και απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Ταυτόχρονα εξέδωσε αναγνωριστική απόφαση στην ανταπαίτηση, ότι ουδέποτε είχε συναφθεί η επίδικη συμφωνία και ουδέν ποσό οφείλεται από αυτούς στον Εφεσείοντα.
Ο Εφεσείων με επτά λόγους έφεσης, θεωρεί εσφαλμένη την πρωτόδικη κρίση. Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι ο δικηγόρος των Εφεσιβλήτων δεν καταχώρησε περίγραμμα και ούτε εμφανίστηκε κατά την ημέρα που ήταν ορισμένη η έφεση για ακρόαση, παρά την ειδοποίηση ορισμού που του παραδόθηκε.
Οι πρώτοι δύο λόγοι έφεσης αφορούν την κατ' ισχυρισμό εσφαλμένη κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου επί της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα και της Εφεσίβλητης 2, ενώ ο τρίτος ότι εσφαλμένα κατέληξε σε συμπέρασμα περί αναξιοπιστίας του Εφεσείοντα, συγκρίνοντας τους ισχυρισμούς του στα δικόγραφα, με τη μαρτυρία του ιδίου στο δικαστήριο.
Ως προς την αξιοπιστία του Εφεσείοντα, το πρώτο παράπονο είναι ότι το πρωτόδικο δικαστήριο σύγχισε τις αρχές που διέπουν τον καθορισμό της αξιοπιστίας ενός μάρτυρα, με εκείνες που διέπουν το βάρος απόδειξης που φέρει ο ενάγων. Σύμφωνα με το συνήγορο του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο δικαστήριο κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα, έλαβε λανθασμένα υπόψη στοιχεία που αφορούσαν στο βάρος απόδειξης, όπως για παράδειγμα η μη απόδειξη της ύπαρξης του τραπεζικού οργανισμού μέσω του οποίου έκανε τις πληρωμές προς τον Εφεσίβλητο 3 και ότι στα δικόγραφα ισχυρίστηκε ότι η προφορική συμφωνία έγινε και με τον Εφεσίβλητο 3, ενώ στη μαρτυρία του ότι έγινε με τους Εφεσίβλητους 1 και 2 μόνο.
Είναι γεγονός ότι μεταξύ πολλών αδυναμιών που το πρωτόδικο δικαστήριο εντόπισε στη μαρτυρία του Εφεσείοντα, περιέχονται και ορισμένες πτυχές όπως οι δύο στις οποίες έκανε αναφορά ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, σε σχέση με τη μη προσκόμιση μαρτυρίας για απόδειξη της ύπαρξης του τραπεζικού οργανισμού με την ονομασία "egg.com" και στη διάσταση μεταξύ δικογραφημένων ισχυρισμών του Εφεσείοντα και της μαρτυρίας του. Το τελευταίο θέμα θα το εξετάσουμε στα πλαίσια του τρίτου λόγου έφεσης.
Κατ' αρχάς θα πρέπει να επαναλάβουμε την πάγια θέση της νομολογίας, ότι η κρίση του δικαστηρίου δεν κρίνεται απομονωμένα, αλλά λαμβάνεται υπόψη ολόκληρο το σκεπτικό της απόφασης, το οποίο στην προκειμένη περίπτωση, με ελάχιστες επουσιώδεις εξαιρέσεις, δεν μπορεί να θεωρηθεί μεμπτό. Η αρνητική κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς την αξιοπιστία του Εφεσείοντα, ήταν πέραν από σαφής και δεν χωρεί οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Ενδεικτικές είναι όχι μόνο οι πολλές αντιφάσεις τις οποίες καταγράφει το πρωτόδικο δικαστήριο σε πέντε σελίδες της απόφασής του, αλλά και η έλλειψη ανεξάρτητης και αντικειμενικής μαρτυρίας σε σχέση με την καταβολή των χρημάτων στον Εφεσίβλητο 3. Η κατάσταση λογαριασμού που ετοίμασε ο ίδιος ο Εφεσείων και κατάθεσε στο Δικαστήριο κρίθηκε, εύλογα θα λέγαμε, αναξιόπιστη ελλείψει άλλων αντικειμενικών συνοδευτικών στοιχείων και των εγγενών αδυναμιών που παρουσίαζε η ίδια η μαρτυρία του.
Όπως έχει επανειλημμένως τονιστεί από το Ανώτατο Δικαστηριο, το έργο της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων, αποτελεί πρωταρχικό καθήκον του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες προτού τους αξιολογήσει. Το Εφετείο πάντοτε διατηρεί την ευχέρεια επέμβασης, όταν τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής (βλ. σχετικά Χ"Παύλου ν. Κυριάκου κ.α. (2006) 1Α ΑΑΔ 236 και Τσιαττές ν. Kokis Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B AAΔ.974).
Στην προκειμένη περίπτωση δεν διαπιστώνουμε, με βάση τις πιο πάνω αρχές, να υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για παρέμβασή μας στα ευρήματα αξιοπιστίας του πρωτόδικου δικαστηρίου, αναφορικά με τον Εφεσείοντα.
Τα ίδια ισχύουν και για τον τρόπο που το πρωτόδικο δικαστήριο έκρινε την αξιοπιστία της Εφεσίβλητης 2. Ο συνήγορος του Εφεσείοντα αναφέρθηκε σε διάφορες κατ' ισχυρισμό αντιφάσεις, οι οποίες κατά την εισήγησή του, θα έπρεπε να οδηγήσουν σε αρνητικό πρόσημο στην αξιοπιστία της. Πέραν τούτου, ο συνήγορος του Εφεσείοντα αναφερόμενος στην αξιοπιστία της Εφεσίβλητης, την συνέπλεξε με τη γενικότερη εκδοχή των Εφεσιβλήτων, για να εισηγηθεί ότι η μαρτυρία της δεν έπρεπε να είχε γίνει αποδεκτή. Όμως, τα δύο, αυστηρά ομιλούντες, δεν σχετίζονται μεταξύ τους, αφού η εκδοχή της κάθε πλευράς σχετίζεται περισσότερο με το επίπεδο απόδειξης, παρά με την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Το βασικότερο όμως που θα πρέπει να σημειώσουμε, είναι ότι από τη στιγμή που ο Εφεσείων κρίθηκε αναξιόπιστος, η υπόθεσή του σε μεγάλο βαθμό είχε κριθεί και η αξιοπιστία της Εφεσίβλητης 2 περνούσε πλέον σε δεύτερη μοίρα. Όμως, ανεξάρτητα τούτου, δεν εντοπίσαμε τέτοιες αντιφάσεις στη μαρτυρία της Εφεσίβλητης 2, που αντικειμενικά κρίνοντας να καθιστούν εσφαλμένη την κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου.
Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων θεωρεί ότι το πρωτόδικο δικαστήριο εσφαλμένα έκανε χρήση των δικογραφημένων ισχυρισμών του Εφεσείοντα σε σχέση με τη σύναψη της συμφωνίας δανείου, για να κρίνει την αξιοπιστία του.
Δεν διαφωνούμε ούτε με την ύπαρξη του δικαιώματος δικογράφησης διαζευκτικών ισχυρισμών, ούτε και με την ύπαρξη διάκρισης μεταξύ των δικογραφημένων ισχυρισμών και της τελικής επιλογής που γίνεται από μάρτυρα κατά τη διάρκεια που δίδει τη μαρτυρία του στο δικαστήριο. Όμως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η περίπτωση όταν υπάρχει σαφής διάσταση, το δικαστήριο να μπορεί κατ' εξαίρεση να λάβει υπόψη το γεγονός, εάν αυτό κατά την κρίση του έχει σημασία.
Στην προκειμένη περίπτωση το πρωτόδικο δικαστήριο σημείωσε την αρχική σαφή δικογραφημένη θέση του Εφεσείοντα ότι κατέβαλε τα επίδικα ποσά στα πλαίσια συμφωνίας δανείου στην οποία μέρος ήταν και ο Εφεσίβλητος 3 και τη μετέπειτα θέση του στη μαρτυρία ότι ο Εφεσίβλητος 3 δεν ήταν μέρος της αρχικής συμφωνίας. Δεν βλέπουμε, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης, ότι υπήρξε σφάλμα. Κατ' αρχάς το στοιχείο αυτό δεν ήταν το μόνο, αλλά ήταν ένα από τα πολλά στοιχεία που έλαβε υπόψη το δικαστήριο για να κρίνει την αξιοπιστία του Εφεσείοντα. Η αναφορά στις πιο πάνω αποκλίσεις στη μαρτυρία του Εφεσείοντα, δεν έγινε μόνο σε σχέση με τις δικογραφημένες θέσεις του, αλλά και σε σχέση με τις επιταγές, Τεκμήρια 7-10, γεγονός που αδυνατίζει ακόμα περισσότερο το επιχείρημα, το οποίο εστιάζεται μόνο στην αναφορά για τις δικογραφημένες θέσεις, αγνοώντας εντελώς την ταυτόχρονη διασύνδεση του θέματος με τα πιο πάνω Τεκμήρια και τα τόσα άλλα θέματα που έλαβε υπόψη το δικαστήριο. Επομένως, και αν ακόμη εθεωρείτο εσφαλμένη η συγκεκριμένη προσέγγιση του πρωτόδικου δικαστηρίου ως προς τις δικογραφημένες θέσεις του Εφεσείοντα, αυτό ουδόλως θα επηρέαζε την τελική του κρίση επί της συνολικής αξιοπιστίας του Εφεσείοντα.
Ο τέταρτος και πέμπτος λόγος έφεσης, αφορούν στο επίπεδο απόδειξης και στη διεκδίκηση των επίδικων ποσών στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Όμως οι δύο λόγοι καθίστανται άνευ αντικειμένου μετά την απόρριψη του δεύτερου λόγου έφεσης που αφορά στην αξιοπιστία του Εφεσείοντα. Από τη στιγμή που κρίναμε ότι δεν υπάρχουν περιθώρια παρέμβασής μας στην πρωτόδικη κρίση αναφορικά με τη μη αξιοπιστία της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, στην ουσία καταρρέει το βάθρο όλων των ισχυρισμών του Εφεσείοντα και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τίθεται θέμα επιπέδου απόδειξης ή εξέτασης άλλων διαζευκτικών ισχυρισμών ή δικογραφημένων θέσεων του Εφεσείοντα.
Με τον έκτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων θεωρεί την πρωτόδικη απόφαση αναιτιολόγητη και χωρίς ευρήματα επί ουσιωδών γεγονότων, όπως για παράδειγμα κατά πόσον ο Εφεσείων είχε καταβάλει οποιαδήποτε ποσά ή όχι προς όφελος των Εφεσιβλήτων.
Ούτε αυτός ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Από τη στιγμή που η μαρτυρία του Εφεσείοντα, που ήταν και η μοναδική για την πλευρά του, κρίθηκε στο σύνολο της αναξιόπιστη, δεν ήταν αναγκαίο, αλλά και ούτε δυνατό να διατυπωθούν οποιαδήποτε ευρήματα σε σχέση με την αξίωσή του. Όμως το πρωτόδικο δικαστήριο αφού απέρριψε την αγωγή, προχώρησε, όπως είχε υποχρέωση, για να διατυπώσει ευρήματα σε σχέση με την ανταπαίτηση.
Ο τελευταίος λόγος αφορά στην έκδοση αναγνωριστικής απόφασης. Το παράπονο που διατυπώνεται είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε στα πλαίσια της ανταπαίτησης δηλωτική και μάλιστα αρνητική δηλωτική απόφαση υπέρ των Εφεσιβλήτων. Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα με αναφορά στην Gasto Shipping Company Limited v. Mineag Sqm (Africa) (Proprietory) Limited κ.α. (1999) 1Γ ΑΑΔ 1634, εισηγήθηκε ότι καμιά από τις προϋποθέσεις για την έκδοση «αρνητικής δηλωτικής απόφασης» δεν πληρούται ώστε να παραχωρηθεί κατ' εξαίρεση δηλωτική απόφαση.
Έχουμε εξετάσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον μας και κατά την άποψή μας ο λόγος έφεσης ευσταθεί. Το πρωτόδικο δικαστήριο αφού απέρριψε την αγωγή και καταδίκασε τον Εφεσείοντα σε έξοδα, αμέσως μετά επιλήφθηκε της ανταπαίτησης, αναφέροντας τα πιο κάτω:-
«Αντιθέτως, η εναγομένη αρ. 2 (Μ.Υ.1) μου δημιούργησε θετική εντύπωση. Εξήγησα ήδη τους λόγους. Θεωρώ την εναγομένη αρ. 2 (Μ.Υ.1) ως πρόσωπο ειλικρινές και αξιόπιστο. Τα όσα δε αυτή ανέφερε ενώπιον του Δικαστηρίου αποτελούν και ευρήματά μου. Αυτά επαρκούν για να στοιχειοθετήσουν την ανταπαίτηση των εναγομένων αρ. 1 και 2.
Η ανταπαίτηση επιτυγχάνει.
Εκδίδεται απόφαση διά της οποίας αναγνωρίζεται πως η συμφωνία που περιγράφεται στην έκθεση απαίτησης ουδέποτε συνήφθηκε και είναι ανύπαρκτη.
Εκδίδεται απόφαση διά της οποίας αναγνωρίζεται πως οι εναγόμενοι αρ. 1 και 2 δεν οφείλουν στον ενάγοντα τα ποσά που αυτός διεκδικεί διά της αγωγής του.
Τα έξοδα της ανταπαίτησης, ως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, επιδικάζονται υπέρ των εναγομένων αρ. 1 και 2 και εναντίον του ενάγοντος.»
Θεωρούμε ότι ο συνοπτικός τρόπος εξέτασης της ανταπαίτησης δεν μπορεί να θεωρηθεί επαρκής αιτιολογία. Το πρωτόδικο δικαστήριο δεν φαίνεται να προβληματίστηκε καθόλου για το κατά πόσον θα έπρεπε να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια δυνάμει του άρθρου 41 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, υπέρ της έκδοσης δηλωτικής απόφασης. Συνήθως τα δικαστήρια εκδίδουν δηλωτική απόφαση σε σχέση με νομικά δικαιώματα. Όμως όπου με την αγωγή ζητείται μόνο αναγνωριστική απόφαση, χωρίς να ζητείται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία, η διακριτική εξουσία του δικαστηρίου θα πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή (βλ. Mellstrom v. Garner [1970] 2 All ER 9 CA και Annual Practice 1958, σελ. 578). Συχνά ζητείται αναγνωριστική απόφαση επί γεγονότων που δεν έχουν ακόμη προκύψει (Greenwich Healthcare National Health Service v. London and Quadrant Housing Trust and others [1998] 3 All ER 437 και Gasto Shipping Company Limited, ανωτέρω). Για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια υπέρ της έκδοσης αναγνωριστικής απόφασης, θα πρέπει να προκύπτει κάποιο χειροπιαστό όφελος για τον ενάγοντα (Maerkle v. British and Continental Fur Co Ltd [1954] 3 All ER 50 CA). Τα δικαστήρια δεν εκδίδουν αναγνωριστικές αποφάσεις για ακαδημαϊκά και μόνο ερωτήματα (Howard v. Pickford Tool Co Ltd [1951] 1 KB 417 CA) ή όπου η απάντηση στο ερώτημα θα είναι μάταιη ή άνευ ουσιαστικής σημασίας.
Στην προκειμένη περίπτωση οι δια ανταπαιτήσεως Εφεσίβλητοι δεν προσδιόρισαν κανένα αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εφεσείοντα και ούτε έδειξαν ότι υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος ή ότι θα προέκυπτε σ' αυτούς κάποιο όφελος, ώστε να είναι αναγκαία η έκδοση δηλωτικής απόφασης υπέρ τους. Αν η έκδοση δηλωτικής απόφασης επιτρεπόταν να καταστεί τυπική διαδικασία τότε σε κάθε αγωγή που θα απορρίπτετο, θα μπορούσε να εκδοθεί δηλωτική απόφαση προς το αντίθετο. Όμως κάτι τέτοιο, χωρίς να υπάρχουν ειδικές ή άλλες περιστάσεις, όχι μόνο δεν είναι αναγκαίο αλλά ούτε προβάλλει τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της δικαιοσύνης. Θεωρούμε ότι με βάση τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν υπήρχε καμιά ιδιαίτερη περίσταση που να καθιστούσε την έκδοση δηλωτικής απόφασης αναγκαία. Όλα τα θέματα μεταξύ των διαδίκων επιλύονταν με την απόφαση του δικαστηρίου στην αγωγή.
Για τους λόγους που εξηγήσαμε, η έφεση επιτυγχάνει μερικώς. Η απόφαση που εκδόθηκε στην ανταπαίτηση, καθώς και η σχετική διαταγή για τα έξοδα της ανταπαίτησης, παραμερίζονται. Η ανταπαίτηση απορρίπτεται και επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων έξοδα, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο. Το υπόλοιπο μέρος της πρωτόδικης απόφασης που αφορά στην αγωγή, παραμένει ως έχει. Λόγω της μερικής επιτυχίας της έφεσης, επιδικάζουμε τα τρία τέταρτα των εξόδων της έφεσης υπέρ των Εφεσιβλήτων, όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Γ. ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.
Μ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Δ.
Τ. ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ.
/Επς