ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Παμπαλλής, Κώστας Σταύρου Λιάτσος, Αντώνης Γιασεμή, Γιασεμής Ν. Γιώργος Κορφιώτης, μαζί με Χάρη Μαμαντόπουλο, για τον Εφεσείοντα. ΄Ολγα Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-10-30 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ ν. ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 259/2015, 30/10/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A721

(2015) 1 ΑΑΔ 2315

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 259/2015)

 

30 Οκτωβρίου, 2015

 

[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΝΟΜΟ 133(Ι) 2004

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΒΑΣΙΛΕΙΟ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ,

 

Εφεσείοντα,

ν.

 

 

ΓΕΝΙΚΟY ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

 

Εφεσίβλητου.

________________________

 

Γιώργος Κορφιώτης, μαζί με Χάρη Μαμαντόπουλο, για τον Εφεσείοντα.

΄Ολγα Σοφοκλέους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο.

Εφεσείων παρών.

________________________

 

ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.:  Την ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

θα δώσει ο Δικαστής Γ.Ν. Γιασεμής.

________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Ο εκζητούμενος, εφεσείων στην παρούσα έφεση, Βασίλειος Παναγιώτου, συνελήφθη στο αεροδρόμιο Λάρνακας, καθ' ον χρόνο επρόκειτο να αναχωρήσει για το εξωτερικό.  Ο λόγος για τη σύλληψή του ήταν η ύπαρξη εναντίον του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης, Ε.Ε.Σ., το οποίο είχε εκδοθεί από ελληνική δικαστική αρχή.  Να σημειωθεί πως είναι Κύπριος υπήκοος, κάτοχος κυπριακού διαβατηρίου. 

 

Ο εκζητούμενος, την επομένη ημέρα της σύλληψής του, προσήχθη ενώπιον Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ο οποίος, ενεργών ως αρμόδια δικαστική αρχή, θα εξέταζε αίτημα για εκτέλεση του προαναφερθέντος Ε.Ε.Σ., δυνάμει του περί Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και των Διαδικασιών Παράδοσης Εκζητουμένων Μεταξύ των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης Νόμου του 2004, (Ν. 133(Ι)/2004), όπως αυτός έχει τροποποιηθεί.  Μετά από τα προκαταρκτικά για τη διαπίστωση της ταυτότητάς του και την ενημέρωσή του για την ύπαρξη του Ε.Ε.Σ., λήφθηκε η θέση του σε σχέση με το αίτημα για παράδοσή του.  Δε συναίνεσε σ' αυτό, οπότε ορίστηκε σύντομη ημερομηνία για την ακρόαση της υπόθεσης.

 

Κατά τη διεξαγωγή της δίκης, ο εκζητούμενος εκπροσωπήθηκε από συνηγόρους της επιλογής του.  Αφού ολοκληρώθηκε το στάδιο της προσκόμισης, εκατέρωθεν, μαρτυρίας, η διαδικασία συνεχίστηκε με τις αγορεύσεις των συνηγόρων και ακολούθησε η επιφύλαξη της απόφασης από το εκδικάσαν Δικαστήριο.  Σε ελάχιστο χρόνο μετά, ο ευπαίδευτος Δικαστής εξέδωσε την απόφασή του, με την οποία ενέκρινε το αίτημα για την εκτέλεση του υπό αναφορά Ε.Ε.Σ. και η οποία αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας έφεσης.

 

Πριν την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, με πρωτοβουλία του εκδικάσαντος Δικαστή, είχαν λάβει χώρα δύο γεγονότα, ως αποτέλεσμα των οποίων ηγέρθησαν ανάλογα θέματα, τα οποία αποτελούν αντικείμενο των λόγων της παρούσας έφεσης.  Το πρώτο γεγονός συνέβη αμέσως μετά το πέρας της προσκόμισης της προφορικής μαρτυρίας κατά τη δίκη.  Στο στάδιο εκείνο, ο Δικαστής, κάνοντας χρήση της σχετικής πρόνοιας του άρθρου 21(2) του Νόμου, απευθύνθηκε, μέσω της κεντρικής αρχής, προς την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδας, για κατεπείγουσα προσκόμιση απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων.  Τα στοιχεία αυτά είχαν θεωρηθεί αναγκαία για διευκρίνιση των περιστάσεων, κάτω από τις οποίες ο εκζητούμενος διέπραξε το, κατ' ισχυρισμό, αδίκημα της υπεξαίρεσης, το οποίο του αποδίδεται με το Ε.Ε.Σ.  ΄Οπως θα διαφανεί, στη συνέχεια, το πιο πάνω γεγονός και τα επιμέρους θέματα που προέκυψαν, συναφώς, δε θα χρειαστεί να απασχολήσουν το Δικαστήριο τούτο. 

 

Το γεγονός το οποίο θεωρείται, πλέον, σημαντικό και θα απασχολήσει ειδικά, στη συνέχεια, είναι αυτό που συνέβη μετά το πέρας των αγορεύσεων και ενώ η απόφαση του Δικαστηρίου ήταν επιφυλαγμένη.  Ο Δικαστής, αυτήν τη φορά, απευθύνθηκε, ο ίδιος προσωπικά, μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, προς την αρμόδια δικαστική αρχή της Ελλάδας, ζητώντας πληροφορίες σε σχέση με την εγγύηση την οποία προβλέπει το άρθρο 13(στ) του Νόμου[1], όταν το εκζητούμενο πρόσωπο είναι ημεδαπός.  ΄Οπως συνάγεται από το κείμενό του, σε τέτοια περίπτωση, η εκ προοιμίου ικανοποίηση του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για την παραχώρηση της εν λόγω εγγύησης είναι επιτακτική.  Η πληροφορία που του είχε διαβιβαστεί, σχετικά, ήταν πως η εν λόγω εγγύηση είχε δοθεί με επιστολή της αρμόδιας ελληνικής δικαστικής αρχής, ημερομηνίας 3.8.2015, η οποία παραλήφθηκε στην Κύπρο από την κεντρική αρχή στις 25.8.2015.  Περαιτέρω πληροφόρηση έλεγε ότι η προαναφερθείσα επιστολή, εκ παραδρομής, δεν είχε προσκομιστεί στο Δικαστήριο κατά τη διάρκεια της δίκης.

 

Ο Δικαστής, αφού έλαβε υπόψη του και τις πιο πάνω πληροφορίες, προχώρησε και εξέδωσε την απόφασή του, στο πλαίσιο της οποίας κάνει πλήρη αναφορά στις ενέργειες που οδήγησαν στην εξασφάλιση, από τον ίδιο, των πληροφοριών σε σχέση με την εγγύηση του άρθρου 13(στ).  Μετά την έκδοση της απόφασης, διαπιστώθηκε ότι αντίγραφα της προαναφερθείσας επιστολής ημερομηνίας 3.8.2015 και εκείνης με την οποία είχαν ζητηθεί οι σχετικές πληροφορίες είχαν τοποθετηθεί στο φάκελο της υπόθεσης και ότι οι συνήγοροι του εκζητουμένου έλαβαν αντίγραφα αυτών.    

 

Η αναζήτηση από τον ευπαίδευτο Δικαστή, ο οποίος εκδίκασε την υπόθεση, πληροφοριών σε σχέση με την εν λόγω εγγύηση αναμφίβολα διενεργήθηκε με καλή πίστη, στο πλαίσιο τέλεσης, κατά τον ορθότερο τρόπο, όπως ο ίδιος έκρινε, του καθήκοντός του για τη διεξαγωγή και περάτωση της ενώπιόν του διαδικασίας σε σχέση με το υπό αναφορά Ε.Ε.Σ.  Ενεργώντας δε ως ανωτέρω, είχε, προφανώς, κατά νου τη φύση της διαδικασίας αυτής και, ειδικά, τα όσα δεικτικά αναφέρονται στη σκέψη 35[2], της απόφασης του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης, στην υπόθεση C-396/2011, Ciprian Vasile Radu της 29.1.2013, την οποία παραθέτει και υπογραμμίζει στην απόφασή του.

 

Βέβαια, πρέπει, επίσης, να αναφερθεί ότι η απουσία της εν λόγω εγγύησης από τα πρακτικά της δίκης, σε σχέση και με τα όσα προβλέπονται στο άρθρο 13(στ), ηγέρθη από τους συνηγόρους του εκζητουμένου στις τελικές τους αγορεύσεις.  Εντούτοις, το θέμα παρέμεινε ως εκεί, χωρίς να ληφθεί οποιοδήποτε μέτρο, από το εκδικάσαν Δικαστήριο, και, δη, στο πλαίσιο του άρθρου 21(2) του Νόμου[3], για τη διερεύνησή του πριν από την επιφύλαξη της απόφασης.  Αν γινόταν οτιδήποτε και ερχόταν στο φως η ύπαρξη της επιστολής 3.8.2015, τότε οι συνήγοροι του εκζητουμένου θα είχαν την ευκαιρία να τοποθετηθούν και επί αυτού του θέματος, στο κατάλληλο στάδιο της διαδικασίας.  Θα μπορούσε, ίσως, αφού εξέταζαν το περιεχόμενο του κειμένου της, να τοποθετούντο σε σχέση με την πρόνοια, ανωτέρω, του άρθρου 13(στ), καθώς, επίσης, σε σχέση με την αντίστοιχη πρόνοια του άρθρου 5.3 της Απόφασης πλαίσιο (2002/584/ΔΕΥ) της 13ης Ιουνίου 2002 σχετικά με τις διαδικασίες για το ΕΕΣ και την παράδοση μεταξύ κρατών μελών.   Αν, όμως, μετά τη διερεύνηση του θέματος, διαπιστωνόταν ότι δεν είχε δοθεί η εν λόγω εγγύηση, τότε το Δικαστήριο έπρεπε να αρνηθεί την εκτέλεση του Ε.Ε.Σ., χωρίς περαιτέρω εξέταση του σχετικού αιτήματος, όπως, ακριβώς, προβλέπεται στο άρθρο 13(στ).

 

Τίποτε από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω δε συνέβη, τελικά, παρά μόνο η αποστέρηση από τον εκζητούμενο του δικαιώματός του να δει, να μελετήσει και, βεβαίως, να τοποθετηθεί, κατά το τελικό στάδιο των αγορεύσεων, σε σχέση με το περιεχόμενο της προαναφερθείσας επιστολής της 3.8.2015.  Στις περιστάσεις δε της συγκεκριμένης αυτής πτυχής της υπόθεσης, στηρίζει έναν από τους λόγους έφεσής του (το δεύτερο) ο εφεσείων, όπως μπορεί να αναφέρεται, πλέον, ο εκζητούμενος, στη βάση ότι, συνεπεία αυτών, υπήρξε παραβίαση του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη.  Αιτιολογώντας, περαιτέρω, τη θέση του, ανωτέρω, ο εφεσείων, ουσιαστικά, εισηγείται ότι, στο πλαίσιο του κατ' αντιπαράθεση συστήματος, που ακολούθησε η δικαστική διαδικασία εξέτασης του αιτήματος εκτέλεσης του Ε.Ε.Σ., δεν τέθηκε υπόψη του η προαναφερθείσα επιστολή, κατά παράβαση του προαναφερθέντος δικαιώματός του.  Ως απάντηση στην πιο πάνω εισήγηση, η πλευρά του εφεσίβλητου παρέπεμψε στην υπόθεση Πηγασίου ν. Γενικού Εισαγγελέα (2009) 1 Α.Α.Δ. 519, της οποίας τα γεγονότα, πρέπει να λεχθεί, ήταν εντελώς διαφορετικά από αυτά της παρούσας.  Εκεί, η ύπαρξη της εγγύησης του άρθρου 13(στ) είχε διαπιστωθεί εγκαίρως και ο εκζητούμενος, εφεσείων, είχε την ευκαιρία να τοποθετηθεί, σχετικά, μέσω του συνηγόρου του, κατά το στάδιο των τελικών αγορεύσεων.  ΄Οπως τίθεται στην απόφαση του Εφετείου, στη σελίδα 527:-

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο γνωστοποίησε, κατά την ημέρα συνέχισης της ακρόασης, (10 Απριλίου, 2009) την ύπαρξη της βεβαίωσης στο φάκελο του Δικαστηρίου και αντίγραφό της δόθηκε στο συνήγορο του εκζητούμενου.  Κατά την επόμενη δικάσιμο που ήταν η 22α Απριλίου, 2009, το Δικαστήριο έδωσε την ευκαιρία στο συνήγορο του εφεσείοντα και αγόρευσε και επί του νέου αυτού στοιχείου.  Μετά από αυτό επιφυλάχθηκε η εκκαλούμενη απόφαση που εκδόθηκε στις 29 Απριλίου, 2009.»

 

 

 

Η Απόφαση πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ, εκ της οποίας προέκυψε, με μεταφορά των προνοιών της, ο Ν. 133(Ι)/2004, εισάγεται στο ουσιαστικό μέρος αυτής, με τις γενικού περιεχομένου διακηρυκτικές πρόνοιες στο άρθρο 1.  Στο εδάφιο 3 αυτού, γίνεται ιδιαίτερη αναφορά, ουσιαστικά, στο ότι η Απόφαση πλαίσιο, ως θεσμός, εφαρμόζεται, δεδομένης, «... της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 της ΣΕΕ.». Στο εδάφιο 3 του εν λόγω άρθρου 6, περιλαμβάνεται ανάλογης σημασίας πρόνοια, με την οποία αναγνωρίζεται ότι:-

 

 «3.  Τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως κατοχυρώνονται από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και όπως απορρέουν από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών, αποτελούν μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της ΄Ενωσης.»

 

 

 

Απότοκος των διακηρυκτικών αυτών αρχών είναι, οπωσδήποτε, η ειδική πρόνοια στο άρθρο 14 της Απόφασης πλαίσιο, η οποία διαλαμβάνει τα εξής:-

 

«Εφόσον ο συλληφθείς δεν συγκατατίθεται στην παράδοσή του κατά τον τρόπο που προβλέπεται στο άρθρο 13, έχει δικαίωμα ακρόασης από τη δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης, σύμφωνα με το δίκαιο αυτού του κράτους μέλους εκτέλεσης.»

 

 

 

Αναμφίβολα, το δικαίωμα ακρόασης, ανωτέρω, ταυτίζεται με το θεμελιακό δικαίωμα κάθε διαδίκου αυτός να τυγχάνει δίκαιης δίκης, το οποίο καθιερώνουν η Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, Ε.Σ.Δ.Α., ΄Αρθρο 6.1 και το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, ΄Αρθρο 30.2.  Στο Ν. 133(Ι)/2004, δεν υπάρχει ανάλογη πρόνοια με αυτήν του άρθρου 14 της Απόφασης πλαίσιο.  Σαφώς, όμως, ο σεβασμός στο πιο πάνω δικαίωμα εκζητούμενου προσώπου διασφαλίζεται με το άρθρο 2(2) αυτού, του οποίου η πρόβλεψη είναι παρόμοιου περιεχομένου με αυτήν του άρθρου 1.3 της Απόφασης πλαίσιο, ανωτέρω. 

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω προνοιών, η ακρόαση υπόθεσης εκζητούμενου προσώπου σε σχέση με εκτέλεση εκκρεμούντος σε βάρος του Ε.Ε.Σ. διεξάγεται με γνώμονα το σεβασμό του δικαιώματός του για δίκαιη δίκη.  Το σύστημα της κατ' αντιπαράθεση δίκης, το οποίο εφαρμόζεται στο πλαίσιο τέτοιας ακρόασης, αποτελεί, ασφαλώς, σημαντική πτυχή του εν λόγω δικαιώματος, εφόσον, εγγενώς, εμπεριέχονται σε αυτό οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης, (βλ. Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 1222, σελίδες 1227 έως 1228).

 

Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ε.Δ.Α.Δ., στη Vermeulen v. Belgium, Application no. 19075/91, 20 February 1996, εξετάζοντας το δικαίωμα για κατ' αντιπαράθεση δίκη υπό το πρίσμα του ΄Αρθρου 6.1 της Ε.Σ.Δ.Α., ανέφερε τα εξής στην παράγραφο 33 της απόφασής του:-

 

"That right means in principle the opportunity for the parties to a criminal or civil trial to have knowledge of and comment on all evidence adduced or observations filed, ..., with a view to influencing the court's decision."

 

 

 

΄Οπως δε επεξηγήθηκε μεταγενέστερα στην απόφαση του Ε.Δ.Α.Δ., στη Walston (No. 1) v. Norway, Application no. 37372/97, 3.12.2003, στην παράγραφο 58:-

 

"The Court does not need to determine whether the omission to communicate the document caused the applicants prejudice; the existence of a violation is conceivable even in the absence of prejudice ...  It is for the applicants to judge whether or not a document calls for their comments ...  In the present case, the mere fact that the applicants were unable to respond meant that they were placed at a disadvantage ..., in a manner at variance with the fair hearing guarantee in Article 6 § 1 of the Convention."

 

 

 

Η υπόθεση Kamasinski v. Austria, Application no. 9783/82, 19 December 1989, του Ε.Δ.Α.Δ. αφορούσε περίπτωση, με, κάπως, παρόμοια γεγονότα με αυτά της παρούσας.  Εκεί, μέλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Supreme Court), ενεργώντας στη βάση συγκεκριμένης πρόνοιας του ισχύοντος Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, διεξήγαγε έρευνα σε σχέση με την επάρκεια της παρασχεθείσας διερμηνείας στο πρωτόδικο δικαστήριο, όπου κατηγορούμενος ήταν ο ενώπιόν τους αιτητής, του οποίου η μητρική γλώσσα ήταν η Αγγλική.  Η εν λόγω έρευνα έγινε μέσω τηλεφώνου και οι πληροφορίες οι οποίες είχαν συλλεγεί κατ' αυτόν τον τρόπον λήφθηκαν, ακολούθως, υπόψη από το Ανώτατο Δικαστήριο, για την έκδοση της απόφασής του, χωρίς, προηγουμένως, να δοθούν στον αιτητή, προκειμένου αυτός να λάβει γνώση και να τοποθετηθεί επί αυτών.  Το Ε.Δ.Α.Δ., στην απόφασή του, απαντώντας στην άποψη ότι οι σχετικές πληροφορίες δεν ήταν ο κύριος λόγος για την απόρριψη της αίτησης ακυρώσεως του αιτητή, παρατήρησε, στην παράγραφο 102, πως:-

 

 "Nevertheless, in conducting the factual inquiry the Supreme Court did not observe the principle that contending parties should be heard ..., this being one of the principal guarantees of a judicial procedure ...  There was therefore a breach of Article 6 § 1 (art. 6-1) in this respect."

 

 

 

Αναπόφευκτα, όμοια είναι η διαπίστωση και στην παρούσα περίπτωση.  Συγκεκριμένα, η εξασφάλιση από το εκδικάσαν Δικαστήριο πληροφοριών σε σχέση με την εγγύηση του άρθρου 13(στ), μετά την επιφύλαξη, μάλιστα, της απόφασής του, στις οποίες αυτό στηρίχτηκε για την τελική διαμόρφωσή της, χωρίς να δοθεί, προηγουμένως, στον εκζητούμενο η ευκαιρία να λάβει γνώση αυτών και να τοποθετηθεί σχετικά, σαφώς, συνιστά παραβίαση του θεμελιακού δικαιώματός του για δίκαιη δίκη και, δη, της πτυχής που αφορά στην κατ' αντιπαράθεση δίκη, εφόσον, έτσι, παραβιάστηκαν οι πρόνοιες της Ε.Σ.Δ.Α. και του Συντάγματος, που αναφέρθηκαν προηγουμένως.  Τονίζεται πως η ανυπαρξία της υπό αναφορά εγγύησης είχε επισημανθεί στο πρωτόδικο Δικαστήριο, κατά το στάδιο των αγορεύσεων.

 

Δεδομένης της κατάληξης σε σχέση με το λόγο έφεσης που αφορά στο πιο πάνω θέμα, δεν παρίσταται ανάγκη εξέτασης των υπολοίπων λόγων έφεσης.  Ως αποτέλεσμα, η έφεση επιτυγχάνει.  Δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

    

 

 

 

 

 

                                                 

                                                         Κ. Παμπαλλής, Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                         Αντ. Λιάτσος, Δ.

 

 

 

 

 

 

                                                         Γ.Ν. Γιασεμής, Δ.

 

 

 

 

/ΜΠ



[1] [1] «13.  Η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης αρνείται την εκτέλεση του εντάλματος στις ακόλουθες περιπτώσεις:

 

.......................................................................................................................................................................

 

(στ)  αν το πρόσωπο, εναντίον του οποίου έχει εκδοθεί το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης προς το σκοπό της δίωξης, είναι ημεδαπός, εκτός εάν διασφαλιστεί ότι, μετά από ακρόασή του, θα διαμεταχθεί στην Κυπριακή Δημοκρατία, ώστε να εκτίσει σ' αυτή την στερητική της ελευθερίας ποινή ή το στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφάλειας που θα απαγγελθεί εναντίον του στο κράτος έκδοσης του εντάλματος.»

 

[2] «35.  Βάσει του άρθρου 1, παράγραφος 2, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, τα κράτη μέλη καταρχήν υποχρεούνται να εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης.»

 

[3] «(2)  Αν η δικαστική αρχή που αποφασίζει για την εκτέλεση του εντάλματος κρίνει ότι οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος δεν αρκούν, ώστε να της επιτρέψουν να αποφασίσει για την παράδοση, ζητεί, μέσω της Κεντρικής Αρχής, την κατεπείγουσα προσκόμιση των απαραίτητων συμπληρωματικών στοιχείων, ιδίως σε σχέση με τα άρθρα 4 και 13 έως 15 του παρόντος Νόμου ...»

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο