ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A697
(2015) 1 ΑΑΔ 2259
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 167/2010)
21 Οκτωβρίου, 2015
[ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ/ΣΤΕΣ]
ΜΑΡΙΟΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ
Εφεσείων
ΚΑΙ
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
Εφεσίβλητοι
----------------
Αλ. Ιωαννίδης, για τον εφεσείοντα.
Χρ. Μαυρικίου (κα) εκ μέρους του κ. Π. Πολυβίου, για τους εφεσίβλητους.
---------
ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου
θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Μιχαηλίδου.
---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.: Η υπό κρίση έφεση στρέφεται με δύο λόγους, εναντίον της απόφασης Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, δυνάμει της οποίας εξεδόθη απόφαση εναντίον του εφεσείοντος-εναγομένου 2, ως εγγυητή δανείου το οποίο παραχωρήθηκε στον εναγόμενο 1, πρωτοφειλέτη, δυνάμει εγγράφου συμφωνίας ημερ. 30.6.2005, υπό την εγγύηση του εφεσείοντος-εναγομένου 2 και εναγομένου 3 ως εγγυητών, ύψους £5.000.
Σύμφωνα με τις δικογραφημένες θέσεις των εφεσιβλήτων, οι τελευταίοι παραχώρησαν στον πρωτοφειλέτη δάνειο το οποίο, κατά παράβαση της συμφωνίας, παρουσίαζε υπόλοιπο £4.923,65 με τόκο 10,5% από 25.6.2007, μέχρι εξοφλήσεως. Παρά τις επανειλημμένες προς τους εναγομένους ειδοποιήσεις και με επιστολή τους ημερ. 14.11.2006, για πληρωμή των καθυστερημένων δόσεων, ο πρωτοφειλέτης δεν συμμορφώθηκε με αποτέλεσμα να καταχωριστεί η υπό κρίση αγωγή.
Με την υπεράσπιση του ο εφεσείων αμφισβήτησε την απαίτηση των εφεσιβλήτων ισχυριζόμενος, μεταξύ άλλων, ότι η συμφωνία δανείου είναι άκυρη και συνεπώς μη δεσμευτική, διαζευκτικά δε ότι έχει απαλλαγεί της ισχυριζόμενης εγγύησης λόγω τροποποιήσεων και ανανεώσεων των συμφωνιών, μεταξύ των εφεσιβλήτων και του πρωτοφειλέτη χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση του εφεσείοντος. Προβάλλεται ως ουσιαστικό, ότι ο εφεσείων δεν ειδοποιήθηκε από τους εφεσίβλητους για τον τερματισμό και τις ενδεχόμενες καθυστερήσεις πληρωμής εκ μέρους του πρωτοφειλέτη, η δε συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε και/ή δεν τερματίστηκε νομότυπα. Συνακόλουθα η αγωγή ως πρώιμη και αβάσιμη ήταν υπό τις περιστάσεις απορριπτέα.
Κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου ακροαματική διαδικασία, ουδείς των διαδίκων προσέφερε προφορική μαρτυρία. Στη βάση των παραδεκτών γεγονότων και του περιεχομένου των τεκμηρίων, τα οποία κατατέθηκαν εκ συμφώνου για την αλήθεια του περιεχομένου τους, το Δικαστήριο έκρινε, ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν στο βαθμό που όφειλαν την υπόθεση τους και προχώρησε να εξετάσει τους επιμέρους νομικούς στην ουσία ισχυρισμούς, όπως προβλήθηκαν με την αγόρευση του συνηγόρου του εφεσείοντος προς υποστήριξη της προωθούμενης υπερασπιστικής γραμμής που συνιστά κατ΄ ουσίαν και τους δύο λόγους έφεσης. Θα εξετάσουμε τους λόγους έφεσης όπως προωθήθηκαν από το συνήγορο του εφεσείοντος σε κοινή παράμετρο, ως συναφείς και επάλληλους, προς αποφυγή επαναλήψεων.
Εισηγείται ο συνήγορος του εφεσείοντος, ότι λανθασμένα προσέγγισε το Δικαστήριο τα γεγονότα και λανθασμένα ερμήνευσε τη νομολογία για να καταλήξει συνακόλουθα σε εσφαλμένα ευρήματα. Παρά το γεγονός ότι η αγωγή δεν επεδόθηκε στον πρωτοφειλέτη και το κλητήριο είχε εκπνεύσει, παρέλειψε να εξετάσει το εν λόγω γεγονός, καταλήγοντας λανθασμένα ότι δεν ετίθετο θέμα αμφισβήτησης χρέους από τον πρωτοφειλέτη. Τοιουτοτρόπως, εισηγείται ο συνήγορος, εξέλαβε λανθασμένα ότι η μη επίδοση στον πρωτοφειλέτη-εναγόμενο 1, κατ΄ ουσίαν συνεπάγεται και μη αμφισβήτηση του χρέους εκ μέρους του ή εκ μέρους του άλλου εγγυητή, οι οποίοι ουδέποτε έλαβαν μέρος στη διαδικασία ή έλαβαν γνώση της έναρξης της, κατά τρόπο αντιστρατευόμενο το Νόμο[1] και τη νομολογία.[2] Στην ίδια παράμετρο, της μη επίδοσης δηλαδή του κλητηρίου στον πρωτοφειλέτη και της εκπνοής του κλητηρίου, εντάσσεται και η υπερασπιστική θέση απαλλαγής του εφεσείοντος από οποιαδήποτε εγγύηση, δυνάμει των προνοιών των άρθρων 1, 2, 3 του περί Προστασίας Ορισμένων Εγγυητών Νόμου, Ν. 197(Ι)/03.
Eίναι η διαπίστωση μας, ότι τα κοινά παραδεκτά γεγονότα τα οποία κατατέθηκαν καθώς και τα τεκμήρια 1-7 που κατατέθηκαν ανεπιφύλακτα για την αλήθεια του περιεχομένου τους, αποτέλεσαν το μόνο αποδεικτικό υλικό ενώπιον του Δικαστηρίου. Συνεπώς το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθώς ενεργώντας και με αφετηρία τα ευρήματα και τις διαπιστώσεις του ορθά κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι απέδειξαν την υπόθεση τους (Savvides v. Christofides (1978) 1 C.L.R. 303 και Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1465).
Η δικογραφία επενεργεί στον προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων και δεν συνιστά ούτε μαρτυρία, ούτε αποδεικτικό υλικό για την απόδειξη των εκατέρωθεν ισχυρισμών (Μαυρομιχάλη ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1996) 1 Α.Α.Δ. 530, 531 και 533). Δεν είναι δυνατόν καν να συζητηθεί ότι ο εφεσείων δεν έλαβε τις ειδοποιήσεις για τις καθυστερήσεις πληρωμής, από τη στιγμή που δεν προσέφερε οποιαδήποτε μαρτυρία για να αποδείξει τους ισχυρισμούς του κατά την ακροαματική διαδικασία, οι οποίοι παρέμειναν μέχρι τέλους παντελώς αστήρικτοι και κενοί περιεχομένου. Συνεπώς, ορθά, όπως υποστηρίζει και η πλευρά των εφεσιβλήτων, οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν απασχόλησαν το Δικαστήριο: ουδεμία θετική μαρτυρία δόθηκε ως προς τους συγκεκριμένους ισχυρισμούς (Ελληνική Τράπεζα Χρηματοδοτήσεις Λτδ ν. Ε.Τ. Autospares Enterprises Ltd (1998) 1(B) A.A.Δ. 843). Το αυτό ισχύει και για τον μετέωρο ισχυρισμό του εφεσείοντος: ότι είχε απαλλαγεί της συμφωνίας ως εγγυητής λόγω αλλαγών, τροποποιήσεων και ανανεώσεων επί των συμφωνιών. Και εδώ δεν είναι αρκετή αφ΄ εαυτής η γενική επίκληση του νομοθετήματος ώστε να οδηγήσει σε απαλλαγή. Απαιτείται θεμελίωση του δικαιώματος που παρέχει ο Νόμος ώστε να αποδοθεί και η ανάλογη προστασία στον επικαλούμενο το δικαίωμα και εδώ τον εφεσείοντα, ως εγγυητή. Θα έπρεπε να στοιχειοθετηθεί με μαρτυρία ούτως ώστε να καταδειχθεί ποιοι όροι της σύμβασης ουσιώδεις ή μη παραβλάφθηκαν και ποια δικαιώματα του εφεσείοντος εγγυητή παραβιάστηκαν κατά τρόπο που να θεωρείται ότι απαλλάσσεται των υποχρεώσεων του, άρθρο 12 του Νόμου. Άλλωστε, όπως σημειώνει το Δικαστήριο, με το τεκμήριο 2, καταδεικνύεται ότι ο εφεσείων δυνάμει δεσμευτικής συμφωνίας εγγυήσεως, συμφώνησε με τους εφεσίβλητους και απεδέχθη ότι οι τελευταίοι δικαιούνταν να δίδουν παρατάσεις στον πρωτοφειλέτη, χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση προς τους εγγυητές, οι οποίοι παρέμειναν υπεύθυνοι υπό την εν λόγω ιδιότητα τους, μέχρι τελείας εξοφλήσεως.
Το Δικαστήριο βασιζόμενο σε θετική μαρτυρία όπως προσφέρθηκε από την πλευρά των εφεσιβλήτων που είχαν και το βάρος απόδειξης, ορθά κατέληξε στα ευρήματα του (Α. Μιχαηλίδης ν. Α. Δημοσθένους Κακουλλή κ.α. (1992) 1 (Α) Α.Α.Δ. 674) με αποτέλεσμα ως προς το στοιχείο αυτό να μην παρέχεται πεδίο επέμβασης.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Σιαμμάς ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2008) 1 Β Α.Α.Δ. 1021, δεν τύγχανε εφαρμογής, με το ακόλουθο σκεπτικό:
«Η απόφαση Σιαμμάς ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (ανωτέρω) δεν βρίσκει εφαρμογή στην υπό κρίση αγωγή, διότι διαφοροποιείται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εκεί αφορούσε τον παραμερισμό, μόνο δια τον πρωτοφειλέτη, εκδοθείσας απόφασης λόγω μη εμφάνισης του, ενώ ο παραμερισμός της απόφασης αναφορικά με τον εγγυητή απερρίφθη. Συνεπώς ενώ θα υπήρχε εύρημα του Δικαστηρίου δια την οφειλή του εγγυητού ο πρωτοφειλέτης θα αμφισβητούσε το χρέος. Στην υπό κρίση αγωγή δεν κατέστη δυνατή η επίδοση του κλητηρίου στον πρωτοφειλέτη. Δεν τίθεται δηλαδή θέμα αμφισβήτησης του χρέους του πρωτοφειλέτη. Η βάση της παρούσας αγωγής αφορά απαίτηση του ενάγοντος ανάκτησης χρέους εναντίον του πρωτοφειλέτη και των εγγυητών του. Η απαίτηση όμως από τους εγγυητές μπορεί να αποτελέσει και ανεξάρτητη βάση αγωγής. Συνεπώς η ως άνω θέση του δικηγόρου του εναγομένου 2 δεν με βρίσκει σύμφωνη.»
Συνιστά κοινό τόπο ότι η απόφαση Σιαμμάς ανωτέρω, ανατράπηκε ως εσφαλμένη με την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Γ. & Κ. Βιονευρολογική Λτδ κ.α. (2011) 1 Α.Α.Δ. 234. Μέρος του σκεπτικού της παραθέτουμε κατωτέρω:
«Η απόφαση στη Σιαμμάς εκδόθηκε χωρίς οποιαδήποτε αναφορά στις πρόνοιες του θ.4 της Δ.17 και κατά πλήρη παραγνώριση και παραβίαση τους. Επομένως, είναι εσφαλμένη.
Όμως, η απόφαση Σιαμμάς είναι εσφαλμένη και για τους πιο κάτω λόγους:
Έκδοση απόφασης εναντίον συνεναγομένου δεν προκαθορίζει ούτε και προαποφασίζει κατ' ανάγκη, ως το σκεπτικό της υπόθεσης Σιαμμάς εισηγείται, τη μοίρα της αξίωσης εναντίον άλλου συνεναγομένου. Η κάθε περίπτωση κρίνεται ξεχωριστά και με βάση το υλικό που ο αιτητής επιλέγει να θέσει ενώπιον του δικαστηρίου. Για μια ενδιαφέρουσα συζήτηση αναφορικά με την εμβέλεια του πεδίου εφαρμογής των προνοιών του θ. 4 της Δ.13, οι οποίες υπενθυμίζουμε είναι πανομοιότυπες με αυτές του θ. 4 της Δ.17, παραπέμπουμε στην επεξηγηματική σημείωση του συγγράμματος Annual Practice του 1958 υπό τον τίτλο "Some Defendants not Served", σελ. 156.
Απόφαση που εκδίδεται λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, δεν καθορίζει με τελεσίδικο ή απόλυτο τρόπο ακόμη και τα δικαιώματα αυτού τούτου του ενάγοντα εναντίον του εγγυητή. Ο τελευταίος, διαθέτει την ευχέρεια, δυνάμει των Δικονομικών Κανονισμών (βλ. θ. 10 της Δ.17) να αποταθεί στο δικαστήριο, για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης, ακόμα και να απαιτήσει την επιστροφή οποιουδήποτε ποσού ενδεχομένως να είχε καταβάλει στα πλαίσια της εν λόγω απόφασης. .»
Υποδεικνύεται στην Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω) και ο τρόπος αντίδρασης του πρωτοφειλέτη ή διαδίκου υπό άλλη ιδιότητα, εδώ ως εγγυητή δια της νομικής οδού προς υπεράσπιση και προστασία των δικαιωμάτων του:
«Η διαδικασία έκδοσης απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, όπως και η διαδικασία παραμερισμού της απόφασης, αποτελούν διαδικασίες μεταξύ του ενάγοντα και του εγγυητή, επομένως δεν υφίσταται ταύτιση διαδίκων έτσι ώστε να δεσμεύεται από την απόφαση ο πρωτοφειλέτης. Οι αποφάσεις που εκδίδονται στα πλαίσια της διαδικασίας που προνοείται από το θ. 4 της Δ.17, επηρεάζουν τα δικαιώματα μόνο των διαδίκων στην εν λόγω διαδικασία. Δεν είναι δυνατό να επηρεάζουν και τα δικαιώματα του πρωτοφειλέτη, ο οποίος δεν ήταν διάδικος στην εν λόγω διαδικασία και συνεπώς δεν είχε την ευκαιρία να ακουστεί. Αντίθετη πορεία και προσέγγιση θα συνιστούσε κατάφωρη παραβίαση του κανόνα φυσικής δικαιοσύνης, καθώς και των προνοιών του Άρθρου 30.3(β) και (γ) του Συντάγματος. Ο πρωτοφειλέτης είναι απόλυτα ελεύθερος να προβάλει οποιεσδήποτε υπερασπίσεις του προσφέρονται από το δίκαιο και η έκδοση απόφασης εναντίον του εγγυητή δεν τον αποστερεί από το εν λόγω δικαίωμα. Επομένως, διαπιστώνουμε ότι η αρχή η οποία έχει υιοθετηθεί στη Σιαμμάς είναι εσφαλμένη. Επομένως είναι δυνατή η απόκλιση από το λόγο της (ratio).»
Το πρωτόδικο Δικαστήριο σε καμιά περίπτωση δεν παραγνώρισε την απόφαση Σιαμμάς και ορθά τη διαφοροποίησε, κρίνοντας ότι τα γεγονότα, ως είχαν, έδιδαν στο Δικαστήριο μια τέτοια επιλογή: η απαίτηση εναντίον του εγγυητή αποτελούσε ανεξάρτητη βάση αγωγής και ήταν δυνατόν να προωθηθεί αυτοτελώς.
Κατά την ενώπιον του Εφετείου ακροαματική διαδικασία, τέθηκε επισταμένως προς το συνήγορο του εφεσείοντος, το ερώτημα, πώς το Δικαστήριο είναι δυνατόν να εφαρμόσει νομολογία, που ναι μεν ίσχυε κατά τον χρόνο εκδίκασης, αλλά ανατράπηκε ως λανθασμένη με μεταγεγνέστερη απόφαση, την Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω). Ο συνήγορος απέφυγε να τοποθετηθεί παρά μόνο παρέπεμψε και πάλι στα ευρήματα του Δικαστηρίου, επαναλαμβάνοντας τις αρχικές του τοποθετήσεις: Το Δικαστήριο όφειλε να εφαρμόσει το νομοθετικό πλαίσιο που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ισχύει μέχρι σήμερα, και συγκεκριμένα το άρθρο 12 του Νόμου 197(Ι)/2003, με το οποίο επιβάλλεται ρητά υποχρέωση στον πιστωτή, εδώ τους εφεσίβλητους, άνευ καθυστερήσεως, να γνωστοποιεί την όποια οφειλή στον πρωτοφειλέτη και στον εγγυητή, με την οποία δεν συμμορφώθηκαν οι εφεσίβλητοι, και οι οποίοι, παρέλειψαν να ανανεώσουν το κλητήριο και να το επιδώσουν στον πρωτοφειλέτη.
Εδώ, η απόφαση Σιαμμάς κατά πρώτον ορθά διαφοροποιήθηκε από το Δικαστήριο, κατά δεύτερον, ανατράπηκε το ratio της ως λανθασμένο από τη Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω). Δεν έχουν τεθεί ενώπιον μας εκ μέρους του συνηγόρου τέτοια γεγονότα που να δικαιολογούν ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις ή οιαδήποτε εξ αυτών ώστε να διαφοροποιηθούμε από τη Τράπεζα Κύπρου Λτδ, το ratio της οποίας μας βρίσκει απολύτως σύμφωνους και να εφαρμόσουμε μια λανθασμένη απόφαση, όπως κρίνουμε τη Σιαμμάς.
Ο εφεσείων έτυχε μιας καθόλα δίκαιης δίκης. Η αξίωση εναντίον του θεμελιώθηκε στη βάση δεσμευτικής συμφωνίας εγγύησης ως ανεξάρτητης αιτίας αγωγής. Του δόθηκε κάθε δικαίωμα να υπερασπιστεί τα δικαιώματα του, προβάλλοντας τις θέσεις του. Επομένως δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πώς η μη επίδοση της αγωγής στον πρωτοφειλέτη, πλήττει ή του αποστερεί καθ΄ οιονδήποτε τρόπο τα δικαιώματα του.
Παρατηρούμε ακόμα ότι ο εφεσείων είχε και ενδεχομένως δυνατόν να διατηρεί ακόμα, δικαίωμα να επιδιώξει αναστολή εκτέλεσης της εφεσιβληθείσας δικαστικής απόφασης, κάτω από τις προϋποθέσεις που τάσσουν οι πρόνοιες των άρθρων 9 και 10 του Νόμου 197(Ι)/2003, εάν και εφόσον συντρέχουν στην περίπτωση του, αναστολή που εξικνείται μέχρι και το στάδιο της πτωχευτικής δικαιοδοσίας. Ο εφεσείων έχει ακόμα κατά πάντα χρόνο, δικαίωμα να απαιτήσει οποιοδήποτε ποσό ενδεχομένως έχει καταβάλει στο πλαίσιο της εν λόγω απόφασης από τον πρωτοφειλέτη ή και από τον συνεγγυητή του, εναγόμενο 2, (Τράπεζα Κύπρου Λτδ (ανωτέρω)).
Οι λόγοι έφεσης αποτυγχάνουν.
Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του εφεσείοντος, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Κ. ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, Δ.
Δ. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.
Γ. Ν. ΓΙΑΣΕΜΗ, Δ.
/ΦΚ
[1] Άρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, το άρθρο 12 του περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμου 2003, Ν. 197(Ι)/2003, και τις σχετικές πρόνοιες του περί Εξασφάλισης και Εγγύησης του περί Συμβάσεων Νόμου, ΚΕΦ. 149, Μέρος ΧΙ, άρθρα 93 και 97.
[2] Στέλιος Σιαμμάς ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1268 ως τροποποιήθηκε με σχετικό διάταγμα τροποποίησης Σιαμμάς (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1021.