ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:A508
(2015) 1 ΑΑΔ 1593
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 378/2009 και 386/2009)
10 Ιουλίου 2015
[ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ/στές]
(Πολιτική Έφεση Αρ. 378/2009)
1. Μ.Σ. ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ & ΣΙΑ ΛΤΔ ΚΑΙ ΑΛΛΟΙ,
Εφεσείουσες
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
Εφεσίβλητου
------------------------------------
(Πολιτική Έφεση Αρ. 386/2009)
M.K. STAVRINOS LIMITED,
Εφεσείουσα
- ΚΑΙ -
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΊΑΣ,
Εφεσίβλητου
--------------------------------------
Α. Δημητριάδης, για τις Εφεσείουσες στην Πολ. Έφ. 378/2009.
Αρ. Λυμπουρή για Στ. Κιττή, για την Εφεσείουσα στην
Πολ. Εφ. 386/2009.
Θ. Μαυρομουστάκη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για τον Εφεσίβλητο και στις δύο Εφέσεις.
-------------------------------------------
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη.
Η απόφαση της πλειοψηφίας με την οποία συμφωνεί
και ο Παρπαρίνος, Δ., θα δοθεί από εμένα.
Ο Γιασεμής, Δ., θα δώσει διϊστάμενη απόφαση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.: Οι εφεσείουσες είναι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης που ασχολούνται μεταξύ άλλων με την εισαγωγή και τη χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων, είναι δε μέλη του Συνδέσμου Φαρμακευτικών Εταιρειών Κύπρου, (εφεξής «ο Σύνδεσμος»). Κατέχουν την υπό του νόμου απαιτούμενη άδεια για εισαγωγή, χονδρική πώληση και διατήρηση αποθεμάτων φαρμακευτικών προϊόντων.
Στο πλαίσιο επανατιμολόγησης ή αναθεώρησης τιμών πώλησης των φαρμακευτικών προϊόντων έλαβαν χώραν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2004 και Φεβρουαρίου 2005, διαβουλεύσεις είτε απ΄ ευθείας από τις εφεσείουσες εταιρείες, είτε μέσω του Συνδέσμου, με τον Υπουργό Υγείας, ο οποίος στις 25.2.2005 δημοσίευσε διάταγμα στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας με το οποίο η χονδρική τιμή πώλησης διαφόρων φαρμακευτικών προϊόντων μειώθηκε από 1.3.2005. Η μείωση αυτή αφορούσε μεγάλο αριθμό φαρμακευτικών προϊόντων τα οποία εισήγαγαν οι εφεσείουσες οι οποίες και επηρεάστηκαν αναλόγως, έγινε δε χωρίς να είχε συμφωνηθεί μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών οποιαδήποτε συγκεκριμένη μείωση ή διαφοροποίηση στις τιμές, ή, οποιαδήποτε μεταβατική περίοδος.
Ως αποτέλεσμα οι εφεσείουσες ήγειραν αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας για τις κατ΄ ισχυρισμό ζημιογόνες συνέπειες που είχαν υποστεί λόγω της συμπεριφοράς της Δημοκρατίας μέσω των ενεργειών και ή του διατάγματος που εξέδωσε ο Υπουργός Υγείας. Καταλόγισαν στη Δημοκρατία, την οποία ενήγαγαν μέσω του Γενικού Εισαγγελέα, παραβίαση του ανθρώπινου δικαιώματος των εφεσειουσών εταιρειών για ειρηνική απόλαυση της περιουσίας τους και παράβαση των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και/ή αμέλεια. Οι εφεσείουσες θεώρησαν ότι με την αναγκαστική επελθούσα μείωση των τιμών επί των υφισταμένων αποθεμάτων τους, χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεση τους και χωρίς να αφεθεί εύλογος χρόνος προμήθειας και διοχέτευσης στην αγορά των φαρμακευτικών προϊόντων που ήταν στις αποθήκες τους, στην ουσία απαλλοτριώθηκε η περιουσία τους χωρίς εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Καταλόγισαν επίσης στη Δημοκρατία δυσμενή διάκριση έναντι των εταιρειών χονδρικής πώλησης δεδομένου ότι παρόμοιες μειώσεις δεν έγιναν και στους αδειούχους λιανικής πώλησης, δηλαδή, στα φαρμακεία. Ο Υπουργός Υγείας γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει μέσα από τις διαβουλεύσεις το μέγεθος των αποθεμάτων των εφεσειουσών εταιρειών, αλλά προχώρησε στην έκδοση του διατάγματος μειώνοντας τις τιμές επηρεάζοντας έτσι τα αποθεματικά και την αξία τους χωρίς να μεριμνήσει για περίοδο χρόνου εξάντλησης των προαναφερομένων αποθεμάτων τα οποία και είχαν αγορασθεί από τις εφεσείουσες με βάση το προηγούμενο καθεστώς καθορισμού των τιμών.
Κατά την πρωτόδικη ακροαματική διαδικασία συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων το ύψος των ζημιών που οι εφεσείουσες είχαν υποστεί σε σχέση με τα αποθέματα που διατηρούσαν κατά τον επίδικο χρόνο. Σημειώνεται ότι πρωτοδίκως είχαν εγερθεί δώδεκα διαφορετικές αγωγές από ανάλογους φαρμακέμπορους και παρατίθεται στην πρωτόδικη απόφαση το συμφωνηθέν ποσό ζημίας για έκαστη αγωγή, τόσο σε λίρες Κύπρου, όσο και σε ευρώ. Σε τρεις από τις αγωγές είχε τεθεί και θέμα αποζημίωσης για προϊόντα που ήταν καθοδόν, είχαν, δηλαδή, παραγγελθεί με τις προηγούμενες τιμές, αλλά δεν είχαν ακόμη αφιχθεί στη Δημοκρατία για να αποτελέσουν μέρος του αποθεματικού. Επί αυτών των καθοδόν προϊόντων δεν επήλθε συμφωνία ως προς το ύψος της ζημίας και παρέμεινε συνεπώς επίδικο το ύψος του ποσού, εάν και εφόσον βεβαίως η Δημοκρατία κρινόταν υπόλογη για οποιασδήποτε μορφής παράβαση καθήκοντος προς τις εταιρείες. Σημειώνεται περαιτέρω ότι πρωτοδίκως είχε εγερθεί και προδικαστική ένσταση από πλευράς της Δημοκρατίας ότι η έκδοση του Υπουργικού Διατάγματος αποτελούσε εκτελεστή διοικητική πράξη για την οποία το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας εξέτασης. Στο πλαίσιο της αγωγής και της απόφασης του πρωτοδίκου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι η προδικαστική αυτή ένσταση δεν ευσταθούσε, με συνέπεια την απόρριψη της και επ΄ αυτού η Δημοκρατία δεν υπέβαλε οποιαδήποτε αντέφεση.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο αφού άκουσε και αξιολόγησε τη σχετική προσαχθείσα ενώπιον του μαρτυρία, (πέντε μάρτυρες εκ μέρους των εφεσειουσών και ένα εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας), έκρινε ότι οι εφεσείουσες εταιρείες απέτυχαν να αποδείξουν την υπόθεση τους. Η προσέγγιση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ήταν να εξετάσει τη μαρτυρία των εφεσειούσων κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο προβαίνοντας σε παρατηρήσεις ως προς τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν αναφορικά με τις παραγγελίες των φαρμάκων από τις εφεσείουσες από τις κατασκευάστριες εταιρείες του εξωτερικού για να παρατηρήσει τελικώς ότι αρκετά από τα έγγραφα-παραγγελίες είχαν ημερομηνία μεταγενέστερη αυτής κατά την οποία οι εφεσείουσες γνώριζαν ή έπρεπε να γνωρίζουν την προτεινόμενη μείωση τιμής στα συγκεκριμένα φάρμακα. Το Δικαστήριο θεώρησε ότι παρέμειναν κενά σε σχέση με προϊόντα που καταστράφηκαν και για τα οποία εν πάση περιπτώσει η Δημοκρατία δεν θα μπορούσε να έχει ευθύνη, με το ότι δεν φαινόταν να είχε γίνει προσπάθεια διαπραγμάτευσης των τιμών με τους προμηθευτές, ότι πολλές από τις παραγγελίες έγιναν αφού οι εφεσείουσες γνώριζαν για την προτιθέμενη μείωση στις τιμές, ενώ αρκετές παραγγελίες αφορούσαν προϊόντα τα οποία καθυστέρησαν να αφιχθούν στη Δημοκρατία εξ αιτίας των εργοστασίων κατασκευής.
Η μαρτυρία από πλευράς της Δημοκρατίας, η οποία δόθηκε από την Ιακωβίνα Παντελή, Λειτουργό στο Υπουργείο Υγείας, κατέδειξε, σύμφωνα με το Δικαστήριο, ότι μετά τη διαπίστωση ότι τα επίπεδα τιμών των φαρμάκων στη Δημοκρατία ήταν υψηλά ζητήθηκε μελέτη από ειδικούς εμπειρογνώμονες με έγκριση του σχεδίου αυτού από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η μελέτη από το London School of Economics έδειξε ότι όντως τα φάρμακα ήταν ακριβά και στις 12.3.2004, ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Υγείας ενημέρωσε τον Σύνδεσμο, ο οποίος και ανέλαβε να προωθήσει το θέμα στο διοικητικό του συμβούλιο. Στις 21.5.2004, ο Σύνδεσμος είχε εκφράσει τη συμφωνία του με τη φιλοσοφία της αλλαγής, εξέφρασε δε εγγράφως σε επιστολή ημερ. 3.6.2004, τις θέσεις του. Ζήτημα σταδιακής εφαρμογής του συστήματος τέθηκε από το Σύνδεσμο για πρώτη φορά στις 6.7.2004, όταν προτάθηκε περίοδος έξι μηνών ως μεταβατική περίοδος πριν την υιοθέτηση και εφαρμογή της αλλαγής στην τιμολόγηση των φαρμάκων.
Το Υπουργείο Υγείας τόνιζε στις συναντήσεις και διαβουλεύσεις του με τον Σύνδεσμο το επείγον του ζητήματος, όπως έγινε στις συναντήσεις ημερ. 6.8.2004 και 20.9.2004. Στις 8.12.2004, ο Σύνδεσμος επανέθεσε ζήτημα εξάμηνης περιόδου για εξάντληση των αποθεμάτων, ενώ στις 14.12.2004 στάληκε στον Σύνδεσμο από το Υπουργείο κατάλογος με τις νέες τιμές. Δύο μέρες μετά, στις 16.12.2004, σε νέα συνάντηση συμφωνήθηκαν τα χρονοδιαγράμματα για την έναρξη εφαρμογής των νέων τιμών. Ο Σύνδεσμος ζήτησε παράταση για υποβολή διαφοροποιήσεων στο νέο τιμοκατάλογο, ενώ από τη μαρτυρία προέκυψε ότι και οι προμηθευτές των εφεσειουσών είχαν ενημερωθεί για τις προθέσεις της κυβέρνησης. Η εφαρμογή του νέου συστήματος από 1.3.2005, αναφέρθηκε στους εφεσείοντες σε επιστολή του Υπουργείου Υγείας ημερ. 12.1.2005, (Τεκμ. 64), ενώ το Υπουργείο είχε δώσει αυτή την ένδειξη από 16.12.2004, (Τεκμ. 60).
Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Σύνδεσμος και κατ΄ επέκταση οι εφεσείουσες, γνώριζαν κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων αρκετές λεπτομέρειες ώστε οι εφεσείουσες να ήταν σε θέση να υπολογίσουν τις νέες τιμές, ενώ ήταν σε θέση να συζητήσουν με τους προμηθευτές τους διαφοροποίηση στις τιμές αγοράς των φαρμάκων. Περαιτέρω θεώρησε ότι τα χρονοδιαγράμματα για την εφαρμογή του νέου συστήματος είχαν συμφωνηθεί τον Δεκέμβριο του 2004, με ημερομηνία έναρξης την 1.3.2005 και ότι εν τέλει κατά τη διάρκεια των έντεκα μηνών διαβουλεύσεων οι εφεσείουσες μπορούσαν να διαφοροποιήσουν την πολιτική τους επί των τιμών και να διαπραγματευθούν ανάλογα με τις προμηθεύτριες εταιρείες.
Η κατάληξη του Δικαστηρίου ήταν ότι δεν υπήρξε στα δεδομένα της υπόθεσης καμία παραβίαση των δικαιωμάτων των εφεσειουσών διότι ενώ γνώριζαν τις προθέσεις της κυβέρνησης συνέχισαν να αγοράζουν φάρμακα σε υψηλότερες τιμές. Η Δημοκρατία δεν επέβαλε αιφνίδια την τιμολογιακή αλλαγή, αλλά μόνο μετά από έντεκα μήνες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων με την ανάλογη ενημέρωση. Ο Σύνδεσμος, κατά το Δικαστήριο, ήταν απόλυτα ενήμερος για τις προθέσεις του Υπουργού Υγείας και κατ΄ επέκταση της Δημοκρατίας και παρόλο που το αίτημα για παροχή μεταβατικής περιόδου απερρίφθη εξ αρχής και παρόλο που οι συζητήσεις διήρκεσαν για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από το εξάμηνο που ζητήθηκε ως μεταβατική περίοδος από τις εφεσείουσες, εν τούτοις αυτές επέλεξαν να μην προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια ή διαβούλευση με τους προμηθευτές τους.
Σύμφωνα με το πρωτόδικο σκεπτικό, η κυβέρνηση ως είχε καθήκον, αποφάσισε να μειώσει τις τιμές των φαρμάκων προς προστασία του Κύπριου καταναλωτή, διαβουλεύθηκε επί εντεκάμηνο με τους επηρεαζόμενους, ενώ δεν ήταν νομικά υπόχρεη να το πράξει, αλλά οι εφεσείουσες εταιρείες συνέχιζαν να αγοράζουν στις προηγούμενες τιμές με αποτέλεσμα να διατηρούσαν αποθέματα όταν οι νέες τιμές τέθηκαν σε εφαρμογή. Περαιτέρω, καμία δυσμενής διάκριση δεν έγινε μεταξύ των εφεσειουσών ως αδειούχων χονδρικής πώλησης και των αδειούχων λιανικής πώλησης επί των πωλήσεων των οποίων δεν έγιναν παρόμοιες μειώσεις. Ούτε και η Δημοκρατία παρέβη οποιοδήποτε νόμιμο καθήκον της, καθήκον που οι εφεσείουσες απέτυχαν να τεκμηριώσουν παρά μόνο πρόβαλαν γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε ειδικά το αστικό αδίκημα της αμέλειας κρίνοντας ότι οι λεπτομέρειες που δόθηκαν στην έκθεση απαίτησης δεν ήταν επαρκείς. Από την άλλη, οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν, ούτε θεμελίωσαν την εγγύτητα των σχέσεων τους με τη Δημοκρατία ή το Υπουργείο Υγείας ώστε οι τελευταίοι να είχαν ορισμένο καθήκον επιμέλειας έναντι τους. Η πιθανότητα πρόκλησης ζημιάς εξ αιτίας πρόβλεψης ότι η συμπεριφορά της Δημοκρατίας θα προκαλούσε αυτή τη ζημιά στις εφεσείουσες, δεν στοιχειοθετήθηκε εφόσον είχαν γίνει πολύμηνες διαπραγματεύσεις ή συζητήσεις μεταξύ των μερών και ήταν οι εφεσείουσες που ήσαν αμελείς στο να μην φροντίσουν να τύχουν καλύτερης τιμολογιακής ρύθμισης από τους προμηθευτές τους, τη στιγμή που ο Υπουργός Υγείας είχε κάθε νόμιμο δικαίωμα να μειώσει τις τιμές με Διάταγμα. Δεν αποδείχθηκε λοιπόν στην υπόθεση αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της αμέλειας που κατ΄ ισχυρισμόν επέδειξε η Δημοκρατία έναντι των εφεσειουσών, οι οποίες δεν κατάφεραν να αποδείξουν με σαφή μαρτυρία ότι η ζημιά τους προήλθε από τις ενέργειες που καταλόγιζαν στη Δημοκρατία.
Τέλος, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι εφεσείουσες δεν απέδειξαν με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία τις ζημιές που κατ΄ ισχυρισμόν υπέστησαν για τα καθ΄ οδόν προϊόντα. Δεν ήταν αρκετή η κατάθεση σωρείας τιμολογίων και εγγράφων για να αποδειχθούν αυτές οι ζημιές που ως ειδικές αποζημιώσεις έπρεπε να αποδειχθούν με ακρίβεια και λεπτομέρεια.
Με έντεκα λόγους έφεσης αμφισβητείται η πρωτόδικη κρίση με πρώτο λόγο ότι το Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία εφόσον δεν έλαβε καθόλου υπόψη τη μαρτυρία του Πέτρου Πέτρου, Μ.Ε.5, στον οποίο καμία απολύτως αναφορά δεν γίνεται στο πρωτόδικο σκεπτικό. Οι λόγοι έφεσης που ακολουθούν, δεύτερος μέχρι πέμπτος, σχετίζονται με τη λανθασμένη διαπίστωση του Δικαστηρίου ότι οι εφεσείουσες μπορούσαν να καθορίσουν στο μεσοδιάστημα μέχρι την δημοσίευση του διατάγματος και κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων νέες τιμές, ενώ για να μπορούσαν νομότυπα οι εφεσείουσες να καθόριζαν διαφοροποιημένες τιμές θα έπρεπε να είχε τροποποιηθεί ο υφιστάμενος νόμος. Δεν ήταν λογικό να αναμενόταν από τις εφεσείουσες κατά τη διάρκεια των συζητήσεων και μέχρι την ολοκλήρωση τους να εξαντλούσαν τα αποθέματα τους εφόσον η έννοια της μεταβατικής περιόδου βασιζόταν στην ανάγκη εξάντλησης των παλαιών αποθεμάτων στην παλαιότερη ελεγχόμενη τιμή, κάτι που δεν θα μπορούσε να συμβεί εάν δεν διασαφηνιζόταν ή αποφασιζόταν η νέα τιμολόγηση. Ούτε ήταν ορθό το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ότι ήταν δεδομένη η τροποποίηση του σχετικού Νόμου στις 25.2.2005, έτσι ώστε να αναμενόταν ο καθορισμός των νέων τιμών με την έκδοση του σχετικού διατάγματος. Λανθασμένη ήταν πρόσθετα και η αξιολόγηση και αποδοχή της μαρτυρίας της μοναδικής μάρτυρας της εφεσίβλητης, η οποία μαρτυρία ήταν στην ουσία εξ ακοής και θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί ανάλογα.
Οι υπόλοιποι λόγοι έφεσης από τον έκτο μέχρι και τον εντέκατο, αφορούν τη λανθασμένη νομική σκέψη του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε επέμβαση ή αλλοτρίωση των περιουσιακών δικαιωμάτων των εφεσειουσών, ούτε και έγινε πρωτοδίκως οποιαδήποτε αναφορά ή ανάλυση του άρθρου 1 του Πρωτοκόλλου 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ούτε μπορεί να ευσταθήσει το επιχείρημα ότι η μείωση των τιμών των εισαγωγέων και χονδρεμπόρων, που ήσαν οι εφεσείουσες εταιρείες, εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον τη στιγμή που οι λιανοπώλες, δηλαδή, τα φαρμακεία, αύξησαν τις τιμές πώλησης κατά 5%. Κατά τις εφεσείουσες, το Υπουργικό Διάταγμα με την επίφαση του Νόμου μείωσε σε αξία τα αποθέματα των εφεσειουσών μέσα σε μία νύκτα, ενώ τα καθ΄ οδόν προϊόντα τα οποία και αναμένονταν να πωληθούν σε υψηλότερα τιμή αναγκαστικά πωλήθηκαν σε χαμηλότερη.
Λανθασμένα επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν υπήρξε αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας ή παράβαση των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων αυτής, ιδιαιτέρως τη στιγμή που η μείωση του μεγέθους της επικερδούς εργασίας των εταιρειών μπορούσε εύκολα να αποφευχθεί με μια μεταβατική περίοδο. Ούτε και η θέση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε δυσμενής διάκριση είναι ορθή εφόσον ήταν σαφές ότι ενώ μειώθηκαν οι τιμές χονδρικής πώλησης φαρμάκων, οι ίδιες τιμές αυξήθηκαν για τη λιανική πώληση από 33% σε 39%, προς όφελος των φαρμακείων.
Ως προς τα καθοδόν προϊόντα λανθασμένα κρίθηκε ότι οι σχετικές ζημίες δεν είχαν αποδειχθεί με σαφή και συγκεκριμένη μαρτυρία ιδιαιτέρως εφόσον η αξιοπιστία των πρώτων τεσσάρων μαρτύρων των εφεσειουσών δεν αμφισβητήθηκε, ενώ η μαρτυρία του πέμπτου μάρτυρα αγνοήθηκε πλήρως.
Ο κ. Δημητριάδης αγορεύοντας ενώπιον του Εφετείου εστίασε την προσοχή του στο ότι το σύστημα καθορισμού τιμών φαρμάκων άλλαξε με Κανονιστική Διοικητική Πράξη, ώστε τα φάρμακα τα οποία είχαν στις αποθήκες τους οι εφεσείουσες να μειώθηκαν σε αξία εφόσον επηρεάστηκε η αξία αυτή από την τροποποίηση, ενώ επηρεάστηκαν και προϊόντα τα οποία είχαν ήδη παραγγελθεί και ήταν σε πορεία άφιξης προς τη Δημοκρατία. Σύμφωνα με τη μαρτυρία, οι εφεσείουσες εταιρείες χρειάζονταν τρεις με εννέα μήνες για να θέτουν τις παραγγελίες τους ώστε τα φάρμακα να φθάνουν στην Κύπρο με τις ανάλογες προδιαγραφές. Και ενώ συμφωνήθηκε κατά τις διαβουλεύσεις ότι θα διδόταν μια εξάμηνη μεταβατική περίοδος, εν τέλει ο Νόμος που τροποποιήθηκε δεν έδωσε καμία μεταβατική περίοδο, με αποτέλεσμα η πολιτική που ήθελε να ασκήσει η Δημοκρατία σε σχέση με τις τιμολογήσεις των φαρμάκων, να απέβη σε μείωση των τιμών σε βάρος των φαρμακευτικών εμπόρων. Οι διαβουλεύσεις είχαν την έννοια της προσπάθειας εξεύρεσης λύσης και δεν μπορούσε να εξισωθεί με τη θέση του Δικαστηρίου ότι ήταν λογικά προβλεπτή η επερχόμενη μείωση, εφόσον ούτε η τροποποίηση του Νόμου θα μπορούσε να εκληφθεί ως δεδομένη, ούτε και το ότι δεν θα διδόταν στο τέλος της ημέρας οποιαδήποτε μεταβατική περίοδος.
Η όλη υπόθεση απλοποιείται εν τέλει στην επίλυση του θεμελιακού ερωτήματος που είχε ενώπιον του το Δικαστήριο. Με δεδομένη τη ζημία των αποθεματικών εφόσον αυτή είχε, και ορθά, συμφωνηθεί μεταξύ των μερών, αναδυόταν και παραμένει προς τελική απάντηση, το ερώτημα κατά πόσο η περιουσία των εφεσειουσών που παρέμενε στις αποθήκες προστατευόταν ή όχι. Αν η απάντηση, ως θέμα δικαίου, είναι αρνητική τότε το ζήτημα τελειώνει. Αν είναι θετική, τότε πρέπει η ανάλυση να περάσει στο επόμενο στάδιο, κατά πόσον, δηλαδή, υπήρχε συνάφεια και συσχέτιση μεταξύ των πράξεων που καταλογίζονται στην εφεσίβλητη Δημοκρατία, με τις ζημίες που υπέστησαν οι εφεσείουσες.
Το δικαίωμα στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας είναι αδιαμφισβήτητο. Προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος, αλλά και από το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Άρθρο 23 του Συντάγματος είναι πιο αυστηρό στις πρόνοιες του και προστατεύει σχεδόν απόλυτα το δικαίωμα στην περιουσία, την απόκτηση και τη διάθεση της. Αν πρόκειται για ακίνητη περιουσία, αυτή δύναται να απαλλοτριωθεί για συγκεκριμένους λόγους και υπό τους όρους που υπαγορεύει η παράγραφος 4 αυτού. Επιτρέπεται μόνο («και δη μόνον»), προς εξυπηρέτηση σκοπού δημόσιας ωφελείας ειδικώς καθοριζομένου υπό νόμου, με αιτιολογημένη απόφαση για εξειδικευμένο σκοπό και επί τη καταβολή «τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς» δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης.
Το ενδιαφέρον της συνταγματικής προστασίας είναι ότι αυτή επεκτείνεται και στην κινητή περιουσία. Αυτό προνοείται και αναφέρεται ρητά στις παραγράφους 1 και 4 του Άρθρου 23. Και περαιτέρω, η αυστηρή προϋπόθεση της παραγράφου 2, είναι ότι:
«Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθεί, ειμή ως προβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.»
Η επόμενη παράγραφος 3, ρητά εξειδικεύει ότι μόνο περιορισμοί ή όροι ή δεσμεύσεις που είναι «απολύτως απαραίτητοι» μπορούν να εμποδίσουν την άσκηση του δικαιώματος στην περιουσία, και αυτοί πρέπει να είναι προς «το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή της δημοσίας υγείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως και χρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας ή προς προστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.».
Είναι πρόδηλο ότι το εκδοθέν Διάταγμα ουδέν σχετικό προς τα ως άνω αναφέρει, ούτε και επικαλείται οποιαδήποτε από τις ρητές και διαχρονικά στενά ερμηνευόμενες εξαιρέσεις της παραγράφου 3 του Άρθρου 23, με σκοπό τη στέρηση, περιορισμό, δέσμευση ή ένθεση όρων στο δικαίωμα απόλαυσης περιουσίας. Το Διάταγμα εκδόθηκε στη βάση του περί Φαρμάκων Ανθρώπινης Χρήσης (Έλεγχος Ποιότητας, Προμήθειας και Τιμών) Νόμου αρ. 70(Ι)/2001, όπως τροποποιήθηκε.
Συγκεκριμένα τα άρθρα 88(2) και 88(3), έχουν ως εξής:
«88. (2) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (1), ο Υπουργός δύναται αυτεπάγγελτα με Διάταγμα που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας -
(α) Να καθορίζει, να μειώνει ή να αυξάνει το ανώτατο ποσοστό κέρδους από τη χονδρική και λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων και από την παρασκευή φαρμακευτικών προϊόντων,
(β) να μειώνει ή καθηλώνει με τιμές φαρμακευτικών προϊόντων σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93 ή να τις αυξάνει,
(γ) να καθορίζει τη μέγιστη δυνατή χονδρική ή λιανική τιμή, στην οποία δύναται να πωλούνται τα φαρμακευτικά προϊόντα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1β) του άρθρου 89.
(3) Διάταγμα που εκδίδεται δυνάμει του παρόντος άρθρου δυνατό
(α) Να περιέχει τέτοιες δευτερεύουσες συμφυείς ή αναγκαίες διατάξεις όπως κάθε φορά μπορεί να καταστεί αναγκαίο για εφαρμογή του Διατάγματος,
(β) να καθορίζει τη χρονική ή τοπική του ισχύ,
(γ) να αφορά συγκεκριμένα φαρμακευτικά προϊόντα ή κατηγορίες φαρμακευτικών προϊόντων ή γενικά όλα τα φαρμακευτικά προϊόντα.»
Από το λεκτικό των πιο πάνω διατάξεων είναι φανερό ότι ο Υπουργός «αυτεπαγγέλτως», (το εδάφιο (1) του άρθρου 88 αναφέρεται στην εξουσία του Υπουργού να καθορίζει τις τιμές μετά από αίτηση του κατόχου αδείας φαρμακευτικών προϊόντων), με διάταγμα καθορίζει, μειώνει ή αυξάνει το ανώτατο ποσοστό κέρδους στη χονδρική και λιανική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων και καθορίζει επίσης τη μέγιστη δυνατή χονδρική ή λιανική πώληση. Δεν αναφέρεται οπουδήποτε στο λεκτικό ότι λαμβάνεται υπόψη το δημόσιο συμφέρον και κατά παρόμοιο τρόπο το εκδοθέν με την Κ.Δ.Π. 100/2005 Διάταγμα της 25.2.2005, καμία επίκληση λόγων δημοσίου συμφέροντος ή άλλως πως προβάλλεται ως αιτιολογία για τον καθορισμό του ανωτάτου ποσοστού κέρδους που αφορά τις εφεσείουσες σε σχέση με τα φαρμακευτικά προϊόντα. Το εν λόγω Διάταγμα, το οποίο όντως εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 88, εδάφια (2) και (3), απλώς καθόρισε με την παράγραφο 2 τα εξής, αναφορικά με τις φαρμακευτικές εταιρείες:
«2. Το ανώτατο ποσοστό κέρδους, το οποίο δύναται να αποκομισθεί από την παρασκευή στη Δημοκρατία φαρμακευτικών προϊόντων, καθορίζεται σε 20 τοις εκατόν (20%), λογιζόμενο πάνω στην τιμή κόστους παρασκευής.»
Σημειώνεται ότι στην έννοια της «παρασκευής» φαρμακευτικών προϊόντων, περιλαμβάνεται κατά το συνδυαστικό ορισμό και πρόνοιες των άρθρων 2, 39 και 53 του Νόμου αρ. 70(Ι)/2001, και η εισαγωγή φαρμακευτικών προϊόντων από τρίτες χώρες στη Δημοκρατία με τη χορήγηση άδειας που θεωρείται ως «άδεια παρασκευής» που δίδεται από το Συμβούλιο Φαρμάκων.
Όπως έχει λεχθεί πιο πάνω, το Άρθρο 23 του Συντάγματος είναι αυστηρότερο στην προστασία της κινητής ή ακίνητης ιδιοκτησίας από την αντίστοιχη πρόνοια του Άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου, το οποίο έχει ως εξής:
«Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπο δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή διά λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπομένους, υπό νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους.
Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσιν το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι Νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής ή άλλων εισφορών ή προστίμων.»
Πέραν του γεγονότος ότι ούτε το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου μνημονεύεται οπουδήποτε στο Διάταγμα, είναι σαφές από την ερμηνεία που έχει δοθεί σε αυτό από τη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ότι θα πρέπει να τηρούνται για τον περιορισμό περιουσιακού στοιχείου οι αρχές της αναλογικότητας, της δίκαιης ισορροπίας και του αντισταθμίσματος. Στο πνεύμα αυτό μπορεί να λεχθεί ότι θα μπορούσε να κινηθεί ή να ερμηνευθεί και το Διάταγμα εφόσον το εδάφιο (3)(β) του άρθρου 88 του Νόμου, επιτρέπει τον καθορισμό της χρονικής ή της τοπικής ισχύος του διατάγματος, (η έμφαση προστέθηκε). Το Διάταγμα στην υπό κρίση περίπτωση δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα στις 25.2.2005 και τέθηκε σε ισχύ λίγες μέρες μετά την 1.3.2005. Αυτό επηρέασε άμεσα τα αποθεματικά των εφεσειουσών εταιρειών εφόσον δεν τους παρασχέθηκε, παρά τις διαβουλεύσεις, οποιαδήποτε εύλογη περίοδος χρόνου για τη διοχέτευση στην αγορά των προϊόντων που ήσαν ήδη στις αποθήκες.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα αποθέματα φαρμάκων στις αποθήκες των εφεσειουσών ήταν περιουσιακό στοιχείο άξιον προστασίας από το Νόμο. Αναμφίβολα εμπίπτει στην έννοια της κινητής περιουσίας που προστατεύεται από το Άρθρο 23 του Συντάγματος. Η έννοια της κινητής περιουσίας είναι βεβαίως ευρεία και αντιδιαστέλλεται με την ακίνητη περιουσία. Στο Αγγλικό κείμενο του Άρθρου 23 γίνεται αναφορά σε «movable or immovable property», «movables» δε, κατά το Oxford Dictionary of Law 5η Έκδ. σελ. 322, είναι «Tangible items of property other than land and goods fixed to the land (i.e. immovables)». Το δικαίωμα στην προστασία της περιουσίας αναγνωρίζεται είτε σε φυσικά είτε σε νομικά πρόσωπα και το Άρθρο 1 του Πρωτοκόλλου 1 έχει εμπορικές ή επιχειρηματικές διαστάσεις και έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τις επιχειρήσεις προς προστασία και επέκταση των συμφερόντων τους, (Jacobs, White & Ovey: The European Convention on Human Rights 5η Έκδ. σελ. 477). Στη βάση της νομολογίας που καθιέρωσε το ΕΔΑΔ, η προστασία παρέχεται στα ήδη υπάρχοντα περιουσιακά στοιχεία και δεν διασφαλίζει δικαίωμα στην απόκτηση περιουσίας, (Marckx v. Belgium Appl. No. 6833/74, ημερ. 13.6.1979). Υπάρχει δε αποστέρηση περιουσίας όπου διαπιστώνεται «de facto expropriation» (Sporrong and Lönnroth v. Sweden (1983) EHRR 35 παρ. 63), ή, ακόμη και όπου στην απουσία επίσημης ή de facto αποστέρησης, διαπιστώνεται τέτοια επέμβαση που επηρεάζει ή αποτελεί μέθοδο ελέγχου επί της περιουσίας, (Holy Monasteries v. Greece (1995) 20 EHRR 1).
Στην υπόθεση Pressos Compania Naviera S.A. κ.α. ν. Βελγίου, ημερ. 20.11.1995, αποφασίστηκε ότι και οι απαιτήσεις καλύπτονται στην έννοια της προστατεύσιμης περιουσίας. Κατά τη σκέψη 43, οι απαιτήσεις για αποζημίωση εμπίπτουν στο περιουσιακό δικαίωμα και ο περιορισμός αυτού του δικαιώματος δεν μπορεί να λάβει χώραν χωρίς να επιδιώκεται, αλλά και να επιτυγχάνεται ένα λογικό ισοζύγιο μεταξύ των διαφόρων αντικρουόμενων συμφερόντων. Η υπόθεση αφορούσε την αναδρομικότητα νομοθετικής πρόνοιας που λειτούργησε κατά τρόπον ώστε να αποστερήσει τους ενάγοντες από την ευκαιρία να εγείρουν αγωγή σε σχέση με αποζημιώσεις αναφορικά με κατ΄ ισχυρισμόν επίδειξη αμέλειας πιλότων που οδήγησε σε ναυτικά ατυχήματα. Όπως εξηγούν την ουσία της υπόθεσης οι Jacobs, White & Ovey, στο προαναφερθέν σύγγραμμα στη σελ. 488:
«The interest in issue in the Pressos Compania Naviera case has been explained in later case-law as being a legitimate expectation intimately linked to something which can be described as an asset, and the way in which the asset would be treated in the national legal order. What is required is a claim which is sufficiently established in the national legal order to constitute an asset for the applicant.»
Στην υπόθεση Anheuser-Busch Inc. v. Portugal (2007) 45 EHRR 830, το ΕΔΑΔ είπε τα εξής:
«. in certain circumstances, a `legitimate expectation´ of obtaining an `asset´ may also enjoy the protection of Article 1 of Protocol 1. Thus, where a proprietary interest is in the nature of a claim, the person in whom it is vested may be regarded as having a `legitimate expectation´ if there is a sufficient basis for the interest in national law, for example where there is settled case-law of the domestic courts confirming its existence (Kopecký v Slovakia [GC], no. 44912/98, §52, ECHR 2004-IX). However, no legitimate expectation can be said to arise where there is a dispute as to be correct interpretation and application of domestic law and the applicant´s submissions are subsequently rejected by the national courts (Kopecký v Slovakia, judgment cited above, §50.)»
Χωρίς αμφιβολία λοιπόν τα αποθεματικά των εφεσειουσών αποτελούν στην Κυπριακή έννομη τάξη περιουσία υπαρκτή και η προώθηση τους στο εμπόριο στις τιμές που είχαν οι εφεσείουσες προγραμματίσει να πωλήσουν προς ίδιον βέβαια και νόμιμο όφελος, αυτό της κερδοφορίας, αποτελούσε «legitimate interest». Το «legitimate expectation» αναγνωρίζεται, όπως λέχθηκε, ως άξιον προστασίας. Στις υποθέσεις Veselinski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia, Appli. No. 45658/99 και Djidrovski v. The former Yugoslav Republic of Macedonia Appl. No. 46447/99 ημερ. 24.2.2009, η εφαρμογή νομοθεσίας η οποία δεν είχε αναδρομικό χαρακτήρα, που αφαίρεσε όφελος από αξιωματικούς που είχαν υπηρετήσει στο Γιουγκοσλαβικό στρατό με το οποίο θα μπορούσαν να αγοράσουν τα διαμερίσματα τους σε χαμηλότερες τιμές, χωρίς η νομοθεσία αυτή να λαμβάνει υπόψη προηγούμενες συνεισφορές τους στην κατασκευή των στρατιωτικών διαμερισμάτων, κρίθηκε ότι αναιρούσε το «legitimate expectation» και η νομοθεσία ήταν αντίθετη με τη Σύμβαση.
Πρέπει τώρα να εξεταστεί κατά πόσο η άξια προστασίας περιουσία των εφεσειουσών μειώθηκε σε αξία κατά το συμφωνηθέν συνολικό ποσό, εξ αιτίας της αμέλειας και ή παράβασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων της Δημοκρατίας. Είναι πρωτίστως οφειλόμενη η παρατήρηση ότι η δικογράφηση των σχετικών θέσεων των εφεσειουσών για επίδειξη αμέλειας και ή παράβαση νομίμων καθηκόντων, όπως αυτά αποτυπώθηκαν στην παράγραφο 8 της έκθεσης απαίτησης, δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Έχει κατά κόρον αναφερθεί από τη νομολογία ότι είναι διαφορετικό το αστικό αδίκημα της αμέλειας από την θεμελίωση της παράβασης νομίμου καθήκοντος. Η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης νομίμων καθηκόντων αποτελεί, όπως υποδείχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν. Κωστάκη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 432, σελ. 445-446, συγκεκριμένη θεραπεία του Κοινοδικαίου και δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση ή να επικαλύπτεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια. Αυτό, έστω και αν η ίδια ζημία, η έκταση της ή το ύψος της, δυνατόν να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με τη συνήθη αμέλεια, είτε με συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νομίμου καθήκοντος.
Κατά ορθή δικογράφηση, τα δύο αυτά αγώγιμα δικαιώματα θα πρέπει να ξεχωρίζονται όπως υποδεικνύει η υπόθεση London Passenger Transport Board v. Upson (1949) A.C. 155 και το σύγγραμμα Bullen & Leak: Precedents of Pleadings 12η έκδ. σελ. 59-60. Τα ίδια αναφέρονται και στην Ελπινίκη Παναγή κ.ά. ν. Παναγιώτη Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145, όπου υποδείχθηκε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας απαιτούν με τη Δ.19 θ.13, την ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν την παραβίαση των νομίμων καθηκόντων, (δέστε και Annual Practice 1958, Order 19 rule 15, σελ. 468-9). Η αναγκαιότητα ορθής και επιμελημένης δικογράφησης έχει βέβαια σημασία ως προς το τι αναμένεται να παρουσιαστεί από τον ενάγοντα προς απόδειξη της υπόθεσης του από πλευράς νομικής τοποθέτησης, ενώ είναι σημαντικό και για τον εναγόμενο να μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα στην υπεράσπιση του.
Οι εφεσείουσες σύμπλεξαν στην παρ. 8 της έκθεσης απαίτησης σε πέντε υποπαραγράφους, λεπτομέρειες για παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, παράβαση εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και αμέλεια. Το ορθότερο θα ήταν να ξεχώριζαν οι διάφορες νομικές βάσεις με ανάλογες λεπτομέρειες κάτω από κάθε μια από αυτές. Δεν φαίνεται όμως να δημιουργήθηκε κάποιο ανυπέρβλητο πρόβλημα κατά τη διεξαγωγή της δίκης πρωτοδίκως, ούτε και η Δημοκρατία επιχείρησε να διαφοροποιήσει με την αναζήτηση λεπτομερειών ή άλλως πως, το δικόγραφο των εφεσειουσών. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και αποφάσισε τη νομική πτυχή της αμέλειας επί των γεγονότων που είχε ενώπιον του, την παράβαση των νομίμων καθηκόντων και εξέτασε και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων με σαφή αναφορά στο δικαίωμα της απόλαυσης περιουσίας που είναι και η πρώτη υποπαράγραφος της παραγράφου 8 της έκθεσης απαίτησης. Μπορούν επομένως να εξεταστούν και κατ΄ έφεση τα διάφορα νομικά ζητήματα που ηγέρθησαν.
Όσον αφορά την παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήδη έγινε εκτενής αναφορά πιο πάνω στο Άρθρο 23 του Συντάγματος και την προστασία που δίνει το Άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου. Η συζήτηση αυτή έχει καλύψει την εισήγηση ότι προστατεύεται η περιουσία των εφεσειουσών και εκείνο που απομένει είναι να εξεταστεί κατά πόσο υπήρξε αμέλεια ή παράβαση νομίμου καθήκοντος εκ μέρους της Δημοκρατίας. Η αμέλεια ως αστικό αδίκημα είναι βεβαίως πασίγνωστη ως έννοια και έχει αρχή στην υπόθεση Donoghue v. Stevenson (1932) A.C. 562. Αφορά τη νομική αναγκαιότητα λήψης εύλογης επιμέλειας ώστε να αποφευχθούν πράξεις ή παραλείψεις που προβλεπτώς μπορούν να επιφέρουν ζημία στον γείτονα. Ως «γείτονας», θεωρούνται όλα εκείνα τα πρόσωπα που είναι σε επαρκή σχέση εγγύτητας ή γειτονίας με το πρόσωπο που επιφέρει τη ζημία ώστε το τελευταίο να έπρεπε λογικά να γνώριζε ή να προέβλεπε ότι οι πράξεις του θα επηρέαζαν το άλλο μέρος.
Το άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αποτελεί την κωδικοποίηση των αρχών του Κοινοδικαίου, (Στρατμάρκο Λτδ ν. Μιχαήλ (1989) 1 Α.Α.Δ. 393). Έχει λεχθεί στην υπόθεση αυτή ότι το βασικό χαρακτηριστικό της αμέλειας είναι η έλλειψη της προσήκουσας προσοχής, η οποία θα έπρεπε στις δοσμένες περιστάσεις να καταβληθεί από τον δράστη ώστε να μην προκληθεί ζημία στον πλησίον. Το όριο της επιμέλειας διαγράφεται από την επίδειξη της ανάλογης προσοχής από τον υποθετικό μέσο συνετό άνθρωπο.
Στο σύγγραμμα «Street on Torts» 11η έκδ. σελ. 200 κ.ε., αναφέρεται ότι δεν υπάρχει γενικός κανόνας που να εξαιρεί τις δημόσιες αρχές από οποιαδήποτε ευθύνη λόγω αμελείας, απλώς και μόνο διότι είναι δημόσιες και όχι ιδιωτικές αρχές ή σώματα, (Mersey Docks and Harbour Board Trustees v. Gibbs (1866) LR 1 HL 93). Δεν υπάρχει με άλλα λόγια ασυλία εναντίον των δημοσίων αρχών ή του κράτους. Τα κριτήρια επιβολής καθήκοντος αμέλειας είναι τα ίδια όπως και στην περίπτωση των ιδιωτών. Στην υπόθεση Home Office v. Dorset Yacht Co Ltd (1970) AC 1004, HL, η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αναφέρθηκε στο ότι η πιθανότητα της ζημιάς πρέπει να είναι εύλογα προβλεπτή. Όπου υπάρχει διακριτική ευχέρεια από το δημόσιο όργανο, ευχέρεια που δυνατόν να ασκείται καλόπιστα, αλλά κατά λανθασμένο τρόπο, δεν δημιουργεί κατ΄ ανάγκη δικαίωμα σε αποζημίωση. Στην υπόθεση Anns v. Merton London Borough Council (1978) AC 728, HL, λέχθηκε ότι εκεί όπου η άσκηση νομίμου δημοσίου καθήκοντως απορρέει από μια ευρεία άσκηση πολιτικής απόφασης, η εναπόθεση στοιχείου αμέλειας κατά το αστικό δίκαιο δεν επαφίεται κατά κανόνα στα πολιτικά Δικαστήρια. Όμως, τέτοιο καθήκον επιμέλειας μπορεί να εναποτεθεί στο στάδιο της εφαρμογής της πολιτικής αυτής του κράτους, («operational sphere»).
Έγινε προσπάθεια περαιτέρω επεξήγησης της εναπόθεσης καθήκοντος σε δημόσιες αρχές, εφόσον το κριτήριο της διαφοράς μεταξύ «policy and operational decisions» στην Anns v. Merton London Borough Council, δεν θεωρήθηκε ιδιαίτερα επαρκές, με τις κατευθυντήριες γραμμές που έδωσε ο Lord Browne-Wilkinson στην X. v. Bedfordshire County Council (1995) 2 AC 633. Σχετική είναι και η μεταγενέστερη Barrett v. Enfield London Borough Council (2001) 2 AC 550. Η ουσία εν τέλει φαίνεται να έγκειται στην εφαρμογή των τριών βασικών γνωστών προϋποθέσεων της πρόβλεψης («foreseeability»), της εγγύτητας («proximity») και του δικαίου, ορθού και λογικού μέτρου («just, fair and reasonable»), τις οποίες το Δικαστήριο πρέπει να έχει κατά νουν πριν αποδώσει ευθύνη σε κρατική υπηρεσία. Στην άσκηση αυτή υπεισέρχεται και ο παράγοντας της πολιτικής του κράτους, αλλά και του τρόπου της εν τη πράξει εφαρμογής αυτής της πολιτικής.
Η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης δεν αποδείχθηκε αμέλεια εκ μέρους της Δημοκρατίας, κρίνεται λανθασμένη. Η Δημοκρατία μέσω του αρμοδίου Υπουργείου Υγείας αναγνώρισε στην ουσία ότι η διαφοροποίηση των τιμών των φαρμακευτικών προϊόντων θα επηρέαζε τους φαρμακέμπορους, εξ ου και άρχισε συναντήσεις με το Σύνδεσμο όπως αποκαλύπτει το Τεκμήριο 47, όταν στις 12.5.2004 έγινε συνάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Υγείας, του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών και άλλων υπηρεσιακών παραγόντων, με το Σύνδεσμο. Αυτή η αναγνώριση του προβλήματος που θα δημιουργούσε η νέα τιμολογιακή πολιτική που θα εφαρμοζόταν, ήταν που ώθησε τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες να συνομιλήσουν με το Σύνδεσμο. Διαφορετικά, μπορούσαν να προχωρήσουν αυτόνομα. Ο Σύνδεσμος μέσω των εκπροσώπων τους εξήγησαν ότι οι φαρμακευτικές εταιρείες είναι μια παραγωγική τάξη της κοινωνίας και ότι η κυβέρνηση θα πρέπει να εξασφαλίσει τη συνέχιση των εργασιών τους, ανέλαβαν δε να εξετάσουν το ζήτημα της διαφοροποίησης των τιμών σε συνεδρία του διοικητικού τους συμβουλίου. Ακολούθησαν και άλλες συναντήσεις, στις δε 6.7.2004 με το Τεκμήριο 52, ο πρόεδρος του Συνδέσμου εξήγησε ότι με την αλλαγή του συστήματος οι εισαγωγείς θα υφίσταντο μεγάλες ζημιές γι΄ αυτό και χρειαζόταν μεταβατική περίοδος την οποία ο Σύνδεσμος καθόρισε σε ένα έτος με βάση υπόμνημα που είχε υποβάλει. Συμφωνήθηκε ότι το νέο σύστημα τιμολόγησης θα εφαρμοζόταν έξι μήνες μετά την απόφαση του τρόπου καθορισμού των λιανικών τιμών. Στην πρόταση που έγινε προς το Υπουργικό Συμβούλιο από το Υπουργείο Υγείας στις 4.11.2004, Τεκμήριο 55, σημειώθηκε στη σελ. 6, ότι ο Σύνδεσμος είχε εκφράσει σοβαρές ανησυχίες για τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων τους και ζήτησε αντισταθμιστικά μέτρα, ενώ στην παράγραφο 14 έγινε αναφορά ότι από την ημερομηνία απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου θα υπήρχε μεταβατική περίοδος τεσσάρων μηνών.
Το ότι το νέο σύστημα καθορισμού τιμών θα επηρέαζε άμεσα τις φαρμακευτικές εταιρείες είναι αποδεκτό και από το Τεκμήριο 64, ημερ. 12.1.2005, όπου ο Διευθυντής των Φαρμακευτικών Υπηρεσιών αναγνωρίζει ότι στο νέο σύστημα καθορισμού τιμών δεν προβλέπεται κέρδος από χονδρική πώληση. Συνεπώς οι φαρμακευτικές εταιρείες θα πρέπει να διαπραγματεύονται με τις παρασκευάστριες εταιρείες προς καθορισμό των τιμών στις οποίες θα αγοράσουν τα προϊόντα, οι δε εταιρείες αυτές θα πρέπει να εξεύρουν φθηνότερες πηγές. Οι εφεσείουσες στις 25.1.2005, με επιστολή τους προς τον Υπουργό Υγείας, εξέφρασαν τη διαφωνία τους με τις εξαγγελθείσες μειώσεις αναφέροντας ότι σε περίπτωση που οι μειώσεις αυτές τεθούν σε άμεση ισχύ με την τροποποίηση του Νόμου ή άλλως πως θα υποστούν ζημιές της τάξης των £411.200, επισυνάπτοντας πλήρη ανάλυση των ζημιών. Επέσυραν την προσοχή του Υπουργού ότι η ζημιά αυτή θα δημιουργείτο από την αναγκαστική μείωση τιμών στα προϊόντα που ήταν ήδη στη διάθεση τους ή είχαν παραγγελθεί και βρίσκονταν καθ΄ οδόν ή για τα οποία είχαν ήδη δοθεί δεσμεύσεις από τις εταιρείες προς παραγγελία τους. Οι εισαγωγείς φαρμακευτικών προϊόντων ήταν, όπως υπέδειξαν, υποχρεωμένοι με βάση τη νομοθεσία και ειδικότερα το άρθρο 84(1)(ε) του Νόμου, ότι θα πρέπει να έχουν μονίμως στη διάθεση της Δημοκρατίας αρκετή ποσότητα φαρμάκων για κάλυψη των απαιτήσεων. Η κάλυψη αυτή αντιστοιχεί με ένα κύκλο εργασιών της τάξης των 6 με 9 μηνών. Εισηγήθηκαν λοιπόν ότι η μείωση των τιμών θα πρέπει να τεθεί σε ισχύ μετά την πάροδο εννέα μηνών ώστε οι ζημιές να αποφευχθούν. Στις 8.12.2004 είχε αποσταλεί επιστολή στον Υπουργό Υγείας για να δοθεί περίοδος για εξάντληση των αποθεμάτων τουλάχιστον 6 μηνών, αντί των 4 μηνών, που είχε προτείνει η κυβερνητική πλευρά.
Είναι φανερό, επομένως, από τα ανωτέρω ότι και εγγύτητα σχέσεων μεταξύ Δημοκρατίας διά του Υπουργείου Υγείας και των φαρμακευτικών εταιρειών υπήρχε και η ζημιά ήταν όχι απλώς προβλεπτή, αλλά και καθορισμένη. Οι εφεσείουσες τόνιζαν σε κάθε περίπτωση και σε κάθε συνάντηση ότι θα έπρεπε να δοθεί μια επαρκής μεταβατική περίοδος τουλάχιστον έξι μηνών ούτως ώστε να αποφευχθούν οι ζημιές που θα προέκυπταν από την αιφνίδια και αναγκαστική μείωση των τιμών. Περαιτέρω ήταν δίκαιο και εύλογο να τίθεται η υποχρέωση αυτή επί των ώμων της Δημοκρατίας αφού στην ουσία οι Φαρμακευτικές Υπηρεσίες και το Υπουργείο Υγείας έχουν την απόλυτη εξουσία να ελέγχουν τους εισαγωγείς για τις ποσότητες φαρμάκων, τα δε φάρμακα είναι ελεγχόμενο είδος με τιμές να καθορίζονται από την κυβερνητική πολιτική. Ήταν επί τούτου χαρακτηριστική η μαρτυρία του Σώτου Ιακωβίδη, ότι αυτή η νέα πολιτική θα επηρέαζε 920 συγκεκριμένα φαρμακεία. Ήταν επομένως αναγκαία η μεταβατική περίοδος, Και όπως στη συνέχεια εξήγησε και ο Γεώργιος Πέτρου, Μ.Ε.3, δεν μπορούν οι αντιπρόσωποι των φαρμακευτικών προϊόντων, οι οποίοι χρειάζονται διάφορες άδειες και έγκριση περί της ικανότητας τους, να τοποθετούν παραγγελίες οποτεδήποτε ή για μικρές ποσότητες. Έχει ήδη υποδειχθεί πιο πάνω ότι και το Υπουργείο Υγείας και το Υπουργικό Συμβούλιο δέχθηκαν στην ουσία την παροχή μεταβατικής περιόδου είτε 4 είτε 6 μηνών.
Η μαρτυρία επίσης ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν ότι οι κατασκευάστριες εταιρείες του εξωτερικού με τις οποίες συμβάλλοντο οι εφεσείουσες, χρειάζονταν περίοδο χρόνου για να παραδώσουν τα εμπορεύματα, τουλάχιστον 181 μέρες μετά την αποδοχή της παραγγελίας. Σχετικό είναι το Τεκμήριο 34. Και πάλι ο Σ. Ιακωβίδης, Μ.Ε. 1, υπέδειξε με σαφήνεια στη μαρτυρία του ότι δεν αρκούσε η παροχή του ενδεικτικού καταλόγου από τις Φαρμακευτικές Υπηρεσίες για να διαφοροποιηθούν οι τιμές ή να γίνει διαπραγμάτευση με τις κατασκευάστριες εταιρείες. Εξήγησε ότι υπήρχαν λάθη, γίνονταν διορθώσεις, ενώ έβγαιναν και διάφοροι κατάλογοι, (μαρτυρία Πανίκου Χατζηγεωργίου, Μ.Ε. 4), και δεν μπορούσαν ως εισαγωγείς να εισηγηθούν ή να ζητήσουν οτιδήποτε με μόνο ενδεικτικές τιμές. Δεν ήταν δυνατόν, όπως ανέφερε, με το «πάτημα ενός κουμπιού» να εφαρμοστεί το νέο σύστημα εφόσον είχαν αγοραστεί τα προϊόντα με βάση την παλαιά τιμολογιακή πολιτική. Αλλά και ο Αλέξανδρος Ιακωβίδης, Μ.Ε. 2, είχε καταθέσει ότι τα εργοστάσια παρασκευής φαρμάκων χρειάζονται χρόνο για να παράξουν μικρές ποσότητες.
Μέσα σ΄ αυτό το πλαίσιο, η έκδοση του Διατάγματος χωρίς την ύπαρξη μεταβατικής περιόδου σαφώς και προκάλεσε την προβλεπτή ζημία στις εφεσείουσες εταιρείες, όπως αυτή συμφωνήθηκε. Καμία εξήγηση δεν δόθηκε γιατί δεν ήταν δυνατή η παροχή μεταβατικής περιόδου. Και δεν είναι λογικό να θεωρείται ορθή η προσέγγιση της Δημοκρατίας, την οποία αποδέχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο και επανέλαβε και κατ΄ έφεση, ότι επειδή γίνονταν διαπραγματεύσεις για περίοδο 11 μηνών, οι εφεσείουσες έπρεπε και μπορούσαν να επαναδιαπραγματευθούν τις τιμές ή είχαν χρόνο για να μειώσουν τις ζημιές αυτές. Η θέση αυτή αναιρείται από το γεγονός ότι η ζημία συμφωνήθηκε αφενός μεταξύ των διαδίκων και αφετέρου ότι πρόκειτο για αποθεματικά τα οποία ήδη βρίσκονταν στις αποθήκες των εφεσειουσών. Τις συγκεκριμένες και τελικές τιμές οι εφεσείουσες έμαθαν μόνο με την έγκριση των νέων τιμών. Συνεπώς υπήρχαν όλες οι παράμετροι που στοιχειοθετούσαν αμέλεια εκ μέρους της εφεσίβλητης Δημοκρατίας και ταυτόχρονα παραβίαση των νομίμων καθηκόντων της, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω, διότι αποτελούσε υποχρέωση της Δημοκρατίας να εφαρμόσει τη νέα πολιτική τιμών χωρίς να προκαλέσει ζημίες στις εφεσείουσες. Και εγγύτητα υπήρχε και συνάφεια μεταξύ της έκδοσης του διατάγματος και των ζημιών που αυτές υπέστησαν.
Όπως έχει αναφερθεί και στην αρχή του σκεπτικού, η αξιολόγηση της μαρτυρίας που δόθηκε από τις εφεσείουσες δεν έγινε με ιδιαίτερη σπουδή από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Αποτελεί μάλιστα πρώτο λόγο έφεσης ότι δεν έγινε καμία αξιολόγηση της μαρτυρίας του Π. Πέτρου, Μ.Ε. 5, εφόσον η αξιολόγηση του Δικαστηρίου έγινε μόνο επί τεσσάρων μαρτύρων θεωρώντας ότι η μαρτυρία τους ολοκληρώθηκε με τον Μ.Ε. 4. Πράγματι, ουδεμία αναφορά στον Μ.Ε. 5 γίνεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο παρά το γεγονός ότι έγινε ολόκληρη αντεξέταση όπως φανερώνεται από τις σελ. 65-77 των πρακτικών. Η Δημοκρατία λέγει ότι τα τεκμήρια τα οποία ο μάρτυρας αυτός κατέθεσε ήταν στην ουσία τεκμήρια τα οποία είχαν ήδη κατατεθεί και προηγουμένως από άλλους μάρτυρες και ιδιαίτερα από τη μαρτυρία του Μ.Ε. 3, ή, αφορούσε συμπληρωματικά τεκμήρια προς υποστήριξη των θέσεων των εφεσειουσών. Είναι γεγονός ότι τα Τεκμήρια 37-42 που ο Μ.Ε. 5 κατέθεσε έχουν σχολιασθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο έστω με μια γενικότητα. Η ουσία εδώ είναι ότι, παρά τον μη στοχευμένο σχολιασμό και την επί μέρους αξιολόγηση του Μ.Ε. 5 από το πρωτόδικο Δικαστήριο, τα τεκμήρια και η μαρτυρία του είχαν σχέση με την απόδειξη των ζημιών. Εφόσον οι ζημιές των προϊόντων που ήταν ήδη αποθηκευμένα συμφωνήθηκαν, ουδόλως επηρεάστηκαν από τη λανθασμένη, βεβαίως, μη αξιολόγηση του Μ.Ε. 5, οι εφεσείουσες.
Όσον αφορά τα καθ΄ οδόν προϊόντα τα οποία αφορούσαν σε τρεις από τις ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ενάγουσες εταιρείες, εφαρμόζεται, στην απουσία συμφωνηθέντος ποσού αποζημιώσεων, ο γενικότερος κανόνας ότι οι ειδικές ζημιές όχι μόνο πρέπει να δικογραφούνται με ακρίβεια, αλλά και να αποδεικνύονται με σαφήνεια και με την αναγκαία μαρτυρία, (δέστε Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 298, Χριστοδούλου ν. Αγαθοκλέους (1997) 1 Α.Α.Δ. 396 και Παπαϊωάννου ν. Κωνσταντίνου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1083). Οι ειδικές αποζημιώσεις πρέπει να εξειδικεύονται με σαφήνεια και λεπτομέρεια ακριβώς διότι παραπέμπουν σε απώλεια που δεν τεκμαίρεται από το νόμο ότι απορρέει από την αδικοπραξία του εναγομένου, (Odgers´ Principles of Pleading and Practice 21η Έκδ. σελ. 164).
Ορθά εδώ παρατηρήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο και από την εφεσίβλητη Δημοκρατία στο περίγραμμα της, ότι οι ζημιές επί των καθ΄ οδόν προϊόντων δεν αποδείχθηκαν με την αναγκαία ακρίβεια, ούτε και το Δικαστήριο ήταν δυνατόν να προέβαινε σε λογιστικές ή μαθηματικές πράξεις για να εξαγάγει συμπεράσματα ως προς το ύψος των ζημιών, (Ασπίς Πρόνοια Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία Ζωής ν. Γρηγορίου (2001) 1 Α.Α.Δ. 1357). Η παρουσίαση τιμολογίων και άλλων πινάκων, ως τεκμηρίων πρωτόδικα, δεν επαρκούσαν για να οδηγήσουν το Δικαστήριο σε συγκεκριμένη απόφαση επί ζημιάς που αφορούσε τα καθ΄ οδόν προϊόντα. Υπήρξε, όπως σημείωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθυστέρηση από κάποια εργοστάσια να παραδώσουν προϊόντα και τα ερωτήματα που έθεσε το Δικαστήριο στην απόφαση του αναφορικά με διάφορα τεκμήρια ήταν εύλογα ως προς τον υπολογισμό των ποσοτήτων, των τιμών, των καθυστερήσεων και της τιμολόγησης ορισμένων προϊόντων που καταστράφηκαν εφόσον είχαν λήξει. Επίσης ορισμένα φαρμακευτικά προϊόντα φαίνεται να είχαν τεθεί σε παραγγελία είτε μετά την προαναγγελθείσα μείωση τιμών ή πολύ κοντά στην έναρξη της νέας τιμολόγησης ώστε να μην ήταν δυνατό ή ευχερές για το Δικαστήριο να θεωρήσει ότι είχε αποδειχθεί με την ακρίβεια που απαιτείτο η αξιούμενη ζημιά.
Γενικώς, αναδρομή στη μαρτυρία των εφεσειουσών μέσα από τα πρακτικά πιστοποιεί ότι η μαρτυρία αυτή δεν τέθηκε με την αναγκαία εξειδίκευση ή ευκρίνεια και η αντεξέταση ιδιαιτέρως των Γιώργου Πέτρου, Μ.Ε. 3, και Π. Χατζηγεωργίου, Μ.Ε. 4, ήταν ενδεικτική της μη παρουσίασης σαφών δεδομένων ώστε η ζημιά επί των καθ΄ οδόν προϊόντων να αποδεικνυόταν.
Υπό το φως όλων των ανωτέρω, οι εφέσεις επιτρέπονται και η πρωτόδικη απόφαση μαζί με τα έξοδα παραμερίζεται.
Εκδίδεται απόφαση υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου στο συμφωνηθέν πρωτοδίκως ποσό αποζημιώσεων για εκάστη εφεσείουσα που αφορούν τη ζημιά επί των αποθεμάτων στις αποθήκες των εφεσειουσών, όπως αυτές οι συμφωνηθείσες ζημιές καταγράφονται στη σελ. 9 της πρωτόδικης απόφασης.
Επί εκάστου ποσού επιδικάζεται νόμιμος τόκος από 1.3.2005 μέχρι εξοφλήσεως.
Τα έξοδα πρωτοδίκως και κατ΄ έφεση επιδικάζονται υπέρ των εφεσειουσών και εναντίον του εφεσίβλητου, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Στ. Ναθαναήλ,
Δ.
Λ. Παρπαρίνος,
Δ.
/ΕΘ