ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Ερωτοκρίτου, Γεώργιος Κυριάκου Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-04-08 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ.50/2015, 8/4/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:D265

(2015) 1 ΑΑΔ 840

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                            (Πολιτική Αίτηση Αρ.50/2015)

 

8 Απριλίου, 2015.

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 69(Β) ΤΟΥ ΚΕΦ. 155 ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΙΔΙΚΗ ΑΠΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΔΙΠΛΗΣ ΚΑΤΑΔΙΚΗΣ (AUTREFOIS CONVICT)

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ ΗΜΕΡ. 27/3/2015 Η ΟΠΟΙΑ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΥΠ' ΑΡΙΘΜΟ 29213/14

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΩΝΗ ΙΩΑΝΝΟΥ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΤΟΥ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΠΡΟΣ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

 

Ε. Πουργουρίδης, για τον Αιτητή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Ο Αιτητής ζητά άδεια του Δικαστηρίου για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως για έκδοση προνομιακού εντάλματος φύσεως Certiorari, με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, ημερ. 27.3.2015, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης με αρ. 29213/14 και με την οποία οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν από την κατηγορία που αντιμετώπιζαν για παρακοή διατάγματος, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.

 

Όπως προκύπτει από τα γεγονότα η ΣΠΕ Κυπερούντας, το Σεπτέμβριο του 2013, τερμάτισε τις υπηρεσίες του Αιτητή ο οποίος ήταν Γραμματέας της Εταιρείας.  Ο Αιτητής με την Αγωγή Αρ. 3046/13 ενήγαγε την ΣΠΕ και άλλα οκτώ άτομα που ήταν αξιωματούχοι και υπάλληλοί της, μεταξύ των οποίων και τα έξι πρόσωπα που ήταν κατηγορούμενοι στην πιο πάνω ιδιωτική ποινική υπόθεση.

 

Παράλληλα ο Αιτητής εξασφάλισε προσωρινό διάταγμα με το οποίο απαγορευόταν στους εναγόμενους στην πιο πάνω αγωγή, από του να εμποδίζουν τον Αιτητή να εισέρχεται στα γραφεία της ΣΠΕ και να εκτελεί τα καθήκοντά του ως Γραμματέας της.  Το συγκεκριμένο διάταγμα επιδόθηκε στους εναγόμενους στις 26.9.2013.  Οι εναγόμενοι στην αγωγή δεν συμμορφώθηκαν με το διάταγμα και ο Αιτητής καταχώρησε εναντίον τους αίτηση για παρακοή διατάγματος.  Μετά από ακρόαση, το Δικαστήριο στις 6.2.2014 τους έκρινε ένοχους για ηθελημένη παρακοή του διατάγματος και τους επέβαλε πρόστιμο €5000 στον κάθε ένα.  Εναντίον της πιο πάνω απόφασης οι εναγόμενοι καταχώρησαν τις Πολιτικές Εφέσεις Αρ. Ε57/14 και Ε58/14 οι οποίες εκκρεμούν. 

 

Στις 11.11.2014 ο Αιτητής καταχώρησε εις βάρος έξι από τους πιο πάνω εναγομένους, οι οποίοι στη συνέχεια θα αναφέρονται ως «οι κατηγορούμενοι», την ιδιωτική ποινική υπόθεση 29213/14, με την κατηγορία της ανυπακοής σε νόμιμο διάταγμα, κατά παράβαση του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες του αδικήματος, η Αγωγή αφορούσε το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού ημερ. 26.9.2013, το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της πιο πάνω Αγωγής.

 

Οι κατηγορούμενοι ήγειραν την ειδική απολογία του autrefois convict δυνάμει του άρθρου 69(β) του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.  Ισχυρίστηκαν ότι για το ίδιο αδίκημα που κατηγορούνται με την ιδιωτική ποινική υπόθεση, είχαν ήδη καταδικαστεί και τους επιβλήθηκε ποινή προστίμου, στα πλαίσια αίτησης παρακοής στην Αγωγή 3046/13.  Μετά από ακρόαση, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, αποδέχθηκε την ειδική απολογία των κατηγορουμένων και στις 27.3.2015 τους απάλλαξε των κατηγοριών που αντιμετώπιζαν, λόγω ύπαρξης δεδικασμένου.  Είναι γι' αυτή την απόφαση που ο Αιτητής ζητά με την παρούσα αίτηση, άδεια για να καταχωρήσει αίτηση Certiorari, επιδιώκοντας την ακύρωσή της.  Όπως ισχυρίζεται στην ένορκη δήλωσή του, η Επαρχιακή Δικαστής στην απόφασή της ερμηνεύει εσφαλμένα τις νομοθετικές πρόνοιες και τη σχετική νομολογία και δεν λαμβάνει υπόψη το γεγονός ότι η αστική αίτηση παρακοής αφορά σε περιορισμένα γεγονότα που σχετίζονταν με δύο μόνο ημερομηνίες και όχι όλη την περίοδο που καλύπτει το κατηγορητήριο (26.9.2013-6.2.2014).  Περαιτέρω το κατώτερο δικαστήριο δεν διέκρινε τη διαφορετική φύση και σκοπό των δύο δικαστικών διαδικασιών και παραγνώρισε το ότι η ετυμηγορία του αστικού δικαστηρίου δεν ήταν τελεσίδικη.

 

Ο κ. Πουργουρίδης υιοθέτησε το Παράρτημα που επισυνάπτεται στην αίτηση, στο οποίο επεσύναψε την υπόθεση Θεοφάνους ν. CCC Laundries (Paphos) Ltd κ.α. (2009) 2 ΑΑΔ 634, στην οποία γίνεται διάκριση μεταξύ αστικής και ποινικής καταφρόνησης δυνάμει του άρθρου 137 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154.  Επίσης παραθέτει αποσπάσματα από τα Συγγράμματα Blackstone´s Criminal Practice, Έκδοση 2012, παρ. D12.27, Αrchbold Criminal Pleading, Evidence & Practice, 1993 Re-issue, Τόμος 1, § 4-102, Arlidge, Eady & Smith on Contempt, 2η Έκδοση, παρ. 3-210 και Law of the European Convention on Human Rights, των Harris, O´Boyle και Warbrick, Έκδοση 1995, σελ. 568, τα οποία υποστηρίζουν τη θέση ότι η ειδική υπεράσπιση του autrefois δεν εφαρμόζεται σε ποινικές υποθέσεις, στη βάση του ότι ο κατηγορούμενος είχε αντιμετωπίσει προγενέστερα παρακοή διατάγματος σε αστική διαδικασία.

 

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με την παραχώρηση άδειας ή την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων είναι αποκρυσταλλωμένη και την έχω  πρόσφατα συνοψίσει στις υποθέσεις Χαρίλαος Αποστολίδης και Σία, Πολιτική Αίτηση Αρ. 165/13, ημερ. 13.11.2013, Γκάπριελ Ποπ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 18/14, ημερ. 10.4.2014, ECLI:CY:AD:2014:D252, Amsteso Electric Limited, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/15, ημερ. 12.2.2015, ECLI:CY:AD:2015:D101 και Αθηνούλλα Ανδρέα Λοΐζου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 42/15, ημερ. 16.3.2015, ECLI:CY:AD:2015:D180.  Όπως ανέφερα, «η εξουσία του δικαστηρίου να εκδίδει προνομιακά εντάλματα αφορά στο κατάλοιπο εξουσίας και δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης.  Γι'  αυτό ακόμη και στις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ότι το κατώτερο δικαστήριο ενήργησε εκτός της δικαιοδοσίας του ή την υπερέβη ή όπου προκύπτει από την όψη του πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης ότι το κατώτερο δικαστήριο προβαίνει σε νομικό λάθος ή διαπιστώνονται άλλες παραβιάσεις, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν χορηγεί διάταγμα Certiorari, αν είναι της άποψης ότι υπάρχουν άλλα ένδικα μέσα που θα μπορούσε να λάβει ο Αιτητής.  Μόνο αν αποδειχθεί η ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων μπορεί να δοθεί άδεια για καταχώρηση αίτησης Certiorari.  Σχετικές είναι οι υποθέσεις Ανθίμου (1991) 1 ΑΑΔ 41 και η αγγλική υπόθεση R. v. Epping and Harlow General Commissioners (1983) 3 All ER 257

 

Σε ερώτηση του Δικαστηρίου προς το συνήγορο του Αιτητή κατά πόσο στην προκειμένη περίπτωση υπάρχει άλλο ένδικο μέσο, ο κ. Πουργουρίδης έκανε αναφορά στο άρθρο 131 του Κεφ. 155, το οποίο, κατά την εισήγησή του, δεν επιτρέπει την καταχώρηση έφεσης σε ποινική υπόθεση, εκτός όπου ρητά προβλέπεται στο Νόμο.  Όπως εξήγησε, ο Νόμος ορίζει τις τρεις περιπτώσεις στις οποίες χωρεί έφεση από απόφαση ποινικού δικαστηρίου, ήτοι αθώωση, καταδίκη και ποινή.  Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανέφερε ο κ. Πουργουρίδης, δεν υπάρχει ούτε αθώωση, ούτε καταδίκη και ούτε ποινή και ως εκ τούτου ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 131. 

 

Έχω εξετάσει την αίτηση και έχω καταλήξει ότι αυτή δεν μπορεί να εγκριθεί, αφού υπάρχει διαθέσιμο το ένδικο μέσο της έφεσης.  Τα όσα αναφέρονται στις νομικές αυθεντίες και συγγράμματα που παρέπεμψε το Δικαστήριο ο συνήγορος του Αιτητή, αφορούν την ουσία του θέματος.  Εδώ το θέμα που μας ενδιαφέρει, αφορά στις προϋποθέσεις παραχώρησης άδειας και συγκεκριμένα κατά πόσο υπάρχει διαθέσιμο στον Αιτητή άλλο ένδικο μέσο.  Το δικαίωμα έφεσης, κατά καταδίκης ή ποινής από ποινικό δικαστήριο, διασφαλίζεται από το άρθρο 25 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.  Όμως το δικαίωμα έφεσης από αθωωτική απόφαση επαρχιακού δικαστή, ρυθμίζεται εξαντλητικά από τα άρθρα 131(2) και 137 του Κεφ. 155.  Το άρθρο 131(2) προβλέπει ρητά ότι δεν χωρεί έφεση από αθωωτική απόφαση, παρά μόνο με τη σύσταση ή γραπτή έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, όπως προβλέπεται στο Κεφ. 155.  Από τη στιγμή που το άρθρο 131(2) δεν επιτρέπει έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, δεν είναι δυνατό να επιτρέπεται η αναθεώρηση αθωωτικής απόφασης με προνομιακό ένταλμα, με βάση το κατάλοιπο εξουσίας του Δικαστηρίου.  Κάτι τέτοιο θα καταστρατηγούσε τις ρητές πρόνοιες των άρθρων 131 και 137 του Κεφ. 155.  Σύμφωνα με το άρθρο 137, ο Γενικός Εισαγγελέας δύναται να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Επαρχιακού Δικαστηρίου, για οποιοδήποτε από τους λόγους που περιλαμβάνονται στο άρθρο 137(1)(α)(i)-(iv) του Κεφ. 155. 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, είναι φανερό ότι ο Αιτητής έχει δυνάμει του Νόμου περιορισμένο δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης, νοουμένου ότι θα εξασφαλίσει την έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, την οποία δεν φαίνεται να επιδίωξε να εξασφαλίσει.  Τυχόν έγκριση της αίτησης χωρίς τα προαπαιτούμενα του Νόμου, σαφώς θα παρέκαμπτε τις ρητές πρόνοιες του Κεφ. 155, οι οποίες είναι αυστηρές ώστε να διασφαλίζουν την αρχή του ne bis in idem.  Τυχόν παραχώρηση της αιτούμενης άδειας θα σήμαινε ότι αφήνεται το κατάλοιπο εξουσίας και η διαδικασία έκδοσης προνομιακού εντάλματος Certiorari να χρησιμοποιηθεί σαν έφεση υπό μεταμφίεση.

Τα όσα ενδιαφέροντα παρατίθενται στα Συγγράμματα που με παρέπεμψε ο κ. Πουργουρίδης, αφορούν την ουσία του θέματος και θα μπορούν να εγερθούν σε περίπτωση που εξασφαλιστεί η έγκριση του Γενικού Εισαγγελέα για να καταχωρηθεί έφεση με την οποία θα ελεγχθεί η ορθότητα της απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.

 

Από τη στιγμή που διαπιστώνεται ότι υπάρχει το ένδικο μέσο της έφεσης, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει το Κεφ. 155, η αιτούμενη άδεια δεν μπορεί να παραχωρηθεί.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                                  (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

 

 

 

 

 

/ΕΠς   


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο