ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ECLI:CY:AD:2015:D75
(2015) 1 ΑΑΔ 216
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Πολιτική αίτηση αρ.23/15
[Τ.ΨΑΡΑ-ΜΙΛΤΙΑΔΟΥ, Δ]
6 Φεβρουαρίου, 2015
ANAΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, (Ν.33/64)
Kαι
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΝΙΚΟΛΑ, ΑΛΕΞΑΝΤΡΟΥ ΚΑΙ ΙΑΚΩΒΟΥ ΟΡΟΥΝΤΙΩΤΗ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ AITHΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS
ΚΑΙ
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ/Ή ΤΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΠΑΦΟΥ ΟΠΩΣ Η ΚΑΤΑΓΓΕΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΕΙ ΓΙΝΕΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΑΙΤΗΤΕΣ ΜΗΝ ΔΙΕΡΕΥΝΗΘΕΙ ΚΑΙ/Ή ΤΑΞΙΝΟΜΗΘΕΙ ΩΣ ΜΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ ΥΠΟΘΕΣΗ.
---------------------
κ.Σωτήρης Αργυρού με κ.Denis Dinisiuc - ασκούμενο δικηγόρο, για τους αιτητές
--------- ---------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Εx-tempore)
Οι αιτητές ζητούν με ex-parte αίτηση την άδεια να καταχωρήσουν αίτηση δια κλήσεως για την έκδοση προνομιακού εντάλματος mandamus με το οποίο να διατάσσεται ο Γενικός Εισαγγελέας και/ή ο Αρχηγός Αστυνομίας και/ή Αστυνομικός Διευθυντής Πάφου, και/ή οποιοσδήποτε αστυνομικός ή αστυνομικός υπό τις διαταγές του να διερευνήσουν τις καταγγελίες τους που αφορούν πλαστογραφία και παράνομη υπενοικίαση του υποστατικού τους που βρίσκεται στην οδό Αποστόλου Παύλου 112, πλησίον κάστρου στην Πάφο.
Λεπτομέρειες του αιτήματος περιέχονται στην επισυνημμένη έκθεση γεγονότων ενώ η αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση των εκ των αιτητών Νικόλα Ορουντιώτη.
Οι αιτητές είναι ιδιοκτήτες του επίδικου ακινήτου, κατόπιν δωρεάς της μητέρας τους (΄Αννας Ορουντιώτη), το οποίο και περιήλθε στην κατοχή τους, μετά την εν λόγω δωρεά.
΄Οταν έλαβαν την κατοχή του πιο πάνω ακινήτου, ενοικιαζόταν σε συγκεκριμένη εταιρεία (Loucas Georgiou Management Ltd) «η Εταιρεία» βάσει συμφωνίας η οποία είχε ισχύ μέχρι 31.2.2011. Η ίδια εταιρεία κατείχε και δύο διπλανά μαγαζιά και τα λειτουργούσε ως εστιατόριο.
Είναι η θέση των αιτητών ότι, εκτός της εταιρείας, και άλλα, τρίτα πρόσωπα ή εταιρείες, σε συνεργασία ενδεχομένως με την πρώτη εταιρεία, έχουν οικειοποιηθεί το χώρο, τον εκμεταλλεύονται και παρουσιάζονται ως δικαιούχοι της κατοχής του ακινήτου, ως περιγράφεται, ενώ οι αιτητές δεν τους έχουν δώσει τέτοιο δικαίωμα. Επίσης, υπάρχει ισχυρισμός των αιτητών ότι στα πλαίσια αυτά υπογράφηκαν έγγραφα και ή καταρτίστηκαν συμφωνίες με σκοπό τη νομιμοποίηση της κατοχής από τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν δώσει οποιαδήποτε τέτοια εξουσία, με αποτέλεσμα να ισχυρίζονται ότι έχουν διαπραχθεί αδικήματα πλαστογραφίας, οικειοποίησης ακινήτου και άλλα.
Κατά το έτος 2012 οι αιτητές κατήγγειλαν την υπόθεση στο ΤΑΕ Πάφου, ενώ παράλληλα προχώρησαν με αίτηση έξωσης στο Δικαστήριο Ενοικιοστασίου Πάφου.
Είναι η θέση των αιτητών ότι για άγνωστους λόγους η καταγγελία δεν προχώρησε και ότι μετά από αλληλογραφία της πλευράς τους με την Αστυνομία και τον Γενικό Εισαγγελέα έλαβαν απάντηση μέσω του δικηγόρου τους, ημερ. 15.11.2013 με την οποία Ανώτερος Αστυνόμος, εκ μέρους του Αρχηγού Αστυνομίας, τους πληροφορούσε ότι ο σχηματισθείς ποινικός φάκελος ταξινομήθηκε ως «μη αστυνομικής φύσεως υπόθεση» με οδηγίες του Γενικού Εισαγγελέα (τεκμ.3).
Επόμενες ενέργειες των αιτητών να πάρουν άδεια από το γραφείο του Γενικού Εισαγγελέα για καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης και πάλι συνάντησαν τη γραπτή άρνηση του Γενικού Εισαγγελέα.
Μετά από επικοινωνία που περιγράφεται στην έκθεση γεγονότων μεταξύ της πλευράς των αιτητών και του Γενικού Εισαγγελέα στις 23.5.2013 (τεκμ.11), ο Γενικός Εισαγγελέας ανάφερε ότι «δεν έχει εξασφαλιστεί μαρτυρία για τη δίωξη», και τελικά έλαβαν το τεκμήριο 3 (ανωτέρω).
Η κατ΄ισχυρισμόν ανενέργεια του Γενικού Εισαγγελέα ή της Αστυνομικής Διεύθυνσης να πράξουν ο,τιδήποτε για το παράπονο τους, τους οδήγησε στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Οι σχετικές εξουσίες του Γενικού Εισαγγελέα καθορίζονται από το ΄Αρθρο 113.2 του Συντάγματος το οποίο έχει ως εξής:
"Ο γενικός εισαγγελεύς της ∆η΅οκρατίας έχει εξουσίαν κατά την κρίσιν αυτού προς το δη΅όσιον συ΅φέρον να κινή, διεξάγη, επιλα΅βάνηται και συνεχίζη ή διακόπτη οιανδήποτε διαδικασίαν ή διατάσση δίωξιν καθ' οιουδήποτε προσώπου εν τη ∆η΅οκρατία δι' οιονδήποτε αδίκη΅α. Η τοιαύτη εξουσία δύναται να ασκήται υπό του γενικού εισαγγελέως της ∆η΅οκρατίας είτε αυτοπροσώπως είτε δι' υπαλλήλων υπαγο΅ένων εις αυτόν ενεργούντων υπό και συ΅φώνως προς τας οδηγίας αυτού."
Το ένταλμα mandamus δεν αποσκοπεί στο να ελέγξει μόνο τα κατώτερα δικαστήρια που αρνούνται να εκτελέσουν ένα καθήκον που τους επιβάλλει ο Νόμος αλλά και άλλες αρχές ή πρόσωπα για να υποχρεωθούν να εκτελέσουν δημόσιο καθήκον.
Στο σύγγραμμα Halsbury´s Laws of England, 3η έκδοση, τόμος 11, παρα.159 σελ.85 και 85, αναφέροντα τα εξής:
"The order of mandamus is an order of a most extensive remedial nature, and is, in form, a command issuing from the High Court of Justice, directed to any person, corporation, or inferior tribunal requiring him or them to do some particular thing therein specified which appertains to his or their office and is in the nature of a public duty. Its purpose is to supply defects of justice; and accordingly it will issue, to the end that justice may be done, in all cases where there is a specific legal right and no specific legal remedy for enforcing that right, and it may issue in cases where, although there is an alternative legal remedy, yet that mode of redress is less convenient, beneficial and effectual."
Οι αιτητές ενώ ζητούν με συγκεκριμένο τρόπο διατύπωσης να διαταχθεί ο Γενικός Εισαγγελέας να διερευνήσει το παράπονο τους, στην πραγματικότητα ζητείται από τον Γενικό Εισαγγελέα να αποφασίσει τη δίωξη, ενώ έκρινε - στα πλαίσια της εξουσίας του, ότι δεν θα το έπραττε για το λόγο που έθεσε.
Στην υπόθεση Αναφορικά με την αίτηση της Meryem Kaya (2010) 1Γ Α.Α.Δ. 1887, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρíoυ απασχολήθηκε με έφεση επί της άρνησης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, (βλ. Aναφορικά με την αίτηση της Meryem Kaya (2009) 1 Α.Α.Δ. 953) να δώσει άδεια για καταχώρηση αίτησης με σκοπό την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων ως άνω, εναντίον παρόμοιας απόφασης του Γενικού Εισαγγελέα να κρίνει ότι το παράπονο της αιτήτριας στην υπόθεση αυτή ήταν «μη αστυνομικής φύσεως».
Εκτός από έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari η αιτήτρια/εφεσείουσα ζητούσε - όπως και εδώ - άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως με σκοπό την εξασφάλιση mandamus. Αναφέρονται δε τα εξής σχετικά:
"Επιπρόσθετα η αιτήτρια-εφεσείουσα ζητούσε και άδεια για να καταχωρήσει αίτηση δια κλήσεως με σκοπό την εξασφάλιση προνομιακού εντάλματοςMandamus ώστε να υποχρεωθεί ο Γενικός Εισαγγελέας να ασκήσει την εξουσία του και/ή να εκτελέσει το δημόσιο καθήκον που του εναποτίθεται από το ’ρθρο 113.2 του Συντάγματος, προβαίνοντας στην απαραίτητη δίωξη. Ο Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο οποίος εκδίκασε πρωτοδίκως την αίτηση αποφάνθηκε ότι: (α) Ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε εντός των πλαισίων των εξουσιών που του παρέχονται από το ’ρθρο 113.2 του Συντάγματος και η άσκηση της εξουσίας του δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμαCertiorari και (β) Στην προκείμενη περίπτωση, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αρνήθηκε να εκτελέσει το καθήκον του αλλά αντίθετα άσκησε το καθήκον του δυνάμει του ’ρθρου 113.2 του Συντάγματος και αποφάσισε να μη διώξει οποιοδήποτε αλλά να ταξινομήσει την υπόθεση ως μη ποινικής φύσεως. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά ούτε και μπορεί να ελεγχθεί, με προνομιακό ένταλμα, η ορθότητα μιας απόφασης, αλλά μόνο η νομιμότητά της".
Το Ανώτατο Δικαστήριο στη σελίδα 5 της πιο πάνω απόφασης ανέφερε τα εξής σχετικά:
Ο αδελφός Δικαστής που χειρίστηκε την αίτηση πρωτόδικα, αφού αναφέρθηκε σε σχετική νομολογία, αποφάσισε ότι η αίτηση δεν μπορούσε να επιτύχει και γι' αυτό την απέρριψε. Ο Γενικός Εισαγγελέας ενήργησε εντός των πλαισίων των εξουσιών που του παρέχονται από το ’ρθρο 113.2 του Συντάγματος και η άσκηση της εξουσίας του δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά με προνομιακό ένταλμα της φύσεως Certiorari. Αναφέρθηκε στις αποφάσεις Xenofontos v. Republic 2 R.S.C.C. 89, Kyriakides v. Republic 1 R.S.C.C. 66, Νικολαΐδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 599 και Re Ttoulias (1984) 1 C.L.R. 855. Επίσης αναφέρθηκε και στις Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194 και Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 398.
Όσον αφορά το προνομιακό ένταλμα Mandamus ο πρωτόδικος Δικαστής παρατήρησε ότι αποσκοπεί στο να υποχρεώσει κατώτερα δικαστήρια αλλά και άλλες Αρχές ή πρόσωπα, που αρνούνται να εκτελέσουν το δημόσιο καθήκον τους, να το πράξουν. Στην προκείμενη περίπτωση, έκρινε ότι, ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αρνήθηκε να εκτελέσει το καθήκον του αλλά ότι αντίθετα άσκησε το καθήκον του δυνάμει του ’ρθρου 113.2 του Συντάγματος και αποφάσισε να μη διώξει οποιοδήποτε αλλά να ταξινομήσει την υπόθεση ως μη ποινικής φύσεως. Ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά ούτε και μπορεί να ελεγχθεί, με προνομιακό ένταλμα, η ορθότητα μιας απόφασης, αλλά μόνο η νομιμότητά της.
(ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)
Η κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου ήταν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε από ορθές και θεμελιωμένες νομικές αρχές και κατέληξε σε συμπέρασμα που ήταν υπό τις περιστάσεις, νομικά επιβεβλημένο και αναπόφευκτο.
Η ίδια προσέγγιση προκύπτει και από παλαιότερη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όπως: Xenofontos v. Republic, 2 R.S.C.C. 89, Kyriakides v. Republic, 1 R.S.C.C. 66, Νικολαΐδης (2002) 1 Α.Α.Δ. 599, Ttoulias (1984) 1 C.L.R. 855, Police v. Athienitis (1983) 2 C.L.R. 194, Χαραλάμπους v. Δημοκρατίας (2006) 2 Α.Α.Δ. 398, Ellinas v. Republic (1989) 1 C.L.R. 17, Καρατσής v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 201.
Προκύπτει λοιπόν αβίαστα ότι ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ανέλεγκτη εξουσία να κινεί, διεξάγει, επιλαμβάνεται, συνεχίζει ή διακόπτει οιανδήποτε διαδικασία ή διατάσσει δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία, για οποιοδήποτε αδίκημα, εφόσον, κατά την κρίση του, αυτό είναι προς το δημόσιο συμφέρον.
Εξάλλου με βάση τη σχετική πρόνοια του Συντάγματος, 113.2 (ανωτέρω) η κρίση του Γενικού Εισαγγελέα στο καθορισθέν πιο πάνω πλαίσιο, δεν υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο είτε με προνομιακό ένταλμα είτε δυνάμει του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος.
Η σαφής αυτή κατάληξη του Ανωτάτου Δικαστηρίου τροχιοδρομεί και το αποτέλεσμα της παρούσης. Η εξουσία του Γενικού Εισαγγελέα δυνάμει του ΄Αρθρου 113.2 του Συντάγματος να ασκήσει ή να μην ασκήσει ποινική δίωξη εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στη Δημοκρατία δεν ελέγχεται δικαστικά με προνομιακά εντάλματα.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών προέβαλε ως σχετική την προσέγγιση που ακολουθήθηκε στην υπόθεση Ανδρούλα Τσαγγαρίδου (Αρ.2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 1004, στην οποία το Δικαστήριο επέτρεψε να καταχωρηθεί σχετική αίτηση για έκδοση εντάλματος mandamus, τονίζοντας ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να επέμβει δίδοντας σχετική άδεια όταν πεισθεί ότι δεν υπάρχει άλλη καταλληλότερη θεραπεία στο αστικό δίκαιο ή όπου δεν είναι πρόσφορη άλλη ευχερέστερη διαδικασία. Με όλο το σεβασμό στην πιο πάνω θέση, η εξέταση της κατάλληλης άλλης θεραπείας, είναι θέμα το οποίο έπεται της κατ΄αρχήν στοιχειοθέτησης του αιτήματος, όπως το παρόν, το οποίο πηγάζει από την ίδια τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να επέμβει με έκδοση προνομιακών ενταλμάτων. Είναι φανερό ότι εν προκειμένω, αυτό δεν ισχύει.
Στην υπό κρίση υπόθεση προκύπτει ότι παρά την ύπαρξη της ίδιας της πρόνοιας του Συντάγματος, αλλά και της σχετικής νομολογίας, οι αιτητές επιδιώκουν να ελεγχθεί δια μέσου προνομιακού εντάλματος η εξουσία που ο Γενικός Εισαγγελέας έχει, δυνάμει του Συντάγματος.
Παρατηρείται περαιτέρω ότι εν πάση περιπτώσει ο Γενικός Εισαγγελέας δεν αρνήθηκε να εκτελέσει το καθήκον του, αντιθέτως, όπως προκύπτει από τα γεγονότα άσκησε το σχετικό καθήκον του δυνάμει του ΄Αρθρου 113.2 του Συντάγματος και ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια αποφάσισε να μη διώξει ταξινομώντας το παράπονο και/ή καταγγελία που του έγινε από τους αιτητές «ως μη αστυνομικής φύσεως υπόθεση». Το ίδιο ισχύει και για την απόφαση του να μη δώσει συγκατάθεση για καταχώρηση ιδιωτικής ποινικής υπόθεσης. Βλ. και το Σύγγραμμα Halsbury΄s Laws of England, para.160, p.85 (ανωτέρω) όπου αναφέρονται τα εξής:
«where a statute or a duty, leaves discretion as to the mode of performing the duty in the hands of the party on whom the obligation is laid, a mandamus cannot command the duty in question to be carried out in a specific way."
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η αίτηση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.
T. Ψαρά-Μιλτιάδου,
Δ.