ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσείοντες. Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Εφεσίβλητους. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2015-01-15 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ κ.α. ν. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Εφεση Αρ. 311/2012, 15/1/2015 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2015:A14

(2015) 1 ΑΑΔ 19

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 311/2012)

 

15 Ιανουαρίου, 2015

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

1.    ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

2.    ΜΑΡΙΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ,

Εφεσείοντες,

ν.

 

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ,

Εφεσιβλήτων.

_ _ _ _ _ _

Α. Δημητρίου για Α. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσείοντες.

Γ. Ζαχαρίου (κα), για τους Εφεσίβλητους.

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τον Λιάτσο, Δ.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Στις 8.6.2012 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) με ενδιάμεση απόφασή του ενέκρινε αίτημα των εφεσιβλήτων για παροχή άδειας προς εκτέλεση απόφασης μετά την παρέλευση έξι ετών από της ημερομηνίας έκδοσής της. Προς ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης καταχωρήθηκε έφεση 41 ημέρες αργότερα, ήτοι, στις 19.7.2012.

 

Οι Εφεσίβλητοι ήγειραν, προδικαστικά, ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη επειδή δεν ασκήθηκε μέσα σε 14 ημέρες και ως εκ τούτου θα πρέπει να απορριφθεί. Αυτό είναι και το υπό κρίση ζήτημα.

 

Είναι η θέση των Εφεσιβλήτων ότι η παρούσα έφεση στρέφεται εναντίον διατάγματος που εκδόθηκε στα πλαίσια διαδικασίας άλλης από αγωγή (action) και συνεπώς ίσχυε η προθεσμία των 14 ημερών και όχι των 42 (6 εβδομάδες). Οι Εφεσείοντες προβάλλουν ότι η πρωτόδικη απόφαση αποτελεί τελική απόφαση και ως εκ τούτου η προθεσμία για καταχώρηση έφεσης είναι 42 ημέρες. Προς τούτο επικαλούνται το λεκτικό της Διάταξης 35 θεσμός 2 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και την ερμηνεία του όρου «αγωγή» όπως δίδεται από τη Διάταξη 1 θεσμός 2 των προαναφερθέντων Κανονισμών.

 

Η προθεσμία για την άσκηση έφεσης διέπεται από τη Διάταξη 35 θεσμός 2, και έχει ως ακολούθως:

 

«Τηρουμένης και χωρίς βλάβη της εξουσίας του Εφετείου σύμφωνα με τη Διαταγή 57, Κανονισμός 2, καμία έφεση εναντίον οποιουδήποτε ενδιάμεσου διατάγματος, είτε εναντίον διατάγματος, είτε τελικού είτε ενδιάμεσου, σε οποιονδήποτε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή, θα ασκείται μετά την πάροδο 14 ημερών και καμία άλλη έφεση θα ασκείται μετά την πάροδο 6 εβδομάδων, εκτός εάν το Δικαστήριο ή ο Δικαστής, κατά το χρόνο έκδοσης του διατάγματος ή καθ΄ οιονδήποτε μεταγενέστερο χρόνο, ή το Εφετείο επεκτείνει την προθεσμία.»

 

 

 

Σύμφωνα με τη Διάταξη 1 θεσμός 2 ο όρος «αγωγή» ερμηνεύεται ως εξής:

 

««αγωγή» σημαίνει πολιτική διαδικασία που αρχίζει με ένταλμα ή οποιοδήποτε άλλο τρόπο, όπως μπορεί να καθορίζεται από οποιοδήποτε νόμο ή διαδικαστικούς κανονισμούς.»

 

 

 

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Εφεσιβλήτων επικαλέσθηκε ως απόλυτα σχετική με το υπό εξέταση ζήτημα την απόφαση Παπαχρυσοστόμου ν. Σιδερά (1992) 1 ΑΑΔ 379. Στην υπόθεση αυτή και αναφορικά με αίτηση για παρακοή δικαστικού διατάγματος, το Οικογενειακό Δικαστήριο Λάρνακας αποφάσισε ότι ο Εφεσείων ήταν ένοχος παρακοής. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε έφεση σε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο των 14 ημερών αλλά μικρότερο των 42 από την ημερομηνία έκδοσης της πρωτόδικης απόφασης. Κατά την ακρόαση της έφεσης εγέρθηκε προδικαστική ένσταση ότι η έφεση είναι εκπρόθεσμη διότι η διαδικασία στην οποία είχε εκδοθεί η πρωτόδικη απόφαση δεν αποτελούσε «αγωγή» σύμφωνα με τον ορισμό του όρου στην Δ.35 θ. 2 και κατά συνέπεια έπρεπε να είχε καταχωρηθεί μέσα σε 14 ημέρες από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Αποφασίσθηκε ότι όντως η αίτηση για παρακοή, που καταχωρήθηκε δυνάμει των περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Διαδικαστικών Κανονισμών του 1990, δεν ενέπιπτε στον όρο «αγωγή» και κατά συνέπεια η έφεση θα έπρεπε να είχε καταχωρηθεί μέσα σε 14 ημέρες από την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης. Υπό το πρίσμα αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο κατέληξε ότι η έφεση καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και ως τέτοια απερρίφθη με το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Εχοντας κατά νου τα πιο πάνω καταλήξαμε στο συμπέρασμα ότι η διαδικασία ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λάρνακας που αφορά η παρούσα έφεση δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο παρά αίτηση για εκτέλεση της προϋπάρχουσας αποφάσεως που εκδόθηκε τελεσίδικα από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας και ότι η Διαταγή 35 Κανόνας 2 η οποία αναφέρεται «σε οποιοδήποτε θέμα που δεν αποτελεί αγωγή» (in any matter not being an action) εφαρμόζεται στις περιπτώσεις αυτές στις οποίες ζητείται διά αιτήσεως η εκτέλεση αποφάσεως άσχετα από του εάν η διαταγή για καταφρόνηση του Δικαστηρίου, όπως είναι η προκειμένη περίπτωση, είναι, τελεσίδικη σε ότι αφορά την αίτηση με την οποία εζητήθηκε η έκδοση της.»

­­

 

Σειρά, όμως, μεταγενέστερων αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου διαμόρφωσε πάγια πλέον δικαστική προσέγγιση σύμφωνα με την οποία η προθεσμία για την άσκηση έφεσης εξαρτάται από το κατά πόσο η απόφαση εναντίον της οποίας στρέφεται η έφεση είναι ενδιάμεση ή τελική. Καθορίστηκε δε πως εφαρμοστέο κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ ενδιάμεσης απόφασης ή διατάγματος και τελικής  είναι το application approach και όχι το order approach. Δηλαδή ως επίκεντρο εκλαμβάνεται πλέον η φύση της αίτησης και όχι η φύση αυτού τούτου του διατάγματος. Στην απόφαση Ιωακείμ κ.ά. ν. Λαϊκής Κυπρ. Τράπεζας Λτδ (Αρ.1) (2003) 1 ΑΑΔ 198, αναλύεται η σχετική επί του θέματος νομολογία, προκειμένου να επιβεβαιωθεί η νομολογιακή προσέγγιση, σε αναφορά με την υπόθεση White v. Brunton (1984) 2 All E.R. 606, ότι το οριστικό κριτήριο για τη διάκριση μεταξύ ενδιάμεσης απόφασης ή διατάγματος και τελικής είναι το αποκληθέν application approach και όχι το order approach, που ίσχυε μέχρι τότε.  Επιβεβαιώθηκε, περαιτέρω, ο δικαστικός λόγος της υπόθεσης Wilfrid Wortham  κ.ά. ν. Ντίνας Κώστα Τσίμον κ.ά. (2001) 1 ΑΑΔ 1442, όπου τονίστηκε, αναλύοντας την White (ανωτέρω), ότι:

 

  «Με αναφορά στην προηγούμενη νομολογία εξηγείται πως, όπως διαμορφώθηκαν τα πράγματα, εκείνο που μετρά είναι όχι αυτή καθ΄ εαυτή η φύση του διατάγματος που εκδόθηκε αλλά η αίτηση ή η διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκε. Για το συζητούμενο σκοπό, τελικό είναι το διάταγμα που εκδίδεται στο πλαίσιο αίτησης ή διαδικασίας που θα απέληγε σε τελική επίλυση του επίδικου θέματος, όποιος από τους διαδίκους και αν κέρδιζε.»

 

 

Όπως επεξηγείται σχετικά στην υπόθεση Σπηταλιώτης κ.ά. ν. Liberty Life Insurance Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1140, απόφαση σε αίτηση για συνοπτική απόφαση κατατάσσεται ως ενδιάμεση, «αφού η διαδικασία μπορεί το ίδιο να έχει ως αποτέλεσμα είτε τη διεκπεραίωση της αγωγής είτε τη συνέχισή της». Ακολουθήθηκε επίσης η απόφαση Wilfrid (ανωτέρω) και τονίστηκε ότι το όλο ζήτημα αφορά την κατάταξη με βάση τη φύση της αίτησης, δηλαδή με κριτήριο το κατά πόσο με διαφορετικό αποτέλεσμα θα συνεχιζόταν η αγωγή, και όχι με αναφορά στις συνέπειες της εκδοθείσας απόφασης ή διατάγματος.

 

Τέλος, στην υπόθεση Ιωακείμ (ανωτέρω) υιοθετήθηκε η δικαστική προσέγγιση της απόφασης Κιταλίδης ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ κ.ά. (2000) 1 ΑΑΔ 1759, σύμφωνα με την οποία το κατά πόσο επίδικη αίτηση χαρακτηρίζεται ως ενδιάμεση ή αυτοτελής εξαρτάται από το κατά πόσο το συνεπακόλουθο διάταγμα μπορεί να θεωρηθεί διάταγμα «που δεν διαγιγνώσκει την ουσία της αγωγής» ή όχι, με ευρεία και κατ΄ αναλογία έννοια. Υπό το πρίσμα αυτό κρίθηκε ότι αίτηση για κατάσχεση, όπως και κάθε άλλη αίτηση με βάση τις διατάξεις του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, «είναι αυτοτελής και όχι ενδιάμεση».

 

Υπό το φως της πιο πάνω ευθυγραμμισμένης νομολογιακής προσέγγισης, είναι η κατάληξη μας ότι η αίτηση για άδεια εκτέλεσης - σε σχέση με την οποία εκδόθηκε η ενδιάμεση απόφαση που αποτελεί το αντικείμενο της ενώπιον μας έφεσης - συνιστά αυτόνομη διαδικασία, με μόνο επίδικο θέμα προς τελική επίλυση το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι δικαιούνται ή όχι να εκτελέσουν την εκδοθείσα απόφαση. Υπό αυτές τις συνθήκες εμπίπτει στην κατηγορία αιτήσεων που έχουν πρωτογενή χαρακτήρα και για τις οποίες ισχύει η προθεσμία καταχώρησης έφεσης των 6 εβδομάδων. Κατά συνέπεια η προδικαστική ένσταση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των Εφεσιβλήτων.

 

 

                                                        Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                        Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                        Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

ΣΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο