ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


public Νικολάτος, Μύρων-Μιχαήλ Γεωργίου Παρπαρίνος, Λεωνίδας Λιάτσος, Αντώνης Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσείοντα. Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη. CY AD Κύπρος Ανώτατο Δικαστήριο 2014-10-03 el Τμήμα Νομικών Εκδόσεων, Ανώτατο Δικαστήριο ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΙΛΙΑΣΤΙΔΗΣ ν. ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ, Πολιτική Εφεση Αρ. 351/2009, 3/10/2014 Δικαστική Απόφαση

ECLI:CY:AD:2014:A738

(2014) 1 ΑΑΔ 2137

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Εφεση Αρ. 351/2009)

 

3 Οκτωβρίου, 2014

 

[ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π., ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΓΡΗΓΟΡΗΣ ΦΙΛΙΑΣΤΙΔΗΣ,

Εφεσείων,

ν.

 

ΑΡΧΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,

Εφεσίβλητης.

_ _ _ _ _ _

 

Ι. Τυπογράφος, για τον Εφεσείοντα.

Κ. Στιβαρού (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

_ _ _ _ _ _

ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.:  Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί

από τον Δικαστή Α. Λιάτσο.

­­­_ _ _ _ _ _


 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.:  Όπως εντοπίζεται και από το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ουσιαστικά για την υπόθεση γεγονότα παραμένουν αναντίλεκτα:

 

Ο Εφεσείων κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν υπάλληλος στην υπηρεσία της Εφεσίβλητης και υπηρετούσε στη θέση Τμηματάρχη στο Γραφείο Περιφερείας Αμμοχώστου - Λάρνακας. Στις 15.7.1997 προήχθη αναδρομικά από 1.7.1994 και τοποθετήθηκε στα Κεντρικά Γραφεία στη Λευκωσία. Στις 30.1.1998 μετεφέρθη με απόφαση της Εφεσίβλητης στο Γραφείο Περιφερείας Αμμοχώστου - Λάρνακας. Στις 3.2.1998 ο Εφεσείων απέστειλε επιστολή στην Εφεσίβλητη με την οποία διεκδικούσε - επικαλούμενος τους περί Αρχής Ηλεκτρισμού (Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμούς του 1986 (ΚΔΠ 291/86) - τρία επιδόματα για την περίοδο 1.7.1994 μέχρι 31.1.1998, ήτοι υπερωριακής αμοιβής, συντήρησης και οδοιπορικό, συνολικού ύψους τότε ΛΚ20.853.60. Η Εφεσίβλητη αρνήθηκε να ικανοποιήσει τα αιτήματα αυτά και ο Εφεσείων προσέβαλε την αρνητική αυτή απάντηση προσφεύγοντας στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στις 19.9.2000 το Ανώτατο Δικαστήριο δικαίωσε τον Εφεσείοντα ακυρώνοντας την προσβαλλόμενη απόφαση της Εφεσίβλητης. Η επακολουθήσασα αναθεωρητική έφεση απέτυχε. Μετά την απόρριψη της εν λόγω έφεσης ο Εφεσείων υπέβαλε αξίωση προς την Εφεσίβλητη, στηριζόμενος στις πρόνοιες του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, για την καταβολή των προαναφερθέντων επιδομάτων, αίτημα το οποίο απέρριψε η Εφεσίβλητη. Ως αποτέλεσμα ο Εφεσείων καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας αγωγή αξιώνοντας προς όφελος του την επιδίκαση των πιο πάνω επιδομάτων.

 

Η προαναφερθείσα ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή του Εφεσείοντα ημερ. 19.9.2000 αποτέλεσε τη βάση στήριξης των αγώγιμων δικαιωμάτων του. Το αναιτιολόγητο της απόφασης της Εφεσίβλητης για μη παροχή των αιτουμένων επιδομάτων συνιστούσε τον κυρίαρχο λόγο ακύρωσης, όπως εντοπίζεται μέσα από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως προκύπτει, επίσης ως αδιαμφισβήτητο γεγονός, η Εφεσίβλητη, απαντώντας σε σχετική επιστολή του δικηγόρου του Εφεσείοντα, τον πληροφορούσε, στις 15.1.2004, ότι μετά την έκδοση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και κατόπιν νομικής γνωμάτευσης των νομικών της συμβούλων, θα μελετούσε σε προσεχή συνεδρία του διοικητικού της συμβουλίου το όλο θέμα προς το σκοπό λήψης σχετικής απόφασης. Τελικά, στις 19.1.2005, η Εφεσίβλητη πληροφόρησε την πλευρά του Εφεσείοντα ότι εκπληρώνοντας τις υποχρεώσεις της που προέκυπταν από την ακυρωτική απόφαση προέβη σε επανεξέταση του θέματος προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο οι διεκδικήσεις του Εφεσείοντα ήταν βάσιμες και μετά από σχετική έρευνα κατέληξε στην απόφαση ότι οι υπό αναφορά διεκδικήσεις «δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που θέτουν οι Κανονισμοί». Η απόφαση αυτή της Εφεσίβλητης για απόρριψη εκ νέου του αιτήματος του Εφεσείοντα δεν προσβλήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο. Αντί αυτού καταχωρήθηκε, όπως ήδη λέχθηκε, αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εξετάζοντας τα πραγματικά γεγονότα που περιέβαλλαν την ενώπιον του αγωγή και αναλύοντας τα υπό το πρίσμα της νομικής διάστασης του ζητήματος διεκδίκησης αποζημιώσεων δυνάμει του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος κατέληξε ότι η απαίτηση του Εφεσείοντα ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία. Εκρινε ότι η Εφεσίβλητη είχε ήδη εκπληρώσει την υποχρέωσή της που προέκυπτε μέσα από την ακυρωτική απόφαση επανεξετάζοντας το όλο θέμα, όπως εντοπίζεται στην επιστολή ημερ. 19.1.2005, συμμορφούμενη πλήρως με τα όσα η νομολογία επιτάσσει. Ως αποτέλεσμα αποκαταστάθηκε η νομιμότητα μέσω επανεξέτασης - συναρτημένης πλήρως με τον λόγο ακύρωσης, που υπενθυμίζεται περιστρεφόταν γύρω από την έλλειψη δέουσας έρευνας - και λήψης νέας απόφασης.

 

Το αποτέλεσμα της πρωτόδικης κρίσης προσβάλλεται με τρεις λόγους έφεσης. Οι δύο πρώτοι είναι στην ουσία τους αλληλένδετοι. Θέτει η πλευρά του Εφεσείοντα ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η Εφεσίβλητη συμμορφώθηκε με την ακυρωτική απόφαση και αποκατέστησε τη νομιμότητα και ότι, επίσης εσφαλμένα, κατέληξε στο συμπέρασμα πως ως αποτέλεσμα της επανεξέτασης δεν έχει γεννηθεί ούτε και έχει δημιουργηθεί ζημιά και κατ΄ επέκταση αγώγιμο δικαίωμα. Με τον τρίτο λόγο έφεσης τίθεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας, για σκοπούς πληρότητας, σε περίπτωση ανατροπής της εκδοθείσας απόφασης επί του νομικού και μόνο σημείου.

 

Η τεκμηρίωση αγώγιμου δικαιώματος και η διεκδίκηση αποζημιώσεων δυνάμει του ΄Αρθρου 146.6, δεν γεννάται ipso facto από την ακυρωτική απόφαση. Η ακύρωση, βεβαίως, της Διοικητικής Πράξης αποτελεί την πρώτη προϋπόθεση βάσει του πιο πάνω ΄Αρθρου για τη διεκδίκηση αποζημιώσεων ενώπιον Πολιτικού Δικαστηρίου. Η περί αποζημίωσης ή άλλης θεραπείας αξίωση πρέπει - και αυτή είναι η δεύτερη προϋπόθεση - να απευθύνεται αρχικά προς τη Διοίκηση. Τέλος η απόρριψη του αιτήματος ή παράλειψη του αρμοδίου τμήματος να εξετάσει τούτο, συνιστά την τρίτη προϋπόθεση. Η ζημιά θα πρέπει να προκλήθηκε από την ακυρωθείσα απόφαση ή να προέκυψε ως άμεση συνέπεια της. Δικαίωμα για αποζημίωση εγείρεται αν, παρά την αποκατάσταση της νομιμότητας, παραμένει ζημιά, η οποία δεν είχε ικανοποιηθεί από την αρμόδια διοικητική αρχή. Η συνδρομή των πιο πάνω οδηγεί στη γένεση αγώγιμου δικαιώματος για αποζημίωση. (Πελαγία Εγγλεζάκη κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (1992) 1 ΑΑΔ 697, Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου ν. Χάρη Θεοδωρίδη (1993) 1 ΑΑΔ 420,  Χαράλαμπος Νίκολας ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 1 ΑΑΔ 983 και Rosary Gardens v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2006) 1 ΑΑΔ 230).

 

Στην υπό κρίση περίπτωση η ύπαρξη ακυρωτικής απόφασης δεν τελούσε υπό αμφισβήτηση. Στην πρωτόδικη ακυρωτική απόφαση απορρίφθηκε προδικαστική ένσταση της Εφεσίβλητης σύμφωνα με την οποία η διαφορά που προέκυψε ήταν χρηματική και άρα εκτός της δικαιοδοσίας του ακυρωτικού Δικαστηρίου. Επί της ουσίας το πρωτόδικο ακυρωτικό Δικαστήριο κατέληξε σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης λόγω του ότι ήταν αναιτιολόγητη. Αντικείμενο της αναθεωρητικής έφεσης ήταν μόνο η απόρριψη της προδικαστικής ένστασης. Το Εφετείο έκρινε ότι η διαφορά των εμπλεκομένων μερών ενέπιπτε στα όρια του δημοσίου δικαίου και ότι, κατά προέκταση, ο Εφεσείων είχε έννομο συμφέρον να καταχωρήσει την προσφυγή. Υπόμνησε επίσης ότι πρωτόδικα η απόφαση της Εφεσίβλητης κρίθηκε αναιτιολόγητη, γενονός το οποίο δεν αμφισβητήθηκε κατ΄ έφεση.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα το προκύψαν δεδικασμένο αφορούσε το δικαίωμα του Εφεσείοντα να προσφύγει, καλυπτόμενος από έννομο συμφέρον, στο Ανώτατο Δικαστήριο και το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ΄ ακολουθία των ΄Αρθρων 146.5 και 146.6 του Συντάγματος και ως αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης, η Εφεσίβλητη έπρεπε να λάβει μέτρα προς αποκατάσταση της νομιμότητας. Το έπραξε προβαίνοντας σε επανεξέταση του θέματος. Ως προς τις παραμέτρους επανεξέτασης - και εφόσον η ακύρωση είχε συντελεστεί λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας - ανέκυψε υποχρέωση  επανεξέτασης του θέματος με τη διεξαγωγή της επιβαλλόμενης έρευνας. Πορεία που επίσης ακολουθήθηκε από την Εφεσίβλητη, η οποία, μέσω επανεξέτασης, εκδήλωσε την εμμονή της στην προηγούμενη, ακυρωθείσα, απόφαση. Με τις ενέργειες της αυτές η Εφεσίβλητη είχε, όντως, αποκαταστήσει πλήρως τη νομιμότητα και, συνεπώς δεν εγειρόταν ζήτημα αποζημιώσεων του Εφεσείοντα δυνάμει του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, κατ΄ επίκληση του οποίου καταχωρήθηκε η αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

 

Η υιοθέτηση  της πιο πάνω στάσης εκ μέρους της Εφεσίβλητης έδινε βεβαίως το δικαίωμα στον Εφεσείοντα να ασκήσει προσφυγή, ούτως ώστε να κριθεί με βάση νέο αναθεωρητικό έλεγχο η ορθότητα της τελευταίας αυτής διοικητικής πράξης. Ο Εφεσείων αντί αυτού προχώρησε σε καταχώρηση αγωγής. Η ύπαρξη όμως νέας απόφασης, απορριπτικής και πάλι του αιτήματος του Εφεσείοντα, δημιουργούσε την ανάγκη καταχώρησης νέας προσφυγής στο ακυρωτικό Δικαστήριο, το οποίο ήταν και το μόνο αρμόδιο να αποφανθεί ως προς το κατά πόσο η νέα άρνηση της Εφεσίβλητης στηριζόταν σε λανθασμένα κριτήρια. Τυχόν επιτυχία του Εφεσείοντα θα οδηγούσε, πιθανόν, στη γένεση αγώγιμου δικαιώματος. Από μόνη της όμως η θεμελίωση, όπως ήδη λέχθηκε, της αγωγής σε απόφαση η οποία κρίθηκε ως αναιτιολόγητη από το ακυρωτικό Δικαστήριο δεν ήταν αρκετή για να δημιουργήσει θέμα αποζημιώσεων και ανάλογο αγώγιμο δικαίωμα, καθότι η κατ΄ ισχυρισμό ζημιά δεν προκλήθηκε ως άμεση συνέπεια της ακύρωσης, αφού μοναδικός λόγος ακύρωσης ήταν το αναιτιολόγητο της πράξης και, όπως ήδη λέχθηκε, προέκυψε νέα απόφαση μετά από επανεξέταση, η οποία και δεν προσβλήθηκε.

 

Όπως έχει ήδη καταγραφεί ο Εφεσείων με τον τρίτο λόγο έφεσης θέτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν εξέδωσε απόφαση και επί της ουσίας στην περίπτωση που θα αποδεικνυόταν ότι η εκδοθείσα απόφαση επί του νομικού σημείου είναι τρωτή.

 

Η έκδοση απόφασης επί της ουσίας παρά το γεγονός ότι πρωτόδικο Δικαστήριο καταλήγει σε απόρριψη αγωγής στηριζόμενο σε προδικαστικό ζήτημα, έχει ως λόγο την καταγραφή με πληρότητα της δικαστικής κρίσης, ούτως ώστε να βρίσκεται ολοκληρωμένη ενώπιον του Εφετείου και ανάλογα να κρίνεται στην ολότητά της η υπόθεση, σε περίπτωση που καταδειχθεί το εσφαλμένο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το προδικαστικό θέμα. Υπό αυτές τις συνθήκες παράλειψη πρωτόδικου Δικαστηρίου να εξετάσει και την ουσία δεν οδηγεί βεβαίως σε ακυρότητα ορθής κατά τα άλλα πρωτόδικης απόφασης. Στην προκείμενη περίπτωση η επισφράγιση κατ΄ έφεση της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης επί του, ουσιαστικά, νομικού σημείου που εξέτασε και με βάση το οποίο κρίθηκε τελικά η υπόθεση, δεν αφήνει περιθώρια περαιτέρω ενασχόλησης με τον εξεταζόμενο λόγο έφεσης.

 

Με βάση τα πιο πάνω είναι κατάληξή μας ότι η έφεση είναι αβάσιμη και απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του Εφεσείοντα, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                                  Μ. ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, Π.

 

                                                                  Λ. ΠΑΡΠΑΡΙΝΟΣ, Δ.

 

                                                                  Α.Ρ. ΛΙΑΤΣΟΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

ΣΦ.                                       


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο